Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

«Ὁ Θεὸς ποὺ πόνεσε γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος».

 


Ἀδελφοί μου,
«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἔτσι ἀνοίγει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὄχι μὲ κεραυνούς,
ὄχι μὲ φωνὲς ἐξουσίας,
ἀλλὰ μὲ ὀνόματα.
Μὲ γενεαλογίες.
Μὲ ἱστορία βαριά, πληγωμένη, ἀνθρώπινη.
Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἦλθε νὰ σώσει ἕναν ἄνθρωπο ἄλλο,
ἕναν ἰδεατό, ἕναν καθαρό.
Ἦλθε νὰ σώσει αὐτὸν ποὺ ὄντως εἶμαστε.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ντρέπεται
νὰ περάσει ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἁμαρτωλούς, ἀπὸ πτώσεις, ἐξορίες, Βαβυλῶνες, ἀπὸ γυναῖκες πληγωμένες καὶ ἀνθρώπους συντετριμμένους.
Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος:
«Οὐκ ᾐσχύνθη τὴν φύσιν ἡμῶν,
ἀλλ’ ἐκόσμησεν αὐτήν».
Καὶ ὅταν φθάνει ἡ ὥρα τῆς Γεννήσεως, δὲν ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ μὲ παλάτια. Ἀνοίγει σπήλαιο.
«Καὶ τόπος οὐκ ἦν αὐτοῖς ἐν τῷ καταλύματι».
Ὁ Πλάστης τῶν ὅλων
χωρὶς τόπο.
Ὁ Δημιουργὸς τῶν αἰώνων
χωρὶς στέγη.
Ὁ Κύριος τῆς δόξης
ἐν φάτνῃ ζώων.
Ὅπως κραυγάζει ὁ Μέγας Βασίλειος:
«Ἐπτώχευσε σαρκί,
ἵνα ἐγὼ πλουτήσω θεότητι».
Καὶ ἐδῶ ἀρχίζει
ὄχι ἁπλῶς ἡ ταπείνωση,
ἀλλὰ ὁ πόνος τοῦ Θεοῦ.
Διότι, ἀδελφοί μου,
ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε μὲ ἕνα λόγο
νὰ διορθώσει τὰ πάντα.
Θὰ μποροῦσε μὲ ἕνα πρόσταγμα
νὰ ἀφανίσει τὴν ἀνθρώπινη ἀνοησία.
Καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνει.
Γιατί;
Διότι θὰ κατέλυε τὸ αὐτεξούσιο.
Καὶ ὁ Θεὸς προτιμᾷ
νὰ πονᾷ, παρὰ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος
ὁ Ὁμολογητής:
«Ὁ Θεὸς σώζει τὸν ἄνθρωπο
συνεργείᾳ καὶ ἀγάπῃ, οὐ βίᾳ καὶ ἀνάγκῃ».
Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτή περνᾷ ἀπὸ πόνο.
Περνᾷ ἀπὸ δάκρυ. Περνᾷ ἀπὸ Σταυρό.
Γι’ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ·
ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ».
Τό Σπήλαιο γίνεται Παράδεισος.
Ἡ Φάτνη γίνεται Θρόνος.
Ἡ Γαστὴρ Παρθένου γίνεται
νοητὸς Παράδεισος.
Καὶ τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς
ἀνθίζει ἐκεῖ ὅπου κανείς δὲν περίμενε.
Καὶ ὅλα αὐτὰ για ποιόν;
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ συνεχίζει νὰ Τὸν πληγώνει.
Καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία μας φέρνει
τὸν ὑπερούσιο λόγο τοῦ Ἀποστόλου:
«ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν,
ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον…
ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος».
Ἄνθρωποι ποὺ δὲν φοβήθηκαν τίποτε, διότι εἶχαν δει τί σημαίνει νὰ ἀγαπᾷ ὁ Θεός.
Καὶ γυναῖκες, λέγει, ἔλαβον ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν.
Καὶ ὅμως, κανένας ἀπ’ αὐτοὺς
δὲν ἔλαβε τὴν τελικὴ ἐπαγγελία.
Γιατί;
Διότι ὁ Θεὸς περίμενε ἐμᾶς.
Τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πόνου.
Τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης.
Καὶ τότε καταλαβαίνουμε τὴν ἀλήθεια:
Ἡ ζωή δὲν γεννιέται ξανά.
Ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός.
Ἔχεις Χριστό — ἔχεις ζωή.
Ἀγωνίζεσαι κατὰ Χριστόν —
εἶσαι νικητὴς πάντων.
Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:
«Μὴ φοβηθῇς θλίψεις·
ὅπου Σταυρός, ἐκεῖ καὶ Ἀνάστασις».
Καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς
συμπληρώνει μὲ πόνο:
«Ὁ Κύριος πονᾷ γιὰ κάθε ψυχή
περισσότερο ἀπ’ ὅσο πονᾷ ἡ μητέρα
γιὰ τὸ παιδί της».
Ἀδελφοί μου,
ὁ Θεὸς δὲν ρώτησε “γιατί”.
Δὲν ζήτησε ἐξηγήσεις.
Δὲν ἔθεσε ὅρους.
Τὰ πήρε ὅλα ἐπάνω Του.
Τὰ πλήρωσε ὅλα ὁ ἴδιος.
Καὶ ἔρχεται καὶ σήμερα
στὸν κόσμο ποὺ καίγεται,
στὸν ἄνθρωπο ποὺ χάνεται,
καὶ ψιθυρίζει:
«Μὴ φοβοῦ. Γεννήθηκα γιὰ σένα.
Πόνεσα γιὰ σένα. Ζῶ γιὰ νὰ ζήσεις».
Δόξα τῷ Θεῷ τῆς πτωχείας,
τοῦ πόνου, καὶ τῆς ἀγάπης.
Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου