Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ο Μεγάλος Απόστολος των εθνών, ο
Παύλος, αφού αναπτύσσει στην Β' ποιμαντική του επιστολή προς τον Τιμόθεο έντονη
προτροπή για κήρυγμα και κακοπάθεια, αυτά δηλ. που απαιτούνται να έχει ένας
αυθεντικός ποιμένας, στη συνέχεια γράφει ότι το τέλος αυτού του ίδιου του Απ.
Παύλου πλησιάζει. Μέσα σε λίγες
φράσεις η Αποστολική γραφίδα συμπυκνώνει τον αγώνα μιας ζωής. Μιας ζωής στην
οποία ακαταπαύστως εργάστηκε όσο ουδείς άλλος για την αγάπη τού Κυρίου Ιησού
Χριστού και την δόξα τής Εκκλησίας Του. Είναι τέτοιο
και τόσο το μέγεθος του αποστολικού αγώνος και τόσα αυτά που υπέστη για να
“πληροφορήσει την διακονίαν του” που τα
περισσότερα εξ' αυτών είναι γνωστά μόνο
στον ίδιο τον Θεό.
Ο Απολογισμός
τού έργου του συγκλονίζει. Αλλά και η ομολογία του πρέπει να αφυπνίζει το
σύνολο των πιστών και ιδίως αυτούς τους ποιμένες. Τα πρόσωπα δηλ. που έχουν
τοποθετηθεί για να διακονούν το Σώμα
τής Εκκλησίας και να καθοδηγούν το λογικό
ποίμνιο, όχι ως μισθωτοί αλλ' ως καλοί ποιμένες που ανήκουν στην πνευματική
μάνδρα τού Αρχιποίμενος Ιησού.
Αφού λοιπόν
προτρέπει τον πιστό του μαθητή Τιμόθεο να προσέχει με άγρυπνο οφθαλμό όλα όσα
του παρουσιάζονται στο ποιμαντικό του έργο, του προσθέτει ακόμα να κοπιάζει και
να εργάζεται με όλη του την προθυμία το έργο τού Ευαγγελιστού, ώστε να
ολοκληρώσει με επιτυχία την διακονία που του ανατέθηκε στην Εκκλησία. Και μετά
από αυτά καταγράφει τον θρίαμβο που ταυτοχρόνως αποτελεί και το παράδειγμα προς
όλους τους ποιμένες έως το τέλος των αιώνων. “Τον
αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος” (Β΄
Τιμ. Δ' 7-8).
Ομολογουμένως
θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι για να αναπτυχθούν έστω και αποσπασματικώς τα
όσα “εν βραχύ ρήματι” μας αναφέρει ο Απ. Παύλος. Εκεί όμως που πρέπει να
σταθούμε είναι το κέντρο τής ομολογίας που αποτελεί και την ουσία των όσων
λέγει αλλά και την χαρά τής χάριτος για το θριαμβευτικό τέλος.
“Την πίστιν τετήρηκα”!
Αλλά περί ποίας πίστεως κάνει λόγο ο θεόπνευστος Απόστολος; Περί μιας γενικής
και ακαθορίστου πίστεως; Περί μιας πίστεως που θωπεύει συνειδήσεις και “κνήθει
την ακοήν”; Ποιά είναι η πίστις ένεκα της οποίας ξεχειλίζει την εν Κυρίω
καύχηση μέσα από τα γεροντικά στήθη η νεανική αποστολική καρδία; Μήπως
πρόκειται περί μιας πίστεως μέσα στην χοάνη τής οποίας συνυπάρχουν όλες οι
“θρησκευτικές δοξασίες” και όλα τα ήθη των ανθρώπων, απλώς και μόνο διότι αυτοί
παραδέχονται Θεόν;
Όχι δα! Ο
Απόστολος είχε παραλάβει την πίστη από τον Ιησού Χριστό. Είχε βιώσει την
προσωπική του Πεντηκοστή στην οδό προς την Δαμασκό και αυτή η αποστολική χάρις
τον συνόδευε έως και την τελευταία πνοή τής ζωής του. Η δε προσωπικότης του
διέθετε κάτι το μοναδικό που ουδείς άλλος το έζησε. Πρώτον, το αιφνίδιον της
μεταβολής. Από διώκτη η χάρις τον κατέστησε τον πρώτο των Αποστόλων. Δεύτερον,
το ριζικόν. Σε όλα δηλ. τα υποστρώματα της ψυχοσωματικής του υπάρξεως εξ' αρχής
υπήρχε η πληρότης τού Αγίου Πνεύματος, και τρίτον, το ισόβιον. Σε όλη την
Αποστολική, πολυτάραχη και μαρτυρική του ζωή, ουδεμία κάμψις παρουσιάστηκε από
τα όσα υπέφερε χάριν της αληθείας τού Ευαγγελίου. Αντιθέτως μάλιστα, ο ένθεος
Αποστολικός του ζήλος, προϊόντος του χρόνου “προέκοπτε εκ δυνάμεως εις
δύναμιν”.
Γι' αυτήν
λοιπόν την πίστη, την αποκάλυψη του Θεού διά Ιησού Χριστού, την “άπαξ παραδοθείσαν” (Ιούδ. 3) κάνει λόγο ο
Απόστολος. Για την πίστη μας που αυθεντικώς κατέχει η Εκκλησία μας και βιώνουν
οι θεούμενοι και φωτισμένοι άγιοι από γενεάς εις γενεάν, μαζί βεβαίως και με
όσες υπάρξεις ειλικρινώς μετανοούν και μέσω του μυστηρίου τής μετανοίας
δέχονται την κάθαρση και τις δωρεές τού Πνεύματος. Και φυσικά, αυτή η πίστις
έχει παραδοθεί και στην δική μας χαλεπή και αλλοπρόσαλλη γενεά που φαίνεται ότι
τα πάντα τείνουν να ισοπεδωθούν μέσω ενός επαράτου οικουμενιστικού πνεύματος
και μιας θρησκευτικής συγκρητιστικής παραζάλης που παραπέμπει σε ατμόσφαιρα
μεσονύκτια στην οποία δίδεται το φίλημα του Ιούδα στον κήπο τής Γεθσημανής.
Με αυτές λοιπόν τις προϋποθέσεις που είδαμε, της αποστολικής
συνέπειας, ο Απόστολος Παύλος καταλήγει στην βεβαιότητα ότι “απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει
μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, ού μόνον δε εμοί, αλλά και
πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού” (Β' Τιμ. Δ' 8 ).
Αλλά η
βεβαιότητα αυτή που έγινε πραγματικότητα, άνευ αντιρρήσεως, αποτελεί έναν
έλεγχο προς όλους εμάς και κυρίως προς τους ποιμένες. Τους ορθοδόξους ποιμένες
οι οποίοι έλαβαν διά του μυστηρίου τής Ιερωσύνης την “παρακαταθήκην”!
Φυλάσσεται αυτή η παρακαταθήκη; Αυτό που βιώνει ο κάθε
ορθόδοξος κληρικός κατά την ώρα που λαμβάνει το χάρισμα της Ιερωσύνης δεν θα
πρέπει να τον αφήνει να ησυχάζει ποτέ. Ακαταπαύστως στα ώτα τής καρδίας του
είναι ανάγκη να ακούεται το “Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην, και φύλαξον αυτήν,
έως της Παρουσίας τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότε παρ' αυτού μέλλεις
απαιτήσθαι αυτήν”. Και ναι μεν όταν φυλάσσεται αυτή η παρακαταθήκη τού
ορθοδόξου δόγματος και του αγιαστικού βιώματος που εκφράζει η ουσία τής
ορθοδόξου ζωής, η παράδοση δηλ. των αγίων μας, τότε αναλάμπει η ελπίδα ή
αναλόγως το πρόσωπο η βεβαιότητα του στεφάνου τής δικαιοσύνης. Εν εναντία δε
περιπτώσει, όταν δηλ. αλλοιούται η αποστολική διδαχή, και αρκείται ο “ποιμένας”
μόνο στην αποστολική διαδοχή, τότε παγιώνεται η “αστοχία περί την πίστιν”.
Είθε να συναισθανόμεθα αυτές τις θεόπνευστες προτροπές
τού Αποστόλου και να αγωνιζόμεθα τον “καλόν αγώνα”, δεδομένου ότι “εις τα της
πίστεως ου χωρεί συγκατάβασις”. http://katoci.blogspot.gr/2015/01/blog-post_19.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου