Ο αείμνηστος Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης συζητώντας μαχητικά όπως πάντα με μία ομάδα πιστών έξω από ένα Δικαστήριο !
Τέταρτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν είναι σήμερα ἀγαπητοί μου, και άς δούμε τί μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο (βλ. Μᾶρκ. 9,17-31);Ἕνας πατέρας λοιπόν εἶχε ένα παιδὶ ἄρρωστο στὸ σπίτι. Αλλά μακάρι νὰ ἦταν ἁπλῶς ἄρρωστο. Όταν τὸ πήγαινε στὸ γιατρό, ὅλος ὁ ὀργανισμός του βρισκόταν ὑγιής.
Πνευματικὰ ὅμως ἦταν ἄρρωστο, βαρειὰ ἄρρωστο γιατί ἦταν δαιμονισμένο! Κι ὅταν τό ᾽πιανε ἡ κρίσι, ἦταν σ᾽ ἐλεεινὴ κατάσταση.
Κυλιόταν
χάμω, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔπεφτε πότε στὴ φωτιὰ καὶ πότε στὸ
νερό, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι ἅμα τὸ βγάλουν ἀπ᾽ τὸ νερό κάτω ἀπὸ τὴν
ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος. Ὁ πατέρας ἦταν δυστυχισμένος.
Πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὸ πῆγε στὸ Χριστό. Ὁ Κύριος, προτοῦ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, ἔκανε στὸν πατέρα μιὰ ἐρώτησι·
–Γιά πές μου, ἀπὸ πότε τὸ παιδὶ εἶνε σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπάντησε·
–«Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21).
Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· ὁ Χριστὸς δὲν ξέρει; Μήπως εἶνε σὰν τοὺς γιατρούς, ποὺ παίρνουν ἱστορικὸ τοῦ ἀσθενοῦς, ἢ σὰν τοὺς δασκάλους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συντάξουν παιδαγωγικὸ δελτίο τοῦ μαθητοῦ; Ὄχι. Τὰ ἤξερε ὅλα· καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα τοῦ παιδιοῦ, καὶ πότε γεννήθηκε, καὶ ποῦ καὶ πῶς καὶ πότε παρουσιάστηκε τὸ δαιμόνιο.
Δὲν εἶνε σὰν κ᾽ ἐμᾶς, ποὺ πολλὲς φορὲς ζοῦμε στὸ ψέμα καὶ δὲν γνωρίζουμε τὸ παρελθὸν οὔτε τοῦ διπλανοῦ μας, ἡ γυναίκα τοῦ συζύγου της καὶ ὁ ἄντρας τῆς συζύγου του. Ὁ Χριστὸς τὰ γνωρίζει λεπτομερῶς ὅλα, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν αἰώνων, ὅλου τοῦ σύμπαντος. Τότε γιατί ῥωτάει;
+++++++++++++++++++++
Καθὼς
ῥωτάει, λένε οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε σὰν νὰ λέῃ
στὸν πατέρα· Κ᾽ ἐσὺ εὐθύνεσαι γιὰ τὴν κατάστασι τοῦ παιδιοῦ. Ἀπὸ μικρὸ
παρουσίασε αὐτὴ τὴν ψυχικὴ ἀνωμαλία· τί ἔκανες ἐσὺ γι᾽ αὐτό;
Μὲ ἀφορμὴ λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει ἡ λέξις «Παιδιόθεν!», ἂς ὑπογραμμίσουμε τώρα τὴ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἀλήθεια, ὅτι· ὁ ἄνθρωπος διαμορφώνεται κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία κι ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀπὸ τὸ περιβάλλον (οἰκογενειακό, σχολικό, κοινωνικό, ἐκκλησιαστικό) συμβάλλουν σ᾽ αὐτὴ τὴν διαδικασία, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ γονεῖς, ἔχουν εὐθύνη μεγάλη.
Αὐτὸ
τὸ «παιδιόθεν» θὰ ἤθελα νὰ τὸ γράψω και να το «σκαλίσω» θάλεγα ἔξω ἀπ᾽
ὅλα τὰ ἐκπαιδευτήρια, νὰ τὸ χαράξω ἀκόμα στὰ σπίτια, νὰ τὸ γράψω πάνω
στὰ μέτωπα ὅλων. Γιατὶ ὁ Χριστὸς μὲ τρόπο ἐκμαιευτικὸ – παιδαγωγικὸ
ἔφερε τὸν πατέρα στὸ σημεῖο νὰ ὁμολογήσῃ καὶ στὸ τέλος μὲ δάκρυα νὰ
πῇ ἐμμέσως ὅτι, «Ἐγὼ φταίω ποὺ ἄφησα τὸ παιδί μου νὰ γίνῃ ἔτσι…»
Κάνετε, παρακαλῶ, λίγη ὑπομονὴ νὰ ποῦμε λίγες λέξεις ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν».
* * *
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο τὸ παιδὶ –ὅπως καὶ ἡ γυναίκα– δὲν ἐθεωρεῖτο ἄνθρωπος, προσωπικότητα· τὸ εἶχαν σὰν ἕνα πρᾶγμα, περίπου σὰν τὸ ζῷο· παρ᾽ ὅλες τὶς θεωρίες τῶν φιλοσόφων, ἦταν ὑποτιμημένο, περιφρονημένο. Ὄχι μόνο σὲ λαοὺς βαρβάρους ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐθεωροῦντο πολιτισμένοι, βλέπουμε μιὰ περιφρόνησι στὸ παιδί.
Κοντὰ στὴ Σπάρτη λέγεται ὅτι ἔρριχναν τὰ ἀνάπηρα – ἀνεπιθύμητα βρέφη στὸ βάραθρο τοῦ Καιάδα. Καὶ στὴν Ἀθήνα ἡ κατάστασι, ὅπως βλέπουμε σὲ κείμενα, δὲν ἦταν καλύτερη.
Βρέθηκε μιὰ γραφὴ στὰ Μέγαρα, ὅπου ἕνα παιδάκι παραπονεῖται. Τι έλεγε;
«Καλύτερα νὰ ἤμουν παιδὶ ἑνὸς χοίρου παρὰ παιδὶ ἀνθρώπου»!
Γιατὶ περισσότερο τάιζαν τοὺς χοίρους παρὰ τὰ παιδιά. Στὴν ὑπερήφανη ῾Ρώμη ἀκόμα χειρότερα· τά ᾽παιρναν τὰ παιδάκια οἱ ἔκφυλοι καὶ ἄλλοι τὰ σκότωναν, ἄλλοι τὰ πετοῦσαν στὸν Τίβερι. Ἕνας ῥήτορας τότε ρωτοῦσε·
--Τί
καυχᾶστε, ῾Ρωμαῖοι; πέστε μου, ποιός ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει πνίξει παιδί
του;… Ὅλοι ἦταν ἔνοχοι τοῦ ἐγκλήματος τῆς παιδοκτονίας.
Αὐτὴ
ἦταν ἡ κατάστασι στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ἕως ὅτου ἦρθε ὁ φίλος τῆς
ἀνθρωπότητος καὶ ἰδιαιτέρως τῶν παιδιῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός·
αὐτὸς καταδέχτηκε νὰ γεννηθῇ σὰν βρέφος, νὰ ζήσῃ σὰν παιδί. Κι αὐτὸ
τὰ παιδιὰ τὸ ἔνιωθαν· τὸν ἀγαποῦσαν, ἄφηναν παιχνίδια καὶ μαθήματα κ᾽
ἔτρεχαν κοντά του.
Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι καὶ στὴν ἔρημο βρέθηκαν πέντε χιλιάδες ἄντρες «χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. 14,21)· μαζὶ δηλαδὴ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν τριπλάσιοι.
Ἄλλη φορά, ὅταν οἱ μαθηταὶ ἐμπόδιζαν τὰ παιδάκια νὰ πλησιάσουν, ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἀφῆστε τὰ παιδάκια νὰ ᾽ρθοῦν κοντά μου» (Ματθ. 19,13-14). Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τὰ παιδιὰ τὸν περικύκλωναν καὶ φώναζαν «Ὡσαννά…, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9).
Και αὐτὰ μέν τότε. Σήμερα όμως; ποιά εἶνε ἡ συμπεριφορὰ τῆς ἀνθρωπότητος πρὸς τὰ παιδιά;
Θά ᾽πρεπε νὰ κλάψουμε. Παρ᾽ ὅλη τὴν «πρόοδο», τὰ σχολεῖα, τὰ δημαγωγικὰ συνθήματα «Ὅλα γιὰ τὸ παιδί!», στὸ βάθος δὲν βρίσκεις πραγματικὴ στοργή, ἀλλὰ μιὰ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν παιδικὴ ἡλικία. Καὶ ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς τρόπους.
⃝
Δὲν παύω νὰ τὸ τονίζω· σήμερα διαπράττεται τὸ φρικτὸ ἔγκλημα τῶν
ἐκτρώσεων· σκοτώνουν τὸ παιδί. Ὁ Ἡρῴδης ἔσφαξε τὰ παιδάκια στὴ
Βηθλεέμ, καὶ στὸν αἰῶνα τῶν πυραύλων δολοφονοῦν τὰ παιδιὰ – ποιοί·
γονεῖς καὶ γιατροί!
Ἡ νοικοκυρὰ ἀγανακτεῖ ἂν ἡ γειτόνισσα τῆς ξερριζώσῃ ἕνα κρίνο ἀπὸ τὴ γλάστρα, ὅταν ὅμως στὴ γλάστρα τῆς μήτρας φυτρώσῃ ὁ κρίνος ποὺ λέγεται παιδί, οἱ δολοφόνοι τὸ ξερριζώνουν· νὰ μὴ γεννηθῇ παιδί, ποὺ μπορεῖ αὔριο ν᾽ ἀναδειχθῇ μεγάλος εὐεργέτης τους.
Μιὰ φοιτήτρια σὲ δικαστήριο εἶπε χωρὶς ντροπὴ καὶ χωρὶς ν᾽ ἀνατριχιάσῃ κανένας, σὰν κάτι φυσικό, ὅτι ἔκανε μὲ τὸν καθηγητή της τέσσερις ἐκτρώσεις!
Μάλιστα !!!
Ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ κατέβαζα τὶς ταμπέλλες «Μαιευτήρια» καὶ θὰ ἔγραφα «Σφαγεῖα ἐγκλήματος». Στὸν τόπο μας κάθε χρόνο γίνονται χιλιάδες τέτοιες δολοφονίες.
Ἦρθε στὴ Μητρόπολη μία γυναίκα καὶ μοῦ εἶπε κλαίγοντας·
–Μόλις ὁ ἄντρας μου ἔμαθε πὼς εἶμαι ἔγκυος, λέει· Πᾶμε νὰ τὸ ῥίξης, εἰδάλλως διαζύγιο!…
Τῆς λέω·
–Χωρὶς ἄντρα ζῇς, χωρὶς Θεὸ όμως δὲν θα μπορεῖς νὰ ζήσῃς...( Ούτε εδώ, ούτε στην άλλη ζωή !)
Χιλιάδες οι ἐκτρώσεις! Καὶ κάθε ἔκτρωσι μία λίρα! Ἔτσι πλούτισαν γιατροὶ ποὺ καταπατοῦν τὸν ὅρκο τοῦ Ἱπποκράτη ὁ ὁποῖος λέει· «Δὲν θὰ δώσω σὲ γυναῖκα φάρμακο γιὰ ἄμβλωσι». Διάβαζα σ᾽ ἕνα ἀρχαῖο βιβλίο, ὅτι ἕνας σκότωσε μιὰ γυναῖκα ἔγκυο.
Ὅταν ἐξωμολογήθηκε ὁ πνευματικὸς τοῦ λέει· Ἔλα πάλι ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα, νὰ προσευχηθῶ. Ὅταν ξαναπῆγε τοῦ λέει· Τί νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου· τὸ ἕνα ἁμάρτημά σου θὰ τὸ συχωρέσῃ ὁ Θεός, ἀλλὰ τὸ ἄλλο, ὅτι σκότωσες παιδάκι μέσα στὴν κοιλιά, δέν ξέρω…
Ἔλα τώρα εσύ, ποὺ φωνάζεις «Ζήτω τὸ ἔθνος» καὶ «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει…», ἔλα νὰ μοῦ πῇς·
Πεθαίνει ἢ δὲν πεθαίνει ἔτσι ἡ πατρίδα;
Τὸ ἔγκλημα εἶνε καὶ ἐθνικό. Ὅλοι οἱ γείτονές μας αὐξάνονται· ἐμεῖς σβήνουμε. Ἑλλάδα δὲν εἶνε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, εἶνε τὰ παιδιά.
⃝
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν σκοτώνουν κορμάκια· αὐτοὶ
δηλητηριάζουν τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, λερώνουν τὶς αἰσθήσεις καὶ τὸ νοῦ
τους, μαυρίζουν τὴ φαντασία τους. Τὰ μολύνουν μὲ μύριους τρόπους· μὲ
πλάνα λόγια, μὲ χυδαῖες ἱστορίες καὶ ἀφηγήσεις, μὲ ἄθλια θεάματα, μὲ
ἀναίσχυντες εἰκόνες, μὲ γύμνια ποὺ λανσάρει ἡ μόδα, μὲ ἐγκλήματα καὶ βία
σὲ γκαγκστερικὰ ἔργα τῆς ὀθόνης, μὲ σατανικὴ μουσική…
Νά πῶς γεμίζει ἡ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μὲ κοπριὰ τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρχίσουμε καὶ ποῦ νὰ τελειώσουμε; Τὰ παιδιὰ δὲν βλέπουν ἐμπρός τους κάτι καλὸ κι ἀληθινό (τὸ νοσοκόμο ποὺ ὑπηρετεῖ ἕναν ἄρρωστο, τὴν κόρη ποὺ περιποιεῖται τοὺς γέρους γονεῖς, τὸ νέο ποὺ βοηθάει τὸ φτωχό…)· δέχονται μιὰ ψευδῆ εἰκόνα τῆς πραγματικότητος καὶ διαφθείρονται· τὸ κακὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα ποὺ μπαίνει στὸ σπίτι μεθυσμένος, χτυπάει ὅποιον συναντήσῃ καὶ βλαστημάει Θεό, μιὰ μάνα ποὺ γυρίζει μὲ λοῦσα δεξιὰ κι ἀριστερά… Χίλια χέρια σκοτώνουν τὴν παιδικὴ ψυχή· πῶς ὕστερα τὸ παιδὶ αὐτὸ ν᾽ ἀνθίσῃ;
⃝ Θὰ μοῦ πῇς τώρα ·
–Ἐγὼ δὲν κάνω ἔτσι, ἐγὼ τὸ παιδὶ τ᾽ ἀγαπῶ… Ἔ, κι᾽ ἐγὼ λοιπὸν σοῦ λέω, ὅτι κι᾽ ἐσὺ εἶσαι ἔνοχος, κ᾽ ἐσὺ σκοτώνεις τὸ παιδί.
–Μὰ πῶς τὸ σκοτώνω; Τὸ σκοτώνεις μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη. Τὸ ἀγαπάει ἡ ἄλλη τὸ παιδὶ καὶ τρέμει γι᾽ αὐτό· Δὲν τρώει τὸ παιδί μας, ἔχει πυρετὸ τὸ παιδί, δὲν κοιμήθηκε τὸ παιδί, ἔχει ἀνορεξία τὸ παιδί!… Ἔχουν γίνει πλέον τὰ παιδιὰ οἱ κυρίαρχοι τῶν σπιτιῶν αὐτῶν.
Ἄχ παλαιὲς γιαγιάδες, μὲ τὶς τιμωρίες σας καὶ μὲ τὰ πιπέρια σας, ποὺ δίπλα στὸ εἰκόνισμα εἴχατε καὶ τὴ βέργα! Δὲν τὴν χρησιμοποιοῦσαν, τὴν εἶχαν κυρίως γιὰ φρονηματισμό.
–Παιδί μου, βλέπεις τὴ βέργα; δὲν θέλω νὰ τὴν πιάσω· ἂν ὅμως δὲν κάθεσαι καλά, ἂν λὲς ψέματα, ἂν σκοτώνῃς πουλιά, ἂν κοροϊδεύῃς τὸ γέρο ἢ κάνῃς ἄτιμα πράγματα, θὰ πιάσω τὴ βέργα· γιατὶ θέλω τὸ καλό σου. Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Ὅποιος λυπᾶται τὸ ῥαβδί του, αὐτὸς μισεῖ τὸ παιδί του», δὲν τὸ ἀγαπάει (Παρ. 13,24).
Ἂν δὲν κλάψῃ τὸ παιδί, δὲν τὸ ἀγαπᾷς· κι ἀφοῦ δὲν θέλεις νὰ κλάψῃ ἐκεῖνο, θὰ κλάψῃς ἐσύ. Καὶ ξέρεις πῶς μοιάζει ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη; Εἶνε σὰν τῆς μαϊμοῦς, ποὺ σκοτώνει τὸ παιδί της – πῶς; Τὸ σφίγγει τόσο πολύ, ὥστε τὸ πνίγει. Ἔτσι κάνουν καὶ πολλὲς μανάδες. Μὴν τοὺς λείψῃ τίποτα· καὶ τὸ βούτυρο, καὶ τὸ γάλα, καὶ ἡ μαρμελάδα… Εἶνε ὅμως γερά; Καὶ ἄντε νὰ δῇς παιδάκια φτωχά, πῶς εἶνε ῥοδοκόκκινα σὰν μῆλα Καλιφορνίας. Ἄχ, κοινωνία, ποὺ μὲ τὰ πολλὰ χάδια σου σκοτώνεις τὸ παιδί!
* * *
Νά
λοιπόν, ἀγαπητοί μου, πῶς εἴμαστε ἔνοχοι· ἄλλοι μὲν γιατὶ σκοτώνουν τὸ
παιδὶ μόλις συλληφθῇ, ἄλλοι μολύνουν τὴν ψυχή του, καὶ ἄλλοι τὸ πνίγουν
μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη.
Αὐτὰ
τὰ λίγα εἶχα νὰ σᾶς πῶ ἐξ ἀφορμῆς τοῦ «παιδιόθεν» εκείνου του πατέρα
πού αναφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶνε μία σάλπιγγα
ἐγερτήριος γιὰ τὰ παιδιά. Τελείωσα !
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου