Τα μεγαλυνάρια εορτών και αγίων στη Θεία Λειτουργία
Γεωργίου Ζαραβέλα-Θεολόγου,ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Μεγαλυνάριο ονομάζεται το είδος εκείνο των τροπαρίων το οποίο προήλθε από τα έμμετρα προΰμνια του ειρμού και των τροπαρίων της θ’ ωδής των κανόνων μεγάλων εορτών: α) δεσποτικών (Χριστούγεννα, Περιτομή, Θεοφάνεια, Πάσχα, Ανάληψη, Πεντηκοστή), β) Θεομητορικών (Εισόδια, Ευαγγελισμός, Υπαπαντή) και γ) εορτών αγίων (Μεγάλου Βασιλείου, Τριών Ιεραρχών). Η ετυμολογία της ονομασίας τους ανάγεται στην προστακτική του ρήματος «μεγαλύνω» (μεγάλυνον), αφού με αυτόν τον ρηματικό τύπο ξεκινούν τα περισσότερα από αυτά. Το περιεχόμενο και ο στόχος των αρχικών προϋμνίων – μεγαλυναρίων είναι η παρακίνηση του εκκλησιάσματος σε δοξολογία του Κυρίου ή υμνωδία και τιμή των αναφερόμενων προσώπων, δηλαδή της Θεοτόκου ή των τιμώμενων αγίων. Ως μεγαλυνάρια θεωρούνται αρχικά και τα επονομαζόμενα ως Εγκώμια του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, τα κοινώς λεγόμενα και ως Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός τους ως εγκώμια δεν είναι ακριβής, αφού αποτελούν μεγαλυνάρια, γεγονός που αποδεικνύεται άμεσα από το ίδιο το κείμενο των τροπαρίων.
Η
νεώτερη και σύγχρονη λαϊκή έκφραση της λατρείας έχει (κακώς) φέρει σε
πρώτο πλάνο διάφορα καινούργια μελοποιήματα, τα μεγαλυνάρια για τη τιμή
εορτών και αγίων, τα οποία είναι ξεχωριστό είδος τροπαρίων και δεν
εντάσσονται στην ίδια ομάδα με τα προηγούμενα. Τα τροπάρια αυτά
συντίθενται κυρίως για λαϊκή κατανάλωση, συνδεόμενα άμεσα με τους
παντοειδείς παρακλητικούς κανόνες. Τα ανωτέρω έχουν συντεθεί κατά μίμηση
των μεγαλυναρίων των Παρακλητικών Κανόνων προς τη Θεοτόκο και ψάλλονται
σε ήχο πλ. δ’ κατά τριφωνία, εκ του Γα.
Η καθ’ όλα σεβαστή λαϊκή ευσέβεια, όσο επαινετή και αν είναι
,
δεν μπορεί να μεταπλάθει και να αλλοιώνει τη θεία λατρεία, χωρίς να
αναγνωρίζει τις ισχύουσες τυπικές διατάξεις. Η αρχή αυτή συνήθως
καταστρατηγείται, σαν να έχει ως γενικό κανόνα της τη ρήση του Σαίξπηρ
«έτσι είναι, αν έτσι σας αρέσει» ή το κοινώς λεγόμενο: «έτσι αρέσει στον
κόσμο»! Στο πλαίσιο του «πιασάρικου», επομένως, και με την επίδραση της
διαχρονικά ισχυρής λαϊκής ευσέβειας τα διάφορα μεγαλυνάρια έκαναν την
εμφάνισή τους στη λατρεία μετά το β’ ήμισυ του 20ου αι.
Η
εμφάνιση των νεώτερων μεγαλυναρίων στη λατρεία μπορεί να χαρακτηριστεί
από θετική, έως ανεκτή και απαράδεκτη. α) Τα μεγαλυνάρια μπορούν να
γίνουν αποδεκτά κατά τη ψαλμωδία των παρακλητικών κανόνων, όπου η
ακολουθία κατακλείεται με την απόδοση του μεγαλυναρίου του τιμώμενης
εορτής ή προσώπου. β) Τα ίδια τροπάρια μπορούν να γίνουν ανεκτά ή με
επιείκεια μη αποδοκιμαστέα όταν ψάλλονται στην ίδια ακολουθία, αλλά αυτή
τη φορά ασύνδετα με το θέμα του κανόνα, δηλαδή, όταν μετά το πέρας του
παρακλητικού κανόνα δεν περιορίζεται η απόδοση του μεγαλυναρίου του
τιμώμενου αγίου και του αγίου του ναού, αλλά ακολουθούν ελάχιστα έως
πολλά επιπλέον μεγαλυνάρια αγαπητών στη λειτουργική σύναξη αγίων. γ) Τα
μεγαλυνάρια δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να γίνουν αποδεκτά κατά τη
διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.Η ενσωμάτωση μεγαλυναρίων εορτών και αγίων στη διάταξη της Θείας Λειτουργίας είναι ένα νεώτερο φαινόμενο, το οποίο υπαγορεύθηκε από την ευαρέσκεια του λαού. Η απόδοση του μεγαλυναρίου γινόταν μετά το τέλος της ευχής της αναφοράς και των Διπτύχων, συνήθως μετά την εκφώνηση του λειτουργού «Και ως έκαστος». Η χρήση του σε αυτή τη θέση της Θείας Ευχαριστίας επηρεάστηκε σίγουρα από τους ακόλουθους παράγοντες: α) Τη μνημόνευση της Θεοτόκου στο Εξαιρέτως και το Άξιον εστίν (ή το «Επί σοι χαίρει» του λειτουργικού τύπου του Μεγάλου Βασιλείου, β) τη μνημόνευση του Τιμίου Προδρόμου και λοιπών αγίων στην ευχή μετά τη θεομητορική εκφώνηση, γ) τη μνημόνευση πάντων και πασών, δηλαδή σύνολης της Εκκλησίας, στα Δίπτυχα, δ) την παράθεση διαφόρων μεγαλυναρίων στο παλαιότερο Εγκόλπιο του Αναγνώστου της Αποστολικής Διακονίας. Η τελευταία καταγραφή δεν έγινε για την εξυπηρέτηση της ψαλμωδίας τους στη Θεία Λειτουργία, αλλά για τη διευκόλυνση των ιεροψαλτών σε περιπτώσεις που αυτά χρειάζονται, όπως π.χ. οι Παρακλήσεις.
Η χρήση του μεγαλυναρίου στη Θεία Λειτουργία σίγουρα πρέπει να αποφεύγεται, αφού: α) είναι ξένη για τη λειτουργική παράδοση είκοσι αιώνων, β) δεν μαρτυρείται σε κανένα χειρόγραφο κώδικα της Θείας Λειτουργίας, γ) κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και σύγχρονοι μελετητές της Λατρείας δεν αναφέρονται καθόλου σε αυτή, όχι επειδή τη θεωρούν αυτονόητη, αλλά επειδή είναι ανύπαρκτη, δ) είναι αστήρικτη νοηματικά και ασύνδετη με το περιεχόμενο, το νόημα και τον σκοπό τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας. Η τελευταία έκδοση του Εγκολπίου της Αποστολικής Διακονίας, με την επιμέλεια του μεγάλου ρέκτη της χριστιανικής λατρείας π. Κων. Παπαγιάννη παρέλειψε στοχευμένα την παράθεση των μεγαλυναρίων, ώστε να διορθωθεί η παρανόηση της χρήσης τους στη Θεία Λειτουργία, σύμφωνα και με το προλογικό σημείωμα του επιμελητή.
Η απόδοση των μεγαλυναρίων στο συγκεκριμένο σημείο της Θείας Λειτουργίας δείχνει σαν να διακόπτει το μυστήριο στη μέση, να το αποπροσανατολίζει από το στόχο του και να αποσπά την προσοχή των πιστών από το μυστήριο, στρέφοντάς την στο πρόσωπο που τιμά το τροπάριο. Η εισαγωγή στις ετήσιες τυπικές διατάξεις του μεγαλυναρίου του Μεγάλου Βασιλείου, κάθε φορά που τελείται ο υπό το όνομά του σωζόμενος λειτουργικός τύπος, δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή. Η τυπική διάταξη αυτή αναιρείται, εκτός των άλλων, από την απουσία σχετικού τροπαρίου κατά τη τέλεση του τύπου του ι. Χρυσοστόμου.
Η απόδοση του «Άξιον Εστίν», του μεγαλυναρίου της Θεοτόκου, δεν μπορεί να υπαχθεί στον ίδιο κανόνα, αφού με την εκφώνηση του λειτουργού «Εξαιρέτως» εξαίρεται το πρόσωπο της Παναγίας και η συμβολή της στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Το Άξιον Εστίν μαρτυρείται αδιάκοπα στις πηγές και δεν αμφισβητείται από κανέναν η θέση του στη Θεία Λειτουργία. Η προσθήκη και άλλων τροπαρίων, ποικίλων εορτών και αγίων, μειώνει την εξαιρετική τιμή προς το πρόσωπο της Θεοτόκου και εισάγει την ξαφνική απόδοση τιμής σε ιερά, μεν, πρόσωπα, μη αναφερόμενα, δε, στο μυστήριο. Η αντικατάσταση του Άξιον Εστίν σε περιπτώσεις δεσποτικών και θεομητορικών εορτών έχει και εδώ ως επίκεντρο τη τιμή της Θεοτόκου, στο πλαίσιο της συμβολής της στο εορταζόμενο γεγονός, και γίνεται, τις περισσότερες φορές, από τον ειρμό της θ’ ωδής του κανόνα της εορτής, με καθαρά θεομητορικό περιεχόμενο.
Η τιμή των αγίων είναι αυτονόητη και δεν μπορεί να παραθεωρείται. Η σύναξη, όμως, οφείλει να κάνει διάκριση του τρόπου και του χρόνου της τιμής των ιερών προσώπων, χωρίς να γίνεται συμφυρμός των καιρών της λατρείας. Οι ακολουθίες της Εκκλησίας δίνουν μεγάλο περιθώριο για την αναφορά στους τιμώμενους αγίους (Εσπερινός, Όρθρος κ.λπ.), ακόμα και στο πρώτο μέρος της Θείας Λειτουργίας, κατά την ψαλμωδία των απολυτικίων, χωρίς και εδώ να εκτρέπεται η κοινότητα σε ποσοτική κατάχρηση. Η Θεία Ευχαριστία είναι καθαρά μέσο κοινωνίας της σύναξης με τον Κύριο, μέσα από την ευχαριστιακή απόδοση λατρείας προς Εκείνον για τις ευεργεσίες του.
Η χριστοκεντρική διάσταση του μυστηρίου οφείλει να μην παραθεωρείται και να κατασιγάζει τις επιθυμίες του λαού, όταν αυτές ανατρέπουν τις θεολογικές προεκτάσεις των τελουμένων. Οι τυπικές διατάξεις δεν είναι νόμοι, αλλά οδοδείκτες, όπως ακριβώς και η κανονική παράδοση της Εκκλησίας. Η απόδοση των μεγαλυναρίων σε άκαιρα σαφώς δεν είναι κολάσιμη και δεν διώκεται. Η απάλειψή τους, όμως, από τη Θεία Λειτουργία διατηρεί την ευταξία της Λατρείας, δεν αποσπά το νου από το μυστήριο και διατηρεί τη θεολογική και νοηματική συνοχή του.
http://naxioimelistes.blogspot.gr/2016/10/blog-post_18.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου