Ο Άγιος παπά – Τύχων ο Ρώσσος, ερημίτης της Καψάλας
Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου 1968
Κέρασμα από τον Άγιο παπά – Τύχωνα, στο υπαίθριο αρχονταρίκι στην Καψάλα
Για μια στιγμή βλέπω ένα λαμπρό γέρο καλόγερο –τα τριμμένα ράσα, το κοντό ζωστικό έκρυβαν έναν άρχοντα. Η λάμψη του προσώπου του, η μακριά γενειάδα του, η γλυκειά ομιλία του, η αγάπη και η απλότητά του γέμισαν την καρδιά μου χαρά και συγκίνηση. Δίχως να ξέρω ποιος ήταν, ήθελα να τον προσκυνήσω, να λάβω την ευλογία του. Πίστευα πως η ευλογία του ήταν ευλογία Χριστού.
Σαν διψασμένος κάθησα για λίγο κοντά του, να τον ρωτήσω:
-Που μένεις;
-Ερημίτης, μου απάντησε. Θαύμασα και ζήτησα πάλι να με ευλογήση…
Καθίσαμε στον καναπέ και επέμενα να τον ρωτώ, που μένει. Τέλος μου είπε:
-Στην Καλιάγρα.
Του λέω: -Μόνος;
–Όχι παιντί μου, μου λέει με σπασμένα ελληνικά, μαζί
με Θεό και Παναγία… Συντροφιά μου είναι τα πουλάκια, που όλο τον χρόνο
δεν φεύγουν από εκεί, κάθε ημέρα μαζί ψάλλουμε. Τι χαρά, κάθε πρωί να
κελαηδούν… Ντόξα τω Θεώ… Εγκώ χρόνια πολλά στο Άγιον Όρος…
Από εκείνη την ώρα του αφοσιώθηκα. Ζητούσα
να τον γνωρίσω περισσότερο. Η ημέρα αυτή ήταν για μένα σημαντική. Όταν
διηγήθηκα την συνάντησή μου αυτή στον Γέροντά μου Κλεόνικο, αυτός μου
είπε: -Αυτός είναι ένας άγιος, παιδί μου.
Επιθυμούσα να επισκεφθώ την κατοικία του.
Μία ημέρα, πήγαμε με τον π. Γερβάσιο, που
ήξερε το μονοπάτι. Ο τόπος που έμενε ήταν έρημος. Σαν φτάσαμε στο
καλυβάκι του, σαν να ήταν ακατοίκητο, χτυπήσαμε την μικρή πόρτα και το:
Δι’ ευχών, ακούσαμεν το: Αμήν, και μας άνοιξε. Η χαρά του μεγάλη, όσο η
αγάπη του. Αγάπη που έδειχνε δίχως εξαίρεση σ’ όλους. Με στοργή μας πήρε
μέσα και μας πήγε πρώτα στην εκκλησία, μια μικρή, μ’ ένα στασιδάκι κι
έναν Εσταυρωμένο μεγάλο, που σήμερα σώζεται στην Μονή Ιβήρων. Μας λέει:
-Ψάλατε το: Άξιόν εστιν, και το: Σώσον Κύριε τον λαόν Σου.
Κατόπιν άρχισε μια δέηση και να θυμάται όλον τον κόσμο. Αυτό είχε να
προσφέρη στον κόσμο, αυτό έδινε· να μνημονεύη πολλά ονόματα κάθε ημέρα. (Διήγηση π. Αγαθαγγέλου Καλαφάτη)
Σε έβαζε να κάνῃς τρεις μετάνοιες στο μεγάλο Σταυρό… και πρόσθετε: – «Κύριε Ιησού Χριστέ ελεήσεις τον δούλον σου».
***
Μετά… εάν ήταν καλός καιρός, (οι επισκέπτες ) έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
– Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το οποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα – Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ’ ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
– Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί. Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή.
Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω’ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια. (Διήγηση αγίου Παϊσίου Αγιορείτου)
***
Όταν πρωτοπήγε να τον επισκεφθή ο γερω–Νεκτάριος ο «Καραμανλής», τον υποδέχθηκε με αγάπη και του παρέθεσε «επίσημη τράπεζα». Πήγε εκείνη την στιγμή και μάζεψε μια χούφτα ελιές από το δένδρο, του έφερε χοντρό αλάτι και σκουληκιασμένο παξιμάδι απ᾿ το οποίο έτρωγε και ο ίδιος. Ύστερα τον άφησε λέγοντας του: «Εγκώ τώρα φέλει κάνει προσευχή», και μπήκε στο Κελλί του. Ο επισκέπτης τα έφαγε, γιατί ο ακτήμων ασκητής τα πρόσφερε με αγάπη και απλότητα.
***
Εδίδασκε ο παπα-Τύχων με την αγιασμένη ζωήν του. Η απλότητά του και η βαθειά του ταπεινοφροσύνη μιλούσαν τόσο φανερά. Μιλούσε και δίδασκε και με κλειστό το στόμα, όταν όμως άρχιζε να διδάσκη, να λέη τις συμβουλές του ο Γέροντας καθισμένος στην ρίζα της μικρής ελιάς, δίπλα στον τάφο του ή στην σκληρή σανίδα του κρεββατιού του, τότε η ψυχή του μαθητού εγοητεύετο. Το πρώτο που σου εδίδασκε ήταν ότι πάντα από τον Θεό να ξεκινάς.
Τον κάθε επισκέπτη του τον θεωρούσε φίλο και απεσταλμένο από τον Θεό. Ο,τι του πρόσφερε το κρατούσε και αν δεν το είχε ανάγκη το έδινε αμέσως σε άλλον. Ενώ δεν είχε τίποτε, θεωρούσε πλούσιο τον εαυτό του:
-Εγκώ πλούσιος, ντόξα τω Θεώ, έλεγε. Το: δόξα τω Θεώ, το είχε συνέχεια στο στόμα του.
«Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω…. ».
Η επίσκεψη του παπά – Τύχωνα μετά την κοίμηση του στον άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη
Την προτελευταία ημέρα μου είχε πει ο Γέροντας:
– Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού
κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι
μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να εκφράση
και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα
τελευταία του, μου έλεγε:
– Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί
μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας.
Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης: – Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω.
Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός
θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και
μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά
καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια
θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι
κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
– Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε
ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω,
και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί η παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο. Άλλωστε, το είχε υποσχεθή ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να
μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;»
Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο
Γέροντας ότι το «…κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με
παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ’ αυτό το θέμα. Η πρώτη
λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί!
Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν
κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον
είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη
την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση
αυτά με την λογική, γι’ αυτό και λέγονται θαύματα.
Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι
είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την
ήμερα αυτή πού μου είχε παρουσιασθή ό Γέροντας, για να το θυμάμαι. «Όταν
είδα ότι ήταν η ημέρα πού είχε κοιμηθή ο Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου),
πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η
ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ημέρα,
από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα
κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να
βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια
προσευχή. (Διήγηση αγίου Παϊσίου Αγιορείτου)
Απολυτίκιον του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Ήχος δ’.
Η γέννησίς σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών’ και λύσας την κατάραν, έδωκε την ευλογίαν’ και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν την Αιώνιον
Απολυτίκιον του Τιμίου Σταυρού, Ἦχος α’.
Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα.
Απολυτίκιον οσίου Τύχωνος Ρώσσου Αγιορείτου ασκητού . Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Της Ρωσίας φωστήρα νεολαμπέστατον, και του Αγίου Όρους, ερημιών οικιστήν, τον απλούν και ταπεινόν ανευφημήσωμεν, Τύχωνα ώσπερ θεαυγή, ασκητήν αεί Θεόν, δοξάζοντα εκβοώντες· τυχείν ευκλείας αλήκτου, τους σε τιμώντας καταξίωσον.
Ήχος α’. Των ουρανίων ταγμάτων.
Τον ελεήμονα πράον αφιλοχρήματον, μεστόν αγάπης θείας, και πλησίον εκθύμως, τιμήσωμεν εν ύμνοις ως προσευχής, νοεράς εργαστήριον, βοώντες· πρέσβευε Τύχων υπέρ ημών, των ποθούντων βίον κρείττονα.
Δόξα. Ήχος β΄.
Τον εν νυκτί και ημέρα δοξολογούντα τον Κύριον, και πάντας διδάσκειν Αυτού το κράτος δοξάζειν, Τύχωνα τον Αγιορείτην ασκητήν ανυμνήσωμεν. Ούτος γαρ ως όρνις, προς τον προνοούντα υπέρ αυτού τας χείρας εξέτεινε, και ψυχής τα όμματα απαύστως ανέτεινεν, ισαγγέλως ούν πολιτευσάμενος, και χαράς αξιωθείς των Αγγέλων, υπέρ ημών αεί πρεσβεύει, των εκτελούντων εκ πόθου αυτού την πανήγυριν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις χαριτόβρυτε ασκητά, του Αγίου Όρους, μάκαρ Τύχων πανευκλεές, χαίροις ο δοξάζων, τον Κύριον εν βίω, απαύστως ταπεινόφρον, και πνευματέμφορε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου