Ὁ Ἅγιος καὶ πρᾶος Γέροντας ἀκούραστα παρακαλοῦσε τὸν Κύριο γιὰ τὴν νουθέτηση τῶν ἀπίστων. Ἔλεγε, πὼς ἀπὸ μικρὴ
ἡλικία ἡ ψυχή του ἔκλαιγε γιὰ αὐτούς, ποὺ δὲν γνώριζαν τὸν Χριστό. Οἱ σκέψεις τοῦ παιδιοῦ ἦταν ἰδιαίτερες καὶ πνευματικές,
κάποια ἀπὸ τὰ λόγια του ἦταν συγκαλλυμένα, ἀργότερα
ἀποδεχόταν, ὅτι προέλεγε τὰ μελλοντικὰ γεγονότα. Τὸ παιδὶ Νικόλαος λυπόταν γιὰ τοὺς μικρούς του φίλους-Ἐσθονούς,
λουθηρανούς, ποὺ δὲν ἦταν φωτισμένοι μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τότε στὴν παιδική του ἡλικία ἀπὸ τὴν καρδιά του
ξεχυνόταν ἀπὸ μόνη τῆς ἡ προσευχή, τὴν ὁποία πάντοτε εἶχε στὸ
στόμα: «Κύριε, βοήθησέ με! Στεῖλε τὴ Χάρη Σου, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ μιλῶ γιὰ τὴν ἀγαθότητά Σου...»
Ἔτσι ἱκέτευε τὸν Σωτῆρα ὁ Ἅγιος Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Κύριε, στεῖλε τὴ Χάρη Σου
στὴν βοήθεια μου, ἵνα δοξάσω τὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο». Αὐτὴ εἶναι καὶ
ἡ ἱκεσία ὅλης τῆς Ἐκκλησίας τῆς ὀγδόης ὥρας, σύμφωνα μὲ τὸν
ἀριθμὸ τῶν ὡρῶν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας.
Ἡ ζωὴ τοῦ Γέροντα Νικολάου εἶναι ἕνα ὑψηλὸ πνευματικὸ μυστήριο... Ἡ κατανόησή της καὶ ἡ πλήρης ἀποκάλυψή της γιὰ
μᾶς εἶναι ἀδύνατη. Δυνατὴ εἶναι μόνο ἡ εὐλαβὴς ἐξέταση καὶ
ἀφομοίωση τῶν ψίχουλων ἀπὸ τὴν πνευματική τράπεζα τῶν
Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Γέροντας ἀπὸ παιδὶ ἦταν τὸ ἐκλεκτὸ σκεῦος
τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεομήτορος. Ἡ Χάρις τοῦ Οὐράνιου Πατρός, τὴν
ὁποία ἀξιώθηκε νὰ λάβει ὄντας παιδάκι μέσα ἀπὸ τὴν φανέρωση
τοῦ Σωτῆρα σὲ αὐτόν, τοῦ ἔδωσε νὰ γευθεῖ στὴν πληρότητά της
τὴν γλυκύτητα τῆς ζωῆς ἐν Θεῷ… «Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου,
ὅταν ἤμουν παιδάκι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, μὲ ἀπάλλαξε μία γιὰ πάντα
ἀπὸ τὴν ἔλξη γιὰ ὅλα τὰ γήϊνα... Ὁ Κύριος μὲ πῆρε ἀπ' τὸ χέρι... Νὰ ἔτσι... Ψηλαφιστά… Καὶ ἐγὼ ἀκολούθησα τὸν Σωτῆρα. Ἀπὸ παιδὶ
ἤμουν μὲ τὸν Κύριο... Οὔτε βῆμα μακριά Του δὲν ἔκανα! Πάντοτε μὲ τὸν Κύριο...»
Πράγματι, τὸ κάλεσμα τοῦ Κυρίου ἔδωσε στὴν ψυχή του δυνατὴ ὁρμὴ γιὰ νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο. Ἀπὸ πολὺ μικρό, τὸ Ἅγιο
παιδὶ, ὁ Νικόλαος ἄρχισε νὰ ἀνακαλύπτει χαρισματικὲς ἰδιότητες
τῆς ψυχῆς. Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν προσευχὴ καὶ ἀπομονωνόταν
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐξιστορώντας τὰ παιδικὰ του χρόνια, ὁ
Γέροντας κάπως συγκινημένος ἔλεγε: «Καί τί ἦταν αὐτό μὲ μένα;
Ἀγαποῦσα νὰ μιλῷ μὲ τόν Κύριο, πάντα ἤμουν μαζί Του καὶ μόνο
Αὐτὸν γνώριζα!»
Ὁ Γέροντας συνήθως ἀπομονωνόταν στὸ δωματιάκι-κελλί
του. «Ὅταν ήμουν μικρός, ὅλοι μὲ ἔλεγαν μοναχό... Καὶ ἐγὼ
χαιρόμουν...
Ἐγὼ πράγματι ἤμουν μοναχός... Κανένα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο δὲν γνώριζα
καὶ δὲν ἔψαχνα...» Ὁ Γέροντας συχνὰ θυμόταν, πῶς ἡ παιδικὴ καρδιά του
ποθοῦσε τὴν προσευχή, τὶς
Ἱερὲς Ἀκολουθίες. Ἐρχόμενος στὸ σπίτι ἀπὸ τὸν Ναό, ὁ ἴδιος λειτουργοῦσε, μόνος του μὲ τὸν Κύριο. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ἀκριβῶς
φαίνονταν κατάλληλα. «Τὸ φαιλόνιο συχνὰ τὸ ἀντικαθιστοῦσα μὲ ἔτσι «λειτουργούσα»... Έφτιαχνε ἄμφια, ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοῦ
ἕνα συμπαγὲς λευκὸ σκέπασμα ἀπὸ μαξιλάρια ἢ μὲ τὴν μεγάλη
κάπα τῆς μαμᾶς», ἔλεγε ὁ Γέροντας. «Τὸ πετραχήλι καὶ τὰ
ἐπιμανίκια μὲ ἕνα ὄμορφο γαϊτάνι... Ἀκόμα καὶ θυμιατήρι εἶχα
δικό μου», θυμόταν ὁ Γέροντας.
Σιγὰ-σιγὰ ἀποσυρόταν στὸ μικρὸ κτιστὸ ξύλινο μπάνιο, ποὺ
βρισκόταν στὸ βάθος τοῦ κήπου, τοποθετοῦσε ἐκεῖ τὶς ἐικονίτσες
καὶ ἔψαλλε ὅλη τὴν Θεία Λειτουργία, ἔτσι ὅπως τοῦ ἀπεκάλυπτε ὁ
Φύλακας-Αγγελός του. Αργότερα, ὁ Γέροντας ἦταν τυπικάριος
στὸν Ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, στὸ κοιμητήριο τοῦ Κομπύλγιε
Γκοροντίσε, στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Ρέμντα καὶ στὴν ἀνδρώα
Μονὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Βίλνα, ὅπου ὑπηρετοῦσε στὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερομόναχου τὰ χρόνια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
«Τύχαινε, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νὰ προσεύχομαι στὸ δάσος, στὸ
μέσο τῶν δέντρων καὶ τοῦ ψηλοῦ χορταριοῦ»...
Ὁ Ἅγιος Γέροντας εἶχε ἀπὸ μικρὸ παιδί μεγάλο θάρρος στὴν
προσευχὴ καὶ ὁ Κύριος τοῦ χάρισε ἐξαιρετικὴ Χάρη. «Ὄντας
παιδάκι, βάπτιζα στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη μέσα σὲ βαρέλι μὲ νερὸ τὰ
μικρὰ παιδιὰ τῶν Ἐσθονῶν. Ἔφτιαχνα ξύλινα σταυρουδάκια γιὰ
αὐτοὺς καὶ τοὺς τὰ κρεμοῦσα στὸν λαιμό»...
Τὸ μικρούτσικο χωριὸ στὴν ἀκτὴ τῆς λίμνης Τσούντσκογιε
λεγόταν Τσούντσκιγιε Ζαχόντυ. Ἦταν μικτό, πολλοὶ Ἐσθονοὶ
εἶχαν ἀναμειχθεῖ μὲ τούς Ῥώσσους. «Μάζευα τὰ παιδιὰ τῶν
Ἐσθονῶν, τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἔδινα εἰκονίτσες, Σταυρούς...
Ἔφτιαχνα σημαῖες καὶ ξεκινούσαμε μὲ τὰ παιδιὰ τὴν Λιτανεία.
Προχωρούσαμε καὶ προσευχόμασταν στὸν Θεό, θυμόταν ὁ Γέροντας. Προσευχόμασταν στὰ Ἐσθονικά: «Ίσσεντ, Χέϊ ντα
Ἄρμου», δηλαδὴ «Κύριε, ἐλέησον.». Οἱ μεγάλοι ἀποροῦσαν καὶ
σέβονταν τις προσευχές μας».
Ὁ δίκαιος Ἅγιος ἀφηγοῦνταν, ὅτι συχνὰ ἔκαναν τέτοιες Λιτανείες: «Μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὴν σωτήρια δύναμη του
Σταυροῦ τὴν ὥρα τῆς Λιτανείας... Ὁ ἐχθρὸς κουφοκαιγόταν, τρεπόταν σὲ φυγή... Ἡ γῆ ἐξαγνιζόταν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα,
ἐνῶ οἱ Ἅγιοι Άγγελοι συνακολουθοῦσαν τὶς προσευχές μας». Ο βρίσκεται ἡ ἀπόδοση τῆς εἰλικρινοῦς τιμῆς στὴν Οὐράνια
Λιτανείες εἶναι ἡ εὐσεβὴς παράδοση τοῦ Ῥωσσικοῦ Λαοῦ. Σὲ αὐτὲς
Προστασία καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ζωντανῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο...
Ὄντας μικρὸ παιδὶ ὁ Νικόλαος μιλοῦσε στὰ παιδιὰ γιὰ τὸν Θεό, τοὺς μάθαινε τὴν προσευχή: «Συχνὰ προσευχόμασταν μαζί»,
ἔλεγε ὁ Γέροντας. «Ἡ ἴδια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε τὴν πνευματική μου ζωὴ καὶ μοῦ ἀποκάλυπτε, τί καὶ σὲ ποιόν βαθμὸ
νὰ τὸ φυλάω καὶ μὲ συμβούλευε τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς
ψυχῆς. Ἡ Θεία Λειτουργία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, θὰ τελεῖται ὡς τὴν
συντέλεια τοῦ κόσμου».
Καὶ ὡς τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι θὰ ἱκετεύουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς ἐλεήσει, ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ
ἀνάξιους δούλους Του μὲ τὸ ἀνέκφραστο Ἔλεος Του.
Χρειάζεται νὰ ποῦμε, πὼς τὰ μισὰ χωριά, ἀπὸ αὐτά, ποὺ
βρίσκονται στὶς ὄχθες τῶν λιμνῶν Τσούντσκογιε καὶ
Πσκόφσκογιε, ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ αὐτά, ἀπὸ ἀρχαίων χρόνων
κατοικούνταν τόσο ἀπὸ Ρώσσους, ὅσο καὶ ἀπὸ Ἐσθονούς. Αὐτὰ τὰ
χωριὰ ἁπλώνονται μακριά, μέχρι τὰ μοναστήρια, τὸ Πσκώβο-
Πετσέρσκυ καὶ Σπάσο-Ἐλεζάροφσκυ. Στὴν μετοίκηση τῶν
Ἐσθονῶν, ὅπως μαρτυροῦν τὰ χρονικὰ τῶν μοναστηριῶν, συνέβαλε ἀπὸ τὴν μία ἡ ἔχθρα τῶν διάφορων ἀλλόδοξων
θρησκειῶν τῶν κατοίκων στὶς Βαλτικές ἐπαρχίες. Ἐκεῖ κατοικοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι, καὶ οἱ Προτεστάντες. Περισσότεροι ήταν
οἱ
Πολωνοὶ Ῥωμαιοκαθολικοὶ καὶ μετά ἀπὸ αὐτοὺς οἱ Γερμανοὶ καὶωοἱ
Προτεστάντες Σουηδοί. Στὸν προσηλυτισμὸ τῶν Ἐσθονῶν καὶ τῶν Λεττονῶν
στὸν Καθολικισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ αὐτοὶ
χρησιμοποιοῦσαν διαφόρων εἰδῶν βασανιστήρια καὶ ἀπειλές.
Τέτοια ὀλέθρια κατάσταση ἀνάγκαζε τοὺς Ἐσθονοὺς νὰ ψάχνουν
τὴν εὐεργετικὴ προστασία κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Εὔπιστων στὴν μετανάστευσή τους στὶς δικές μας περιοχές, ἔλεγε ὁ Γέροντας
Ρώσσων Βασιλέων. «Ἀλλὰ ὁ βασικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος συνήργησε
Νικόλαος, ἦταν ἡ εὐλογημένη βοήθεια τῆς Θεομήτορος, ἰδιαίτερα
Κωνσταντινούπολεως... Αὐτὴν τὴν Προστάτιδα ὀφείλουμε νὰ
Θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βασιλεύουσας τῆς
ἐκδηλωμένη μὲ πολυπληθῆ σημεῖα καὶ θαύματα ἀπὸ τὴν
εὐχαριστοῦμε, γιὰ τὸ ὅτι ἡ γῆ τοῦ Πσκὼφ δὲν ὑπέκυψε στὸν
λατινικό ουνιτισμὸ καὶ διαφύλαξε τήν Ὀρθοδοξία».
Ἰδιαίτερα ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι στὸ Ἱερὸ τοῦ παρεκκλησιοῦ τῆς Παναγίας τοῦ Σμολένσκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ
Ἁγίου Νικολάου στὸ Νησὶ Ταλάμπσκ, ὁ Γέροντας γιὰ πολλὰ χρόνια φύλαττε τὴν Θαυματουργή Εἰκόνα τῆς «Παναγίας τῆς
Βασιλεύουσας»
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία ἔδωσε σε αὐτὸν, ὡς εὐλογία, ἕνας
ἄλλος μεγάλος δίκαιος, ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ Σεντμιεζέρσκυ, ὁ ὁποῖος ἦταν
Γέροντας στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σπάσο- Ἐλεαζάροφσκυ στὴν ἐπαρχία τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ
τὸ 1908 μέχρι τὸ 1915. Σὲ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι ὁ Γέροντας Γαβριήλ
προσευχόταν
μπροστὰ στὸ ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς εἰκόνας τῆς Πλατυτέρας τῶν
Οὐρανῶν τῆς Βασιλεύουσας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν
δική του Εἰκόνα, τοῦ ἀνῆκε, ἀλλὰ αὐτὸς προσωρινὰ τὴν φύλαγε
στὸν Ναὸ τῆς Μονῆς. Αὐτούς, ποὺ θεράπευε ἡ Παναγία μὲ τὶς
προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Γέροντα, τοὺς εὐλογοῦσε νὰ σταυρώνονται
μὲ τὸ λαδάκι ἀπὸ τὸ ἀκοίμητο κανδήλι, ποὺ ἄναβε μπροστὰ στὴν
Εἰκόνα. Πολλὰ χρόνια ὁ εὐλογημένος Γέροντας Νικόλαος φύλαγε
αὐτὴ τὴν Εἰκόνα στὸ Ἱερὸ καὶ προσευχόταν μπροστά της γιὰ τὴν
φύλαξη τῆς γῆς τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ἀπὸ
τὴν ἐπίδραση τῶν Καθολικῶν, οἱ ὁποῖοι κατευθύνονταν καὶ στὸ
ἱερή πόλη τοῦ Πσκώφ, τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου καὶ τώρα
ἑτοιμάζονται νὰ κτίσουν τὸν καθολικὸ Ναό τους. Μὲ τὶς προσευχές τοῦ Γέροντα Νικόλαου, μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τῆς
Προστάτιδας τῆς Βασιλευούσης οἱ ὀρμές τους γιὰ τὴν πνευματικὴ
κατάκτηση τῶν Ὀρθόδοξων μας Ἁγίων παράλιων ὀχθῶν ἀνατρεπόταν. Στὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τὸν Μάιο τοῦ
2000, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὴν Μητρόπολη τοῦ Πσκώφ, πῆραν τὴν Εἰκόνα ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Γέροντα Νικόλαου στὴν Μονὴ
271Σπάσο-Ἐλεζάροφσκυ... Ὅταν ἤδη ἔβγαλαν τὴν Εἰκόνα ἀπὸ τὸ Ἱερὸ
τοῦ Ναοῦ καὶ τὴν τοποθέτησαν στὴν ἄκατο, τότε ἦρθαν στὸν Γέροντα Νικόλαο καὶ τοῦ εἶπαν: «Γέροντα, εὐλογεῖτε νὰ πάρουμε
τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βασιλεύουσας στὸ Μοναστήρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου