Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Πὼς ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔσωσε τὸν γέροντα Βασίλειο Καυσοκαλυβίτη.

 

Σάββατο 11 Ἰουλίου 2009.  Ἔχουµε τελειώσει τὴν πρωινὴ καθηµερινὴ προσευχὴ (ἀκολουθία) µὲ τὸ ἁγιορείτικο τυπικό, χωρὶς καµία παράλειψη καὶ ὁ Γέροντας Βασίλειος κάθεται πάνω στὸ κρεβάτι του, ὡς συνήθως, µὲ σκεπασµένα τὰ πόδια του µὲ δύο καὶ τρεῖς κουβέρτες, γιατί τὰ πόδια του ἦταν πάντα παγωµένα. Εἶναι τὰ παράσηµα, ὅπως ἔλεγε, ἀπὸ τὸν πόλεµο, τὰ κρυοπαγήµατα, καὶ µονολογώντας γελοῦσε µόνος του.

Ἐγὼ κάθοµαι κοντά του καὶ συζητοῦµε γιὰ ὅλα τὰ θέµατα. Ἔχει πολὺ καλὴ διάθεση, ρωτάει γιὰ τὰ παιδιά µου, γιὰ τὰ ἐγγόνια µου, γιὰ τὰ πνευµατικά του παιδιὰ καὶ ἐγὼ τὸν ἐνηµερώνω γιὰ ὅλους. Δείχνει τὴν ἀγάπη του, τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ ὅλους καὶ ἐκεῖ ποὺ πρέπει ἐπισηµαίνει γιὰ τὸν καθένα τί πρέπει νὰ κάνει καὶ τί θὰ γίνει στὴ ζωή του. Ἀκόµη ἐντόπιζε ἀπὸ πρὶν ἂν κάποιος ἦταν ἀσθενὴς καὶ ἔπρεπε νὰ πάει στὸ γιατρό, ἂν τελικὰ δὲν θὰ ἦταν κάτι τὸ σοβαρὸ καὶ θὰ τὸ προσπερνοῦσε, ἢ τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ τὴν συγκεκριµένη περίπτωση. Αὐτὰ βέβαια ἦταν ἡ καθηµερινότητα σὲ τέτοιο βαθµὸ ποὺ γιὰ ὅλα  µας τὰ θέµατα παίρναµε τὶς ἀπαντήσεις, τὶς συµβουλές του καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὶς διδαχὲς  καὶ τὴν καθοδήγησή  του.

– Γέροντα, ἀπόψε θέλω νὰ πάω στὴ Σουρωτὴ γιὰ τὸ µνηµόσυνο τοῦ Γέροντος (νῦν Ἁγίου) Παϊσίου, ἔχω τὴν εὐχή σου;

-Νὰ πᾶς, κόρη µου, µὲ τὴν εὐχή µου. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, µεγάλος ἀσκητής, µεγάλος νηστευτής, πολλὴ νηστεία, δὲν µποροῦµε ἐµεῖς µὲ τίποτε νὰ τὸν φτάσουµε σὲ τίποτε. Πάνω ἀπ’ ὅλα ἦταν ἄνθρωπος πολὺ ταπεινός, ἁπλός, γελοῦσε κι ἔκλαιγε σὰν µικρὸ παιδί. Μεγάλος ἀγωνιστής, δὲν ὑπάρχουν σήµερα σὰν κι αὐτόν.

-Τὸν γνώριζες, Γέροντα, προσωπικά;

-Ναί, βέβαια τὸν γνώριζα πολὺ καλά. Ὅταν µοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία καὶ εἶχα χρόνο, τὸν ἐπισκεπτόµουνα στὴν καλύβη του καὶ συζητούσαµε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προσωπικά µας, γενικὰ τί πρόκειται νὰ συµβεῖ στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλον τὸν κόσµο. Εἶχε πολὺ µεγάλη ἀγωνία καὶ ἔκανε πολλὴ προσευχὴ γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ µέλλοντα γεγονότα καὶ οἱ καταστάσεις, νὰ µᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ µᾶς ἐλεήσει, γιατί ὁ κόσµος δὲν εἶναι ἕτοιµος γιὰ τίποτε, γιατί ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ δρόµο τοῦ Θεοῦ.

-Ἔχεις κάποια προσωπικὴ ἐµπειρία νὰ µοῦ πεῖς;

-Ναί, θὰ σοῦ πῶ κάτι πού µοῦ συνέβη καὶ ἴσως νὰ µὴν ζοῦσα, ἐὰν δὲν ἐπενέβαινε ὁ Παΐσιος. Ὅπως σοῦ εἶπα, ὅταν µοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία, ἔπαιρνα τὰ βουνὰ καὶ πήγαινα καὶ τὸν συναντοῦσα. Ἔτσι καὶ µία µέρα, ἀφοῦ σηκώθηκα πολὺ πρωί, ἔκανα τὸ τυπικό µου καὶ τὶς δουλειές µου, ἑτοιµάστηκα καὶ πῆρα τὸ δρόµο. Ὅπως προχωροῦσα, στὸ δρόµο ἔκανα προσευχὴ µὲ κοµποσχοίνι καὶ ἐκεῖνο τὸ διάστηµα ἤµουν πολὺ στενοχωρηµένος γιὰ κάποια γεγονότα ποὺ συνέβαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ συγκεκριµένα γιὰ ἕνα πρόσωπο ἔλεγα στὴν προσευχή µου «Κύριε µὴ µνησθεῖς τοῦ δούλου Σου τάδε». Ὅπως προχωροῦσα στὰ βουνά, σὲ κάποιο σηµεῖο ποὺ ἦταν πολὺ στενὸ τὸ µονοπάτι καὶ µὲ δυσκολία θὰ µποροῦσε νὰ περάσει κάποιος, κάτω ὑπῆρχε µεγάλος γκρεµὸς καί, ἂν ἔπεφτες, δὲν θὰ σὲ ἔβρισκε ποτὲ κανείς. Ἐκεῖ ἀκριβῶς σὲ ἐκεῖνο τὸ σηµεῖο αἰσθάνοµαι κάποιον νὰ µὲ σπρώχνει πρὸς τὸν γκρεµό, χάνω τὴν ἰσορροπία µου καὶ λέω «Παναγία µου, σῶσε µε, ἐδῶ τελειώνω».

Τὴν ἴδια στιγµὴ νοιώθω ἕνα χέρι νὰ µὲ πιάνει ἀπὸ τὰ µπράτσα µου καὶ νὰ µὲ τραβάει πρὸς τὰ πάνω, πέφτοντας στὸ πάνω µέρος τοῦ δρόµου. Δόξασα τότε τὸν Θεὸ καί, ἀφοῦ εὐχαρίστησα τὴν Παναγία µας, σηκώθηκα.

Συνέχισα τὸν δρόµο µου καὶ πῆγα στὴν καλύβη τοῦ Γέροντα Παϊσίου στὴν Παναγούδα. Εἶχε ἔξω κάποιους ἐπισκέπτες ποὺ περιµένανε καὶ κάθισα κι ἐγὼ µὲ τὴ σειρά µου. Ἀκούω ἀπὸ µέσα τὸν Παΐσιο νὰ µὲ φωνάζει, “γέρο-Βασίλειε, ἔλα µέσα’’. Μ’ ἔλεγε γέρο, γιατί εἶχα παιδιὰ καὶ ἐγγόνια. Μὲ τὸν Παΐσιο δὲν εἴχαµε διαφορὰ ἡλικίας, µόνο δύο χρόνια. Ἐγὼ εἶµαι τὸ 1922, ἀλλὰ οἱ γονεῖς µου µ’ ἔγραψαν τὸ 1924 λόγω τοῦ πολέµου, καὶ ὁ Παΐσιος ἦταν τὸ 1924. Μπῆκα µέσα στὸ δωµάτιο καί, µόλις µὲ εἶδε, µοῦ εἶπε µὲ τὸ ἀθῶο του χαµόγελο. «Ὥστε ἔτσι, ἔ; Μὴ µνησθεῖς τοῦ δούλου Σου, ἔ;»

-Ἐσὺ ἤσουνα, τοῦ εἶπα;

– Ἔ, ποιὸς ἦταν εὐλογηµένε! Σοῦ τὴν εἶχε στηµένη ὁ ἄτιµος µοῦ εἶπε. Ἡ Παναγία µας ποὺ ἐπικαλέστηκες µὲ εἰδοποίησε καὶ σὲ βοήθησα. Τὸν εὐχαρίστησα, ὄχι µόνο γιατί µὲ ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διδαχή του. Μάλιστα µοῦ ἐξήγησε γιὰ ποιὸ λόγο βρῆκε εὐκαιρία ὁ ἀντίπαλος νὰ µὲ κτυπήσει. Πήγαινα τακτικὰ καὶ τὸν συναντοῦσα πότε µόνος µου καὶ µερικὲς φορὲς µὲ τὸν πατέρα Ἀνανία.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης. Νουθεσίες – Διδαχὲς» Ζτούπα Καλλιόπη, τόμος Γ’, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σέλ.86-89

 

Συντάκτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου