Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 91 χρόνια από τον επαναπατρισμό ενός από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κειμήλια του Ελληνισμού: Της εικόνας της Παναγιάς Σουμελά.
Περίμενε για οκτώ χρόνια σε κρύπτη του Μοναστηριού στον Πόντο για να αποκαλυφθεί και πάλι στα μάτια των πιστών. Η διάσωσή της και το ταξίδι της στην Ελλάδα μοιάζουν με θαύμα.
Αποτελεί μια από τις τρεις εικόνες που φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και πέρα από την ιστορική και θρησκευτική της αξία υπάρχει και η, επίσης, ανυπολόγιστη συναισθηματική που έχει για τους Έλληνες του Πόντου και τους απανταχού Έλληνες γενικότερα.
Στην εφημερίδα «Πατρίς» εντοπίσαμε ένα ντοκουμέντο. Την αφήγηση του ίδιου του μοναχού που την έφερε στην Ελλάδα. Όμως χρειάζεται μια μικρή εισαγωγή καθώς μια σειρά συμπτώσεων έφεραν το σπουδαίο αυτό κειμήλιο στην Ελλάδα. Λες και κάποια αόρατη δύναμη ήθελε να γίνει το αδύνατο δυνατό.
Στις 29 Μαΐου 1930 ο πρωθυπουργός Ελυθέριος Βενιζέλος επισκέπτεται τα Καλάβρυτα. Τον ξεναγούν διάφιροι Ιεράρχες. Κάποια στιγμή του δείχνουν μια εικόνα της Παναγίας να κρατά τι Θείο βρέφος.
«Είναι του Ευαγγελιστή Λουκά, οποίος εκτός από γιατρός είχε και έφεση στη ζωνγραφική. Δημιιούργησε τρεις εικόνες. Η μια είναι μπροστά σας, η άλλη βρίσκεται στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο…» του είπε ο Μοαναχός που τον ξεναγούσε.
«Κι η άλλη, η τρίτη;» ρώτησε ο Πρωθτπουργός.
Τότε το λόγο πήρε ο Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης,
που είχε γεννηθεί στα παράλια της Μαύρης Θάλάσσας και μετά την
Καταστροφή είχε αναλάβει τη Μητρόπολη στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως γνώστης
της ιστορίας. Και είπε:
«Η τρίτη βρισκόταν στο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο. Εκεί
την έκρυψαν κάποιοι μοναχοί πριν φύγουν και πυρπολήσουν τη μονή οι
Τούρκοι…»
Ο Βενιζέλος χωρίς να κρύψει την έκπληξή του είπε:
«Ε, τότε τι καθόμαστε; Να πάμε να την πάρουμε, εάν ξέρουμε που είναι…»
Οι Ιεράρχες δεν μπόρεσαν να κρύψουν την έκπληξή τους. Ο Πολύκαρπος όμως που ήξερε τι συνέβαινε στην ιδιαίτερή του πατρίδα είπε:
«Κύριε Πρωθυπουργέ, οι Τούρκοι δεν αφήνουν να περάσει από εκεί πουλί πετούμενο, πως θα πάμε να την πάρουμε;»
Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν σαφής:
«Έχουν αλλάξει τα πράγματα εσχάτως. Όταν επιστρέψουμε στην Αθήνα να μου το θυμίσετε…»
Πράγματι, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 Ελλάδα και Τουρκία είχαν αρχίσει προσπάθειες προσέγγισης. Ήταν μια επίθεση φιλίας των γειτόνων μας που δεν κράτησε πολύ, αλλά ήταν η κατάλληλη ευκαρία για την απόκτηση του κειμηλίου που άλλωσε από την Αθήνα είχε ταξιδέψει για τον Πόντο το 386. Την μετέφεραν εκεί δύο Μοναχοί και την εγκατέστησαν στη Μονή που τη φιλοξένησε για 16 αιώνες!
Ο Μητροπολίτης Ξάνθης ανέθεσε σε έναν από τους πιο γνωστούς Πόντιους των Αθηνών, τον Χρυσόστομο Μυρίδη, να φροντίσει τα διαδικαστικά. Αυτός ενημέρωσε τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο που ανέλαβε τις επαφές με τις τουρκικές αρχές.
Αναζηγήθηκε ο Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας που είχε κρύψει την εικόνα στη Μονή λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα. Εντοπίστηκε στον Λαγκαδά. Μόνο που η ηλικία δεν του επέτρεπε ένα τόσο κοπιαστικό ταξίδι. Πρότεινε τον ιερομόναχο Αμβρόσιο που υπηρετούσε κι εκείνο στη Μονή της Παναγίας Σουμελά. Τον κατακόπισε για το σημείο που είχε κρύψει την εικόνα και του έδωσε τν ευχή του.
Πέρασε καιρός μέχρι να ετοιμαστούν οι άδειες. Η περιοχή ήταν «απαγορευμένη» για τους Έλληνες, ακόμα και τους ομογενείς που έμεναν στην Κωνσταντινιύπολη. Από το σημείο αυτό όμως ας διαβάσομε πως περιγράφει ο Αμβρόσιος Σουλιώτης την αποστολή του επαναπατρισμού της εικόνας. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Πατρίς» του 1931:
«Έφυγα από την Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου. Ήμουν εφοδιασμένος με ένα θερμότατο συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας…. Έμεινα λίγο στην Πόλη και από εκεί ξεκίνησα ατμοπλοϊκώς για την Τραπεζούντα. Με συνόδευε ο Αλ. Βασιλείου υπάλληλος της Μικτής Επιτροπής. Φαντάζεστε τη συγκίνησή μου όταν τα μεσάνυχτα της 26ης Οκτωβρίυ έφθασα στην Τραπεζούντα. Πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο του Τεφίκ, ο οποίος εξεπλάνη όταν με είδε. Δεν ήξερε πως να με περιποιηθεί και μου ζητούσε πληροφορίες για διάφορους παλιούς του γείτονες και γνωστούς που είχαν έρθει στην Ελλάδα.
Το επόμενο πρωί πήγα στον Νομάρχη Τραπεούντος ο οποίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποστολή μου. Μέχρι να ξεκινήσω από την Τραπεζούντα είδα πολλούς γνωστούς μου Τούρκους κι έγινα αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων. Πρέπει να σας πω ότι η ελληνοτουρκική φιλία έχει βαθιές ρίζες μεταξύ των δύο λαών.
Το μεσημέρι, συνοδευόμενος από τον κ. Βασιλείου κι ένα μυστικό αστυνομικό που μου είχε διαθέσει ο Διευθυντής της Αστυνομίας Τραπεζούντος ξεκινήσαμε για το Τσεβιζλίκ.
Είναι αδύνατο να σας περιγράψω τη συγκίνηση των κατοίκων του Τσεβιζλίκ. Μου μίλησαν με πολύ ενδιαφέρον για τους Χριστιανούς και δεν μου έκρυψαν την επιθυμία τους να τους ξαναδούν στον τόπο τους.
– Από τον καιρό που φύγατε μας έφυγε το μπερκέτι (ΣΣ: ο πλούτος), μου είπαν πολλοί Τώρα που επιτρέπονται τα ταξίδια νάρχεστε να δείτε τον τόπο μας και ο Θεός να δώσει να ξαναζήσουμε μαζί.
Δάκρυσα στα λόγια τους αυτά και δάκρυσαν κι εκείνοι μαζί μου. Δεν είχα, όμως, καιρό για χάσιμο. Πήγα στον Καϊμακάμη (ΣΣ: Έπαρχος) που με δέχτηκε με πολύ ευγένια. Φρόντισε να έρθουν από ένα γειτονικό χωριό πέντε άλογα για να πάμε μέχρι τη Μονή του Σουμελά.
Στις 7 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ήρθαν πράγματι οι αγωγιάτες και καβαλικέψα με μαζί μετον κ. Βασιλείου και τον μυστικό αστυνομικό Τόνγιαλη Νεσάτ εφέντη και δύο στρατιώτες που μας έδωσε για ασφάλεια ο Καϊμακάμης.
Φθάσαμε στο Μοναστήρι το μεσημέρι. Ιερή συγκίνηση με κατέλαβε όταν αντίκρυσα από μακριά το ξακουσμένο Μοναστήρι του Σουμελά που έστεκε ακόμα ακουμπισμένο στο θεόρατο βουνό του Μελά.
Εγκαταλελειμμένη η Μονή του Σουμελά είχε ερειπωθεί. Μέσα εκεί, στην ερημιά, κανείς δεν την πλησίαζε. Ταβάνια, πατώματα, παραθυρόφυλλα, όλα είχαν καεί και μόνο οι τοίχοι έμεναν όρθιοι για να διηγούνται ότι για αιώνες εκεί μέσα δοξάστηκε το όνομα του Θεού.
-Ότι είχαμε κρύψει εδώ τα έχουν ανακαλύψει, μου είπαν οι αγωνιάτες. Δεν βλέπετε τους σκαμμένους τοίχους και τα υπόγεια;
Πραγματικά, είχε συμβεί αυτό. Με μια πρώτη ματιά το διαπίστωσα και χωρίς να ξεκουραστούμε τραβήξαμε για την Αγία Βαρβάρα. Ήταν το μετόχι της Μονής, δέκα λεπτά πιο πέρα. Μέσα εκεί, όπως μου είχε πει ο αρχιμανδρίτης Ιερεμιας ήταν θαμμένη η Παναγία.
Αφήσαμε τους αγωγιάτες στην ποταμιά κι εμείς οι πέντε ανεβήκαμε στην Αγία Βαρβάρα. Εκεί φάγαμε κι έτρεξα να βρώ το μέρος που μου εκυστηρεύτηκε ο Ιερεμίας. Αλλά εκεί είχαν πέσει όλοι οι τοίχοι κι ένας σωρός από πέτρες, χώματα, ξύλα, κεραμύδια που ξεπερνούσαν το ενάμιση μέτρο σε ύψος. Πως θα κατόρθωνα να καθαρίσω το μέρος; Στα χαμένα προσπαθούσα να τραβήξω πέτρες και ξύλα. Η ώρα περνούσε και η δουλειά μου δεν προχωρούσε.
Οι αγωγιάτες ανησύχησαν που αργήσαμε κι ανέβηκαν στην Αγία Βαρβάρα.
-Θα το κάνουμε εμείς, απάντησαν όταν τους προσέφερα σεβαστή αμοιβή.
Πραγματικά, πέντε αυτοί και άλλοι τόσι εμείς κατορθώσαμε να παραμερίσουμε τους όγκους. Έπειτα από τριών ωρών εντατική εργασία οι αγωγιάτες, χτυπώντας το έδαφος με ένα ξύλο, με βεβαίωσαν ότι υπάρχει κενό από κάτω. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η κρύπτη των ιερών κειμηλίων, Αλλά θα ήταν εκεί;
Εϊχα ακούσει στο Τσεβιζλίκ ότι η κρύπτη των κειμηλίων είχε ανακαλυφτεί, αλλά όταν είδαν ότι πρόκειται για τη θαυμαροτργή εικόνα σκέπασαν πάλι το μέρος και έφυγαν τρεχάλα, επειδή τη σέβονταν όλοι εκεί, Οθωμανοί και Χριστιανοί. Αυτό μου έδωσε κάποιο θάρρος και άνοιξα τα μάτια μου. Η πανσέληνος φώτιζε θαυμάσια και μπορούσα να διακρίνω.
Ένας από τους αγωγιάτες ήταν πάνω στην κρύπτη.
-Βλέπω ένα κιβώτιο εδώ, μου είπε, όταν παραμέρισε τα χώματα.
-Άνοιξέ το, απάντησα και με τα χέρια σου τράβηξε ότι βρεις .
Έκανα τον σταυρό μου την ώρα εκείνη και σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό προφέροντας λόγους ευχαριστίας. Τα ιερά κειμήλια είχαν σωθεί. Ο μπόγος ήταν απείραχτος και μόνο τα πανιά είχαν σαπίσει από τα νερά.
Πήρα την εικόνα της Παναγίας στα χέρια μου, αφού την ασπάστηκα, μοίρασα και τα άλλα πράγματα στους συνοδούς μου και ξεκινήσαμε πεζοί για το Τσεβιζλίκ. Τη στιγμή που βρήκαμε τα κειμήλια ήταν εννιά το βράδυ και παρόλη την πανσέληνο ήταν δύσκολη η πορεία μας καβάλα στα άλογα. Έτσι τον περισσότερο δρόμο τον πήγαμε πεζοπορία και φθάσαμε, δύο τα ξημερώματα στο Τσεβιζλίκ.
Το πρωί οι Τούρκοι με είδαν με μεγάλη χαρά, Μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι, καλή αντάμωση και μου παράγγειλαν χαιρετισμούς σε όλους τους Χριστιανούς γνωστούς τους.
Από εκεί το ταξίδι μου ήταν επίσης ομαλότατο. Γύρισα στην Τραπεζούντα, στην Πόλη και προχθες έφθασα εδώ φέροντας την εικόνα της Παναγίας, τον Σταυρό των Κομνηνών, το Τίμιο Ξύλο και ένα χειρόγραφο Ιερό Ευαγγέλιο».
Η εικόνα εκτέθηκε στην Αθήνα, φυλάχτηκε στο Βυζαντινό Μουσείο και στη δεκαετία του ’50 πήρε τη θέση της στο Βέρμιο εκεί που χτίστηκε η εκκλησία που αποτελεί τόπο προσκυνήματος όχι μόνο των Ποντίων, αλλά και όλων των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου