Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

« Τί καυ­χᾶ­στε, Ρωμαῖοι; πέστε μου, ποιός ἀ­πὸ σᾶς δὲν ἔχει πνίξει παιδί του;»

 

Kantiotis

 

Ο αείμνηστος Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης συζητώντας μαχητικά όπως πάντα με μία ομάδα πιστών έξω από ένα Δικαστήριο !

Τέταρτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν είναι σήμερα ἀ­­γαπητοί μου, και άς δούμε τί μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐ­αγγέλιο (βλ. Μᾶρκ. 9,17-31);

Ἕνας πατέρας λοιπόν εἶχε ένα παιδὶ ἄρρωστο στὸ σπί­τι. Αλλά μακάρι νὰ ἦταν ἁπλῶς ἄρ­ρωστο. Όταν τὸ πήγαινε στὸ γιατρό, ὅλος ὁ ὀργανισμός του βρισκόταν ὑ­γιής.

Πνευματικὰ ὅμως ἦταν ἄρρωστο, βαρειὰ ἄρ­ρωστο γιατί ἦταν δαιμονισμένο! Κι ὅταν τό ᾽πιανε ἡ κρίσι, ἦταν σ᾽ ἐλεει­νὴ κατάσταση.

Κυλιό­ταν χά­μω, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔπεφτε πότε στὴ φωτιὰ καὶ πότε στὸ νερό, σπαρ­ταροῦ­σε σὰν τὸ ψάρι ἅμα τὸ βγάλουν ἀπ᾽ τὸ νερό κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύ­ματος. Ὁ πατέρας ἦ­ταν δυστυχισμένος.
Πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὸ πῆγε στὸ Χριστό. Ὁ Κύ­ριος, προτοῦ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, ἔκανε στὸν πατέρα μιὰ ἐρώτησι·

–Γιά πές μου, ἀπὸ πότε τὸ παιδὶ εἶνε σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Κ᾽ ἐκεῖ­νος ἀπάντησε·

–«Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21).

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· ὁ Χριστὸς δὲν ξέρει; Μήπως εἶνε σὰν τοὺς γιατρούς, ποὺ παίρνουν ἱ­στορικὸ τοῦ ἀσθενοῦς, ἢ σὰν τοὺς δασκάλους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συν­τάξουν παιδαγωγικὸ δελτίο τοῦ μαθητοῦ; Ὄχι. Τὰ ἤ­ξερε ὅλα· καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα τοῦ παιδιοῦ, καὶ πότε γεννήθηκε, καὶ ποῦ καὶ πῶς καὶ πότε παρουσι­­άστηκε τὸ δαιμόνιο.

Δὲν εἶ­νε σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ποὺ πολλὲς φορὲς ζοῦμε στὸ ψέμα καὶ δὲν γνωρίζουμε τὸ παρελθὸν οὔτε τοῦ διπλανοῦ μας, ἡ γυναίκα τοῦ συζύγου της καὶ ὁ ἄν­τρας τῆς συ­ζύγου του. Ὁ Χριστὸς τὰ γνωρίζει λεπτομερῶς ὅ­λα, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν αἰ­ώ­νων, ὅ­λου τοῦ σύμπαντος. Τότε γιατί ῥωτάει;

 

+++++++++++++++++++++


Καθὼς ῥωτάει, λένε οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε σὰν νὰ λέῃ στὸν πατέρα· Κ᾽ ἐσὺ εὐθύνεσαι γιὰ τὴν κατά­στασι τοῦ παιδιοῦ. Ἀπὸ μικρὸ παρουσίασε αὐτὴ τὴν ψυχικὴ ἀνωμαλία· τί ἔκανες ἐσὺ γι᾽ αὐτό;

Μὲ ἀφορμὴ λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει ἡ λέξις «Παιδιόθεν!», ἂς ὑπογραμμίσου­με τώρα τὴ με­γάλη παιδαγωγικὴ ἀλήθεια, ὅτι· ὁ ἄν­θρωπος διαμορ­φώνεται κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία κι ὅ­τι ὅλοι ὅσοι ἀπὸ τὸ περιβάλλον (οἰ­κο­γενειακό, σχολικό, κοινωνικό, ἐκ­κλησιαστικό) συμβάλλουν σ᾽ αὐτὴ τὴν διαδικασία, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ γο­νεῖς, ἔχουν εὐθύνη μεγάλη.

Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν» θὰ ἤθελα νὰ τὸ γράψω και να το «σκαλίσω» θάλεγα ἔξω ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐκπαιδευτήρια, νὰ τὸ χαράξω ἀκόμα στὰ σπίτια, νὰ τὸ γράψω πάνω στὰ μέτωπα ὅ­λων. Γιατὶ ὁ Χριστὸς μὲ τρόπο ἐκ­μαιευ­τι­κὸ – παι­δαγωγικὸ ἔφερε τὸν πατέ­ρα στὸ σημεῖο νὰ ὁ­μολογήσῃ καὶ στὸ τέλος μὲ δάκρυα νὰ πῇ ἐμ­μέσως ὅτι, «Ἐγὼ φταίω ποὺ ἄφησα τὸ παιδί μου νὰ γίνῃ ἔτσι…»
Κάνετε, παρακαλῶ, λίγη ὑπομονὴ νὰ ποῦ­με λίγες λέξεις ἐ­πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν».

* * *

Στὸν ἀρχαῖο κόσμο τὸ παιδὶ –ὅπως καὶ ἡ γυναίκα– δὲν ἐθεωρεῖ­το ἄν­θρω­πος, προσωπικότητα· τὸ εἶχαν σὰν ἕνα πρᾶ­γμα, περίπου σὰν τὸ ζῷο· παρ᾽ ὅλες τὶς θεωρίες τῶν φι­λο­σόφων, ἦ­ταν ὑποτιμημένο, πε­ριφρο­νημένο. Ὄχι μόνο σὲ λαοὺς βαρβάρους ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐθεωροῦντο πολιτισμένοι, βλέπου­­με μιὰ περιφρό­νησι στὸ παιδί.

Κοντὰ στὴ Σπάρ­τη λέγεται ὅτι ἔρ­ριχναν τὰ ἀνάπη­ρα – ἀνεπιθύμητα βρέφη στὸ βάραθρο τοῦ Καιάδα. Καὶ στὴν Ἀθήνα ἡ κατά­­στασι, ὅπως βλέπουμε σὲ κείμενα, δὲν ἦ­ταν καλύτερη.

Βρέθη­κε μιὰ γραφὴ στὰ Μέγαρα, ὅ­που ἕνα παιδάκι παραπονεῖται. Τι έλεγε;

«Καλύτερα νὰ ἤμουν παιδὶ ἑνὸς χοίρου παρὰ παιδὶ ἀν­θρώπου»!

Γιατὶ περισσότερο τάιζαν τοὺς χοί­ρους παρὰ τὰ παιδιά. Στὴν ὑπερήφανη ῾Ρώμη ἀκόμα χειρό­τερα· τά ᾽παιρναν τὰ παιδάκια οἱ ἔκ­φυλοι καὶ ἄλ­λοι τὰ σκότωναν, ἄλ­λοι τὰ πετοῦ­σαν στὸν Τίβερι. Ἕνας ῥήτορας τότε ρω­τοῦσε·

--Τί καυ­χᾶ­στε, ῾Ρωμαῖοι; πέστε μου, ποιός ἀ­πὸ σᾶς δὲν ἔχει πνίξει παιδί του;… Ὅλοι ἦταν ἔνοχοι τοῦ ἐγκλήματος τῆς παιδοκτονίας.
Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασι στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἕως ὅτου ἦρθε ὁ φίλος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἰ­διαιτέρως τῶν παιδιῶν, ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός· αὐτὸς καταδέχτηκε νὰ γεννη­θῇ σὰν βρέφος, νὰ ζήσῃ σὰν παιδί. Κι αὐ­­τὸ τὰ παιδιὰ τὸ ἔνιωθαν· τὸν ἀγαποῦσαν, ἄ­φηναν παιχνί­δια καὶ μαθήματα κ᾽ ἔτρεχαν κον­τά του.

Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι καὶ στὴν ἔ­ρημο βρέθη­καν πέντε χιλιάδες ἄντρες «χωρὶς γυναι­κῶν καὶ παι­δίων» (Ματθ. 14,21)· μαζὶ δηλαδὴ μὲ τὶς γυναῖ­κες καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν τριπλάσιοι.

Ἄλλη φορά, ὅ­ταν οἱ μαθηταὶ ἐμπόδιζαν τὰ παι­δάκια νὰ πλησιάσουν, ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἀφῆ­στε τὰ παιδάκια νὰ ᾽ρθοῦν κοντά μου» (Ματθ. 19,13-14). Καὶ τὴν Κυρι­ακὴ τῶν Βαΐων τὰ παιδιὰ τὸν πε­ρικύκλωναν καὶ φώναζαν «Ὡσαννά…, εὐλο­γη­μένος ὁ ἐρ­χόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9).

Και αὐτὰ μέν τότε. Σήμερα όμως; ποιά εἶνε ἡ συμπεριφο­ρὰ τῆς ἀνθρωπότητος πρὸς τὰ παι­διά;

Θά ᾽πρε­πε νὰ κλάψουμε. Παρ᾽ ὅλη τὴν «πρόοδο», τὰ σχολεῖα, τὰ δημαγωγικὰ συνθήματα «Ὅλα γιὰ τὸ παιδί!», στὸ βάθος δὲν βρίσκεις πραγμα­τικὴ στοργή, ἀλλὰ μιὰ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν παι­δικὴ ἡλικία. Καὶ ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους.


Δὲν παύω νὰ τὸ τονίζω· σήμερα διαπράττεται τὸ φρικτὸ ἔγκλημα τῶν ἐκτρώσεων· σκοτώ­νουν τὸ παιδί. Ὁ Ἡρῴδης ἔσφαξε τὰ παιδάκια στὴ Βηθλε­έμ, καὶ στὸν αἰῶνα τῶν πυραύλων δολοφονοῦν τὰ παιδιὰ – ποιοί· γονεῖς καὶ γιατροί!

Ἡ νοικοκυρὰ ἀγανακτεῖ ἂν ἡ γειτόνισσα τῆς ξερριζώσῃ ἕνα κρίνο ἀπὸ τὴ γλάστρα, ὅ­ταν ὅμως στὴ γλάστρα τῆς μήτρας φυ­τρώσῃ ὁ κρίνος ποὺ λέγεται παιδί, οἱ δολοφό­νοι τὸ ξερριζώνουν· νὰ μὴ γεννηθῇ παιδί, ποὺ μπορεῖ αὔ­ριο ν᾽ ἀναδειχθῇ μεγάλος εὐεργέτης τους.

Μιὰ φοιτήτρια σὲ δικαστήριο εἶπε χω­ρὶς ντροπὴ καὶ χωρὶς ν᾽ ἀνατριχιάσῃ κανένας, σὰν κάτι φυσικό, ὅτι ἔκανε μὲ τὸν καθη­γητή της τέσσερις ἐκτρώσεις!

Μάλιστα !!!

Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ κατέβαζα τὶς ταμπέλλες «Μαιευτήρια» καὶ θὰ ἔγραφα «Σφαγεῖα ἐγκλήματος». Στὸν τόπο μας κάθε χρόνο γίνονται χιλιάδες τέτοιες δολοφονίες.

Ἦρθε στὴ Μητρόπολη μία γυναίκα καὶ μοῦ εἶ­πε κλαίγον­τας·

–Μόλις ὁ ἄντρας μου ἔμαθε πὼς εἶμαι ἔγκυος, λέει· Πᾶμε νὰ τὸ ῥίξης, εἰ­δάλλως διαζύγιο!…

Τῆς λέω·

–Χωρὶς ἄν­τρα ζῇς, χωρὶς Θεὸ όμως δὲν θα μπορεῖς νὰ ζήσῃς...( Ούτε εδώ, ούτε στην άλλη ζωή !)

Χιλιάδες οι ἐκτρώσεις! Καὶ κάθε ἔκτρωσι μία λίρα! Ἔτσι πλούτισαν γιατροὶ ποὺ καταπατοῦν τὸν ὅρκο τοῦ Ἱπποκράτη ὁ ὁποῖος λέει· «Δὲν θὰ δώσω σὲ γυ­ναῖκα φάρμα­κο γιὰ ἄμβλωσι». Διάβαζα σ᾽ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο, ὅτι ἕνας σκότωσε μιὰ γυναῖκα ἔγκυο.

Ὅ­ταν ἐξωμολογήθηκε ὁ πνευματικὸς τοῦ λέει· Ἔλα πάλι ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα, νὰ προσευχηθῶ. Ὅ­ταν ξαναπῆγε τοῦ λέει· Τί νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου· τὸ ἕνα ἁμάρτημά σου θὰ τὸ συχωρέσῃ ὁ Θεός, ἀλλὰ τὸ ἄλλο, ὅτι σκότωσες παιδάκι μέσα στὴν κοιλιά, δέν ξέρω…


Ἔλα τώρα εσύ, ποὺ φωνάζεις «Ζήτω τὸ ἔθνος» καὶ «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει…», ἔλα νὰ μοῦ πῇς·

Πεθαίνει ἢ δὲν πεθαίνει ἔτσι ἡ πατρίδα;

Τὸ ἔγκλημα εἶνε καὶ ἐθνικό. Ὅλοι οἱ γείτονές μας αὐξάνονται· ἐμεῖς σβήνουμε. Ἑλλάδα δὲν εἶνε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, εἶνε τὰ παιδιά.


Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν σκοτώνουν κορμάκια· αὐτοὶ δηλητηριάζουν τὶς ψυ­χὲς τῶν παιδιῶν, λερώνουν τὶς αἰσθήσεις καὶ τὸ νοῦ τους, μαυρίζουν τὴ φαντασία τους. Τὰ μολύνουν μὲ μύριους τρόπους· μὲ πλάνα λόγια, μὲ χυδαῖες ἱστορίες καὶ ἀφηγήσεις, μὲ ἄ­θλια θεά­ματα, μὲ ἀναίσχυντες εἰκόνες, μὲ γύμνια ποὺ λανσάρει ἡ μόδα, μὲ ἐγκλήματα καὶ βία σὲ γκαγκ­στερικὰ ἔργα τῆς ὀθόνης, μὲ σατανικὴ μουσική…

Νά πῶς γεμίζει ἡ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μὲ κοπριὰ τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρ­χίσουμε καὶ ποῦ νὰ τελειώσουμε; Τὰ παιδιὰ δὲν βλέπουν ἐμπρός τους κάτι καλὸ κι ἀληθινό (τὸ νοσοκόμο ποὺ ὑπηρε­τεῖ ἕναν ἄρρωστο, τὴν κόρη ποὺ περιποιεῖται τοὺς γέρους γονεῖς, τὸ νέο ποὺ βοηθάει τὸ φτωχό…)· δέχον­ται μιὰ ψευδῆ εἰκόνα τῆς πραγματικότητος καὶ διαφθείρον­ται· τὸ κακὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα ποὺ μπαίνει στὸ σπίτι μεθυσμένος, χτυπάει ὅποιον συναντήσῃ καὶ βλαστημάει Θεό, μιὰ μάνα ποὺ γυρίζει μὲ λοῦσα δεξιὰ κι ἀ­ριστερά… Χίλια χέρια σκοτώνουν τὴν παιδικὴ ψυχή· πῶς ὕστερα τὸ παιδὶ αὐτὸ ν᾽ ἀνθίσῃ;


Θὰ μοῦ πῇς τώρα ·

–Ἐγὼ δὲν κάνω ἔτσι, ἐγὼ τὸ παι­δὶ τ᾽ ἀγαπῶ… Ἔ, κι᾽ ἐγὼ λοιπὸν σοῦ λέω, ὅτι κι᾽ ἐ­­­σὺ εἶσαι ἔνοχος, κ᾽ ἐσὺ σκοτώνεις τὸ παιδί.

–Μὰ πῶς τὸ σκοτώνω; Τὸ σκοτώνεις μὲ τὴν ὑ­περβολικὴ ἀγάπη. Τὸ ἀγαπάει ἡ ἄλλη τὸ παιδὶ καὶ τρέμει γι᾽ αὐτό· Δὲν τρώει τὸ παιδί μας, ἔ­χει πυρετὸ τὸ παιδί, δὲν κοιμήθηκε τὸ παιδί, ἔχει ἀνορεξία τὸ παιδί!… Ἔχουν γίνει πλέον τὰ παιδιὰ οἱ κυρίαρχοι τῶν σπιτιῶν αὐτῶν.

Ἄχ παλαιὲς γιαγιάδες, μὲ τὶς τιμωρίες σας καὶ μὲ τὰ πιπέρια σας, ποὺ δίπλα στὸ εἰκόνισμα εἴχατε καὶ τὴ βέργα! Δὲν τὴν χρησιμοποιοῦσαν, τὴν εἶχαν κυρίως γιὰ φρονηματισμό.

–Παιδί μου, βλέπεις τὴ βέργα; δὲν θέλω νὰ τὴν πιάσω· ἂν ὅμως δὲν κάθεσαι καλά, ἂν λὲς ψέματα, ἂν σκοτώνῃς πουλιά, ἂν κοροϊδεύῃς τὸ γέρο ἢ κάνῃς ἄτιμα πράγματα, θὰ πιάσω τὴ βέργα· γιατὶ θέλω τὸ καλό σου. Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Ὅποιος λυπᾶται τὸ ῥαβδί του, αὐτὸς μισεῖ τὸ παιδί του», δὲν τὸ ἀγαπάει (Παρ. 13,24).

Ἂν δὲν κλά­ψῃ τὸ παιδί, δὲν τὸ ἀγαπᾷς· κι ἀφοῦ δὲν θέλεις νὰ κλάψῃ ἐκεῖνο, θὰ κλάψῃς ἐσύ. Καὶ ξέρεις πῶς μοιάζει ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη; Εἶνε σὰν τῆς μαϊμοῦς, ποὺ σκοτώνει τὸ παιδί της – πῶς; Τὸ σφίγγει τόσο πολύ, ὥστε τὸ πνίγει. Ἔτσι κάνουν καὶ πολλὲς μανάδες. Μὴν τοὺς λείψῃ τίποτα· καὶ τὸ βούτυρο, καὶ τὸ γάλα, καὶ ἡ μαρμελάδα… Εἶνε ὅμως γερά; Καὶ ἄντε νὰ δῇς παιδάκια φτωχά, πῶς εἶνε ῥοδοκόκκινα σὰν μῆλα Καλιφορνίας. Ἄχ, κοινωνία, ποὺ μὲ τὰ πολλὰ χάδια σου σκοτώνεις τὸ παιδί!

* * *

Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, πῶς εἴμαστε ἔνο­χοι· ἄλλοι μὲν γιατὶ σκοτώνουν τὸ παιδὶ μόλις συλληφθῇ, ἄλλοι μολύνουν τὴν ψυχή του, καὶ ἄλλοι τὸ πνίγουν μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη.
Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ σᾶς πῶ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ «παιδιόθεν» εκείνου του πατέρα πού αναφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶνε μία σάλπιγγα ἐγερτήριος γιὰ τὰ παιδιά. Τελείωσα !

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

kivotoshelp.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου