Συναξάριον.
Τῇ ΚϚʹ(26ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Στυλιανοῦ, τοῦ Παφλαγόνος, τοῦ θαυματουργοῦ (7ος αἱ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου ἐξ Ἀδριανουπόλεως τῆς Παφλαγονίας, τοῦ ἐν ἔτει χη΄ [608] , ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε», τοῦ ἐν ἔτει 998 ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ ἐν τῇ Κλίμακι, ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος (6ος αἱ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου τοῦ Ἀναχωρητοῦ, μαθητοῦ τοῦ Ὁσίου Μάρωνα (457)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σίλου, Ἐπισκόπου Κορίνθου τῆς Περσίδος.
Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν τῷ Κυπαρίσσῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ ἐκ Χίου καὶ ἐν Κυδωνίαι (Ἀϊβαλὶ) ἀθλήσας κατὰ τῷ 1807ῳ [͵αωζ΄] ἔτει, ξίφει τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων (552)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Χαιρέμωνος
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Προκοπίου τοῦ Πέρσου
Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Ἰννοκεντίου Ἐπισκόπου Ἰρκοὺτσκ τῆς Σιβηρίας, τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ Ῥώσσου (1731)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ κοίμησις τοῦ Πατρὸς Σοφιανοῦ, Ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως, τοῦ σημειοφόρου (1711)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι νεο-ἱερομάρτυρες: Σέργιος (Κωνσταντίνοφ, 1941) ἀθλήσας ἐν Βλαντιμίρσκαγια, Γεώργιος (Πουτιλίν, 1930) ἀθλήσας ἐν Χαμπάροφσκ, Ἠλίας (Σάνγκιν) καὶ Γεώργιος (Πιγκουλέφσκι) ἀθλήσαντες ἐν Κρασνογιάρσκ ἐν ἔτει 1937, ὑπὸ τῶν ἀθέων μπολσεβίκων τελειωθέντες ἐν Ῥωσίᾳ.
Στίχοι
Γεώργιος οὗτος Χριστοῦ Μάρτυς νέος,
Σὺν τῷ παλαιῷ τάττεται ἀθληδροµήσας.
Στίχοι
Ναοῦ σου ἐγκαίνια ἐν Κυπαρίσσῳ,
Τελοῦντες, Γώργιε, νῦν σε ὑμνοῦμεν.
Ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη
κυρ Φώτη Κόντογλου
“Ανήμερα
τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη γινότανε η Λειτουργία στο Αϊβαλί με
μεγάλη κατάνυξη, δεν απόμνησκε σε σπίτι κανένας, μηδέ μικρός, μηδέ
μεγάλος, μόνε γέμιζε κείνη μεγάλη εκκλησιά από μέσα κι απ’ όξω. Ο
δεσπότης κ’ οι παπάδες ήτανε δακρυσμένοι, οι γυναίκες και τα μωρά
κλαίγανε. Κείνη την ημέρα, από τις δώδεκα εκκλησιές που ’χε τ’ Αϊβαλί,
μαζευόντανε στον Άγιο Γιώργη όλοι οι παπάδες κ’ οι ψαλτάδες. Εκεί πέρα
έβλεπες ελληνισμό και χριστιανοσύνη. Εκεί πέρα ανετρίχιαζε κι ο
πιο αναίσθητος άνθρωπος, κι όποιος ήθελε να κλάψει, εκεί πέρα έπρεπε να
βρεθεί. Να κλάψει, και μαζί ν’ αναγαλλιάσει, όπως θωρούσε κείνο το
μεγαλείο πόχει η Ορθοδοξία η κατατρεγμένη κ’ η ματωμένη,
ακούγοντας είκοσι ψαλτάδες και πενήντα κανόναρχους να ψέλνουνε μια
παλληκαρίσια ψαλμωδία. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι, φαινόντανε στεναχωρημένοι,
γιατί ήτανε και, κείνοι, γεννημένοι από την ίδια τη μάννα, που μεταδίνει
στα παιδιά της το πάθος της καρδιάς και κείνη τη σπλαχνικιά αθωότητα
που δεν βρίσκεται σ’ άλλον τόπο.
Αυτά τα πανηγύρια γινόντανε από ανθρώπους θλιμμένους, απάνω σε μνημόρια ματωμένα. Η
Ορθοδοξία τότες ήτανε σαν και κείνη τη μάννα τη βασανισμένη, που την
πονάνε τα παιδιά της πιότερο, παρά σαν είναι καλοπερασμένη. Αγάπη
αληθινή είναι μονάχα κείνη που ’ναι πονεμένη αγάπη. Απάνου σε τέτοιαν
αγάπη θεμελίωσε ο Χριστός τη γλυκιά την πίστη του.
Αυτοί οι άνθρωποι, βρέχανε το
γιατάκι τους με δάκρυα και πηγαίνανε στην εκκλησιά και δοξολογούσανε τον
Θεό, π’ αξίωσε ν’ αγιάσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που ζούσε
ίσαμε ψες ανάμεσά τους, και παράδωσε το κορμί του κουρμπάνι για την
πίστη μας, όπως ο Χριστός παράδωσε το δικό του το κορμί για να μας
δείξει την αληθινή την αγάπη”.
...Κάθε χρόνο στις 26 του Νοέβρη αποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οι καμπάνες στα δώδεκα καμπαναριά της πολιτείας, κι ούλος
ο κόσμος φορεμένος τα καλά του πάγαινε στο παζάρι κι άναβε κεριά και τα
κολλούσε απάνω σε μιά ματωμένη πέτρα, κι ανεσπαζότανε τ’ ασημωμένο
κεφάλι τ’ Άγιου Γιώργη του Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σε κείνο το
μέρος κι απάνου σε κείνη την πλάκα.
Οι καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τα μεσάνυχτα, κι ο
πιό πολύς ο κόσμος δεν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στα σπίτια το
συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οι γέροι διηγόντουσαν το τι θυμόντανε απ’
τη σφαγή του, είτε το τί είχανε ακουστά άπ’ τούς
γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, εμάς των μικρών, απόμνησκε μιά
θλίψη, πού βαστούσε δυό και τρεις ημέρες, κατά το αίστημα του καθενούς.
Κ’ εγώ από μικρός είχα πιθυμιά να γράψω την ιστορία του γιά ν’ απομείνει
απ’ το χέρι μου…
Μαρτύριον του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου
Φώτης Κόντογλου
.…Κατά
τα 1790 ήτανε διορισμένος άπ’ τον σουλτάνο να κυβερνά την Καβάλα ένα
θηριό αληθινό, πού τον λέγανε Μουσταφάγα. Τους Ρωμιούς τους κρέμαζε και
τους παλούκωνε γιά ένα ουδέ. Μέσα στο κάστρο οι φυλακές ήτανε πάντα
πατικωμένες άπ’ ένα σωρό φουκαράδες, πού πεθαίνανε άπ’ την πείνα, άπ’ το
κρύο κι άπ’ τις αρρώστιες. Η μανία του ήτανε να τυραγνά τους
χριστιανούς γιά να τους αλλαξοπιστήσει.
Οι Τούρκοι τον είχανε γιά τον πιό θρήσκο
στη θρησκεία τους, και πολλοί άπ’ αυτουνούς τον είχανε και γιά άγιο,
ντεντέ όπως τον λένε στη γλώσσα τους. Οι χριστιανοί πάλι, άπ’ τη μεγάλη
τρομάρα πού τον πήρανε, λέγανε πώς είχε ένα κέρατο στο κεφάλι, κι άλλα
τέτοια….
Μιά μέρα μπήκανε σ’ ένα τούρκικο μποστάνι καμιά δεκαριά χριστιανόπουλα γιά να κλέψουνε καρπούζια. Μα ο Τούρκος τα πήρε χαμπάρι και τα κυνήγησε, αφού πρώτα έριξε μιά τουφεκιά. Τ’ άλλα πηδήξανε το φράχτη και φύγανε. Μόνο το πιό μικρό, πού το λέγανε Γιώργη, δεν το βαστάξανε τα ποδάρια του κι απόμεινε το καημένο κλαίγοντας μέσα στο χωράφι και το ’πιασε ο μποσταντζής, και την άλλη μέρα πήγε και το παράδωσε του πασά. Και κείνος πρόσταξε να το βάλουνε στο μπουντρούμι, γιά να το φοβερίξει κι απέ το ‘δωσε σ’ έναν Τούρκο φαμελίτη, πού τον λέγανε Καρά-Αλή κ’ είχε σπίτι μέσα στο κάστρο, παραγγέλνοντάς του να το καλοπιάσει όσο μπορέσει, ταγίζοντας το καλά φαγιά, ντύνοντάς το ρούχα φανταχτερά με κόκκινο ζουνάρι, και βάζοντάς το να παίζει με τα μωρά του. Και γιά ούλα τα έξοδα είπε και του δώσανε όσα γρόσα γύρεψε.
Αυτό το παιδί ήτανε απ’ τη Χιό, άπ’ το
χωριό Πυτιός. Ο πατέρας του ήτανε θαλασσινός, και τον λέγανε Παρασκευά˙
και, πεθαίνοντας η μάννα του, η Αγγερού, τ’ άφησε ορφανό εννιά μηνώ. Ο
πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και τ’ ανάθρεψε η μητρυιά. Σαν μεγάλωσε,
πήγε κοντά σ’ έναν ταλιαδοΰρο, Βισετζή λεγόμενο, γιά να μάθει την τέχνη,
και κείνος το πήρε μαζί του στα Ψαρά, πόκανε το τέμπλο τ’ Άη-Νικόλα. Μα
άπ’ τα Ψαρά ο Γιώργης έφυγε κρυφά άπ’ τον μάστορή του και πήγε στην
Καβάλα, κ’ εκεί τον πιάσανε οι Τούρκοι, όπως τα ξιστόρησα πρωτύτερα.
Κείνος ο φαμελίτης το λοιπόν έκανε όπως τον
πρόσταξε ο πασάς. Και τ’ όντις το μικρό τόση χαρά πήρε άπ’ τα όμορφα
ρούχα και τόσο συνήθισε με τα Τουρκόπουλα, κοντολογίς τόσο πολύ
πλανεύτηκε ύστερ’ άπ’ το φυλάκωμα από ειδών -ειδών καλοπιάσματα και
γλυγούδια, πού δεν τα ’χε σπίτι του, πόπαψε να γυρεύει να γυρίσει πίσω
στους δικούς του, κι αρχίνησε να λέγει ένα σωρό τούρκικα λόγια.
Σαν πέρασε ένα διάστημα, ο Μουσταφάγας
έστειλε και παράγγειλε του Καρά-Αλή να του πάγει το χριστιανόπουλο. Και,
σαν του το πήγε, τό ’βαλε κ’ έκατσε κοντά του κι αρχίνησε να του
γλυκομιλά τούρκικα, δείχνοντάς του τον Καρά-Αλή και λέγοντας πώς αυτός
ήτανε ο μπουμπάς του, δηλαδή ο πατέρας του. Κι αφού ξεθαρρεύτηκε,
αρχίνησε να το ξομολογά και να τού λέγει πώς ο Χριστός κ’ οι άγιοι είναι
ψευτιές, και πώς ο Μεμέτης είναι ο προφήτης πού πρέπει να προσκυνάνε
ούλοι οι άνθρωποι, και πώς ο θεός τους είναι ο αληθινός. Και πώς η φυλή
των χριστιανών είναι καταραμένη και κακορίζικη, πλασμένη γιά νά ’ναι
σκλάβα των Τούρκων. Μ’ έναν λόγο, ο πασάς το ρώτηξε αν θέλει να γίνει
Τούρκος, οπού θά ’χει τιμή και καλοπέραση, και πώς αν δεν έστρεγε να
παρατήσει να κάνει τον σταυρό του και να μιλά ρωμέϊκα, θα τό ’σφαζε σαν
αρνί.
Ούλα τοΰτα τα χασομέρια δε γινόντανε για
τον κάθε έναν πού θέλανε ν’ αλλαξοπιστήσουνε. Μα επειδής ο Γιώργης ήτανε
όμορφος κ’ έξυπνος, γεροδεμένος και κοκκινομάγουλος, γι’ αυτό τον
ζώνανε με τόσες γαλιφιές. Να μην τα πολυλογούμε, τον καταφέρανε, και
κείνο το ίδιο βράδυ τον σουνετέψανε [8] στο σπίτι του Καρά-Αλή και τον
βγάλανε Αχμέτη.
Σαν ήρτε σε ηλικία, έπιασε να
διαλογίζεται το τί είχε κάνει. Μέρες ολάκερες έπεφτε σε συλλογή κ’
έκλαιγε σαν απόμνησκε μοναχός. Κοιταζότανε σαν παραξενεμένος, έβλεπε τα
ρούχα του κι αναστέναζε. Και, μ’ όλα ταύτα, απόφευγε τους Γραικούς,
γιατί ντρεπότανε μην γνωριστεί. Ώρες-ώρες ξαφνιζότανε π’ άκουγε να τον
φωνάζουνε Αχμέτη. Έφερνε στον νού του τους γονιούς του, τα συνομήλικα
Γραικόπουλα, τ’ όνομά του και τον νουνό πού τον βάφτισε, και
ξεσκιζόντανε τα σπλάχνα του.
Ήτανε χρόνια πού ’χε φύγει απ’ το σπίτι του
Καρά-Αλή, γιατί ο Καρά-Αλής είχε πολλά παιδιά. Τώρα καθότανε μ’ έναν
Μαμούν-μπαμπά, έναν γεροθαλασσινό πού ’χε μιά μπομπάρδα. Αυτός δεν
καταπιανότανε πιά με τη θάλασσα, μόνο καθότανε στη στεριά και δουλεύανε
το καράβι οι δυό παντρεμένοι γυιοί του, και κείνοι παίρνανε μαζί τους
και τον Γιώργη. Το χειμώνα, σαν δένανε τη μπομπάρδα στο καραμοσάλι, ο
Αχμέτης καθότανε μαζί με τον Μαμούν-μπαμπά και δεν ξεμάκραινε άπ’ τον
τουρκομαχαλά. Κείνα τα χρόνια οι Τούρκοι επιδινόντανε στη θάλασσα κ’
είχανε κάμποσα μπάρκα, τα πιό πολλά καραβόσκαρα, μπομπάρδες και
γκαγκαλήδες, στη Μυτιλήνη, στη Χιό, στο Μόλυβο, στα μπουγάζια της Πόλης,
ίσαμε την Καβάλα.
Το καράβι του Μαμούν-μπαμπά ναυλώθηκε κάποτες γιά τα Καράμπουρνα, κ’ εκεί πού καθότανε μιά μέρα ο Αχμέτης και ξεκουραζότανε, πίνοντας καφέ άπ’ όξου άπ’ το Κιρμιζί Τζαμί στον Τσεσμέ, του φάνηκε πώς τον κοίταζε ένα μεγάλο μάτι απάν’ άπ’ τα βουνά της Χιός, κι απόμεινε ξερός.
Ακόμη μιά φορά, ανήμερα τ’ Άγιου Γιώργη, κει πού καθότανε πάλε σταυροπόδι απάνου στη ντάμπια, στον ίσκιο, και σεργιάνιζε τον κόσμο και τα βαλμαριά [9] πού περνούσανε κάτ’ απ’ το κάστρο, ίσα-ίσα το καταμεσήμερο, σα νά ’δε έναν Λιάπη αρματωμένον, πότρεχε μέσα στο μεϊντάνι και, σαν σίμωσε, αρχίνησε να του κάνει ένα σωρό χειρονομίες. Η ασυνήθιστη όψη του και τ’ αρχαία του τ’ άρματα τον τρομάξανε. Έκανε να σηκωθεί και να τραβηχτεί πάρα μέσα, γιατί τού ’ρθε ζάλη, μα ίσαμε να ξα-ναγυρίσει το κεφάλι του, ο αρματωμένος χάθηκε.
Δυό-τρεΐς μέρες κρυφόκλαιγε δίχως να βάλει στο στόμα του μηδέ ψωμί, μηδέ νερό. Γιά να μη βλέπει χριστιανούς, σ’ ένα ταξίδι πόκανε η μπομπάρδα, απόμεινε κοντά σ’ έναν ανιψιό του Μαμούν-μπαμπά, που ’χε γύφτικο στον Ρεΐζ-Ντερέ, απάνου στα Καράμπουρνα. Δούλεψε κεΐ πέρα τρία χρόνια, βιάζοντας τον εαυτό του να ξεχάσει τα περασμένα του. Μα σαν πέθανε ο αφεντικός του πήρε τα μάτια του και πήγε στον Τσεσμέ, κ’ εκεί βρήκε έναν Τούρκο καραβοκύρη πού τον ήξερε άπ’ την Καβάλα, κ’ επειδής χρειαζότανε έναν άνθρωπο, τον πήρε μέσα στο καΐκι του, κ’ έτσι έπιασε το παλιό ζαναάτι [10] του.
Μιά μέρα, κεΐ πού ξεφορτώνανε κερεστέ
[11] στη Χιό, είδε πώς ένας χριστιανός, πότυχε περαστικός απ’ τό μόλο,
ένας γηραλέος, έστριψε το κεφάλι του και τον κοίταξε, κ’ ύστερα στάθηκε
δίχως να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω του. Κι όπως επίμενε να τον
κοιτάζει κείνος ο άνθρωπος, κατάλαβε πώς το κεφάλι του στριφογύριζε και
παραλύσανε τα γόνατά του, πού λίγο έλειψε να πέσει άπ’ τη σανίδα μέσ’
στη θάλασσα. Μα ο χριστιανός τον ζύγωσε και τον χαιρέτησε και τού ’πε:
«Δεν είσαι, μαθές, ο Γιώργης; Δε σ’ έχω δει από παιδί, μα και τώρα πόγινες παλληκάρι, πάλε σε γνώρισα!»
Τότες πιάστηκε η μιλιά του μέσ’ στό λαρύγγι
του, και στεκότανε μπρος στο συχωριανό του σαν πεθαμένος. Απάνου σ’
αυτά, κάποιος άπ’ το καράβι του φώναξε:
«Αχμέτ! Αχμέτ!»
Ακούγοντας ο χριστιανός να κράζουνε έτσι τον ομόθρησκό του, απόρεσε πολύ και του λέγει:
«Μπρέ Γιώργη, τί ακούγω; Γιατί δε μιλάς;»
Μα κείνος έσκυψε το κεφάλι του και πήγε μέσα στό καΐκι. Το
μαράζι τον έλιωνε μέρα με τη μέρα κ’ ήτανε πάντα συλλογισμένος. Φαρμάκι
έτρεχε απ’ το στόμα του. Τα μάτια του ήτανε βουλιασμένα και θλιμμένα,
τα γένια του αμπαρμπέριστα, το μουστάκι του πεσμένο απάνου στο στόμα
του. Μηδέ σε καφενέ πάγαινε, μηδέ σε τζαμί, μηδέ πουθενά.
Καθότανε σε μιά γωνιά του λιμανιού πού δέ ζύγωνε ψυχή, κι αν λάχαινε να
πάγει κατά κει κανένας, σηκωνότανε και τραβούσε μέσα στο μεζαρλίκι [12]
γιατί κει πέρα εύρισκε μιά σταλιά ησυχία. Έχωνε μέσα στα μάλαθρα πού
’χανε θεριέψει, κάτου από ’να ροζιασμένο κυπαρίσσι, και ξάπλωνε
ανάσκελος, κοιτώντας τον ουρανό.
Το σπίτι τ’ αφεντικού του ήτανε στη Χιό
μέσα στο κάστρο. Οι Τούρκοι, βλέποντας τον Αχμέτη έτσι μονόχνωτο και
βουβό, επειδής πληροφορεθήκανε τα καθέκαστα, πιάσανε να τον
υποπτεύουνται. Καταλαβαίνανε πώς ήτανε μετανοιωμένος. «Γκιαουρού νέ
γιαπσάν γκιαούρ ντιρ!» «Ό,τι και να τον κάνεις, ο άπιστος είναι
άπιστος!» Στο τέλος συμφωνήσανε να τον σκοτώσουνε.
Ωστόσο κείνος δεν έδινε άσπρο γιά τίποτα. Δεν είχε πλιά κανένα μεράκι απάνου στον εαυτό του. Το φέσι του ήτανε λιγδιασμένο, τα καλαμοβράκια του παγαίνανε τό ’να πάνου και τ’ άλλο κάτου, οι αγκώνοι του ήτανε τρύπιοι. Στο ζουνάρι του δεν είχε μηδ’ έναν τσακά [13], γιά να παστρέψει εν’ απίδι, μηδ’ ένα τσακμάκι, αυτός πού ήτανε τεριακλής κι άλλη φορά φουμάριζε απάν’ από δέκα βέργες τη μέρα. Περπάταγε σκουμπός, σαν κανένας γέρος εκατό χρονώ, με τα χέρια μπλεγμένα πίσω του, και σιγά-σιγά πάγαινε κι ακουμπούσε απάνου σε κανέναν απόζερβον τοίχο, κ’ έτσι τον έπαιρνε ο νύπνος.
Ένα
πουρνό σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του πριν να χαράξει, επειδής είχε
στεναχώρια και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στη θάλασσα ούλοι κοιμόντανε
ακόμα, στη στεριά το ίδιο. Όξου το πέλαγο τό ’δερνε φρέσκια νοτιά, και
πέφτανε ανάριες στάλες άπ’ τον βουρκωμένον ουρανό. Τράβηξε κατά το
λιμάνι και, σαν έφταξε στο μέρος πού δένανε τα καΐκια τους οι
χριστιανοί, πήρε το μάτι του από μακριά δυό σκιές, πού βιαστήκανε να
κρυφτούνε μόλις τον είδανε. Μα μονομιάς η μιά απ’ αυτές κοντοστάθηκε
στην κόχη του δρόμου.
Ήτανε ο χριστιανός πού ’χε μιλήσει του
Γιώργη πριν από καιρό. Κ’ επειδής τον σουσούμιασε πώς ήτανε κείνος,
στάθηκε και τον περίμενε να ζυγώσει. Και, σαν σίμωσε και τον
καλογνώρισε, βγήκε στο φανερό και πήγε κοντά του και τον καλημέρισε και
τού ’πε:
«Γιατί, Γιώργη, αρνήστηκες τη θρησκεία μας;
Γιατί ρεζίλεψες τη φυλή μας; Έμ την ψυχή σου κόλασες, έμ το σόγι σου
ντρόπιασες! Μόλεψες τ’ άγιο μύρος, κόλασες και τον νουνό πού σε βάφτισε!
Σε βλέπω και ματών’ η καρδιά μου! Ακόμα τα ρούχα σου τα ίδια, και κείνα
κλαΐνε πάνου στο κορμί σου! Έτσι παιδεύει ο Θεός τον αμαρτωλό, μά τα
κρίματά του είναι μεγάλα, κ’ η σπλαχνιά του τα κονομά ούλα, γιά να σωθεί
το χαμένο πρόβατο! Και τώρα έχει βάλει ολοφάνερα το χέρι του, γιά να
φκολύνει τη σωτηρία σου! Τέτοιαν ώρα τί γυρεύεις στο μόλο; Η Παναγιά σ’
έσπρωξε και ξύπνησες, γιά να μην ξανακοινηθεΐς πλιά τον ύπνο της
αμαρτίας! Εμένα τον ίδιο, γιατί δε με ρωτάς τι γυρευω τέτοιαν ώρα οξ απ’
το σπίτι μου, πως να ’ρτω άπ’ τον απάνου μαχαλά ο αγέρας πήρε το
καλπάκι άπ’ το κεφάλι μου, κόντεψε να ξεκολλήσει το βρακί άπ’ τα μεριά
μου; Παιδί μου, γιά το ίδιο χρέος μάς αντάμωσε ο Χριστός σήμερα! Την ώρα
πού φάνηκες από μακριά, εγώ κι ο Γιάννης ο Νεράντζης βγαίναμε άπ’ το
καΐκι τού καπετάν-Μπετεφρή. Είναι κάμποσες μέρες πού πήραμε απόφαση, στ’
όνομα τού Θεού π’ αρνήστηκες, να φύγουμε κρυφά άπ’ τη Χιό με τις
φαμελιές μας, επειδής ακούστηκε πώς ο πασάς θα χαλάσει τα μεγάλα κεφάλια
κι άλλους χριστιανούς μέσ’ άπ’ το φακίρ-φουκαρά [14] του νησιού. Και,
σε τούτη την απόφαση, συμφωνήσαμε και ταιριάξαμε κ’ οι τρεις, και ψές το
βράδυ βρεθήκαμε απάνου στο καΐκι γιά να μιλήσουμε γιά τα καθέκαστα.
Και, με την κουβέντα, δεν καλύψαμε μάτι ουλή τη νύχτα. Το λοιπόν, τα
συμφωνημένα μας είναι να σηκωθούμε στα πανιά αύριο περασμένα τα
μεσάνυχτα, τώρα πού βοηθά ο καιρός, γιατί θα βάλουμε πλώρη κατά τ’
Αϊβαλί, επειδής μαθαίνουμε πώς σε κείνο το μέρος οι χριστιανοί βρίσκουνε
ραχάτι.
Βλέπεις και κρίνεις κ’ εσύ άτός σου πόσο
βολικά τά ’φερε ο Θεός, γιά να παρατήσεις τούς Τούρκους και να πας να
ζήσεις πάλε σα χριστιανός, όπως ζήσανε οι γονοί σου. Κάνε τον σταυρό
σου, κ’ έλα μαζί μας!»
Κ’ επειδής τον έβλεπε να στέκει βουβός, του ξαναλέγει:
«Μωρέ Γιώργη, γιατί στέκεις έτσι δίβουλος;»
Τότες ο Γιώργης άνοιξε το στόμα του και, μαζί με τα λόγια του, τον πήρανε τα κλάματα:
«Η γλώσσα μου είναι μουδιασμένη και
δεν μπορώ να μιλήσω! Ποιος πέρασε τέτοιο μαρτύριο σαν το δικό μου;
Ποιος ψήθηκε απάνου σε τέτοια κάρβουνα; Αμάν! Γιατί ο Θεός φύλαξε γιά
μένα μιά τέτοια ντροπή; Άλλα ακούνε τ’ αυτιά μου κι άλλα ακού’ η καρδιά
μου! Με φωνάζουνε Αχμέτη κι ακούγω Γιώργη, και πάλε με
φωνάζουνε Γιώργη και σπαράζουμαι το ι’διο σά να με φωνάζουνε Αχμέτη! Μου
μιλάνε τούρκικα κι ακούγω γραικικά! Φοβάμαι τους Τούρκους, φοβάμαι τους Ρωμιούς, και δεν ξέρω πού να πάγω να κρυφτώ! Στο τζαμί βλέπω ξαφτέρουγα, βλέπω τέμπλα κι ακούγω ψαλτάδες!
Το ριζικό το δικό μου κανένας δεν τό ’χε στον ντουνιά! Δεν έφταιξα ο
δόλιος γιά να τυραγνιέμαι και σε τούτον και στον άλλο κόσμο! Παιδί
ήμουνα και με πλανέσανε, γιατί η ζωή φαίνεται γλυκιά σε κείνον πού δεν
ξέρει ακόμα τί λογής φαρμάκια έχ’ η αλλαξοπιστιά!»
Τον πνίγανε τα δάκρυα κ’ έλεγε και ξανάλεγε:
«Πάρτε με μαζί σας, μπάρμπα!»
Βλέποντας ο γέρος τούτα, καταχάρηκε και
τον παρηγόρεσε, κι απομείνανε σύμφωνοι να κατεβεί ο Γιώργης την άλλη
νύχτα, περασμένα τα μεσάνυχτα, γιά να μισέψουνε. Κ’ επειδής είχε πιάσει
να ξημερώνει, μ’ όλο π’ ό ουρανός ήτανε καταμουντωμένος και δεν
πολυόφεγγε, βιαστήκανε να χωριστούνε.
Κείνη τη μέρα ο καιρός χειροτέρεψε. Ο
αγέρας μπουρίνιασε και το πέλαγο έβγαζε μιά τέτοια βουή, πού φοβότανε
άνθρωπος κι απάνου στη στεριά ακόμα….
Μέσα σε τούτη τη φουρτούνα είχανε μεγάλο
χτυποκάρδι κείνοι οι φουκαράδες πού τοιμαζόντανε γιά να φύγουνε, μα
περσότερο απ’ ολουνούς ο κακόσουρτος ο Γιώργης.
«Δεν ήτανε λοιπόν θέλημα Θεού να ξαναγίνει
χριστιανός; Με τα μπόδια πού του ’βαζε, μπας κ’ ήθελε να του δείξει πώς
δεν είχε κανένα όφελος γιά την ψυχή του μ’ ένα τέτοιο φευγιό κρυφά άπ’
τους Τούρκους; Δεν αρνήστηκε φανερά τον Χριστό, ώστε να χρωστά πάλε
φανερά να φωνάξει πώς γυρίζει στην πίστη του; Μπρος, δεν έχει άλλο, μόνο
να πάγει, σαν ξημερώσει, στον πασά και να μολογήσει μπροστά σ’ ούλο το
συμβούλιο και σ’ ούλο το τουρκομάνι πώς είναι χριστιανός!»
Έτσι στριφογύριζε ίσαμε το πρωΐ. Μα, σαν σηκώθηκε άπ’ το γιατάκι του, άλλαξ’ απόφαση.
«Δεν ήτανε, μαθές, τρόπος να ξαναγίνει
χριστιανός δίχως να παραδοθεί στα σκυλιά, να πάγει ν’ ασκητέψει μέσα σε
τρύπες, σε ντερβένια πού δεν πατά άνθρωπος! Το λοιπόν, δεν υπάρχει πλιά
γι’ αυτόν ζωή αντάμα με τον Χριστό, παρά μόνο θανάτωμα γιά την πίστη
του! “Ώστε τούτο το πικρό ποτήρι, πού δείλιαζε να το πιει κι ο ίδιος ο Χριστός, έπρεπε να το πιει αυτός γιά τον Χριστό, αυτός, ένας απλός άνθρωπος, αγράμματος, πού ’χε ξεχάσει και τα ρωμέϊκα ανάμεσα στους Τούρκους!»
Το κουράγιο του λύγιζε και δεν ήθελε να
πεθάνει, μόνο ήθελε να γίνει χριστιανός, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα
στο συναμεταξύ. Πέρασε και κείνη η μέρα…
Τ’ Άϊβαλί δεν ήτανε αλάργα.
“Ώρα σπερνοΰ οι γυναίκες βάλανε λίγα
κάρβουνα σ’ ένα γλαστρί και θυμιάσανε. Σε λίγο καλάρισε ένα αγεράκι άπ’
το πέλαγο και μπήκανε μέσα στο μπουγάζι… Άπ’ το ζερβό τους χέρι είδανε
τα Μοσκονήσια, πού βγαίνουνε θαλασσινοί και σφουγγαράδες, κι άπ’ τα δεξά
τους ένα νησάκι ΐσαμ’ ένα πιάτο, ίδιο μέ μιά φούντα καλάμια, τον
‘Άη-Γιάννη τον Πρόδρομο…
Από τότες περάσανε κάμποσοι μήνες κι ο
Γιώργης ζούσε στ’ Άϊβαλί ήσυχα, κοντά σ’ έναν καλόν χριστιανό, γνώριμο
του Βισετζή, πού ’χε ένα χτήμα όξ’ απ’ την πολιτεία. Η μοναξιά ολοένα τον ειρήνευε. Η πληγή της καρδιάς του έκλεινε μέρα με τη μέρα…. Ούλοι τον αγαπούσανε, γιατί η γνώμη του ήτανε καλή κ’ η καρδιά του δε βρισκότανε σ’ άλλον άνθρωπο. Δε σήκωνε μάτι να δει σε παραθύρι. Το περπάτημά του ήτανε ίσιο και σκεφτικό, τα φερσίματά του γεμάτα σεμνότη και φρονιμάδα. Δεν έβγαινε απ’ το στόμα του άσκημος λόγος, μα δεν κουβέντιαζε και πολύ-πολύ.
Στην πολιτεία δεν είχε άλλη συντροφιά, εξόν μιά γριά πού την αγάπησε σαν μητέρα και της ξεμυστερεύτηκε την ιστορία του…
…έκλαιγε
μέρα-νύχτα, παρακαλώντας τον Θεό να τού δώσει δύναμη, γιά να βγάλει
πέρα σαν παλληκάρι αυτόν τον άγώνα, πού ήτανε θέλημά του να τον
τραβήξει.
Έτσι περάσανε πεντ’-έξι μέρες. Και, σαν
πήρε πλιά την απόφαση και στέριωσε την καρδιά του με προσευκή, κοιμήθηκε
σαν αρνί. Και το πρωΐ σηκώθηκε χαρούμενος, κι αφού νίφτηκε και
μπαρμπερίστηκε, γονάτισε άπάνου στα παλιά σανίδια κ’ έκανε τον σταυρό
του. …. Αφού προσευκήθηκε, έχωσε μέσα στον κόρφο του ένα φυλαχτό από
τίμιο ξύλο, πού τού ’φερε ένας χριστιανός, και βγήκε όξου στο δρόμο.
Απ’ όπου περνούσε, οι γυναίκες χαράζανε
τρομασμένες μιά σταλιά την πόρτα, γιά να τον δούνε πού πάγαινε να
παραδοθεϊ, κ’ ύστερα αμπαρώνανε γλήγορα και πέφτανε σε προσευκή μαζί με
τα παιδιά τους, παρακαλώντας να τού δώσει δύναμη ο Θεός…
Δεκαεφτά μέρες τον τυραγνούσανε και τον μπομπεύανε, απ’ τις 8 του Νοέβρη ως τις 26….
Ο αγάς, σαν είδε κι απόειδε πώς δεν
έκανε τίποτα με τις φοβέρες, και πώς μόνο ρεζιλευότανε η αρχή από ’ναν
ραγιά, έβγαλε απόφαση να του κόψουν το κεφάλι.
Ουλή η πολιτεία έπεσε σε μεγάλη θλίψη.
Κείνες τις μέρες δεν ακούστηκε μηδέ τραγούδι, μηδέ λαλούμενο. Οι
χριστιανοί είχανε παρατημένα τα γένια τους, και πολλοί βάλανε μαύρα
πουκάμισα.
Ο Γιώργης μήνυσε στους δικούς του να μην
τον αφήσουνε να πεθάνει αμετάλαβος. Τότες ένας παπάς καμώθηκε πώς
πιάστηκε τάχα σε καβγά μ’ έναν χριστιανό και τούς φυλακώσανε, κ’ έτσι
έσμιξε με τον Γιώργη, τον ξαγόρεψε και τον μετάλαβε. Στις 25 του μηνός ο
Γιώργης δεν κοιμήθηκε ούλη τη νύχτα, μόνο προσευχότανε γονατισμένος
μέσα στο κελλί του, με την μπάλα στα ποδάρια…
Ξημέρωσε κ’ η τελευταία μέρα του. Θα τον σφάζανε κείνο το βράδυ τα μεσάνυχτα. Κατά το μεσημέρι οι ζαπτιέδες του Κονακιού κουβαλήσανε μιά μεγάλη πλάκα σαρμουσακόπετρα στη μέση του παζαριού, στο μέρος πού θα τον θανατώνανε. Οι χριστιανοί στεκόντανε χλωμιασμένοι γύρου-τριγύρου, και στα σοκάκια χαιρετιόντανε μονάχα με το κούνημα του κεφαλιού…. Κι απ’ ούλα τα στόματα έβγαινε ένα μούρμουρο λυπητερό: «Κύριε, ελέησον!» Οι φίλοι του Γιώργη δεν είχανε βάλει τίποτα στο στόμα τους απ’ το πουρνό, και πιάσανε από νωρίς τα πόστα γύρω στην πλάκα, γιά να του δώσουνε καρδιά, αν τύχαινε να λιγοψυχήσει.
Το πρόσωπό του είχε μιά τέτοια ημερότη, πόλεγες πώς έβλεπε κιόλας τον Θεό… Σαν έφταξε στη μέση, τον σταματήσανε μπροστά στον κριτή. Κι ο αγάς θέλησε να τού πει κατιτίς, μα δεν πρόφταξε, γιατί ο Γιώργης, δίχως να στήσει αυτί στο τί θα τού ’λεγε ο κόπρος, γιά καλό, γιά κακό, πήγε και γονάτισε απάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε το κεφάλι του. Ο αγάς απόμεινε με βουλωμένο στόμα, κι ούλοι οι Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στον κόσμο σηκώθηκε ένα μούρμουρο άπ’ τούς χριστιανούς, πού καταχαρήκανε γιά την αντρεία του και δοξάζανε τον Θεό. Μάλιστα ένας από τούς φίλους του, πού παραστέκανε κοντά στην πλάκα, δε βάσταξε και του φώναξε δυνατά: «Άφεριμ, Γιώργη!»..
Μα το μαχαίρι ήτανε στομωμένο ξεπίτηδες
για να τον τυραγνήσει, και δεν έκοβε, μόνο πριγιόνιζε το λαιμό. ..Ώρες
ολάκερες τον τυράγνησε ως να τον τελειώσει… Στο μεταξύ ο μπόγιας έκοψε
το σκοινί πού ήτανε δεμένα τα χέρια τ’ ‘Άγιου-Γιώργη, κ’ ένας άλλος
Τούρκος φορτώθηκε το κορμί γιά να το πάγει μέσα στο Κονάκι. Με το πάλεμα
και με το τίναμα πού τράβηξε τ’ αγιασμένο λείψανο, λύθηκε η βρακοζώνα
του, κι όπως το σήκωνε στην πλάτη του ο Τούρκος, έπεσε το βρακί και
κατέβηκε στα μεριά του. Τότες εκείνο το κορμί δίχως κεφάλι λένε πώς
άδραξε με τα χέρια του το βρακί του κ’ έδεσε έναν κόμπο στη βρακοθελιά
γιά να μη φανεί η γυμνότη του!
Έτσι μαρτύρησε γιά την πίστη ο ‘Άγιος
Γιώργης ο Χιοπολίτης, τελευταίος στρατιώτης του Χριστού, γιατί αυτός
έκλεισε το ματωμένο βιβλίο πού πρωτάνοιξε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος.
Σαν αύριο, οι χριστιανοί γυρέψανε το
κορμί να το θάψουνε. Μα οι Τούρκοι δεν το δώσανε, μόνο το πετάξανε μέσα
σε μιά ρεματιά όξ’ άπ’ την πολιτεία, να τον φάν οι σκύλοι, Μ’ όλα ταύτα
δυό-τρεϊς Αϊβαλιώτες το σηκώσανε κρυφά τη νύχτα και, βάζοντάς το μέσα σ’
ένα πέραμα, πήγανε και το θάψανε άπάνου σ’ ένα μικρό ρημονήσι,
Νησοπούλα λεγόμενο, σ’ έναν κόρφο κοντά στου Δαιμόνου την Τράπεζα, ως
τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τ’ Άϊβαλί.
Με χρόνια στρέξανε οι Τούρκοι, κ’ οι
χριστιανοί κάνανε ανακομιδή τ’ άγιο λείψανο, κι αφού τ’ ασημώσανε μαζί
με την άγια κάρα, το θέσανε μέσα στη μεγάλη εκκλησιά, πού χτίσανε στ’
όνομα τ’ Άγιου Γιώργη του Νεομάρτυρα.
Η αρραβωνιαστικιά του έζησε καί γέρασε.
Λένε πώς τον έβλεπε κάθε λίγο στον ύπνο της και την ξόρκιζε να μην
παντρευτεί μ’ άλλον, μόνο να φυλάξει το δαχτυλίδι του. Και πώς κάθε
βράδυ έβαζε κι από ’να φλουρί απάνου στο τζάκι γιά συντήρησή της, μην
τύχει και τη στενέψει η φτώχεια να κάνει τέτοιο πράμα. Και πώς άπ’ τη
μέρα πού δε στάθηκε πιστή, μόνο αρραβωνιάστηκε, κόπηκε και το φλουρί
πόβρισκε θεμένο κάθε πουρνό. Κάτι ντόπιοι ζουγράφοι στορήσανε και το
κόνισμά του….
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά = κοπάδια
[10] Ζαναάτι = επάγγελμα.
[11] Κερεστές = ξυλεία.
[12] Μεζαρλίκι = τούρκικο νεκροτραφεΐο.
[13] Τσακάς = σουγιάς.
[14] Φακίρ-φουκαρά = η φτωχολογιά
* Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου» (απόσπασμα)
Κόντογλου Φωτίου, «Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου», εκδ. Κιβωτός, Ἀθῆναι 1953.
***
Η Σαρμουσακόπετρα τ’ Άη Γιώργη
…Από τις αφηγήσεις του Αϊβαλιώτη καθηγητή της Θεολογικής Σχολή Γιάννης Φουντούλη και του μισού Αϊβαλιώτη και μισού Περγαμηνού φιλόλογου Θανάση Τσερνόγλου:
Κι οι δυο, μακαρίτες πια, τοποθετούσαν την
ύπαρξη της πέτρας όπου μαρτύρησε ο Άγιος στην περιοχή της πλατείας που
σχηματίζεται εκεί απ’ όπου ξεκινά το σοκάκι όπου είναι η εκκλησιά του Άη
Γιάννη της Αγοράς, το σημερινό Σαατλί τζαμί, τη γνωστή εκκλησιά στους
επισκέπτες του Αϊβαλιού όπου στέκει ακόμα το καμπαναριό με το ρολόι.
Και την περιέγραφαν κι οι δυο σοφοί
δάσκαλοι σαν μια παραλληλεπίπεδη κοκκινόπετρα από το λατομείο του
Σαρμουσάκ, στενότερη στο κάτω της σημείο απ’ ότι στο πάνω της, που
έστεκε στο πλάι μιας βρύσης σε εκείνο το σημείο της Αϊβαλιώτικης Αγοράς
και στην οποία κατά παράδοση στις 26 του Νοέμβρη οι Αϊβαλιώτες
ανάβανε κεριά και όπου το γειτονικό ζαχαροπλαστείο κερνούσε κυρίως
μπουσταλευριά με σταφίδες, ρόδια κι άλλους καρπούς…
Πριν λίγα χρόνια η πέτρα αυτή εντοπίστηκε.
Μέσα σε ένα μαγαζί εκεί δίπλα στην παλιά βρύση που γκρεμίστηκε για τη
δημιουργία της σύγχρονης εικόνας της πολιτείας, και την οποία ο παππούς
του σημερινού ιδιοκτήτη κουβάλησε για να χρησιμοποιείται για πάγκος. Ήταν η πέτρα πάνω στην οποία λεγόταν στην τούρκικη παράδοση πως «σφάζονταν οι Γκιαούρηδες».
***
Μέγιστη είναι η δύναμη της μετάνοιας, διορθώνει όχι μόνο το παρόν και το μέλλον, αλλά ακόμη και το παρελθόν…
Γέροντας Βἰκτωρας (Μαμόντοφ) της Λετονίας
Είμαστε εδώ στη γη περαστικοί ταξιδιώτες και βρισκόμαστε σε συνεχή κίνδυνο.
Γι’ αυτό πόσο δυνατά ο άνθρωπος πρέπει να κρατιέται από τον Ουράνιο Πατέρα του, και στα πάντα να εμπιστεύετε το θέλημα του Θεού!
Όταν εμείς με μια βαθιά, ειλικρινή αλήθεια και ταπείνωση ερχόμαστε στον Κύριο, έχοντας επίγνωση της ανικανότητας μας και της αμαρτωλότητά μας, αυτό είναι η πηγή της αγιότητας.
Γι’
αυτό είπε ο Κύριος:”επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και
ησύχιον, τον τρέμοντά μου τους λόγους;” (Ησαΐας 66,2). “Ο Θεός
υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν.” (Ιακώβου 4.6).
Να φέρουμε στον Κύριο αυτή την ταπείνωση της ψυχής.
Όπου είναι το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί υπάρχει και ελευθερία. Β’ Κορινθίους 3:17
Επιλέγοντας το κακό χάνουμε την ελευθερία.
Μακάριοι
οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθαίος 5: 8 ). Όπως
αυτός που έχει άρρωστα μάτια δεν μπορεί να δει τον ήλιο, έτσι κι εμείς,
αν η καρδιά μας είναι γεμάτη με πάθη, και δεν την καθαρίσουμε, δεν θα
δούμε τον Θεό. Για αυτό, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ξεκίνησε το δημόσιο
του κήρυγμα με την πρόσκληση: «Μετανοείτε!».
Ένας σοφός άνθρωπος είπε: «Μέγιστη είναι η δύναμη της μετάνοιας: Διορθώνει όχι μόνο το παρόν και το μέλλον, αλλά ακόμη και το παρελθόν».
Η μετάνοια μας ελευθερώνει από την αμαρτία και μας οδηγεί στην εσωτερική ελευθερία, την οποία ο χριστιανισμος βάζει πάνω από όλα. «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» ( Ιωάννης 8: 32 ). Λανθασμένα με το νου και την καρδιά ο σύγχρονος άνθρωπος θέτει την εξωτερική ελευθερία στην πρώτη θέση, την λατρεύει σαν είδωλο, τις κατασκευάζει μνημεία, γίνεται θρησκεία γι ‘αυτόν και παραμελεί την εσωτερική ελευθερία.
Όλη η ζωή μας πρέπει να γίνει μαθητεία στο σχολείο του Χριστού.
Εν Αγίω Πνεύματι, στη πληρότητα της Θείας Αγάπης, ο άνθρωπος είναι πάντα ειρηνοποιός, γίνεται φως του κόσμου και «γύρω του, σύμφωνα με τον Άγιο Σεραφείμ του Σαρόφ, σώζονται χιλιάδες άνθρωποι». Η ιδιότητα της αγιότητας είναι να αγιάζει τα πάντα, οτιδήποτε έρχεται σε επαφή με αυτήν.
***
Ομιλία
πως ο Θεός καθαρίζει τους μετανοημένους αμαρτωλούς.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
« και δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος – και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ·» (Ησαΐας 1,18)
’
Ώ, το άπειρο έλεος του Θεού! Στο αποκορύφωμα τις οργής Του επί των απίστων και αχαρίστων ανθρώπων – επί του λαού, ο οποίος είναι πλήρης αμαρτιών, σπέρμα πονηρόν, υιοί άνομοι (Ησαΐας 1,4)• ως άρχοντες Σοδόμων (Ησαΐας 1,10)• και ως λαός Γομόρρας (ό.π.) – ο Κύριος, παροργισθείς, εν τούτοις δεν αποσύρει το έλεος Του, αλλά καλεί σε μετάνοια τον λαό Του, όπως μετά από μία φοβερή αστραπή πέφτει μιά απαλή βροχή.
Έτσι είναι ο πανοικτίρμων Κύριος – μακρόθυμος και πλήρης ελέους,
ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί (Ψαλμοι 102,9).
Μόνον αν οι αμαρτωλοί παύσουν να πράττουν το πονηρό και μάθουν να
αγαθοποιούν και στραφούν με ταπείνωση και μετάνοια στον Θεό, τότε θα
γίνουν λευκοί σαν το χιόνι.
Ό Κύριος είναι κραταιός στη βούλησή Του. Ουδείς άλλος παρά μόνον Εκείνος δύναται να καθαρίσει την αμαρτωλή ψυχή του ανθρώπου από την αμαρτία
και διά της καθάρσεως να τη λευκάνει ως χιόνα. Το ασπρόρουχο, όσο συχνά
και αν πλένεται με νερό, αλυσίβα και σαπούνι, όσες φορές κι αν πλυθεί
δεν μπορεί να πετύχει τη λεύκανσή του παρά μόνον όταν απλωθεί κάτω από
το φως του ήλιου. ’Έτσι και η ψυχή μας: όσο συχνά κι αν την καθαρίζουμε
με δική μας προσπάθεια και κόπο, ακόμη και αν μετέλθουμε όλα τα μέσα του
Νόμου, δεν μπορεί να γίνει λευκή – παρά μόνον όταν, επι τέλους, την
επιρρίψουμε στα πόδια του Θεού διάπλατα ανοιγμένη, ώστε το άπλετο φώς
Του να μπορεί να τη φωτίσει και να τη λευκάνει!
Ό Κύριος συγκαταβαίνει, αποδέχεται, ακόμη και επιδοκιμάζει όλες τις προσπάθειες και τον κόπο μας. Επιθυμεί να λούσουμε την ψυχή μας με τα δάκρυά μας, να τη στύψουμε με τη μετάνοιά μας, να τη λειάνουμε με τις τύψεις της συνειδήσεως και να την ενδύσουμε με αγαθά έργα. Μετά άπ’ όλα αυτά, Εκείνος μας καλεί προς Εαυτόν: δεύτε διαλεχθώμεν λέγει Κύριος (Ησαΐας 1,18). Σαν να μας λέει: «Θα σας κοιτάξω και θα δω αν είμαι Εγώ εντός σας• κι εσείς θα στραφείτε προς Εμένα, όπως κοιτάζεστε στον καθρέπτη και θα δείτε τί είδους άνθρωποι είσαστε».
Ω Κύριε, Σύ ο βραδύς εις οργήν, κατοικτείρισον ημάς προ της τελικής οργής κατά τη Φοβερά Ημέρα της Κρίσεως!
Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Οχρίδας», (Αύγουστος), Εκδ. Αθως
http://livingorthodoxfaith.blogspot.gr/2010/04/prologue-august-5-august-18.html
Ο
κόσμος ολόκληρος αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο νοσοκομείο, Ο ουράνιος Ιατρός
ήρθε στον κόσμο για τη θεραπεία και τη σωτηρία των αρρώστων. Πόσο
βοηθάει η μετάνοια, γιά να εξαφανισθή το κακό! Άγιος Νικόλαος
Βελιμίροβιτς – Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2020/11/25/%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B5%CF%8D%CE%B5%CE%B9-%CE%AD%CE%BD/
Πάνε
να εξαφανίσουν ένα ορθόδοξο έθνος. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ένα ορθόδοξο
έθνος σήμερα είναι μεγάλη υπόθεση! Ευτυχώς που ο Θεός και από το στραβό
και από το κακό βγάζει καλό, αλλιώς θα ήμασταν χαμένοι. Άγιος Παΐσιος
Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2021/11/25/%cf%80%ce%ac%ce%bd%ce%b5-%ce%bd%ce%b1-%ce%b5%ce%be%ce%b1%cf%86%ce%b1%ce%bd%ce%af%cf%83%ce%bf%cf%85%ce%bd-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%bf%cf%81%ce%b8%cf%8c%ce%b4%ce%bf%ce%be%ce%bf-%ce%ad%ce%b8%ce%bd%ce%bf/
Ο
Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης από τα ουράνια σκηνώματα φρόντιζε την
αρραβωνιαστικιά του βαζωντας κάθε βράδυ πάνω στο τζάκι της ένα φλουρί,
όλο το διάστημα κατά το οποίο εκείνη έμεινε πιστή στον αρραβώνα της.
https://iconandlight.wordpress.com/2019/11/25/35769/
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Στυλιανοῦ, τοῦ Παφλαγόνος
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεὶς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Στυλιανοῦ
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν ἰσάγγελον βίον ἐκ παιδὸς ἐπεπόθησας, καὶ τοῦ Παρακλήτου δοχεῖον, ἱερὸν ἐχρημάτισας· διὸ τὴν τῶν θαυμάτων δωρεάν, καὶ χάριν ἰαμάτων δαψιλῆ, ἀναβλύζεις Θεοφόρε Στυλιανέ, τοῖς εὐλαβῶς βοῶσί σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν‐ εργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Στυλιανοῦ.
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς αὐτουργὸς τῶν θεοδότων θαυμάτων, καὶ ἀρωγὸς τῶν νεογνῶν καὶ νηπίων, Στυλιανὲ Πά‐ τερ ἡμῶν, θεράπων τοῦ Χριστοῦ, εὐτεκνούσας ποίησον, τὰς ἀτέκνους μητέρας, καὶ ἀεὶ περί‐ θαλπε, τὰ ἀρτίτοκα βρέφη, σὺ γὰρ πλουσίαν χάριν ἐκ Θεοῦ, πρὸς τοῦτο ἔσχες ἀσκήσας ὡς ἄγγελος.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου.
Ἦχος α´. Ὑπομονῆς στῦλος .
Ὑπομονῆς στῦλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Ἀλύπιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου.
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν· αὐτῷ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι· ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Νίκωνος
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασῴζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως, Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Νίκωνος Ἱερομ. Ἀθ. Σιμωνοπετρίτου
Ἧχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τῖτόν σε δεύτερον, Κρήτη ἐπλούτησεν, καὶ νέον Πρόδρομον, Νίκων πανόσιε, τῆς μετανοίας μηνυτήν, καὶ κήρυκα θεηγόρον. Ὅθεν εὐγνωμόνως σοι, ἐκ ψυχῆς χαριστήρια, πάντοτε προσφέρουσα, ἱκετεύει κραυγάζουσα· οἰκείωσον τὰ τέκνα μου Πάτερ, τῷ Φιλανθρώπῳ ταῖς πρεσβείαις σου.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Νεομάρτυρος Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου.
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Πληθύς Κυδωνιέων ἐν ὠδαῖς εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τόν πολιοῦχον, καί τῆς Χίου τό καύχημα, τῆς πίστεως πρόμαχον θερμόν, Γεώργιον ὁλίτην τόν στερρόν, ἐπλάκη γάρ γενναίως τῶ δυσμενεῖ, καί τοῦτον κατηκόντισεν. Ὅθεν ἐν οὐρανοῖς στεφηφορῶν, μάρτυσι συναγάλλεται, καί ἡμῖν ἐξευμενίζεται, τόν μόνον φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ μάρτυς Γεώργιος, ξίφει τὴν κάραν τμηθείς, θεόθεν δεδόξασται, ἐν οὐρανῷ καὶ ἐν γῇ, τῆς Χίου τὸ σέμνωμα· ἄνω γὰρ ἀφθαρσίας στέφει θείῳ ἐφέρθη, κάτω δὲ θείοις ὕμνοις παρ᾿ ἀνθρώπων ὑμνεῖται, αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Εἰς τὸν Στίχον. Ἦχος πλ. δ΄. Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος!
Νέε Ἀθλητὰ Γεώργιε, σὺ ἀληθῶς εὐγενές, ἀνεδείχθης γεώργιον, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τούς Αὐτοῦ γὰρ ἀοίδιμε, ἔφυσας ὄντως, καρποὺς τοῖς ἄθλοις σου, καὶ καταρδεύσας, ῥείθροις αἱμάτων σου, θείως διέθρεψας, καὶ ἀφθάρτοις ἔθηκας ἐν οὐρανῶ, θήκαις καὶ συνέκλεισας· δι’ ὅ ὑμνοῦμέν σε.
Εἰς τοὺς Αἴνους.
Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Συνωνυμήσας τῷ πάλαι, Μεγαλομάρτυρι, Γεώργιε τρισμάκαρ, Ἀθλητὰ γενναιόφρον, ἐνήθλησας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ, ἐκ ψυχῆς γενναιότητι, ἀποσκοπῶν τῶν βασάνων τὰς ἀμοιβάς, καὶ τὰ γέρα τῆς ἀθλήσεως. (Δίς).
Μεγαλυνάρια.
Ἔνδοξος ἐν Μάρτυσιν ὁ κλεινὸς, Γεώργιος ὤφθη, τοῖς ἀρχαίοις, σὺ δ’ ἐν τοῖς νῦν, Γεώργιε νέε, ὁμώνυμε ἐκείνῳ, καὶ σύσκηνε· δι’ ὅ σε τιμῶμεν ἅπαντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου