«Εσύ θεοχαρίτωτε Δέσποινα, η αέναη πηγή του θείου φωτός, η αιτία όλων των αγαθών, Σύ κράτησε μας στο άσπιλο βλέμμα Σου, Δέσποινα και όπως θέλεις αξίωσε μας της γλυκυτάτης θείας ελλάμψεως του Δεσπότου, οικονομώντας μας στην Βασιλεία Του, μαζί Σου εις τους αιώνας. Αμήν».
Συναξάριον.
Τῇ ΙΗʹ (18ῃ) τοῦ μηνός Αὐγούστου μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Φλώρου καὶ Λαύρου τῶν αὐταδέλφων λιθοξόων (β´ αἰ.), μαθητὲς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Πρόκλου καὶ Μαξίμου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ Ἁγία τῶν πενήτων πληθύς, ἡ τὰ εἴδωλα συντρίψασα, πυρὶ ἐτελειώθη (β´ αἰ.).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Ἕρμου, Σεραπίωνος, καὶ Πολυαίνου(β´ αἰ.) .
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος Ἰουλιανῆς, πλησίον τοῦ Στροβίλου· καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λέοντος, ὃς ἤθλησε παρὰ τὴν θάλασσαν, πλησίον Μύρων τῆς Λυκίας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ ἐν τῇ ἐρήμῳ τέσσαρες Ἀσκηταὶ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τῆς Ἁγίας Ἑλένης τῆς Ἰσαποστόλου, μητρός τοῦ Αὐτοκράτορα Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (μνήμη στὶς 21 Μαΐου)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν Ἰωάννου Ε’(674) καὶ Γεωργίου Α’ (683), Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ὁσίων· Βαρνάβα καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Σωφρονίου τῶν ἐξ Ἀθηνῶν(412) καὶ Χριστοφόρου τοῦ ἐκ χώρας Τραπεζοῦντος Γαζαρῆ (668), κτητόρων τῆς Μονῆς Σουμελᾶς Πόντου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τοῦ γενομένου θαύματος ὑπὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διὰ τῆς Ἁγίας αὐτῆς Εἰκόνος περὶ τῆς ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Σουμελᾶ Ζωοδόχου Πηγῆς.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Ρίλας Βουλγαρίας, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (946).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Ἴβηρ (12ο αἰ.) .
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου ἐξ Ἀργυροκάστρου, τοῦ ἀσκήσαντος ἐν τῇ Ἱερᾷ Σκήτῃ τῆς Ἁγίας Ἄννης [στὴν ἀνακομιδή λειψάνων του τό Ἱ. Λείψανό του δὲν βρέθηκε](18ο αἰ.) .
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντῖνος, ὁ ἐκ Καππούας Καρδίτσας, ἐν ἔτει 1610ῳ, ξίφει τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ματθαῖος, ὁ ἐκ Γερακαρίου Κρήτης, ἐν Ῥεθύμνῃ, ἐν ἔτει 1697ῳ, ξίφει τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Ἀγάπιος ὁ Ἁγιοταφίτης, ὁ ἐκ Γαλατίστης Χαλκιδικῆς, ἐν ἔτει 1752ῳ τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάμνησις τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων (1938) τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ νέου, τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, καὶ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος (1877).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικολάου τῆς ῎Οπτινα τοῦ ῾Ομολογητοῦ (1893)
Άγιος Νικόλαος της Όπτινα, ο Τούρκος ομολογητής
Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.
Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. (Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.
Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος».
Το θαύμα στον τάφο του
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός, φιλάσθενος, τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο τη νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο Όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον Παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στη ζωή του για τον Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ όταν κάποια ημέρα, ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: “Γέροντα, δεν ακούς κάτι;” “Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;” “Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!” Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος, μέσα στην απλότητά του, έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στη Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893 αρρώστησε, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης και εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή, ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του».
«Εγώ οράσεις επλήθυνα»*
Την Πέμπτη, 13 Μαΐου, γύρω στις τρεις τη νύχτα, άρχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Ό Κύριος μου έστειλε τέτοια ευλογία, πού είχα πολλά δάκρυα. Όλο το βιβλίο έγινε μούσκεμα από τα δάκρυα μου. Όταν τελείωσα τον όρθρο, άρχισα να διαβάζω τον 50ό ψαλμό «Ελέησον με ο Θεός…» και μετά το σύμβολο της Πίστεως, το διάβασα όλο και το τελείωσα με τις λέξεις «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Εκείνη τη στιγμή κάποιο αόρατο χέρι πήρε τα δικά μου χέρια, τα σταύρωσε και το κεφάλι μου περικυκλώθηκε από φωτιά, πού έμοιαζε με το κίτρινο χρώμα του ουράνιου τόξου. Αυτή η φωτιά δεν με έκαιγε, αλλά γέμιζε όλο το σώμα μου με ανείπωτη χαρά, τέτοια χαρά, πού δεν είχα νιώσει ποτέ. Αυτή τη χαρά δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με καμιά χαρά του κόσμου τούτου. Δεν θυμάμαι μάλιστα πότε και πώς είδα τον εαυτό μου να μεταφέρεται σε κάποια άλλη, θαυμάσια και πανέμορφη περιοχή, σ’ ένα τοπίο γεμάτο φως. Δεν έβλεπα σ’ αυτή την περιοχή τίποτα άπ’ όσα έχω δει στη γη. Έβλεπα μόνο μία χωρίς όρια θάλασσα φωτός.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν δίπλα μου, από την αριστερή πλευρά, δυο άνθρωποι. Ο ένας ήταν νέο παλικάρι, ο άλλος ήταν γέροντας. Πήρα τότε την πληροφορία ότι ο ένας ήταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σάλος και ο άλλος ήταν ο μαθητής του ο άγιος Επιφάνιος και οι δυο ήταν αμίλητοι. Αμέσως είδα μπροστά μου ένα παραπέτασμα χρώματος μπορντό. Κοίταξα ψηλότερα πάνω από το παραπέτασμα και είδα τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καθόταν σε θρόνο και ήταν ντυμένος με πολύτιμα άμφια, πού έμοιαζαν του αρχιερέως, και στο κεφάλι φορούσε μίτρα. Δεξιά του Κυρίου στεκόταν η Παναγία και αριστερά ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, φορώντας ρούχα πού έμοιαζαν με αυτά των εικόνων, ο άγιος Ιωάννης κρατούσε στο ένα χέρι του το Σταυρό του Κυρίου. Αριστερά και δεξιά του Κυρίου είδα δυο πανέμορφους νέους, πού έλαμπαν από χαρά και κρατούσαν ρομφαίες όλο φως. Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά. Κοιτούσα τον Σωτήρα και ένιωθα αγαλλίαση, μόνο και μόνο πού μπορούσα να βλέπω το πρόσωπο Του. Ό Κύριος φαινόταν στην ηλικία των τριάντα περίπου χρόνων. Έτσι συνειδητοποίησα ότι εγώ, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, ο χειρότερος και από σκύλο, αξιώθηκα από τον Κύριο μια τέτοια φιλανθρωπία, να βρίσκομαι μπροστά στο θρόνο της δόξας Του. Ο Κύριος με κοίταζε με τρυφερότητα, λες και ήθελε να μου δώσει δύναμη. Με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσε η Παναγία και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Αλλά ούτε από τον Κύριο, ούτε από την Παναγία, ούτε από τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή αξιώθηκα να ακούσω έστω και μία λέξη.
Ακόμα, είδα μπροστά στον Κύριο Ιησού τον ιερομόναχο της σκήτης μας, τον π. Νικόλαο Λοπάτιν, ο οποίος είχε πεθάνει από το μεσημέρι της 10ης Μαΐου και δεν τον είχαμε ακόμη ενταφιάσει, επειδή περιμέναμε να ‘ρθεί ο αδελφός του από τη Μόσχα. Ο π. Νικόλαος έκανε μετάνοιες μπροστά στον Κύριο, μα δεν φορούσε τα μοναχικά ρούχα, αλλά τα ρούχα του δοκίμου. Στα χέρια του κρατούσε το κομποσχοίνι και η κεφαλή του ήταν ακάλυπτη. Αν του είπε κάτι ο Κύριος, η Παναγία, ο άγιος Ιωάννης και οι δυο νέοι, δεν πρόσεξα.
Έπειτα κοίταξα δεξιά και είδα πάρα πολλούς ανθρώπους να πλησιάζουν κοντά μου. Καθώς πλησίαζαν, άρχισα ν’ ακούω όμορφες, γλυκιές ψαλμωδίες, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις λέξεις και τι ακριβώς έψελναν. Όταν πλησίασαν κοντά μου, μπορούσα να τους δω καλύτερα. Είδα τότε ότι μερικοί φορούσαν άμφια αρχιερέων, ιερέων, μερικοί ήταν μοναχοί, ενώ άλλοι κρατούσαν κλαδιά. Είδα και αρκετές γυναίκες με πλούσια και όμορφα ρούχα. Στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων αναγνώρισα πολλούς αγίους πού ήξερα από τις εικόνες: τον προφήτη Μωυσή, πού κρατούσε στο δεξί χέρι τις εντολές, τον προφήτη Δαβίδ, πού κρατούσε ένα μουσικό όργανο όμοιο με σαντούρι και έπαιξε ωραιότατες μελωδίες. Είδα και το δικό μου άγιο, τον άγιο Νικόλαο.
Μέσα σ’ όλους αυτούς αναγνώρισα και μερικούς στάρετς της Όπτινα, πού είχαν ήδη κοιμηθεί, όπως τον Λεωνίδα, τον Μακάριο, τον Αμβρόσιο και μερικούς γέροντες της μονής πού ακόμη ήταν εν ζωή. Όλοι αυτοί οι άγιοι άνθρωποι του Θεού με κοιτούσαν και τότε φάνηκε μπροστά μου, ανάμεσα σε μένα και το παραπέτασμα, μια μεγάλη, σκοτεινή και βαθιά άβυσσος, σαν χαράδρα, αλλά το σκοτάδι αυτής της χαράδρας δεν με εμπόδιζε να διακρίνω στο βάθος το βασιλιά του σκότους, έτσι όπως τον ζωγραφίζουν στις εικόνες. Στα χέρια του καθόταν ο Ιούδας, πού κρατούσε ένα σακούλι. Δίπλα του είχε τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, πού φορούσε ένα ράσο πράσινου χρώματος και πάνω στο κεφάλι του ένα πράσινο τουρμπάνι. Γύρω από το σατανά, ο οποίος ήταν στο κέντρο της αβύσσου, είδα πάρα πολλούς ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, αλλά δεν αναγνώρισα κανέναν από τους γνωστούς, και μέσα από την άβυσσο ανέβαιναν σε μένα φωνές απελπισίας και φρίκης, φωνές πού δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια…
«Των αθεάτων τα κάλλη»
Αυτό το φρικτό δράμα τελείωσε. Ξαφνικά βρέθηκα σ’ έναν άλλο τόπο, πού ήταν γεμάτος φως και έμοιαζε με τον τόπο πού είδα την πρώτη φορά. Τους αγίους Ανδρέα και Επιφάνιο δεν τους είχα πια δίπλα μου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ομορφιά υπήρχε σ’ αυτή την τοποθεσία. Μια ομορφιά πού δεν περιγράφεται και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Εάν εμείς κάποιες φορές συναντούμε μεγάλη δυσκολία για να περιγράψουμε την ομορφιά της γης και δεν βρίσκουμε λόγια, παίρνουμε τότε χρώματα και ήχους και προσπαθούμε να την περιγράψουμε με αυτά τα μέσα. Πώς λοιπόν εγώ ο φτωχός μπορώ να περιγράψω τις ομορφιές του παραδείσου; Είναι εξαιρετικά φτωχή η γλώσσα του ανθρώπου, για να περιγράψει τη θαυμάσια αυτή την εικόνα.
Ο παράδεισος ήταν περιτριγυρισμένος από έναν τοίχο. Εγώ είδα μόνον τη νότια πλευρά. Στον τοίχο διάβασα τα ονόματα των 12 αποστόλων. Δεν θυμάμαι σε ποια γλώσσα ήταν γραμμένα. Είδα επίσης κι έναν άνθρωπο πού ήταν ντυμένος με λαμπρά ρούχα και καθόταν σ’ ένα θρόνο λευκού χρώματος. Ήταν περίπου 60 χρονών, αλλά το πρόσωπο του, παρόλο πού ήταν άσπρα τα μαλλιά του, ήταν σαν πρόσωπο ενός παλικαριού. Γύρω του ήταν πάρα πολλοί φτωχοί, στους οποίους μοίραζε κάτι. Τότε μία φωνή μου είπε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων. Εκτός άπ’ αυτόν, δεν αξιώθηκα να δω κανέναν άλλον από τους αγίους κατοίκους του παραδείσου.
Στη μέση του παραδείσου είδα τον ζωοποιό Σταυρό με τον εσταυρωμένο Κύριο. Ένα αόρατο χέρι μου έδειξε να προσκυνήσω το Σταυρό. Πράγματι γονάτισα μπροστά στο Σταυρό και, καθώς προσκυνούσα, γέμισε η καρδιά μου από ουράνια γλυκύτητα. Σαν μια θερμή φλόγα να γέμισε όλο το σώμα μου .
Ύστερα
άπ’ αυτό είδα μια μεγάλη μονή, πού έμοιαζε με τις άλλες μονές του
παραδείσου, μόνο πού ήταν πολύ πιο όμορφη σε σύγκριση με τις άλλες. Η
στέγη έμοιαζε με το θόλο της εκκλησίας και ήταν τόσο ψηλή, πού χανόταν
στον ουρανό. Σ’ αυτή τη μονή, σ’ έναν εξώστη είδα θρόνο περίλαμπρο, οπού
καθόταν η Βασίλισσα των Ουρανών.
Γύρω της υπήρχαν πολύ όμορφοι νέοι με λαμπρά, κατάλευκα ρούχα και
κρατούσαν στα χέρια τους αντικείμενα πού έμοιαζαν με σκήπτρα, αλλά δεν
ξεχώριζα τι ήταν ακριβώς. Η Βασίλισσα των Ουρανών ήταν ντυμένη με τα
ίδια ρούχα πού συνήθως ζωγραφίζεται στις εικόνες, μόνον πού ήταν
πολύχρωμα. Στο κεφάλι της φορούσε στέμμα βασιλικό. Η Βασίλισσα των
Ουρανών με κοίταζε και κάτι μου έλεγε με τρυφερότητα, αλλά δεν αξιώθηκα
ν’ ακούσω τα λόγια της.
Έπειτα κι άπ’ αυτή την οπτασία αξιώθηκα να δω την Αγία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι
όπως απεικονίζονται στις αγίες εικόνες, δηλαδή τον Πατέρα σαν σεβάσμιο
γέροντα, τον Υιό σαν νεότερο άνδρα πού κρατούσε στο δεξί χέρι τον
ζωοποιό Σταυρό και το Άγιον Πνεύμα πού έμοιαζε με περιστέρι. Την οπτασία
της Αγίας Τριάδος την είδα στον αέρα. Μου φάνηκε πώς περπατούσα πολύ χρόνο μέσα στον παράδεισο απολαμβάνοντας ομορφιές του παραδείσου, πού δεν χωράνε στο μυαλό του ανθρώπου.
Όταν τελείωσε αυτό το όραμα και ξαναβρέθηκα
μόνος στο κελί μου, ευχαρίστησα τον Θεό για αυτή τη μεγάλη παρηγοριά
και χαρά πού αξιώθηκα να δω, εγώ ο μεγάλος αμαρτωλός. Όλη την
υπόλοιπη ημέρα ήμουν εκτός εαυτού, από τη μεγάλη χαρά πού γέμιζε την
καρδιά μου. Τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτή τη χαρά πού ένιωθα
και πού δεν ξανάζησα στη ζωή μου.
Πηγή: Στάρετς Βαρσανούφιος, Μοναχός
Νικόλαος της Όπτινα, Κατα Κόσμον Γιουσούφ Ἀμπντούλ Ὀγκλί (1820-1893),
ἐκδ. Ἀκρίτα, Ἀθήνα 2005 , αποσπάσματα από το βιβλίο
*«Εγώ οράσεις επλήθυνα» (= εγώ έδειξα εις αυτούς πολυάριθμα οράματα) Ωσηε 12,11
(https://orthodoxoiorizontes.gr/Palaia_Diathikh/Osie/Osie_kef.1-14.htm )
Οι γέροντες Ανατόλιος και Βαρσανούφιος της Όπτινα αναγνώρισαν ότι ήταν άγιος. Στο πρόσωπό του αναφέρθηκε αργότερα και ο σπουδαίος Ρώσος πνευματικός συγγραφέας Σέργιος Νείλος (1862-1929) στο βιβλίο του Ουράνιες φωνές, Τσάρσκογιε Σελό, 1905.
Ἀπολυτίκιον τῶν ἁγίων Μαρτύρων Φλώρου καὶ Λαύρου τῶν αὐταδέλφων λιθοξόων.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἐγγυμναζόμενοι, τοῦ μαρτυρίου τὴν τρίβον διαπερᾶτε καλῶς, ὡς αὐτάδελφοι κλεινοὶ Χριστὸν δοξάσαντες· ὅθεν γεραίρομεν ὑμᾶς, ὡς γενναίους Ἀθλητάς, Φλῶρε καὶ Λαῦρε βοῶντες· Ἀπὸ παντοίας ἀνάγκης, ῥύσασθε πάντας ἡμᾶς Ἅγιοι.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ὁσίων· Βαρνάβα, Σωφρονίου καὶ Χριστοφόρου τῆς Μονῆς Σουμελᾶς Πόντου
Ἦχος πλ. δ΄. Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς.
Τῶ τῆς Θεόπαιδος χρησμῷ, τοῖς τοῦ βίου ἀποταξάμενοι, καὶ τοῖς ἑκάστοτε αὐτῆς, φωτοφανίαις ξένω ς μυσταγωγούμενοι, ὡς φοίνιξ ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου ὄντως ἠνθήσατε, Βαρνάβα, Σωφρόνιε καὶ Χριστοφόρε, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πατέρες ἡμῶν τρισόλβιοι, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας ἐν Βουλγαρία
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μετανοίας ἡ βάσις, κατανύξεως πρότυπον, καὶ παρηγορίας ὁ τύπος, Ἰωάννη γεγένησαι, εἰκὼν δὲ τελειότητός ἐστιν, ὁ βίος ὁ ἰσάγγελος ὁ σός, ἐν νηστείαις γὰρ προσμένων καὶ προσευχαῖς, σὺν δάκρυσιν ἡγιάσθης. Πάντες οὖν οἱ ὑμνοῦντές σε θερμῶς, ἅγιε ἐκβοῶμέν σοι· μὴ παύσῃ καθικετεύων τὸν Χριστόν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβείαις σου.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀγαπίου τοῦ Ἁγιοταφίτου τοῦ ἐκ Γαλατίστης Χαλκιδικῆς
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Γαλατίστης κοσμῆτορ καὶ φύλαξ ἄγρυπνε, Ἱερομάρτυς γενναῖε, ἐν Θέρμῃ ἀποκτανθεὶς ἀπηνῶς, ἠθῶν χρηστότητος διδάσκαλε, ἄρτι, μὴ παύσῃ δυσωπῶν τὸν εὐΐλατον Θεὸν ἐμπλῆσαι ἡμῶν καρδίας ἀγάπης καὶ ὁδηγῆσαι ἡμᾶς πρὸς δόμους ἀφθαρτότητος.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιαννανίτου ἐξ Ἀργυροκάστρου
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἀκριβῶς μιμησάμενος, μέτοχος αὐτῶν ἀνεδείχθης, θεοφόρε Σωφρόνιε· ὁσίως γὰρ βιώσας ἐπὶ γῆς, τῶν θείων δωρεῶν ἐν οὐρανοῖς, ἠξιώθης καὶ παρέχεις πᾶσιν ἡμῖν, τὴν χάριν σου τοῖς κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ ἐκ Καππούας
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Κωνσταντῖνον Καππούας, τὸν νεομάρτυρα, ὡς στρατιώτην γενναῖον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, μακαρίσωμεν πιστοὶ καὶ ἐπαιναίσωμεν· ὅτι δυσέβειαν πατρὸς καταλείψας σθεναρῶς, ἐκήρυξεν τὸν Σωτῆρα, καὶ νομίμως ὑπεραθλήσας, τὴν κάραν δέδωκεν ὡς δῶρον Χριστῷ.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ ἐν Πάρῳ
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἠπείρου τὴν δόξαν καὶ τῆς Πάρου τὸ καύχημα, τῆς μονῆς τοῦ Δάσους προστάτην, σὲ τιμῶμεν Ἀρσένιε, ὡς ἄγγελος γὰρ ὤφθης ἐπὶ τῆς γῆς, ἀσκήσει οὐρανίων ἀρετῶν, διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης παρὰ Θεοῦ, θαυμάτων πάτερ χάρισι· δόξα τῷ δὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.
Ἀπολυτίκιον Τῆς ἑορτῆς.
Ἦχος ὁ αὐτός.
Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Εξαποστειλάριο. Ήχος γ΄.
Ἐπιθυμῶ, Παναγία, τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, τόν μυρισμόν καί τά ἄνθη, καί τήν τερπνήν εὐωδίαν, καί τάς ᾠδάς τῶν ἀγγέλων, ὅταν ὑμνοῦν τόν Υἱόν σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου