Οσίας Αναστασίας της Πατρικίας (567)
Αγίου Μάρτυρος Κοδράτου του εν Κορίνθω, και των συν αυτώ· Ανεκτού, Παύλου, Διονυσίου, Κυπριανού και Κρήσκεντος (258)
Άγιου Μάρτυρος Μαρκιανού, ξύλοις θλασθείς, τελειούται.
Οσίου Αγάθωνος, του ασκήσαντος εν τη Μονή του Αγ. Συμεών, εν τω Χαλεπίω της Συρίας
Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρουδής, εκ Γρανίτσης Ευρυτανίας, εν Θεσσαλονίκη, εν έτει 1544, πυρί τελειούται
Οσίου Ιωάννου της Khakhuli του Γεωργιανού.((10ος-11ος αιώνας)
Σύναξη των ερημιτών των δασών Ροσλάβλ
Παύλου του Δικαίου του Ταγκαρόνγκ (+ 1879).
Αλεξάνδρου ιερέως, της Βολόγδας (Μπαντάνωφ, + 1913).
Εορτάζουν στις 10 Μαρτίου
Στίχοι
Η Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.
Δεκάτη Αναστασίαν γηθόσυνον ένθεν άειραν.
Από το Γεροντικό
Κάποιος ευνούχος έμενε στη βαθύτερη έρημο της Σκήτεως. Το κελλί του βρισκόταν δεκαοχτώ περίπου μίλια μακριά από τη Σκήτη. Μια φορά λοιπόν την εβδομάδα επισκεπτόταν τον αββά Δανιήλ κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να το γνωρίζει κανείς παρά μόνο αυτός και ο μαθητής του. Ο γέροντας είχε δώσει εντολή στο μαθητή του να γεμίζει ένα σταμνί με νερό γι’ αυτόν τον ευνούχο μία φορά την εβδομάδα, να το τοποθετεί στην είσοδο του κελλιού του και να χτυπά και να φεύγει χωρίς να μιλά μαζί του και του είπε:
› Αν όμως βρεις κανένα κεραμίδι, γραμμένο στην είσοδο της σπηλιάς, να το φέρεις.
Έτσι λοιπόν έκανε ο μαθητής. Μια ημέρα βρίσκει ένα κεραμίδι που έγραφε τα εξής:
› Φέρε τα εργαλεία και έλα εσύ μόνο και ο αδελφός.
Όταν το διάβασε ο γέροντας, έκλαψε πάρα πολύ και είπε:
› Αλλοίμονο στη βαθύτερη έρημο! Τι στήριγμα χάνει σήμερα!
Και λέει στο μαθητή του:
› Βάστα αυτά τα εργαλεία και ας τρέξουμε να προλάβουμε το γέροντα, μήπως χάσουμε τις ευχές του, γιατί πηγαίνει στον Κύριο.
Και αφού έκλαψαν κι οι δύο, βγήκαν και πήγαν στη σπηλιά και τον βρήκαν να κατέχεται από υψηλό πυρετό. Έπεσε ο γέροντας στα πόδια του και έκλαψε λέγοντας:
› Είσαι μακάριος, γιατί φροντίζοντας γι’ αυτή την ώρα καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία.
Ο ευνούχος απάντησε:
› Μακάριος είσαι συ, νέε Αβραάμ, γιατί, πόσους καρπούς δέχεται ο Θεός από αυτά τα χέρια!
Λέει ο γέροντας:
› Κάνε προσευχή για μας.
Απαντά ο ευνούχος:
› Εγώ έχω ανάγκη από πολλές προσευχές αυτή την ώρα.
Και λέει ο γέροντας:
› Αν ήμουν εγώ σαν και σένα, τότε θα μπορούσα να σε ενισχύσω.
Ανακάθισε ο ευνούχος στην ψάθα του, αγκάλιασε το κεφάλι του γέροντα και το ασπαζόταν λέγοντας:
› Ο Θεός που με οδήγησε σ’ αυτόν τον τόπο, Αυτός ας δώσει ώστε τα γηρατειά σου να είναι όπως του Αβραάμ.
Και παίρνοντας ο γέροντας το μαθητή του, τον έβαλε να γονατίσει, λέγοντας στον ευνούχο:
› Ευλόγησε και το τέκνο μου τούτο.
Αυτός τον φίλησε και είπε:
› Θεέ μου, εσύ που είσαι εδώ αυτή την ώρα για να με χωρίσεις από αυτό το σώμα, εσύ που γνωρίζεις πόσα βήματα έκανε ο αδελφός μέχρι αυτό το κελλί για το όνομά Σου, κάνε να έρθει επάνω του η πνευματική δύναμη των πατέρων του, όπως έκανες να έρθει επάνω στον Ελισσαίο η πνευματική δύναμη του προφήτη Ηλία, και να επικληθεί το όνομα των πατέρων του αδελφού σ’ αυτόν.
Και λέει στον γέροντα:
› Για το όνομα του Κυρίου, μη μου βγάλετε αυτά που φορώ, αλλά έτσι όπως είμαι στείλετέ με στον Κύριο, και να μη μάθει ποτέ κανένας άλλος τα σχετικά μ’ εμένα παρά μόνο εσείς.
Λέει έπειτα:
› Δώσε μου να κοινωνήσω.
Και του μετέδωσε. Όταν κοινώνησε, λέει:
› Προσευχηθείτε για μένα
και αφού κοίταξε προς την ανατολή και δεξιά, το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο από τον ήλιο. Κάνει τότε το σημείο του σταυρού στο στόμα του και λέει:
› Θεέ μου, στα χέρια Σου παραδίδω το πνεύμα μου,
και με αυτό τον τρόπο παρέδωσε την ψυχή του.
Και έκλαψαν και οι δύο. Ύστερα άνοιξαν τάφο μπροστά από τη σπηλιά, και ο γέροντας έβγαλε το μανδύα του και λέει στο μαθητή του:
› Ντύσε τον πάνω από αυτά που φορεί.
Φορούσε δε χιτώνα από κουρέλια και φανέλα από ίνες φοινικιάς. Ντύνοντάς τον ο αδελφός, προσέχει και βλέπει ότι τα στήθη του ήταν γυναικεία, σαν δύο ξερά φύλλα, όμως δε μίλησε. Όταν λοιπόν τον έθαψαν και προσευχήθηκαν, λέει ο γέροντας:
› Ας καταλύσουμε τη νηστεία σήμερα και ας γευθούμε κάτι σε ένδειξη αγάπης εδώ στον τάφο του γέροντα.
Ύστερα πήραν το εργόχειρό του κι έφυγαν δοξάζοντας το Θεό. Βαδίζοντας στο δρόμο, λέει ο μαθητής στο γέροντα:
› Ξέρεις, πάτερ, ότι εκείνος ο ευνούχος ήταν γυναίκα; Γιατί είδα τα στήθη της.
Και απαντά ο γέροντας:
› Θέλεις να σου διηγηθώ τα σχετικά με αυτήν;
Λέει αυτός:
› Βεβαίως θέλω.
Συνεχίζει ο γέροντας:
› Αυτή ήταν πατρικία του παλατιού κι ο βασιλιάς Ιουστινιανός την εκτιμούσε πολύ και ήθελε να την πάρει στο παλάτι επειδή ήταν πολύ συνετή. Η Θεοδώρα όμως η αυγούστα εξοργίστηκε γι’ αυτό και την εξόρισε στην Αλεξάνδρεια. Αυτή λοιπόν οικοδομεί ένα κοινόβιο μεγάλο που το ονομάζουν “της πατρικίας”, στο Πέμπτο της Αλεξάνδρειας. Όταν οικοδόμησε αυτό το κοινόβιο, άκουσε ο βασιλιάς Ιουστινιανός γι’ αυτήν και άρχισε να την τιμά για την πολλή της σύνεση. Αυτή τότε έφυγε νύχτα από την Αλεξάνδρεια και ήρθε εδώ κοντά μου και με παρακάλεσε να της δώσω κελλί, αφού μου διηγήθηκε όσα άκουσες. Έχει λοιπόν σήμερα εικοσιοχτώ χρόνια στη Σκήτη, και κανένας δε γνώρισε τα σχετικά με αυτή παρά μόνο εγώ, εσύ και κάποιος άλλος γέροντας μοναχός. Γιατί όταν ήταν να απουσιάσω σε άλλο τόπο, του έδινα εντολή να γεμίζει ένα σταμνί με νερό, να του το αφήνει και να φεύγει. Κανείς όμως δεν έμαθε ποιος είναι, παρά μόνο εσύ. Πόσους αξιωματούχους δεν έστειλε ο βασιλιάς ερευνώντας γι’ αυτήν, κι όχι μόνο ο βασιλιάς, αλλά και ο αρχιεπίσκοπος και ολόκληρη σχεδόν η Αλεξάνδρεια! Και δεν υπάρχει ούτε ένας μέχρι σήμερα που να έμαθε σε ποιο τόπο βρίσκεται.
Να λοιπόν πώς αγωνίζονται εναντίον του
διαβόλου και συντρίβουν τα σώματά τους άνθρωποι που βρίσκονται στα
ανάκτορα. Ενώ εμείς, όταν βρισκόμασταν στον κόσμο δεν είχαμε να
χορτάσουμε ψωμί, κι αφού ήρθαμε στο μοναχισμό σπαταλούμε και δεν
μπορούμε να αποκτήσουμε μία αρετή. Ας προσευχηθούμε προς τον
Κύριο να μας αξιώσει να βαδίσουμε τον ίδιο δρόμο, και να βρούμε έλεος
εκείνη την ημέρα μαζί με τούς αγίους Πατέρες μας και τον αββά Αναστάσιο
τον ευνούχο –γιατί ονομαζόταν Αναστασία–, με τις ευχές και πρεσβείες της
κυρίας μας Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Γιατί στον Κύριο
ανήκει τιμή, δοξολογία και προσκύνηση, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο
Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Πηγή: από το βιβλίο «Ο αββάς Δανιήλ της Σκήτεως», εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 16.)
***
Συναξάρι
Αγίας Αναστασίας της Πατρικίας
Η Αγία Αναστασία ζούσε στην Κωνσταντινούπολη επί βασιλείας Ιουστινιανού ( 527 – 565 μ.Χ. ). Καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών και ο αυτοκράτορας την τιμούσε ως πρώτη πατρικία του παλατιού. Μην δίνοντας, ωστόσο, σημασία στην επίγεια δόξα, φύλαγε η μακαρία στην καρδία της τον φόβο του Θεού και φρόντιζε με ζήλο να τηρεί τις εντολές του. Ο δαίμονας όμως, άσπονδος εχθρός όσων επιθυμούν τον ενάρετο βίο, παίρνοντας αφορμή την εύνοια του αυτοκράτορα προς αυτήν έσπειρε αισθήματα ζηλοφθονίας στην ψυχή της αυτοκράτειρας. Όταν η Αναστασία πληροφορήθηκε ότι υπήρξε αιτία σκανδάλου, εκμεταλλευομένη το γεγονός αποχώρησε από την αυλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ώστε να λυτρωθεί η αυτοκράτειρα από την παράλογη ζήλεια, εσύ δε να ετοιμαστείς για την Βασιλεία των ουρανών ». Κράτησε μικρό μέρος της περιουσίας της, μοίρασε τα υπόλοιπα στους πτωχούς και αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια. Εκεί, κοντά στην πόλη ίδρυσε γυναικεία μονή, σε τόπο ονομαζόμενο Πέμπτον, η οποία αργότερα ονομάσθηκε Μονή της Πατρικίας.
Μερικά χρόνια αργότερα, αφ’ ότου εκοιμήθη η αυτοκράτειρα Θεοδώρα ( 548 μ.Χ. ), ο αυτοκράτορας αναζήτησε παντού την όμορφη και ενάρετη Αναστασία για να την παντρευτεί. Μόλις εκείνη το πληροφορήθηκε εγκατέλειψε την μονή και μετέβη νύκτα στην Σκήτη, στον αββά Δανιήλ, για να του εκθέσει το πρόβλημα. Ο Γέροντας την έντυσε τότε με αντρικά ενδύματα, της έδωσε το όνομα Αναστάσιος και την εγκατέστησε σε σπήλαιο μακριά από την Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα να ζήσει εκεί με νηστεία και προσευχή χωρίς ούτε να εξέλθει ούτε να δεχθεί κανένα. Μία φορά την εβδομάδα ένας μαθητής του πήγαινε και της άφηνε μια στάμνα νερό στην είσοδο του σπηλαίου και αποσυρόταν σιωπηλά με μια μετάνοια.
Επί είκοσι οκτώ ολόκληρα έτη έζησε με
αυτόν τον τρόπο η γενναία και ανδρεία ψυχή, τηρώντας με ακρίβεια τον
κανόνα του Γέροντα. Υπερνικώντας την φυσική αδυναμία και τους μαλθακούς
τρόπους της αυλής αγωνιζόταν νυχθημερόν κατά της πείνας, της δίψας, του
ύπνου και προπαντός κατά των σκοτεινών δαιμόνων που της υπέβαλλαν να
αφήσει την ησυχία. Έγινε έτσι με την προσκαρτερία της σκεύος εκλογής του
Αγίου Πνεύματος και ειδοποιημένη για την επικείμενη εκδημία της έγραψε
πάνω σε κεραμίδι στον αββά Δανιήλ να φέρει τα σύνεργα για τον ενταφιασμό
της. Ο γέροντας, ο οποίος ειδοποιήθηκε μες στη νύκτα με θείο όραμα,
έστειλε τον υποτακτικό του στην σπηλιά. Μόλις διάβασε το μήνυμά της
έσπευσε να παραυρεθεί στις τελευταίες στιγμές της και έπεσε στα πόδια
της ζητώντας της να μεσιτεύσει παρά Κυρίου για τον ίδιο και τους μαθητές
του. Αφού κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων, η αγία χαιρέτησε τους
αγγέλους που παρουσιάστηκαν στο πλευρό της και με το πρόσωπο ολόφωτο
παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Επιστρέφοντας στην Σκήτη ο αββάς
Δανιήλ αποκάλυψε στους μαθητές του ότι ο ευνούχος Αναστάσιος ήταν η
ξακουστή πατρικία, που αναζητούσε ο αυτοκράτορας Ιουστιανιανός για να
την νυμφευθεί.
( Ιερομονάχου Μακάριου Σιμωνοπετρίτη,
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου εκκλησίας. Διασκευή εκ του γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς, Μάρτιος. Αθήναι 2006, εκδ. Ίνδικτος, σ. 103 – 105 )
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείου αξίας και δόξαν πρόσκαιρον, καταλιπούσα εμφρόνως Αναστασία σεμνή, την ισάγγελον ζωήν στερρώς διήνυσας, και δοξασθείσα εκ Θεού, ως δοχείον αρετών, δυσώπει Οσία Μήτερ, υπέρ των πίστει τιμώντων, της πολιτείας σου την άσκησιν.
Ήχος πλ. α΄. Χαίροις ασκητικών.
Χαίροις, Αναστασία σεμνή, της Αναστάσεως Χριστού η επώνυμος, ης πίστει εισδεδεγμένη, την μυστικήν αστραπήν, ένδον εν καρδία θείω Πνεύματι, το σκότος κατέλιπες, κοσμικής ματαιότητος, και των Αγγέλων, την ζωήν επεόθησας, ως ασώματος, μετά σώματος ζήσασα· όθεν νυν την ισάγγελον, εκτήσω φαιδρότητα, και ουρανίων θαλάμων, περιφανώς κατηξίωσαι, αεί δυσωπούσα, ταίς ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.
Χαίροις, Αναστασία σεμνή, η φερωνύμως ανιστώσα εκάστοτε, εκ λάκκου ταλαιπωρίας, και εκ βυθού πειρασμών, τους τη ση πρεσβεία καταφεύγοντας, και πάσιν παρέχουσα, την θερμήν προστασίαν σου, τοις τω ναώ σου, τω αγίω προστρέχουσι, και την μνήμην σου, την σεπτήν εορτάζουσι· χάριν γαρ θείαν είληφας, πληρούν τα αιτήματα, ημών και νέμεις εκάστω, ρώσιν ψυχής ρώσιν σώματος, Χριστόν δυσωπούσα, ταίς ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.
Ωδή ζ’. Αντίθεον πρόσταγμα.
Ισχύν την ουράνιον ενδεδυμένη, εχθρού απεγύμνωσας την πονηρίαν άπασαν· στερρώς γαρ ηγώνισαι, εγκεκλεισμένη σεμνή, εν τω σπηλαίω κράζουσα· ο ων ευλογημένος και υπερένδοξος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου