Ο Άγιος Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός του Κιέβου (1853)
Εορτάζει στις 28 Οκτωβρίου
Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, είπε ο Κύριος [Ματθ. ε’ 14]. Είναι σχεδόν αδύνατο να κρύψης ένα ευωδιαστό λουλούδι μέσα στ’ αγριόχορτα, γιατί θα ξεχωρίση με το άρωμα και την ευωδία του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μακάριος Θεόφιλος δεν μπορούσε να κρυφτή στην απομόνωση του ερημητηρίου του. Το άρωμα της αγιασμένης ζωής του άρχισε να σκορπίζεται μακριά και να γίνεται αντιληπτό απ’ όλους όσους αναζητούσαν πνευματική καθοδήγησι και παρηγοριά. Όλοι όσοι επισκέπτονταν το Κίεβο για τα διάφορα προσκυνήματα του, πήγαιναν και στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο, με σκοπό να δουν και να μιλήσουν με τον Στάρετς. Εκείνος ο μακάριος όμως αύξησε κατά πολύ την σαλότητά του, για ν’ αποφύγη την ανθρώπινη δόξα και την συνεχή επαφή με τους ανθρώπους.
Στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο
Ο μακάριος Θεόφιλος έζησε πάνω από μισό χρόνο στο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ. Αλλά στις 29 Απριλίου του 1849, με προφορική εντολή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, μεταφέρθηκε στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο, κοντά στο Κίεβο.
Εδώ ο Στάρετς Θεόφιλος αύξησε τον αγώνα της διά Χριστόν Σαλότητος. Αν και βρήκε ένα νέο σταυρό να σηκώση, με τη μορφή των διαφόρων κατηγοριών και διώξεων από τους ανωτέρους, βρήκε επίσης και την παρηγοριά της μοναξιάς. Το ερημητήριο περικυκλωνόταν από ψηλούς λόφους, κατάφυτους από πυκνά δάση. Ο Στάρετς συνήθιζε να προχωρή βαθιά μέσα στο δάσος κι εκεί, ατενίζοντας μέσα στη μοναξιά τον Θεό, άφηνε να ξεχυθή η ψυχή του σε προσευχές προς Εκείνον, που οι οφθαλμοί Του είναι μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι επιβλέποντες πάσας οδούς ανθρώπων και κατανοούντες εις απόκρυφα μέρη [Σοφ. Σειρα’χ κγ’ 19].
Συχνά πήγαινε και γονάτιζε πάνω σε κάποιο κομμένο δένδρο και έμενε εκεί για ολόκληρες μέρες, θρηνώντας ακατάπαυστα για τη διαφθορά της εποχής και προσευχόμενος για την συγχώρηση του αμαρτωλού κόσμου, που τυφλωμένος δεν ξέρει τι κάνει.
Ατημελησία και σαλότητες
Ο
Θεόφιλος ήταν συνεχώς και αποκλειστικά απασχολημένος με τη μελέτη του
Θεού και με την προσευχή και δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στην
εμφάνιση του. Τον απασχολούσε η ωραιότητα της ψυχής και όχι η
καθαριότητα του σώματος. Τα ρούχα του ήταν τριμμένα, με πολλά μπαλώματα
και με λεκέδες από ζύμη και από λάδι. Ακόμη και όταν πήγαινε στην
εκκλησία ο μακάριος, φορούσε τον μανδύα του επάνω από την πουκαμίσα του
και με το κουκούλι του ατημέλητα ριγμένο, βάδιζε στον δρόμο με το
στέρνο του γυμνό. Στα πόδια του φορούσε σχισμένες παντόφλες, ή μία
ξεχαρβαλωμένη ψηλή μπότα στο ένα πόδι και στο άλλο μία πάνινη μπότα ή
ένα ψάθινο παπούτσι. Το κεφάλι του μερικές φορές ήταν τυλιγμένο με μια
παλιά, βρώμικη πετσέτα.
Μερικοί που συνήθιζαν να κοροϊδεύουν, παρατηρούσαν το κουρελόπανο στο κεφάλι του Στάρετς και τον ρωτούσαν γελώντας:
«Πάτερ Θεόφιλε, τι σε πονάει σήμερα;»
«Γιατρός είσαι;» απαντούσε απότομα ο μακάριος κι έφευγε από κοντά τους.
***
Ο μακάριος περπατούσε κάποια ημέρα στην όχθη του Δνείπερου προς την Λαύρα. Ο υποτακτικός του Παντελεήμων ήταν μαζί του.
Ήταν περίπου δυό ώρες πριν σημάνουν οι καμπάνες της εκκλησίας.
Φτάνοντας στο μέρος που οι σπηλιές της Λαύρας δεσπόζουν στον λόφο, ο Στάρετς είδε μια βάρκα δεμένη στην όχθη και είπε:
«Ξέρεις τι σκέφτομαι Παντελεήμων;».
«Τι Μπάτουσκα;».
«Να περάσουμε οι δυό μας στην αντικρινή όχθη. Κανείς εκεί δεν προσεύχεται στον Θεό, έτσι εμείς θα προσευχηθούμε για τον καθένα και μετά θα διαβάσουμε το Ιερό Ψαλτήρι»
«Όπως θέλεις Μπάτουσκα».
Έτσι, ήλθαν οι δυό τους στην όχθη κι ο μακάριος έλυσε την βάρκα, η οποία ήταν χωρίς κουπί και διέταξε τον Παντελεήμονα να καθήση μέσα σ’ αύτήν.
«Μα πως θα πάμε; ρώτησε με απορία ο υποτακτικός. Δεν υπάρχει κουπί Μπάτουσκα. Πρέπει να βρω ένα, κάπου εδώ κοντά είναι το σπίτι του φύλακα».
«Δεν χρειάζεται. Κάτσε κάτω σου λέω».
«Και τι θα γίνει με το κουπί; Ή μήπως θα χρησιμοποιήσουμε τα χέρια μας;».
«Και τι σου χρειάζεται ένα κουπί κουτούτσικε;».
«Μα για να σπρώχνω το νερό, να στρίβω τη βάρκα».
«Κάτσε κάτω! Κάτσε αμέσως! Ο Κύριος καθοδηγεί ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός θα οδηγήση το μικρό μας κοχύλι!».
Ο Παντελεήμων κάθησε επιτέλους κάτω και πρόσεχε να δη τι θα γινόταν στη συνέχεια.
Ο μακάριος έσπρωξε την μικρή βάρκα μακριά από την όχθη, κάθησε κι ο ίδιος στην πρύμνη κι άνοιξε το Ψαλτήρι του:
«Ευλόγησον, ω Κύριε!» είπε και βυθίστηκε στην μελέτη του. Και ω του θαύματος! Η βάρκα ξεκίνησε απαλά μόνη της. Ο Παντελεήμων καθόταν έκπληκτος με κομμένη την ανάσα. Δεν μπορούσε ν’ αρθρώση λέξη. Τα ελαφρά κυματάκια του ποταμού λίκνιζαν το εύθραυστο σκάφος. Ο ήλιος έλαμπε ξεχύνοντας θαλπωρή, ενώ φυσούσε ένα γλυκό αεράκι. Η απόσταση προς την αντικρινή όχθη όλο και μίκραινε. Ξαφνικά κάτι άστραψε στα μάτια του υποτακτικού. Από το νερό ξεπήδησαν πλήθος χρυσόψαρα και πέφτοντας στο κάτω μέρος της βάρκας, άρχισαν να παίζουν χαρούμενα, ενώ τα λέπια τους έλαμπαν στο φως του ήλιου. Ο Παντελεήμων έριξε ένα βλέμμα στον μακάριο Στάρετς γεμάτο από ανέκφραστο θαυμασμό.
«Ησυχία! μη μιλήσης»! είπε εκείνος. «Αυτά είναι άγγελοι του Θεού. Ο Κύριος τάστειλε για δική μας παρηγοριά».
Ο Παντελεήμων ένοιωσε μια απερίγραπτη
αγαλλίαση κι απόμεινε να κοιτάζη εκστατικός το θέαμα. Καθώς όμως η βάρκα
πλησίαζε στην όχθη, εκείνα εξαφανίστηκαν στα βάθη του ποταμού.
Στο ταξίδι της επιστροφής, επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο.
«Φύλαξε το στόμα σου», είπε ο Στάρετς στον υποτακτικό του καθώς άφηναν την όχθη του Δνείπερου, «και βάλε φραγμό στα χείλη σου. Κοίτα καλά να μη πης τίποτα απ’ όσα είδες, σε κανένα, μέχρι τον θάνατό μου».
Ο Παντελεήμων το κράτησε μυστικό μέχρι την κοίμηση του ευλογημένου Στάρετς και μόνον μετά την εκδημία του, μίλησε γι’ αυτό το θαύμα σε πολλούς αδελφούς της Λαύρας.
Πράγματι. Θαυμαστός είναι ο Θεός μας!
«Πάντα όσα ηθέλησεν εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη, εν ταις
θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις… ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα
της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν. Ότι αυτού έστιν η θάλασσα και
αυτός εποίησεν αυτήν…». (Ψαλ. 134,6.- 94,4-5)
Αποσπάσματα
από το βιβλίο: Στάρετς Θεόφιλος, ο δια Χριστόν σαλός, Ασκητήςτης Λαύρας
των Σπηλαίων του Κιέβου, Εκδόσεις Ιερά Μονή Παναγίας του Έβρου, Μάκρη
Αλεξανδρουπόλεως.
***
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Δε βοηθούν τα όπλα εκεί όπου ο Θεός δε βοηθά.
Τον πόλεμο δεν καθορίζει ο αριθμός των στρατιωτών, έτσι δεν τον καθορίζουν και τα όπλα. Στον πόλεμο οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι νεκροί χωρίς τη δύναμη και τη βοήθεια του Θεού. Και η δύναμη και η βοήθεια του Θεού παρέχεται στους δικαίους και όχι στους ασεβείς και στους αχρείους…
Η αγία Γραφή του Θεού, σαφώς μας διδάσκει ότι τα όπλα στον πόλεμο δε βοηθούν. Τι τότε βοηθά; Μόνον ο Θεός βοηθά. Και ο Θεός βοηθά τους πιστούς, τους καθαρούς και δίκαιους να αντισταθούν στους απίστους, τους ακάθαρτους και τους αδίκους. Για να βοηθήσει ο Θεός τους πρώτους ενάντια στους δεύτερους δε χρησιμοποιεί τη δύναμή Του, που μέχρι να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια θα μπορούσε να καταστρέψει όλους τους κόσμους, αλλά χρησιμοποιεί ασήμαντα μέσα, συχνά πολύ μικρά μέσα, ασήμαντα μέχρι αστειότητας για τα μάτια των ανθρώπων.
Ετσι για παράδειγμα
Ο Ιησούς του Ναυή πριν τον θάνατό του
απαριθμεί στον Εβραϊκό λαό όλα τα μεγάλα έργα που ο Κύριος έκανε γι’
αυτόν από την έξοδο της Αιγύπτου . Και ο ίδιος ήταν μάρτυρας όλων αυτών
των θαυμαστών έργων, αφού ήταν 110 ετών πριν πεθάνει. Ανάμεσα στα άλλα
έργα του Θεού αναφέρθηκε και σε δυο πολέμους στους οποίους ο Κύριος Θεός
κατεδίωξε τους εχθρούς του Ισραήλ με τις σφήκες. Αυτά λέγει
ο Κύριος, έστειλα πριν απο σας σφήκες που έδιωξαν τους δυό βασιλείς των
Αμορραίων. Δεν ήταν τα ξίφη σας ούτε τα τόξα σας που τους έδιωξαν. (Ι. Ναυη 24, 12).
Ο πόλεμος λοιπόν έναντι των δυο βασιλέων δεν εξαρτάται ούτε από τον αριθμό των στρατιωτών ούτε από τα όπλα, αλλά από τις σφήκες, δηλαδή από έναν τρίτο παράγοντα σταλμένο από τον Τρίτο, τον Καθοριστικό, τον Παντεπόπτη.
….
Στα βιβλία των Μακκαβαίων περιγράφονται
πολυάριθμοι πόλεμοι μεταξύ του Ιούδα από τη μια πλευρά και των
αυτοκρατόρων Αντιόχου και Πτολεμαίου από την άλλη. Σ’ όλους αυτούς τους
πολέμους οι αυτοκράτορες διέθεταν πολυάριθμους στρατους και υπεροπλία…
Ομως αυτό δεν βοήθησε καθόλου τους θρασείς και ασεβείς αυτοκράτορες στις
μάχες με ένα μικρό λαό του οποίου η υχή ήταν εξοπλισμένη με τον Ζώντα
Θεό. Με κλάμα και δάκρυα επικαλουντο οι Ιουδαίοι το Θεό να τους βοηθήσει
τις ώρες του κινδυνου. Οι αυτοκρατορικοί στρατοί αιφνιδιάστηκαν και
τράπηκαν σε φυγή.
Δε βοηθούν ούτε τα όπλα ούτε ο πολυάριθμος στρατός εκεί όπου ο Θεός αντιτίθεται.
Όποιος
στον πόλεμο βασιστεί στα όπλα του, λόγω της άρνησης του Θεού και της
υπερηφάνειας της καρδιάς του, αυτός υφίσταται ταπεινωτική ήττα και
καταστρέφεται.
Όποιος
στον πόλεμο δε βασίζεται στα όπλα του, αλλά με ταπείνωση στην καρδιά
του και μετάνοια ζητεί τη βοήθεια του Θεού, αυτός έχει ένδοξες νίκες.
Ο Θεός βοηθά τον ταπεινό και πιστό ενάντια στον αλαζόνα και ασεβή.
Ο Θεός συχνά χρησιμοποιεί μικρά μέσα και ασήμαντα πράγματα για να καταστρέψει τους αλαζόνες και ασεβείς.»
Από το βιβλίο «Πόλεμος και Βίβλος», του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδόσεις Παρρησία
Απολυτίκιον αγίου Θεοφίλου του δια Χριστόν σαλού του Κιέβου Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Την μωρίαν εμφρόνως ενδυθείς ως ιμάτιον, ήσχυνας τον πλάνης πατέρα, χριστοφόρε Θεόφιλε· σοφίαν γαρ Θεού επιποθών, ηυλόγησας τιμών των κοσμικών, ως ουδέν δε προβαλλόμενος σεαυτόν, επέτυχες της κλήσεως· δόξα τω σε φυλάξαντι Χριστώ, δόξα τω σε ενισχύσαντι, δόξα τω χορηγήσαντι ημίν, πέλεκυν κατ’ επάρσεως.
Μεγαλυνάριον
Φίλος ανεδείχθης Θεού σοφός, διά της μωρίας, καταργήσας τον πονηρόν, και πιστοίς διδάσκεις, ταπείνωσιν εσχάτην, Θεόφιλε Κιτάεφ, Μονής το καύχημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου