|
Ο προφήτης Ελισαίος |
Ο προφήτης Ελισαίος
(Ελισαιέ όπως είναι
γνωστός στην Παλαιά Διαθήκη) ήταν γιος του μεγαλοκτηματία Σαφάτ (Γ'
Βασιλειών 19,16. 19,19.
Δ' Βασιλειών 3,11), από το χωριό Αελμούθ ή Αβελμεολά.
Ως προς την εμφάνιση ήταν φαλακρός
(Δ' Βασιλειών 2,23). Ο Ελισαίος υπήρξε μαθητής του Προφήτη Ηλία, από
τον οποίο χρίστηκε προφήτης και συνεχιστής του έργου του κατόπιν εντολής από
το Θεό (Γ' Βασιλειών 19,16-21.
Δ' Βασιλειών 3,11). Ο
Ελισαίος κατοικούσε στο όρος Κάρμηλος
(Δ' Βασιλειών 2,25. 4,24-25). Όταν εκείνος με θαυμαστό τρόπο έφυγε προς τον
Κύριο, ο Ελισαίος συνέχισε το προφητικό έργο του Ηλία και αναδείχθηκε σ'
έναν από τους μεγαλύτερους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, κάνοντας μάλιστα πολλά
θαύματα.
Η ΧΡΙΣΗ ΤΟΥ
ΕΛΙΣΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Όταν ο προφήτης Ηλίας
κατέφυγε στο όρος Χωρήβ για να γλιτώσει από την οργή της βασίλισσας Ιεζάβελ, ο Κύριος τον έστειλε
να πάει στη Δαμασκό κι όταν φτάσει εκεί, να χρίσει ως βασιλιά της Συρίας,
τον Αζαήλ.
Μετά να χρίσει τον Ιού, γιο
του Ναμεσσί, ως βασιλιά στον Ισραήλ
και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, να τον χρίσει προφήτη για να τον διαδεχτεί.
Του είπε ακόμη πως όποιος σωθεί από το ξίφος του Αζαήλ, θα τον σκοτώσει ο
Ιού κι όποιος γλιτώσει από τον Ιού θα τον σκοτώσει ο Ελισαίος. Αλλά θ'
αφήσει ζωντανούς 7000 Ισραηλίτες,
όλους εκείνους που δε γονάτισαν να προσκυνήσουν, ούτε ασπάστηκαν με το στόμα
τους το άγαλμα
του Βάαλ
(Γ' Βασιλειών 19,15-18).
Όταν ο Ηλίας
αναχώρησε
από το όρος Χωρήβ,
συνάντησε τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, που όργωνε. Μπροστά του πήγαιναν
δώδεκα ζευγάρια βόδια κι εκείνος οδηγούσε το δωδέκατο. Ο Ηλίας τον πλησίασε
και του πέταξε πάνω του το μανδύα του.
Τότε ο Ελισαίος κατανόησε
αυτή την πράξη, άφησε τα βόδια κι έτρεξε πίσω από τον Ηλία. Τον παρακάλεσε
να πάει ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του και μετά θα τον ακολουθήσει. Έτσι ο
Ελισαίος πήρε τα βόδια του και τα θυσίασε στον Κύριο. Με τα ξύλα του
αλετριού έβρασε το κρέας και το μοίρασε στο λαό κι έφαγαν. Ύστερα ακολούθησε
τον Ηλία κι έγινε υπηρέτης του
(Γ' Βασιλειών 19,19-21).
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ
ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
|
Η ανάληψη του προφήτη Ηλία |
Όταν έφτασε ο καιρός ο Κύριος να
πάρει τον Ηλία στον ουρανό, ο Ηλίας και ο Ελισαίος αναχώρησαν από τα Γάλγαλα.
Ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στη
Βαιθήλ. Αλλά ο Ελισαίος του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει.
Έτσι πήγαν μαζί στη Βαιθήλ.
Οι προφήτες που βρίσκονταν στη
Βαιθήλ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία
στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε
στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στην Ιεριχώ. Ο
Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν
μαζί στην Ιεριχώ.
Οι προφήτες που βρίσκονταν στην
Ιεριχώ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία
στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε
στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στον Ιορδάνη. Ο
Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν
μαζί στον Ιορδάνη
(Δ' Βασιλειών 2,1-6).
Τους ακολούθησαν και 50 προφήτες,
οι οποίοι στάθηκαν απέναντί τους σε κάποια απόσταση, ενώ ο Ηλίας και ο
Ελισαίος στάθηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Τότε ο Ηλίας πήρε τον μανδύα του,
τον δίπλωσε και χτύπησε τα νερά του ποταμού. Ο Ιορδάνης χωρίστηκε στα δύο
και οι δύο άνδρες πέρασαν απέναντι στην έρημο.
Όταν πέρασαν απέναντι ο Ηλίας
είπε στον Ελισαίο να του ζητήσει ότι θέλει πριν αναληφθεί στον ουρανό. Ο
Ελισαίος του είπε να του δώσει διπλό το προφητικό του χάρισμα. Ο Ηλίας του
είπε πως του ζητάει δύσκολο πράγμα, ωστόσο εάν τον δει να ανεβαίνει στον
ουρανό, τότε θα πραγματοποιηθεί αυτό που του ζήτησε. Κι ενώ βάδιζαν και
συνομιλούσαν ξαφνικά ένα πύρινο άρμα με πύρινα άλογα τους χώρισαν και ο
Ηλίας μέσα σ' ένα ανεμοστρόβιλο ανέβαινε στον ουρανό. Ο Ελισαίος καθώς τον
έβλεπε να ανεβαίνει φώναξε
«Πατέρα
μου, Πατέρα μου, εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ»
(Δ' Βασιλειών 2,7-12).
Κι όταν πια ο Ελισαίος τον έχασε από τα
μάτια του, έσχισε τα ρούχα του σε δυο κομμάτια. Έπειτα σήκωσε από κάτω τον
μανδύα του Ηλία που τον είχε αφήσει να πέσει από ψηλά και αφού γύρισε πίσω,
στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. Πήρε το μανδύα του Ηλία και χτύπησε τα νερά,
αλλά εκείνα δεν χωρίστηκαν όπως προηγουμένως. Τότε ο Ελισαίος φώναξε
«Που
είναι ο Θεός του Ηλία;»
Έπειτα ξαναχτύπησε τα νερά κι εκείνα χωρίστηκαν στα δύο και ο Ελισαίος
πέρασε τον Ιορδάνη.
Οι προφήτες που ήταν απέναντι
προς την Ιεριχώ, είδαν το θαύμα και είπαν πως το προφητικό πνεύμα του Ηλία
πήγε πια στον Ελισαίο. Ύστερα από λίγο, αφού τον συνάντησαν και τον
προσκύνησαν, του είπαν πως είναι δούλοι του και να τους επιτρέψει να πάνε να
ψάξουν μήπως ο Κύριος άφησε τον Ηλία σε κάποιο βουνό ή σε κάποιο άλλο μέρος.
Ο Ελισαίος δεν τους επέτρεψε, αλλά εκείνοι επέμεναν τόσο, ώστε στο τέλος ο
Ελισαίος δέχτηκε. Έτσι οι προφήτες έστειλαν 50 άνδρες για ν' αναζητήσουν τον
Ηλία. Εκείνοι τον έψαχναν για τρεις ημέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι
επέστρεψαν άπρακτοι στον Ελισαίο που καθόταν στην Ιεριχώ, ο οποίος τους
υπενθύμισε πως τους είχε πει να μην τον αναζητήσουν
(Δ' Βασιλειών 2,12-18).
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΙΣΑΙΟΥ
Οι άνδρες της Ιεριχούς είπαν στον
Ελισαίο, πως η πόλη τους βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία, αλλά τα νερά είναι
ανθυγιεινά και η γη δεν παράγει τίποτα. Τότε ο Ελισαίος τους είπε να του
φέρουν μια καινούργια κανάτα και να βάλουν μέσα της αλάτι. Όταν του την
έφεραν πήγε στην πηγή των νερών και είπε
«Να
τι λέει ο Κύριος. Αυτά τα νερά δεν θα προξενούν πια ούτε θάνατο ούτε ακαρπία».
Κι έτσι καθαρίστηκαν τα
νερά και είναι μέχρι σήμερα καθαρά, σύμφωνα με το λόγο που είπε ο Ελισαίος
(Δ' Βασιλειών 2,19-22).
Έπειτα ο Ελισαίος αναχώρησε από
την Ιεριχώ προς την Βαιθήλ και καθώς πήγαινε, μερικά παιδιά βγήκαν από την
πόλη και τον κορόϊδευαν για τη φαλάκρα του. Τότε ο Ελισαίος τα καταράστηκε
στ' όνομα του Κυρίου. Και ύστερα από λίγο βγήκαν δυο αρκούδες από το δάσος
και κατασπάραξαν 42 από αυτά. Ύστερα πήγε στο όρος Κάρμηλος και στη συνέχεια
πήγε στη Σαμάρεια
(Δ' Βασιλειών 2,23-25).
Ο ΕΛΙΣΑΙΟΣ
ΣΩΖΕΙ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΨΑ
ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ
ΤΗ ΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΜΩΑΒΙΤΩΝ
Η Μωάβ την εποχή αυτή ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ. Εξαιτίας
μιας αποτυχημένης
επανάστασης των Μωαβιτών κατά των Ισραηλιτών, ο βασιλιάς της Μωάβ
πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ 100.000 αρνιά και
100.000 κριάρια. Όταν όμως πέθανε ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Μωάβ αρνήθηκε
να
πληρώσει το φόρο στο νέο βασιλιά. Ο Ιωράμ, αφού διαδέχτηκε τον αδερφό
του
τον Οχοζία, έστειλε ανθρώπους στον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, και του
ζήτησε να τον
βοηθήσει στον πόλεμο κατά της Μωάβ. Ο Ιωσαφάτ δέχτηκε. Αφού συμμάχησαν
με το βασιλιά της Εδώμ προχώρησαν για να πολεμήσουν τους Μωαβίτες.
Έπειτα από 7 ημέρες εκεί που έφτασαν δεν υπήρχε νερό για το στρατό και
για τα
ζώα τους. Ο Ιωράμ φοβήθηκε μήπως νικηθούν στη μάχη. Ο Ιωσαφάτ τον
ρώτησε εάν
υπάρχει κανένας προφήτης του Κυρίου για να τον ρωτήσουν τι να κάνουν.
Ένας
από τους στρατιώτες του Ιωράμ είπε, πως υπάρχει ο Ελισαίος, ο γιος του
Σαφάτ,
ο οποίος υπηρετούσε τον Ηλία. Ο Ιωσαφάτ συμφώνησε πως αυτός ήταν
άνθρωπος
του Θεού. Έτσι οι τρεις βασιλιάδες ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον
Ελισαίο
(Δ' Βασιλειών 3,4-12).
Όταν συνάντησαν τον Ελισαίο, ο
προφήτης είπε στον Ιωράμ
«Ποια σχέση υπάρχει μεταξύ μας; Πήγαινε να ρωτήσεις
τους προφήτες του πατέρα σου και της μητέρα σου». Ο
Ιωράμ απάντησε «Μήπως ο Κύριος δεν μας κάλεσε και
τους τρεις για να μας παραδώσει στα χέρια των Μωαβιτών»;
Ο Ελισαίος του είπε «ορκίζομαι στον Κύριο, πως εάν
δεν ήταν ο Ιωσαφάτ ανάμεσά σας, ποτέ δεν θα έστρεφα το βλέμμα μου σ' εσένα
και ποτέ δεν θα σε έβλεπα. Τώρα όμως φέρε μου ένα
μουσικό».
Όταν ο μουσικός ήρθε κι άρχισε
να ψέλνει, η χάρις του Κυρίου φώτισαν τον Ελισαίο, ο οποίος και είπε
«Ο Κύριος λέει ν' ανοίξετε μέσα στον ξηροπόταμο
λάκκους. Δεν θα ακούσετε άνεμο να φυσά ούτε θα δείτε
βροχή να πέφτει. Κι όμως αυτός ο ξηροπόταμος θα γεμίσει από νερό. Και θα
πιείτε και σεις και τα ζώα σας. Αυτό είναι εύκολο έργο για τον
Κύριο, ο οποίος θα παραδώσει τη χώρα των Μωαβιτών στην εξουσία σας. Θα
καταστρέψετε κάθε οχυρωμένη πόλη των Μωαβιτών, θα κατακόψετε όλα τα δένδρα,
θα φράξετε όλες τις πηγές των νερών κι έτσι θα κάνετε όλη τη χώρα άχρηστη
και γεμάτη με πέτρες»
(Δ' Βασιλειών 3,13-19).
Πράγματι το επόμενο πρωϊνό, όταν
προσφέρθηκε η θυσία στον Κύριο, πολύ νερό ήρθε από την περιοχή της Εδώμ και
γέμισε η περιοχή με νερό. Στο μεταξύ, όταν οι Μωαβίτες πληροφορήθηκαν ότι οι
τρεις βασιλιάδες εκστράτευσαν εναντίον τους, φοβήθηκαν και ετοιμάστηκαν για
πόλεμο. Παρατάχτηκαν στα σύνορα της χώρας τους. Το πρωΐ όταν είδαν τον ήλιο
να πέφτει πάνω στα νερά, τα είδαν να είναι κόκκινα σαν το αίμα. Νόμισαν πως
οι τρεις βασιλιάδες πολέμησαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώθηκαν. Έτσι
ξεκίνησαν για να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών. Οι Μωαβίτες όρμησαν στο
στρατόπεδο των Ισραηλιτών και των Ιδουμαίων, αλλά οι Ισραηλίτες και οι
Ιδουμαίοι τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή. Έπειτα μπήκαν στη χώρα των
Μωαβιτών και κατέστρεψαν όλες τις πόλεις και τις εύφορες περιοχές και τη
γέμισαν με πέτρες. Κατέστρεψαν όλα τα δένδρα και έφραξαν όλες τις πηγές.
Προκάλεσαν τέτοια καταστροφή, ώστε δεν έμειναν παρά μόνο οι πέτρες από τις
κατεστραμένες πόλεις. Οι Ισραηλίτες που χειρίζονταν τις σφενδόνες,
περικύκλωσαν την πρωτεύουσα της Μωάβ και την κατέλαβαν. Όταν ο βασιλιάς της
Μωάβ είδε ότι έχασε τον πόλεμο, πήρε μαζί του 700 άνδρες και προσπάθησε να
επιτεθεί στους Ιδουμαίους, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τότε πήρε τον πρωτότοκο
γιο του και τον προσέφερε θυσία ολοκαυτώματος πάνω στα τείχη της πόλεως. Οι
Ισραηλίτες, όταν είδαν αυτή την τραγική θυσία, συγκλονίστηκαν και αποχώρησαν
από την Μωάβ
(Δ' Βασιλειών 3,20-27).
Ο
ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΑ ΔΟΧΕΙΑ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΜΕ ΛΑΔΙ
Μια μέρα η σύζυγος ενός από
τους γιους των προφητών κραύγασε προς τον Ελισαίο
«Ο άνδρας μου πέθανε. Εσύ γνωρίζεις ότι αυτός σεβόταν
τον Θεό. Μετά το θάνατό του ήρθε ο δανειστής μας, στον οποίο δεν ξοφλήσαμε
το χρέος μας, να πάρει ως δούλους τα δυο παιδιά μου».
Ο Ελισαίος της είπε
«Τι μπορώ να κάνω για σένα; Πες
μου
τι υπάρχει μέσα στο σπίτι σου;».
Εκείνη είπε
«Στο σπίτι μου δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο λίγο
λάδι για ν' αλείψουμε στο ψωμί μας». Ο Ελισαίος της
είπε
«Πήγαινε στη γειτονιά και ζήτησε από τους γείτονές
σου να σου δώσουν άδεια δοχεία. Μη διστάσεις να ζητήσεις πολλά. Έπειτα θα
πας στο σπίτι σου και θα κλείσεις την πόρτα. Μέσα στο
σπίτι θα είσαι εσύ και τα παιδιά σου. Από το λάδι που έχεις θα χύσεις λίγο
στα υπόλοιπα δοχεία και τα δοχεία θα γεμίσουν λάδι».
Η γυναίκα έφυγε, μπήκε στο
σπίτι της, έκλεισε την πόρτα κι έμεινε μόνη με τα παιδιά της. Τα παιδιά της
έφεραν πολλά κενά δοχεία κι εκείνη έχυνε λίγο λάδι μέσα σ' αυτά. Όταν τα
δοχεία γέμισαν είπε στα παιδιά της να της φέρουν ένα ακόμη δοχείο. Εκείνα
της είπαν πως δεν υπάρχει άλλο κενό δοχείο. Κι έτσι σταμάτησε η ροή του
λαδιού. Η γυναίκα πήγε κι ανέφερε το γεγονός στον Ελισαίο κι εκείνος της
είπε
«Πήγαινε και πούλησε το λάδι
και με τα χρήματα που θα πάρεις να πληρώσεις το χρέος σου. Με το υπόλοιπο
λάδι που θα μείνει θα ζήσετε εσύ και τα παιδιά σου»
(Δ' Βασιλειών 4,1-7).
Ο
ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑ
Κάποια άλλη μέρα ο Ελισαίος
περνούσε από την πόλη Σωμάν. Εκεί υπήρχε μια πλούσια γυναίκα, η οποία τον
παρακάλεσε με επιμονή να φάει στο σπίτι της. Έτσι κάθε φορά που ο Ελισαίος
περνούσε από την πόλη πήγαινε στο σπίτι της κι έτρωγε. Κάποτε η γυναίκα είπε
στον άνδρα της
«Ο άνθρωπος αυτός είναι άνθρωπος του Θεού και άγιος.
Κάθε φορά που περνάει από την πόλη μας έρχεται στο σπίτι μας.
Ας του κτίσουμε ένα μικρό δωμάτιο στο υπερώο, έτσι
ώστε όταν έρχεται σε μας να μένει στο δωμάτιο αυτό».
Όταν ο Ελισαίος ξαναπέρασε από την πόλη, πήγε ξανά στο σπίτι της γυναίκας κι
έμεινε στο δωμάτιο αυτό. Τότε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του να
καλέσει τη Σωμανίτιδα. Εκείνη παρουσιάστηκε μπροστά του. Είπε τότε ο
Ελισαίος στον υπηρέτη του, «Πες στη γυναίκα ότι μας κατέπληξε με τη
φιλοξενία της. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε γι' αυτή»; Εκείνη απάντησε
«Εγώ μένω
με τους συγγενείς μου και δεν έχω κάποια ανάγκη».
Ο Ελισαίος ξαναείπε στον υπηρέτη του
«Τι πρέπει να κάνουμε γι' αυτή;».
Ο Γιεζί, ο υπηρέτης του Ελισαίου, είπε
«Είναι γεγονός ότι η γυναίκα αυτή δεν έχει παιδί και
ο σύζυγός της είναι μεγάλος σε ηλικία».
Ο Ελισαίος την κάλεσε κι
εκείνη στάθηκε όρθια κοντά στην πόρτα. Της είπε τότε
«Το επόμενο έτος, την εποχή αυτή, θα κρατάς παιδί
στην αγκαλιά σου». Εκείνη απάντησε «Σε
παρακαλώ κύριε, μη διαψεύσεις αυτή την υπόσχεση που μου έδωσες».
Και πράγματι η γυναίκα συνέλαβε και γέννησε παιδί τον επόμενο χρόνο και την
εποχή εκείνη που της είχε προαναγγείλει ο Ελισαίος
(Δ' Βασιλειών 4,8-17).
Το παιδί μεγάλωσε και κάποτε
πήγε στους αγρούς όπου βρισκόταν ο πατέρας του και οι θεριστές. Ξαφνικά είπε
στον πατέρα του «Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου».
Ο πατέρας του είπε στον υπηρέτη του να πάρει το παιδί και να το πάει στη
μητέρα του. Ο υπηρέτης πήγε το παιδί στη μητέρα του και εκείνο κοιμήθηκε στα
γόνατά της ως το μεσημέρι, οπότε και πέθανε. Η μητέρα του το ανέβασε στο
υπερώο και το ακούμπησε στο κρεβάτι του Ελισαίου. Έκλεισε μετά την πόρτα και
βγήκε έξω. Η γυναίκα έστειλε και παρακάλεσε τον άνδρα της να της στείλει
έναν από τους δούλους του κι ένα γαϊδούρι, για να πάει να βρει τον άνθρωπο
του Θεού, τον Ελισαίο, και θα επιστρέψει. Εκείνος τη ρώτησε γιατί πηγαίνει
προς αυτόν; Εκείνη του είπε να μην ανησυχεί. Σαμάρωσε η ίδια το γαϊδούρι και
είπε στον δούλο της να πάνε να βρούνε τον άνθρωπο του Θεού, τον Ελισαίο, στο
όρος Κάρμηλος.
Πήγε η γυναίκα με τον υπηρέτη
της στο όρος Κάρμηλος, όπου βρισκόταν ο Ελισαίος. Όταν ο Ελισαίος την είδε
να έρχεται είπε στον Γιεζί τον υπηρέτη του «Να
λοιπόν η γυναίκα η Σωμανίτιδα. Πήγαινε να την προϋπαντήσεις και να την
ρωτήσεις εάν είναι καλά αυτή, ο άνδρας της και το παιδί της».
Εκείνη απάντησε «Όλοι είμαστε καλά».
Πήγε μετά στον Ελισαίο, έπεσε στο έδαφος κι έπιασε τα πόδια του προφήτη. Ο
Γιεζί πήγε να την απωθήσει. Ο Ελισαίος όμως του είπε «Άφησέ
τη, διότι η καρδιά της είναι πικραμένη και θλιμμένη.
Ο Κύριος απέκρυψε από μένα και δεν μου είπε την αιτία του
πόνου της». Εκείνη του είπε «Μήπως
εγώ ζήτησα από τον Κύριο παιδί; Δεν σου είχα πει να μην διαψεύσεις την
ελπίδα που μου έδωσες;». Είπε τότε ο Ελισαίος στον
Γιεζί «Ετοιμάσου. Πάρε το ραβδί μου και πήγαινε στο
σπίτι της γυναίκας αυτής. Εάν συναντήσεις άνθρωπο στο δρόμο σου δεν θα τον
χαιρετήσεις κι αν σε χαιρετήσει δεν θα του αποκριθείς. Να φτάσεις γρήγορα
στο σπίτι και να βάλεις το ραβδί μου στο πρόσωπο του παιδιού».
Η Σωμανίτιδα είπε στον Ελισαίο «Ορκίζομαι
στον Θεό ότι δεν θα σε εγκαταλείψω»
(Δ' Βασιλειών 4,18-30).
Ο Ελισαίος την ακολούθησε ως
το σπίτι. Ο Γιεζί όμως πήγε νωρίτερα από αυτούς κι έβαλε το ραβδί του
Ελισαίου στο πρόσωπο του παιδιού. Αλλά καμμία φωνή και καμμία αντίδραση δεν
υπήρξε εκ μέρους του παιδιού. Γύρισε πίσω ο Γιεζί και συνάντησε τον Ελισαίο
στο δρόμο και του είπε πως το παιδί δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ο Ελισαίος
μπήκε στο σπίτι και είδε το παιδί νεκρό πάνω στο κρεβάτι του. Έκλεισε την
πόρτα του δωματίου κι έμεινε μόνος με το παιδί και προσευχήθηκε στον Κύριο.
Ανέβηκε έπειτα στο κρεβάτι, ξάπλωσε πάνω στο παιδί κι ακούμπησε το στόμα του
στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια εκείνου και τα χέρια του
στα χέρια εκείνου, ξάπλωσε πάνω στο παιδί κι έτσι το σώμα του παιδιού
ζεστάθηκε. Έπειτα ο Ελισαίος απομακρύνθηκε, περπάτησε μέσα στο σπίτι,
ανέβηκε πάλι στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω στο παιδί όπως και προηγουμένως.
Αυτό επαναλήφτηκε εφτά φορές. Τότε το παιδί άνοιξε τα μάτια του και ο
Ελισαίος είπε στον Γιεζί να καλέσει τη Σωμανίτιδα. Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο
του υπερώου και ο Ελισαίος της παρέδωσε το παιδί ζωντανό. Η γυναίκα έπεσε
στα πόδια του Ελισαίου, τον προσκύνησε κι έπειτα πήρε το παιδί της και βγήκε
από το δωμάτιο
(Δ' Βασιλειών 4,30-37).
Ο
ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Έπειτα από το γεγονός αυτό ο
Ελισαίος πήγε στα Γάλγαλα. Τις ημέρες εκείνες είχε πέσει μεγάλος λιμός στην
περιοχή και οι προφήτες έμεναν νηστικοί κοντά στον Ελισαίο. Ο Ελισαίος είπε
τότε στον υπηρέτη του τον Γιεζί «Βάλε τον μεγάλο
λέβητα και βράσε φαγητό για τους προφήτες».
Ο Γιεζί βγήκε στα χωράφια για
να μαζέψει χόρτα. Σε κάποιο σημείο βρήκε έναν αμπελώνα, από το έδαφος του
οποίου μάζεψε άγρια κολοκύθια. Έβαλε από αυτά μέσα στο λέβητα για να
βράσουν. Δεν γνώριζε όμως ότι αυτά ήταν δηλητηριώδη. Έπειτα έδωσε στους
προφήτες να φάνε.
Ενώ εκείνοι έτρωγαν ξαφνικά
είπαν «Άνθρωπε του Θεού υπάρχει θάνατος στο λέβητα
και το φαγητό δεν μπορεί να φαγωθεί». Είπε τότε ο
Ελισαίος «Πάρτε αλεύρι και ρίξτε το στον λέβητα».
Στον υπηρέτη του τον Γιεζί είπε «Δώσε τώρα από αυτό
στους προφήτες να φάνε». Εκείνοι έφαγαν και δεν
υπήρξε τίποτα το επιβλαβές στο φαγητό
(Δ' Βασιλειών 4,38-41).
Κάποτε κάποιος άνθρωπος ήρθε
από τη Βαιθσαρισά και έφερε στον Ελισαίο 20 κρίθινα ψωμιά από τους πρώτους
καρπούς των αγρών του και λίγες αρμαθιές σύκα και είπε «Δώστε
τα στους προφήτες να φάνε». Ο Γιεζί απάντησε «Τι
να πρωτοδώσω από αυτά σε εκατό ανθρώπους;». Ο
Ελισαίος είπε τότε «Δώσε στους προφήτες να φάνε από
αυτά, διότι λέει ο Κύριος "θα φάνε, θα χορτάσουν και θα περισσέψουν".
Πράγματι έφαγαν, χόρτασαν και περίσσεψαν, όπως είχε πει ο Κύριος»
(Δ' Βασιλειών 4,42-44).
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ
ΛΕΠΡΑ ΤΟΥ ΝΑΙΜΑΝ
Ο Ναιμάν (Νεεμάν) ήταν
αρχιστράτηγος του στρατού της Συρίας και ήταν μεγάλος και αξιοθαύμαστος
ενώπιον του βασιλέως του, διότι ο Κύριος μέσω αυτού έσωσε τη Συρία από τους
εχθρούς της. Ήταν γενναίος άνθρωπος, αλλά έπασχε από λέπρα.
Τότε ομάδες Σύρων μπήκαν στο
βασίλειο του Ισραήλ για λεηλασία και μεταξύ των άλλων πήραν ως αιχμάλωτο και
μια νεαρή κοπέλα, η οποία έγινε δούλη της συζύγου του Ναιμάν. Η κοπέλα είπε
μια μέρα στην κυρία της, πως εάν ο κύριός της πήγαινε στον προφήτη Ελισαίο
στη Σαμάρεια θα θεραπευόταν από τη λέπρα. Η σύζυγος του Ναιμάν το είπε στον
άνδρα της κι εκείνος το ανέφερε στο βασιλιά της Συρίας. Ο βασιλιάς της
Συρίας του είπε να πάει στη Σαμάρεια έχοντας μαζί του και μια επιστολή προς
το βασιλιά του Ισραήλ.
Ο Ναιμάν πήρε μαζί του 10
ασημένια τάλαντα, 6.000 χρυσούς σίκλους και 10 καινούριες στολές και
ξεκίνησε για τη Σαμάρεια. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά του Ισραήλ και του
έδωσε την επιστολή του βασιλιά της Συρίας. Με την επιστολή αυτή ο βασιλιάς
της Συρίας παρακαλούσε το βασιλιά του Ισραήλ να φροντίσει για τη θεραπεία
του Ναιμάν.
Όταν διάβασε την επιστολή ο
βασιλιάς του Ισραήλ θύμωσε κι έσχισε τα ρούχα του φωνάζοντας, πως δεν είναι
θεός να θανατώνει και να δίνει ζωή κι άρχισε να συλλογίζεται πως ο βασιλιάς
της Συρίας ζητάει κάποια πρόφαση για πόλεμο.
Όταν ο Ελισαίος έμαθε το γεγονός,
έστειλε στον βασιλιά του Ισραήλ άνθρωπο να του πει «Γιατί
έσχισες τα ρούχα σου; Ας έρθει ο Ναιμάν σε μένα κι
ας μάθει όλος ο κόσμος πως υπάρχει προφήτης του Θεού ανάμεσα στους
Ισραηλίτες»
(Δ' Βασιλειών 5,1-8).
Ο Ναιμάν πήγε στο σπίτι του
Ελισαίου έχοντας ως συνοδεία ιππικό και πολεμικά άρματα. Ο Ελισαίος έστειλε
αγγελιαφόρο προς αυτόν να του πει να πλυθεί εφτά φορές στον Ιορδάνη και θα
θεραπευτεί από τη λέπρα.
Ο Ναιμάν οργίστηκε κι έφυγε
φωνάζοντας «Κι εγώ που νόμιζα πως θα στεκόταν
μπροστά μου και θα επικαλούνταν τ' όνομα του Θεού κι
αμέσως θα γινόμουνα καλά. Δεν είναι καλύτεροι οι ποταμοί της Δαμασκού, ο
Αβανά και ο Φαρφάρ, από τα ποτάμια των Ισραηλιτών; Γιατί να μην πάω να πλυθώ
στα δικά μας ποτάμια;». Και γεμάτος θυμό αναχώρησε
για τη Συρία.
Τον πλησίασαν όμως οι δούλοι του
και του είπαν, πως «ο προφήτης δεν σου ζητάει κάτι
δύσκολο που να μην μπορείς να το κάνεις. Σου είπε απλά να πάς στον Ιορδάνη
και να πλυθείς κι αμέσως θα γίνεις καλά».
Ο Ναιμάν υποχώρησε. Πήγε στον
Ιορδάνη και πλύθηκε στα νερά του εφτά φορές, όπως του είπε ο Ελισαίος. Κι
αμέσως τότε καθαρίστηκε από την αρρώστια του κι έγινε καλά. Αμέσως μετά πήγε
στον Ελισαίο μαζί με την συνοδεία του. Στάθηκε μπροστά στον προφήτη και του
είπε «Κατάλαβα και πείστηκα πως σε όλη τη γη δεν
υπάρχει άλλος Θεός, εκτός από το Θεό των Ισραηλιτών. Και τώρα πάρε αυτά τα
δώρα από μένα».
Ο Ελισαίος του απάντησε «Ορκίζομαι
στον Κύριο, πως δεν θα πάρω κανένα δώρο». Ο Ναιμάν
επέμενε, αλλά ο Ελισαίος ήταν αμετάπειστος. Είπε τότε ο Ναιμάν «Αφού
δεν θέλεις τα δώρα μου, ας δοθούν σε μένα φορτώματα
χώματος δύο ημιόνων και δεν θα προσφέρω πλέον θυσίες σε άλλους θεούς, παρά
μόνο στον Κύριο, τον αληθινό Θεό. Κι ας με συγχωρήσει ο Κύριος, όταν ο
βασιλιάς μου θα μπαίνει στο ναό του θεού Ρεμμάν να προσκυνήσει θα στηρίζεται
στο χέρι μου κι εγώ θα είμαι υποχρεωμένος να προσκυνήσω το θεό Ρεμμάν».
Ο Ελισαίος του απάντησε «Πήγαινε με ειρήνη».
Και ο Ναιμάν αναχώρησε για την πατρίδα του
(Δ' Βασιλειών 5,9-19).
Ο Γιεζί, ο υπηρέτης του Ελισαίου,
σκέφτηκε τότε, πως ο κύριός του δεν πήρε τίποτα από τον Ναιμάν απ' όσα
έφερε. Εάν τον προλάβαινε ίσως κάτι να έπαιρνε απ' αυτόν. Κι έτσι ο Γιεζί
έτρεξε πίσω από τον Ναιμάν.
Ο Ναιμάν τον είδε από μακριά και
κατέβηκε από το άρμα του για να τον συναντήσει. Όταν τον πλησίασε του είπε «Ειρήνη
σε σένα». Ο Γιεζί απάντησε «Ο
κύριός μου μ' έστειλε να σου πω
πως ήρθαν δυο παιδιά από τους προφήτες του όρους
Εφραίμ και σε παρακαλεί να τους δώσεις από ένα ασημένιο τάλαντο και δύο
καινούριες στολές». Ο Ναιμάν του τα έδωσε.
Έτσι ο Γιεζί πήρε τα δύο ασημένια
τάλαντα και τις δύο καινούριες στολές, και αφού τα έβαλε σε δύο σάκκους τα
έδωσε σε δύο άλλους υπηρέτες, οι οποίοι και τα μετέφεραν προπορευόμενοι από
αυτόν. Αλλά όταν έφτασαν σε κάποιο ερημικό μέρος, ο Γιεζί τα πήρε από τα
χέρια τους και τα έκρυψε στο σπίτι του και άφησε τους δύο υπηρέτες να
φύγουν.
Έπειτα ο Γιεζί πήγε στον Ελισαίο
και στάθηκε μπροστά στον κύριό του. Ο Ελισαίος τον ρώτησε «Από
που έρχεσαι;». Ο Γιεζί του απάντησε πως δεν πήγε
πουθενά. Του είπε τότε ο Ελισαίος «Νομίζεις πως
νοερά δεν σε παρακολούθησα, όταν ο Ναιμάν κατέβηκε από το άρμα του για να σε
συναντήσει και του πήρες δυο ασημένια τάλαντα και δύο στολές, ώστε με τα
χρήματα αυτά ν' αγοράσεις ελαιώνες κι αμπελώνες, και πρόβατα και βόδια και
δούλους; Αλλά για το ψέμμα που είπες, η λέπρα του Ναιμάν θα
πέσει πάνω σου και στους απογόνους σου». Έτσι ο Γιεζί
έφυγε από τον Ελισαίο γεμάτος λέπρα και λευκός, όπως το χιόνι
(Δ' Βασιλειών 5,20-27).
Ο ΣΙΔΗΡΟΣ ΠΟΥ
ΕΠΕΠΛΕΕ
Ο Ιορδάνης συνδέεται και με το
επόμενο θαύμα του Ελισαίου. Μια μέρα τα μέλη της ομάδας των προφητών είπαν
στον Ελισαίο να τους δώσει την άδεια να πάνε στον Ιορδάνη για να φτιάξουν
εκεί κατοικίες, γιατί ο τόπος που έμεναν ήταν πολύ
μικρός. Ο Ελισαίος τους έδωσε την άδεια να πάνε. Ένας από τους προφήτες
παρακάλεσε τον Ελισαίο να πάει μαζί τους. Ο Ελισαίος συμφώνησε και πήγε μαζί
τους στον Ιορδάνη. Όταν έφτασαν εκεί έκοψαν ξύλα για να φτιάξουν τις
κατοικίες τους. Ξαφνικά ένας από αυτούς, ενώ έκοβε ξύλα, το σίδερο του
τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στον Ιορδάνη. Έπειτα φώναξε τον Ελισαίο πως
το σίδερο του τσεκουριού του έπεσε στο ποτάμι και δεν φαίνεται πλέον. Ο
Ελισαίος τον ρώτησε που έπεσε. Εκείνος του έδειξε τον τόπο. Ο Ελισαίος
ξεφλούδισε ένα κομμάτι ξύλου και το έριξε στο σημείο εκείνο που έπεσε το
σίδερο κι αυτό ανήλθε στην επιφάνεια και επέπλεε. Μετά είπε στον άνθρωπο να
πάει να το πάρει από το νερό κι εκείνος το πήρε
(Δ' Βασιλειών 6,1-7).
Ο ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΣΥΡΙΟΙ
Την εποχή που ο βασιλιάς των
Συρίας ήταν σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, συσκέφτηκε με τους αξιωματούχους
του και αποφάσισε σε ποιο σημείο θα στρατοπεδεύσει. Στο μεταξύ, ο Ελισαίος
φωτισμένος από το Θεό, έστειλε άνθρωπο στον βασιλιά των Ισραηλιτών και του
έλεγε να μην περάσει από εκείνο, γιατί έχουν στρατοπεδεύσει οι Σύριοι κι
έχουν στήσει ενέδρα. Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών έστειλε στρατιώτες να
επιτηρούν το σημείο εκείνο που του υπέδειξε ο προφήτης και κάθε φορά που οι
Σύριοι έστηναν ενέδρα, ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι αυτός έπαιρνε
τις προφυλάξεις του
(Δ' Βασιλειών 6,8-10).
Ο βασιλιάς της Συρίας θύμωσε και
κάλεσε τους αξιωματούχους του και τους ζήτησε να μάθουν, ποιος είναι αυτός
που τον προδίδει στο βασιλιά των Ισραηλιτών. Ένας από τους αξιωματούχους του
είπε, πως ο προφήτης Ελισαίος ήταν αυτός που φανερώνει τις θέσεις των Συρίων
στους Ισραηλίτες, όπως κι αυτά που λέει στο παλάτι. Έτσι ο βασιλιάς των
Συρίων διέταξε να μάθουν που μένει. Εκείνοι του είπαν στη Δωθαΐμ. Τότε
έστειλε ισχυρό στρατό, ιππικό και πολεμικά άρματα για να τον συλλάβουν.
Ο στρατός των Συρίων έφτασε στη
Δωθαΐμ το βράδυ και περικύκλωσε την πόλη. Ο υπηρέτης του Ελισαίου σηκώθηκε
πρωΐ και βγήκε έξω από την πόλη. Ξαφνικά είδε το στρατό των Συρίων που είχε
περικυκλώσει την πόλη. Ο υπηρέτης φοβήθηκε και το ανέφερε στον Ελισαίο. Ο
προφήτης του απάντησε να μη φοβάται και πως περισσότεροι είναι αυτοί παρά οι
εχθροί. Ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να φωτίσει τον υπηρέτη του.
Πράγματι ο υπηρέτης φωτίστηκε και είδε το βουνό γεμάτο από άλογα και πύρινα
άρματα γύρω από τον Ελισαίο.
Οι Σύριοι επιτέθηκαν με σκοπό να
συλλάβουν τον προφήτη. Τότε ο Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο, για να
χτυπήσει το στρατό των Συρίων με τύφλωση. Πράγματι ο Κύριος τύφλωσε τους
Σύριους και ο Ελισαίος είπε στους προελαύνοντες στρατιώτες να τον
ακολουθήσουν, για να τους οδηγήσει στον άνθρωπο που ζητάνε. Ο Ελισαίος τους
οδήγησε στη Σαμάρεια. Όταν ο στρατός των Συρίων μπήκε μέσα στη Σαμάρεια, ο
Ελισαίος προσευχήθηκε στον Κύριο για να τους ανοίξει τα μάτια. Τότε είδαν
ότι βρισκόντουσαν μέσα στην πόλη.
Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών όταν
είδε τους Σύριους εγκλωβισμένους μέσα στην πόλη, ζήτησε την άδεια του προφήτη
για να τους χτυπήσει. Ο Ελισαίος του είπε πως δεν έχει το δικαίωμα να τους
χτυπήσει, γιατί δεν ήταν δικοί του αιχμάλωτοι. Παρά μόνο να τους δώσει
φαγητό και νερό και μετά να τους αφήσει ελεύθερους να φύγουν. Ο βασιλιάς των
Ισραηλιτών έπραξε όπως του είπε ο Ελισαίος. Τους έδωσε φαγητό και νερό και
τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Από τότε σταμάτησαν οι Σύριοι τις ληστρικές
επιδρομές στο βασίλειο του Ισραήλ
(Δ' Βασιλειών 6,11-23).
Μετά από τα γεγονότα αυτά ο γιος
Άδερ, βασιλιάς της Συρίας, συγκέντρωσε το στρατό του και επιτέθηκε εναντίον
της Σαμάρειας, την οποία και πολιόρκησε. Έτσι έπεσε μεγάλη πείνα μέσα στην
πόλη. Μάλιστα λόγω της πολιορκίας ένα κεφάλι γαϊδουριού πωλούνταν για 50
ασημένιους σίκλους και μισό λίτρο κοπριάς περιστεριών για 5 ασημένιους
σίκλους.
Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών
περπατούσε κάποια μέρα πάνω στα τείχη της πόλης. Κάποια γυναίκα του φώναξε
για να τη σώσει που πεθαίνει από την πείνα. Ο βασιλιάς της απάντησε, πως εάν
ο Κύριος δεν τη σώσει, πως θα μπορέσει αυτός; Έπειτα ο βασιλιάς τη
ξαναρώτησε τι της συμβαίνει;
Εκείνη απάντησε πως μια γυναίκα
της είπε να φέρει το παιδί της να το φάνε σήμερα και την άλλη μέρα θα φέρει
το δικό της. Έτσι η γυναίκα που μιλούσε με το βασιλιά έφερε το δικό της
παιδί και το φάγανε. Κι όταν την επόμενη έπρεπε να φέρει η άλλη το δικό της,
εκείνη το έκρυψε.
Ο βασιλιάς των Ισραηλιτών άκουσε
τα λόγια της γυναίκας και κατελήφθη από μεγάλη οδύνη, έσχισε τα ρούχα του
και προχωρούσε πάνω στα τείχη φορώντας μόνο σάκκινα ενδύματα. Και ο λαός
έβλεπε το βασιλιά να βαδίζει πάνω στα τείχη φορώντας σάκκινα ενδύματα. Και
πάνω στο θυμό του ο βασιλιάς ορκίστηκε στο Θεό πως θα πάρει το κεφάλι του
Ελισαίου
(Δ' Βασιλειών 6,24-31).
Ο Ελισαίος στο μεταξύ καθόταν στο
σπίτι του μαζί με τους πρεσβύτερους της πόλης. Και ο βασιλιάς έστειλε
κάποιον στρατιώτη με τη διαταγή να σκοτώσει τον Ελισαίο. Πριν όμως ο
στρατιώτης φτάσει, ο Ελισαίος είπε στους πρεσβυτέρους, πως ο βασιλιάς
έστειλε άνθρωπο για να του πάρει το κεφάλι. Τους είπε να κλείσουν την πόρτα
και να τον αφήσουν έξω. Κι ενώ ακόμη ο Ελισαίος συνομιλούσε με τους
πρεσβυτέρους, έφτασε και ο απεσταλμένος του βασιλιά για να τον θανατώσει.
Συγχρόνως όμως έφτασε και ο ίδιος ο βασιλιάς στο σπίτι του Ελισαίου και είπε
στον προφήτη, πως μεγάλη συμφορά βρήκε την πόλη και ποια μεγαλύτερη συμφορά
τον περιμένει ακόμα
(Δ' Βασιλειών 6,32-33);
Είπε ο Ελισαίος στον βασιλιά «Άκουσε
τον λόγο του Κυρίου. Αύριο η κατάσταση θ' αλλάξει κι ένα μέτρο σιμιγδάλι θα
πωλείται για ένα ασημένιο σίκλο και δύο μέτρα κριθάρι θα πωλούνται επίσης
για ένα ασημένιο σίκλο στην πύλη της Σαμάρειας».
Ο υπασπιστής του βασιλιά, στον
οποίο ο βασιλιάς ανέπαυε και στήριζε το χέρι του, είπε στον Ελισαίο με
ειρωνεία «Μήπως μπορεί ο Θεός ν'
ανοίξει καταρράκτες από τον ουρανό και να μας στείλει τα τρόφιμα αυτά; Αυτό
είναι πράγμα αδύνατον».
Ο Ελισαίος του είπε «Εσύ
ο ίδιος θα δεις την αφθονία των αγαθών, από τα οποία όμως για την απιστία
σου δεν θα φας τίποτα από αυτά»
(Δ' Βασιλειών 7,1-2).
Στο μεταξύ τέσσερις λεπροί άνδρες
βρίσκονταν έξω από την πύλη της πόλης. Ο ένας από αυτούς είπε στον άλλο «Γιατί
καθόμαστε εδώ και περιμένουμε το θάνατο; Εάν μπούμε στην πόλη θα πεθάνουμε
πάλι από την πείνα. Εάν καθίσουμε εδώ, που βρισκόμαστε,
πάλι θα πεθάνουμε. Ας πάμε στο στρατόπεδο των Σύρων, ίσως μας λυπηθούν και
μας δώσουν λίγα τρόφιμα. Εάν πάλι μας σκοτώσουν, θα πεθάνουμε εκεί».
Κι έτσι σηκώθηκαν και καθώς είχε
πέσει το σκοτάδι, μπήκαν στο στρατόπεδο των Σύρων. Και στο στρατόπεδο δεν
βρισκόταν κανένας στρατιώτης. Και συνέβη το εξής. Ο Κύριος έκαμε, ώστε οι
Σύριοι ν' ακούσουν κάποιο μεγάλο θόρυβο, σαν να προέρχονταν από μεγάλο
στρατό και πολεμικά άρματα. Τότε νόμισαν πως ο βασιλιάς των Ισραηλιτών πήρε
μισθοφορικό στρατό από τους Χετταίους και τους Αιγύπτιους και επιτέθηκε
εναντίον τους. Έτσι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή μέσα στη νύχτα, αφήνοντας
πίσω στο στρατόπεδο τις σκηνές και τ' άλογά τους.
Οι λεπροί μπήκαν σε μια σκηνή,
έφαγαν και ήπιαν, πήραν το ασήμι, το χρυσό και τα ενδύματα που βρήκαν και
μετά πήγαν σε άλλες σκηνές κι αφού πήραν ότι μπορούσαν τα έκρυψαν. Ένας όμως
από αυτούς είπε στους άλλους, πως θα πρέπει ν' αναγγείλουν τα ευχάριστα
γεγονότα στο βασιλιά.
Πράγματι έφυγαν από το στρατόπεδο
και ανήγγειλαν στην πύλη της Σαμάρειας το χαρμόσυνο γεγονός. Και οι
στρατιώτες της πύλης το ανήγγειλαν στο βασιλικό ανάκτορο. Ο βασιλιάς
σηκώθηκε, ενώ ακόμη ήταν νύχτα, και είπε στους αξιωματούχους του, ότι οι
Σύριοι κάπου κρύφτηκαν και περιμένουν τους Ισραηλίτες να βγουν από την πόλη
για να τους επιτεθούν. Ένας από τους υπηρέτες του βασιλιά είπε να πάνε πέντε
άνδρες με πέντε άλογα στο στρατόπεδο των Συρίων για να δουν τι συμβαίνει. Ο
βασιλιάς έστειλε δύο άνδρες για να δουν τι συμβαίνει.
Εκείνοι προχώρησαν μέχρι τον
Ιορδάνη και πήραν την κατεύθυνση της φυγής των Σύρων. Ο δρόμος ήταν γεμάτος
από ρούχα κι αντικείμενα που πετούσαν οι Σύριοι, καθώς έφευγαν πανικόβλητοι
για να σωθούν. Οι απεσταλμένοι του βασιλιά επέστρεψαν και ανήγγειλαν τα
γεγονότα στο βασιλιά.
Τότε όλος ο λαός της Σαμάρειας
βγήκε από την πόλη και πήγε στο στρατόπεδο των Σύρων, όπου επιδόθηκε σε
λεηλασίες. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα και τα τρόφιμα, ώστε σύμφωνα με το λόγο
του Κυρίου, ένα μέτρο σιμιγδάλι και δύο μέτρα κριθάρι πωλούνταν για ένα
ασημένιο σίκλο.
Ο βασιλιάς έστειλε στην πύλη της
πόλης τον υπασπιστή του για να εποπτεύει. Ο λαός όμως καθώς έβγαινε με ορμή
από την πύλη, τον καταπάτησε και τον σκότωσε, όπως είχε προαναγγείλει ο
Ελισαίος
(Δ' Βασιλειών 7,3-20).
Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΣΤΗ ΣΩΜΑΝΙΤΙΔΑ
Κάποια μέρα ο Ελισαίος είπε
στη Σωμανίτιδα, στην οποία είχε αναστήσει το παιδί, να πάει να μείνει σε
άλλο τόπο, μαζί με τους ανθρώπους του σπιτιού της, γιατί ο Κύριος αποφάσισε
να πέσει λιμός στη χώρα που θα διαρκέσει εφτά χρόνια. Η γυναίκα έκανε όπως
της είπε ο προφήτης. Αυτή και οι άνθρωποι του σπιτιού της κατοίκησαν
προσωρινά στη χώρα των Φιλισταίων. Όταν πέρασαν τα εφτά χρόνια, η Σωμανίτιδα
με τους ανθρώπους της ξαναγύρισαν στην πόλη τους. Παρουσιάστηκε στο βασιλιά
και τον παρακάλεσε θερμά να της αποδοθεί το σπίτι και τα χωράφια της, που τα
είχαν καταπατήσει άλλοι. Ο βασιλιάς εκείνη την ώρα μιλούσε με τον Γιεζί, τον
υπηρέτη του Ελισαίου, και του ζητούσε να του διηγηθεί τα θαύματα που είχε
κάνει ο προφήτης. Ενώ ο Γιεζί διηγούνταν στο βασιλιά, πως ο Ελισαίος είχε
αναστήσει το γιο της Σωμανίτιδας, εκείνη τη στιγμή είχε έρθει η γυναίκα και
ζητούσε από το βασιλιά να της αποδοθούν το σπίτι και τα χωράφια της.
Είπε τότε ο Γιεζί στο βασιλιά,
πως αυτή είναι η γυναίκα για την οποία του μίλησε κι αυτός είναι ο γιος της,
τον οποίο ανέστησε ο Ελισαίος. Ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα κι εκείνη του
διηγήθηκε τα γεγονότα. Ο βασιλιάς τότε διέταξε ένα αξιωματικό να φροντίσει,
ώστε να αποδοθούν στη Σωμανίτιδα όλα όσα της ανήκουν κι όλα τα εισοδήματα
από τα χωράφια της, από την ημέρα που εγκατέλειψε τη χώρα μέχρι σήμερα
(Δ' Βασιλειών 8,1-6).
Ο ΕΛΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο
ΑΖΑΗΛ
Έπειτα ο Ελισαίος πήγε στη
Δαμασκό. Ο γιος Άδερ, ο βασιλιάς της Συρίας, ήταν άρρωστος. Ο βασιλιάς είπε
στον Αζαήλ, να πάρει δώρα και να πάει να συναντήσει τον προφήτη και να τον
ρωτήσει εάν θα θεραπευτεί από την ασθένεια. Ο Αζαήλ πήρε πολλά δώρα, 40
φορτώματα καμηλών, και πήγε να συναντήσει τον Ελισαίο. Όταν ο Αζαήλ
συνάντησε τον Ελισαίο τον ρώτησε για την ασθένεια του βασιλιά της Συρίας.
Ο Ελισαίος του είπε πως ο
βασιλιάς της Συρίας θα θεραπευτεί, αλλά ο Κύριος του υπέδειξε πως θα πεθάνει
με άλλο τρόπο. Τότε ο Ελισαίος στάθηκε μπροστά στον Αζαήλ και τον
παρατηρούσε, τόσο εκτενώς, ώστε εκείνος ντράπηκε. Ο Ελισαίος άρχισε να
κλαίει. Ο Αζαήλ τον ρώτησε γιατί έκλαιγε; Ο προφήτης του είπε «Κλαίω,
γιατί γνωρίζω πόσα κακά θα κάνεις εσύ στους Ισραηλίτες και θα παραδώσεις τις
οχυρωμένες πόλεις στη φωτιά, θα σκοτώσεις τους άνδρες και τα παιδιά τους και
θα ξεκοιλιάσεις τις έγκυες γυναίκες τους».
Ο Αζαήλ του είπε μετά «Και
ποιος είμαι εγώ για να τα κάνω όλα αυτά;». Ο Ελισαίος
του είπε «Ο Κύριος μου αποκάλυψε πως θα γίνεις
βασιλιάς της Συρίας». Ο Αζαήλ έφυγε από τον Ελισαίο
και ξαναγύρισε στο παλάτι, όπου είπε στο βασιλιά της Συρίας πως θα
θεραπευτεί από την αρρώστια και θα ζήσει. Την επόμενη όμως μέρα πήρε ένα
σκέπασμα, το βούτηξε μέσα στο νερό και μ' αυτό τύλιξε ασφυκτικά το πρόσωπο
του βασιλιά και τον έπνιξε. Κι έτσι ο Αζαήλ έγινε βασιλιάς στη Συρία
(Δ' Βασιλειών 8,7-15).
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΙΣΑΙΟΥ
Ο Ελισαίος αρρώστησε από κάποια
βαριά αρρώστια, από την οποία τελικά πέθανε. Πριν πεθάνει τον επισκέφτηκε ο
Ιωάς, ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο οποίος έπεσε πάνω στο πρόσωπο του προφήτη
κλαίγοντας και φωνάζοντας «Πάτερ, πάτερ, εσύ είσαι
το πολεμικό άρμα και το ιππικό του ισραηλιτικού
λαού. Εάν πεθάνεις τι θα απογίνουμε;».
Ο Ελισαίος του είπε να πάρει τόξο
και βέλη. Εκείνος τα πήρε και ο Ελισαίος ακούμπησε τα χέρια του στα χέρια
του βασιλιά και του είπε ν' ανοίξει το παράθυρο που βλέπει προς την ανατολή.
Όταν ο βασιλιάς το άνοιξε, ο Ελισαίος του είπε να ρίξει με το τόξο. Ο
βασιλιάς έριξε και ο Ελισαίος του είπε «Αυτό είναι
το βέλος της σωτηρίας των Ισραηλιτών εκ μέρους του Θεού. Το βέλος σημαίνει
απαλλαγή από την τυραννία των Σύρων. Θα πολεμήσεις τους Σύρους στην πόλη
Αφέκ και θα τους συντρίψεις».
Μετά ο Ελισαίος είπε στο βασιλιά
να πάρει τα βέλη και να ρίξει κάτω προς τη γη. Ο βασιλιάς έριξε τα βέλη
τρεις φορές και σταμάτησε. Ο Ελισαίος λυπήθηκε γι' αυτόν και του είπε «Εάν
έρριχνες τα βέλη πέντε έξι φορές
θα πολεμούσες και θα εξολόθρευες πλήρως τους Σύρους. Τώρα όμως τρεις μόνο
φορές θα χτυπήσεις τη Συρία και θα νικήσεις»
(Δ' Βασιλειών 13,14-19).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΕΛΙΣΑΙΟΥ
Ο Ελισσαίος πέθανε επί βασιλέως Ιωάς και τον έθαψε με πολύ θρήνο ο λαός του
Ισραήλ στη Σεβαστούπολη της Σαμάρειας. Κατά το επόμενο έτος εισέβαλαν στη
χώρα οι Μωαβίτες. Κι ενώ οι Ισραηλίτες έθαβαν έναν άνθρωπο, εμφανίστηκαν από
μακριά οι Μωαβίτες. Τότε έριξαν βιαστικά το νεκρό μέσα στον τάφο του
Ελισαίου και τράπηκαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις ήρθε σ' επαφή με τα οστά του
Ελισαίου, ζωντάνεψε και στάθηκε στα πόδια του
(Δ' Βασιλειών 13,20-21).
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του προφήτη Ελισαίου στις 14 Ιουνίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου