Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ ἀκολουθεῖ τὴν παράδοση ποὺ ἔχουν διαμορφώσει μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὰ συγγράμματά τους. Πολλοὶ θεολόγοι, ἰδίως πανεπιστημιακοὶ διδάσκαλοι, μελετοῦν καὶ δημοσιεύουν τὰ πατερικὰ κείμενα, γιὰ νὰ γίνουν προσιτὰ στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό. Τὸ ἔργο τους μέχρις ἐδῶ εἶναι θεοφιλὲς καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Πρέπει ὅμως νὰ ἔχει καὶ συνέχεια. Νὰ μὴ εἶναι μόνο μελέτη, ἀλλὰ νὰ προχωροῦν καὶ στὴ βιωματικὴ προσέγγιση τῶν κειμένων. Νὰ ἐφαρμόζουν οἱ μελετητές, ἀλλὰ καὶ ὁ λαός, τὰ ὅσα ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ὁ τρόπος ζωῆς ἐκείνων νὰ γίνει καὶ δικός μας τρόπος. Νὰ ἀποτελοῦν γιὰ μᾶς φῶς καὶ ὁδηγὸ σὲ ὅλους τούς τομεῖς καὶ τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς μας. Δυστυχῶς, σχεδὸν ὅλοι μένουμε στὴ μελέτη καὶ δὲν προχωροῦμε καὶ στὴν ἐφαρμογή. Ἴσως μερικοὶ νὰ δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἰσχυριζόμενοι ὅτι οἱ πατέρες ἔζησαν σὲ ἐποχὲς πολὺ μακρινὲς ἀπὸ τὴ δική μας καὶ τὰ προβλήματά τους καὶ οἱ συν-θῆκες ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές. Αὐτὴ εἶναι μία ἀλήθεια, ὅπως ἀλήθεια ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀμφισβήτηση εἶναι ὅτι ὁ δρόμος τῆς πνευματικῆς ζωῆς παραμένει πάντα ὁ ἴδιος καὶ τὰ μέσα ἐπίσης τὰ ἴδια. Οἱ ἠθικὲς ἀρχές, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη δὲν ἀλλάζουν, γι’ αὐτὸ ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι πολύτιμη καὶ γιά μᾶς. Τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία δὲν ἀναθεωρεῖται οὔτε παρερμηνεύεται.
Συχνὰ ἐμφανίζονται θεολόγοι ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ πατερικὰ κείμενα, γιὰ νὰ στηρίξουν θέσεις καὶ σχέδια, ποὺ ὑπηρετοῦν διάφορες σκοπιμότητες. Πρόκειται γιὰ ἀνίερες προσπάθειες, οἱ ὁποῖες θυμίζουν δικολαβικὸ ἔργο. Θέλουν νὰ συσκοτίσουν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ συνηγορήσουν γιὰ ἀπαράδεκτα γιὰ τὴν Ἐκκλησία θέματα. Ἐπιστρατεύονται γιὰ παράδειγμα προκειμένου νὰ ἐμφανίσουν τὸν οἰκουμενισμὸ ὡς ἔργο θεοφιλές, ἐνῷ εἶναι παναίρεση! Οἱ θεολόγοι αὐτοὶ πρέπει νὰ ἐλέγχονται, γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦν ἐντυπώσεις διαβάλλοντας τὰ ἱερὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων.
Ὁ π. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος ἦταν ξεκάθαρος στὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ἀξιοποίησης τῶν πατερικῶν κειμένων. Ἔλεγε: «Κοιτάζουμε τί εἶπαν καὶ τί ἔγραψαν οἱ Πατέρες καὶ ὄχι πῶς ἔζησαν. Ἀντὶ νὰ κάνουμε σχόλια στὰ κείμενα τῶν Πατέρων, θὰ ἔπρεπε καλύτερα νὰ ἀντιγράφουμε τὴ ζωή τους. Οἱ Πατέρες προσεύχονταν πολύ, ἀγρυπνοῦσαν πολύ, νήστευαν πολύ, ἀγαποῦσαν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἁπλότητα, μισοῦσαν τὸ κοσμικὸ φρόνημα, πολεμοῦσαν τὶς πλάνες, ἀποστρέφονταν τὶς ἀνέσεις τοῦ βίου, ἀπέφευγαν τὰ ἀξιώματα, τὴ δόξα, τὶς τιμές καὶ ἀγαποῦσαν τὸ μαρτύριο. Τὰ κάνουμε ἐμεῖς αὐτά; Κρατοῦμε στὰ χέρια τὰ βιβλία τῶν Πατέρων καὶ ἡ ζωή μας εἶναι ἄρνηση τῆς δικῆς τους ζωῆς. Οἱ Πατέρες εἶναι ζωή, δὲν εἶναι φιλολογία!».
Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ μὲ τὶς διδαχὲς τῶν ἁγίων γερόντων τῆς ἐποχῆς μας. Τρέχουμε νὰ τοὺς ἀκούσουμε, νὰ θαυμάσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦν καὶ μετὰ ἀρχίζουμε ἀτέλειωτες διηγήσεις γι’ αὐτούς, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ οὐσιαστικά, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀλλάζει ἡ ζωή μας. Μᾶς ἀρέσει ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἁγίους, ἀλλὰ δὲν ἐπιλέγουμε τὸν ἐνάρετο βίο τους! Εἶναι τόσο ἰσχυρὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα ποὺ μᾶς καταπονεῖ στὰ βιοτικὰ θέματα καὶ μᾶς δεσμεύει, ὅταν πρόκειται νὰ κάνουμε τὴ μεγάλη ἐπιλογὴ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μὲ ὁδηγὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν ἴδια πραγματικότητα εἶχε διαπιστώσει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ δημοφιλής. Ἡ περιγραφὴ του εἶναι ἐνδιαφέρουσα, γιατί ἔχει ὁμοιότητα καὶ μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος: «Δείχνουμε πώς ἔχουμε τὸν Χριστό. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἔχουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἀλλὰ τὶς εἰκόνες του καὶ τὸ ὄνομά του. Τὸν ἔχουμε στὰ λόγια καὶ ὄχι στὰ ἔργα, στὸ στόμα καὶ ὄχι στὴν καρδιά. Νὰ τὸ κατάντημά μας… Τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ τὸν ἔχουμε κυρίως στὴν καρδιά. Χωρὶς αὐτόν, τί ζωή μπορεῖ νὰ ὑπάρξει; Μία ζωή ψεύτικη, μία ἀξιοθρήνητη φυτοζωΐα. Ὀφείλουμε μὲ κάθε θυσία ν’ ἀναζητήσουμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, νὰ τὸν βροῦμε καὶ νὰ εἴμασθε πάντοτε μαζί του. Εἶναι δύσκολο αὐτό; Ὁ ἴδιος μᾶς περιμένει. Μὲ ποιὸν εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ συναντηθοῦμε, ἂν ὄχι μὲ τὸν «πανταχοῦ παρόντα Θεό;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου