Σύναξη της Παναγιάς της Προυσιώτισσας στην Ευρυτανία
Οσία Ανθούσα της Ταρσού († 280)
Αθανάσιος ο ιερομάρτυς επίσκοπος Ταρσού, ο βαπτίσας αυτήν,
και οι δύο υπηρέτες αυτής Χαρίσιμος και Νεόφυτος († 259)
Εορτάζουν στις 22 ΑυγούστουΟσία Ανθούσα της Ταρσού († 280)
Αθανάσιος ο ιερομάρτυς επίσκοπος Ταρσού, ο βαπτίσας αυτήν,
και οι δύο υπηρέτες αυτής Χαρίσιμος και Νεόφυτος († 259)
«Τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις»
Eις την Ανθούσαν.
Ανθήσαν εκ γης της Σελευκείας ρόδον,
Ανθούσαν εδρέψαντο χείρες Αγγέλων.
Η Οσία
Ανθούσα έζησε στα χρόνια του ασεβή αυτοκράτορα των Ρωμαίων Ουαλεριανού
(253-259) και καταγόταν από την Σελεύκεια της Συρίας. Ήταν κόρη πλούσιων
ειδωλολατρών γονέων, του Αντωνίνου και της Μαρτυρίας (Μαρίας).Ανθήσαν εκ γης της Σελευκείας ρόδον,
Ανθούσαν εδρέψαντο χείρες Αγγέλων.
Όταν ο ασεβής Ουαλεριανός1 ξεσήκωσε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών, ο επίσκοπος Αθανάσιος2 τότε βρισκόταν στην πόλη Ταρσό και στήριζε όλους τους πιστούς στην αγάπη τους για τον Χριστό. Και όλους τους δίδασκε και πολλούς απίστους με τα θαύματα τους οδηγούσε στην ευσέβεια κι άλλους με το θείο βάπτισμα τους φώτιζε….
Η φήμη του έφτασε ως την Σελεύκεια κι η Ανθούσα επιθυμώντας να τον γνωρίσει παρακαλεί τη μητέρα της να της επιτρέψει να πάει στην παραμάνα της που έμεινε εκεί. Η μητέρα της δεν της επέτρεψε κι η Ανθούσα ήταν πολύ λυπημένη.
Τότε λοιπόν παρουσιάζεται στον ύπνο της με την μορφή του Αθανασίου ο Κύριος και γεμίζει την ψυχή της ευφροσύνη και πίστη κι ευθύς στέλνει υπηρέτες της να πάνε να τον δουν και να της περιγράψουν την μορφή του.. Κι έτσι κατάλαβε ότι το όραμα ήταν θεϊκό και γέμισε χαρά και ελπίδα ότι θα τον συναντήσει. Ξαναπήγε στην μητέρα της και την παρακαλεί πάλι να την αφήσει να μεταβεί να δεί την τροφό της μαζί με δυό υπηρέτες της, τον Χαρίσιμο και τον Νεόφυτο. Κι η μητέρα της μη θέλοντας να την στενοχωρήσει άλλο της επιτρέπει. Καθώς λοιπόν βρισκόταν καθ οδόν , βλέπει από μακρυά τον Αθανάσιο κατά θεία πρόνοια να περνά από κει. Και συγκρίνοντας την μορφή που είδε στο όραμά της , στέλνει έναν υπηρέτη να ρωτήσει. Καθώς βεβαιώνεται πηγαίνει κοντά του του λέγει το όραμά της και του ζητά να την διδάξει την πίστη και να την βαφτίσει στο όνομα του Χριστού.
Ευθύς αυτός ο μέγας την παίρνει σε ένα απόμερο μέρος με λίγες υπηρέτριες κι επειδή δεν υπήρχε νερό σε εκείνο τον τόπο, προσεύχεται και αναβρύει μια πηγή, και με την παρουσία αγγέλων, τους οποίους αυτός κι η Ανθούσα είδαν, την βαφτίζει στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Κι αφού την δίδαξε πολλά για την πίστη, την παραδίδει στον Θεό.
Πηγαίνει στην παραμάνα της αλλά εκείνη στενοχωρείται όταν μαθαίνει για την βάφτιση της. Γυρίζοντας στο σπίτι της οι υπηρέτες αναγγέλλουν τα συμβάντα κι η μητέρα της θυμώνει.
Η Ανθούσα βρίσκει μια κατάλληλη ευκαιρία και φεύγει σε ένα κρυφό τόπο. Πηγαίνει συναντά τον Αθανάσιο και αξιώνεται να γίνει μοναχή. Αποσύρεται στην έρημο, στα βουνά της Κιλικίας, όπου κατοικεί σε μια σπηλιά. Εκεί την συντηρεί και την βοηθά από ψηλά ένα θεϊκό χέρι.
Ο δε Άγιος επίσκοπος Αθανάσιος, οδηγήθηκε στον Ουαλεριανό στην Ταρσό και επειδή δεν δέχτηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον ξάπλωσαν κάτω και του τσάκισαν τα κόκκαλα με ρόπαλα, του ξέσχισαν τις σάρκες και τέλος τον αποκεφάλισαν.
Οι πρόκριτοι κατάδωσαν στις αρχές και τους υπηρέτες της Ανθούσας τον Χαρίσιμο και τον Νεόφυτο, που έλαβαν μαζί της το θείο Βάπτισμα, και επειδή δεν δέχτηκαν κι αυτοί να θυσιάσουν στα είδωλα, τους έριξαν φυλακή. Μετά από επτά ημέρες τους οδηγούν πάλι σε ανάκριση κι επειδή δεν υπακούουν τους κρεμούν σε ένα ξύλο και με σιδερένιες χειράγρες τους ξεσχίζουν τα πλευρά και τέλος τους αποκεφαλίζουν.
Η μεγάλη και περίφημη Ανθούσα έζησε ευτυχισμένη στα βουνά που αγάπησε εκτελώντας τους ασκητικούς κόπους είκοσι τρία χρόνια, όπως λένε, τρώγοντας χόρτα κι ό,τι της έφερνε ο φύλακας άγγελός της. Όταν έμαθε με την βοήθεια της θείας Χάρης το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου, του Χαρισίμου και του Νεοφύτου, δόξασε τον Θεό που όλα τα οικονομεί σύμφωνα με το συμφέρον μας. Εκεί ο πονηρός της έστησε πολλές παγίδες, τελικά όμως αυτός νικήθηκε και κατατροπώθηκε. Κάποτε της παρουσιάστηκε σαν μοναχός και της λέγει, ‘’Σήκω κόρη, ας σταθούμε να προσευχηθούμε’’. Εκείνη όμως αντιλήφθηκε την απάτη του δαίμονος και με τις προσευχές της τον διέλυσε σαν καπνό και σαν χώμα τον διασκόρπισε.
Ενώ προσευχόταν κάποια νύχτα στην σπηλιά της, έγινε δυνατός σεισμός και εκείνη έντρομη έπεσε στη γη, τότε θείος άγγελος παρουσιάσθηκε και της λέγει, ‘’Μη φοβάσαι Ανθούσα, ωραία διάνυσες τον ασκητικό δρόμο, έλα λοιπόν, λάβε την ετοιμασμένη αμοιβή των κόπων σου και το στεφάνι της αφθαρσίας’’. Όταν τάκουσε αυτά η παρθένος, σηκώνεται να προσευχηθεί, στηρίχτηκε στην πέτρα, στην οποία συνήθιζε να ακουμπά όταν κοιμόταν, και παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο ειρηνικά.
Το πάναγνο κι αγιασμένο σώμα της έμεινε κρυμμένο από τη θεία Πρόνοια για αρκετά χρόνια μέσα στο σπήλαιο που ασκήτεψε.
Θεϊκά πληροφορείτε την κοίμησή της η ξακουστή ασκήτρια Πολυχρονία, που κι αυτή ασκήτευε στα ίδια βουνά κι αμέσως σηκώνεται και πηγαίνει στην σπηλιά. Από εκεί βγαίνει μια λεοπάρδαλη, πιάνει με τα δόντια της το κουρελιασμένο ράσο της και την οδηγεί στο εσωτερικό μπροστά στο σώμα της οσίας. Καθώς το βρήκε ζεστό σαν να είχε μόλις πεθάνει, κι αφού το κατασπάσθηκε πολλές φορές και το έπλυνε με τα δάκρυά της, τρέχει γρήγορα και συναντά τον ξακουστό ανάμεσα στους μοναχούς Αβράμιο3 και του διηγείται το γεγονός.
Αυτός πήρε τρεις αδελφούς κι έρχεται μαζί με την Πολυχρονία στη σπηλιά. Αφού έκανε ο,τι πρέπει, παραδίδει στη γη το ανθηρό σώμα της Ανθούσας και επιστρέφει στο κελλί του. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι άγγελος απ’ τον ουρανό του παραγγέλλνει να χτίσει ναό κοντά στη σπηλιά και να ιδρύσει μονή.
Αυτό γρήγορα το έκαμε, κι έγινε πηγή θαυμάτων για τους περιοίκους και όλους όσους είχαν ανάγκη.
Σεις άγιοι Μάρτυρες κι οσίες Μητέρες που απολαμβάνεται τις αμοιβές των κόπων σας και που έχετε μεγάλη παρρησία μπροστά στον Κύριο πρεσβεύσατε υπέρ πάντων ημών να μας δοθεί η ουράνια Βασιλεία και η απόλαυση των αιωνίων Αγαθών.
1. Ουαλεριανός αυτοκράτορας των Ρωμαίων, βασίλευσε από το 253 έως το 260. Διώκτης των Χριστιανών, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης που αιχμαλωτίστηκε, μετά τη μάχη της Έδεσσας το 260 μ.Χ. και δολοφονήθηκε, αφού βασανίστηκε και εξευτελίστηκε από τον Πέρση βασιλιά Σαπώρ.
2. Αθανάσιος επίσκοπος Ταρσού, βλ. BHG 181 – 182, τομ. 1, σελ. 68. Η μνήμη του εορτάζεται στις 22 Αυγούστου. (βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 915 – 916)
3. Ίσως εννοεί τον Όσιο Αβραάμη Επίσκοπο Καρρών της Μεσοποταμίας, ήταν αναχωρητής, για τον οποίο έγραψε ο Θεοδώρητος Κύρρου, έζησε κατά τα μέσα του τέταρτου και πέμπτου αιώνα και γεννήθηκε στην πόλη του Κύρρου. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ο Νέος, που επιθυμούσε να τον δει προσωπικά λόγω της αγιότητάς του, τον κάλεσε στην Βασιλεύουσα. Εκεί ο Όσιος Αβραάμης κοιμήθηκε ειρηνικά. Το τίμιο λείψανό του, με βασιλική προσταγή, το προέπεμψαν με μεγάλες τιμές στην πόλη των Καρρών, όπου και ενταφιάσθηκε. Εορτάζει στις 14 Φεβρουαρίου. Θεοδώρητος Κύρρου, Φιλόθεος Ιστορία ,τομ. 2, σελ. 34-51 (BHG 9, τομ. 1, σελ. 3-4 )
Κάρραι – Κάρρες, Χαρράν, Ελληνόπολη
Ιστορική αρχαία πόλη της Οσροηνής (= βόρειο τμήμα της Μεσοποταμίας). Κατά την Παλαιά Διαθήκη, στη Χαρράν έζησε ο Αβραάμ μέχρι τα 75 χρόνια του. Την εποχή των Ομεϋαδών γνώρισε μεγάλη ακμή και αποτέλεσε κέντρο μετάφρασης ελληνικών βιβλίων στην αραβική γλώσσα. Βρίσκεται 44 χλμ ΝΑ της πόλης Ούρφα -Şanlıurfa (η αρχαία Έδεσσα). Στον ελληνικό κόσμο ήταν γνωστή ως Κάρρες -Κάρραι, ενώ στα πρωτοχριστιανικά χρόνια ήταν γνωστή ως «Ελληνόπολις».
Θεοδόσιος Β΄ γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Νεώτερος ή Θεοδόσιος ο Καλλιγράφος, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 408 έως το 450. Ήταν εγγονός του Θεοδοσίου Α΄ και γιος του Αρκαδίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 29 Ιουλίου.
– Ο βίος της οσίας Ανθούσας (BHG 137a, τομ. 1, σελ.47 ) περιέχεται στο Μηνολόγιον, τομ.2, σελ.312-315. Η μνήμη της οσίας Ανθούσας εορτάζεται στις 22 Αυγούστου ( βλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, στ. 915 – 916 ) – Acta Sanctorum – vol 38– August part 4 (Aug 20-24) P. 499-504 – https://archive.org/stream/actasanctorum38unse#page/n529/mode/2up
– (Μητερικόν. Διηγήσεις και βίοι των αγίων μητέρων της ερήμου ασκητριών και οσίων γυναικών της ορθοδόξου εκκλησίας, Δημητρίου Γ. Τσάμη, Τόμος Β’, έκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, 1991, σελ. 136 – 143.)
Ο Θείος έρως – Η θεία τρέλλα
Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης
– Γέροντα, γιατί δεν αγαπώ τον Θεό όπως έναν άνθρωπο που αγαπώ πολύ και θέλω να είμαι κοντά του;Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης
– Αυτό έρχεται σιγά-σιγά μετά από αγώνα· αλλιώς θα έπιαναν φωτιά οι άνθρωποι και θα καίγονταν από την αγάπη του Θεού. Ενώ θα είχε γύρω τους κρύο, θα νόμιζαν ότι φλογίζονται και πολλοί θα έπαιρναν τα βουνά. Ένας στρατιώτης, εν καιρώ πολέμου, άφησε την μονάδα του και έφυγε στο βουνό. Είχε ανάψει τέτοια φλόγα στην καρδιά του που δεν μπορούσε να συγκρατηθή· ήθελε να πάη να προσευχηθή. Δεν υπολόγισε τίποτε. Πήγε, βρήκε μια σπηλιά, μπήκε μέσα και προσευχόταν! Όταν οι άλλοι στρατιώτες βγήκαν στις επιχειρήσεις, τον βρήκαν και τον έπιασαν. «Ανυπότακτος», είπαν. Τον κάλεσε μετά ο διοικητής σε ανάκριση. «Τί είναι αυτό που έκανες;», του λέει. «Καίγομαν, κύριε διοικητά, καίγομαν για τον Χριστό. Ξέρεις τί θα πη καίγομαν;»…
– Γέροντα, ο θείος έρως είναι η αγάπη για τον Θεό;
– Ο θείος έρως είναι κάτι ανώτερο από την αγάπη για τον Θεό· είναι τρέλλα. Αγάπη-έρως-τρέλλα, όπως φθόνος-μίσος-φόνος. Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθή, και ενώνεται με τον Θεό.
Ο θείος έρως λυγίζει τα σκληρά κόκκαλα και γίνονται τόσο μαλακά, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθή όρθιος, πέφτει κάτω! Γίνεται σαν την λαμπάδα που βρίσκεται σε θερμό χώρο και δεν μπορεί να σταθή όρθια· πότε λυγίζει από εδώ, πότε λυγίζει από εκεί. Την σιάζεις, αλλά πάλι λυγίζει, πάλι πέφτει, γιατί είναι θερμός ο χώρος, πολύ θερμός… Όταν κανείς βρίσκεται σ᾿ αυτήν την κατάσταση και πρέπη να πάη κάπου ή να κάνη κάποια δουλειά, δεν μπορεί· παλεύει, προσπαθεί να βγή από αυτήν την κατάσταση…
– Γέροντα, όταν βρίσκεται κανείς στην κατάσταση του θείου έρωτος, αν πονάη, το αισθάνεται;
– Ο πόνος, αν είναι πολύ δυνατός, μετριάζεται και γίνεται υποφερτός· αν είναι λίγος, χάνεται. Βλέπεις, όσοι είναι ερωτευμένοι, συνεπαίρνονται τελείως, ούτε ύπνος τους πιάνει. Μου έλεγε ένας μοναχός: «Γέροντα, ο αδελφός μου έχει ερωτευθή μια γύφτισσα, και ούτε να κοιμηθή μπορεί. Συνέχεια “Παρασκευούλα μου, Παρασκευούλα μου” λέει. Μάγια του έχουν κάνει; δεν ξέρω! Εγώ τόσα χρόνια καλόγερος, δεν αγαπώ την Παναγία ούτε όσο αγαπάει ο αδελφός μου αυτήν την γύφτισσα! Καθόλου να μη σκιρτάη η καρδιά μου!».
Δυστυχώς υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι που σκανδαλίζονται με την λέξη «θείος έρως». Δεν έχουν καταλάβει τί θα πη «θείος έρως» και θέλουν να βγάλουν την λέξη αυτή από τα Μηναία και από την Παρακλητική, γιατί λένε ότι σκανδαλίζει. Που φθάσαμε! Αντίθετα, οι κοσμικοί που έχουν ζήσει τον κοσμικό έρωτα, αν τους μιλήσης για θείο έρωτα, αμέσως λένε: «Κάτι ανώτερο θα είναι αυτό». Πόσα παιδιά που γνώρισαν τον κοσμικό έρωτα τα φέρνω αμέσως σε λογαριασμό, όταν τους μιλώ για τον θείο έρωτα! «Εσείς πέσατε κάτω καμμιά φορά από την αγάπη που νιώσατε; τα ρωτάω. Νιώσατε ποτέ εσείς έτσι που να μην μπορήτε να κουνηθήτε, να μην μπορήτε να κάνετε τίποτε;». Αμέσως καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι κάτι ανώτερο και συνεννοούμαστε. «Αν εμείς, λένε, από αυτό το κοσμικό κάτι νιώθουμε, φαντάσου τί θα είναι εκείνο το ουράνιο!».
– Να συναναστρέφεσαι με …παλαβούς, για να σού μεταδώσουν την τρέλλα τους την πνευματική! Θα εύχωμαι να σε δω …θεότρελλη! Αμήν.
Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα από την πνευματική τρέλλα, η οποία προέρχεται από τον θείο έρωτα. Φθάνει τότε ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα και δεν θέλει να σκέφτεται τίποτε εκτός από τον Θεό, τα θεία, τα πνευματικά, τα ουράνια. Ερωτευμένος πια θεϊκά, καίγεται εσωτερικά, γλυκά, και ξεσπάει εξωτερικά, παλαβά, μέσα στον θείο χώρο της σεμνότητος, δοξολογώντας σαν Άγγελος μέρα-νύχτα τον Θεό και Πλάστη του.
– Είναι έκστασις αυτό, Γέροντα;
– Ναι, είναι εκτός εαυτού τότε ο άνθρωπος, με την καλή έννοια. Αυτό είναι… «έκστηθι φρίττων ουρανέ»[1]!
Η θεία τρέλλα βγάζει τον άνθρωπο έξω από την έλξη της γης· τον ανεβάζει στον θρόνο του Θεού, και νιώθει πια ο άνθρωπος τον εαυτό του σαν το σκυλάκι στα πόδια του αφεντικού του και του γλείφει τα πόδια με χαρά και ευλάβεια.
[1] Από τον ειρμό της η´ωδής του κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου-Πάθη και Αρετές. Λόγοι Ε΄ σελ. 205-206 Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης
«Ξέρεις, πριν από οκτώ χρόνια καιγόταν η καρδιά μου από αγάπη για τον Χριστό τόσο πολύ, ώστε έλιωναν τα κόκαλά μου σαν λαμπάδες, σαν να ήμουν, δηλαδή, ολόκληρος μια πυρκαγιά.
Και καιγόμουν ολόκληρος για την αγάπη του Θεού.
Αφού μια φορά πήγαινα στις Καρυές και από το πλήθος αυτής της αγάπης του Χριστού διαλύθηκα και δεν μπορούσα να περπατήσω και έπεσα μπρούμυτα σε μια γωνιά εκεί στο δάσος και προσευχόμουν και έκλαιγα και παρακαλούσα τον Θεό να πάρει λίγο από επάνω μου αυτό το κύμα της χάριτος για να μπορέσω να πάω στη δουλειά μου.
Δεν μπορούσα να κάνω ούτε ένα βήμα, γιατί καιγόμουν ολόκληρος από την αγάπη του Χριστού.
Εδώ όμως και οκτώ χρόνια περίπου αυτό που αισθανόμουν για τον Θεό το αισθάνομαι για τον κόσμο και έχω μέσα στην καρδιά μου μεγάλο πόνο για τον κόσμο και δεν μπορώ, λιώνω, δεν μπορώ να διώξω κανένα άνθρωπο και μιλώντας με τους ανθρώπους και ωφελώντας τους ανθρώπους παίρνω πίσω αυτό το οποίο τους δίνω και μεταβάλλεται μέσα μου σε προσευχή, όπως ακριβώς τότε που ήμουν τελείως μόνος μου».
Απολυτίκιον Παναγιάς της Προυσιώτισσας Ήχος α’.
Της Ελλάδος απάσης συ προΐστασαι πρόμαχος και τερατουργός εξαισίων τη εκ Προύσσης εικόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, και
γαρ φωτίζεις εν τάχει τους τυφλούς δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας και
παραλύτους δε συσφίγγεις αγαθή. Κρημνών τε σώζεις και πάσης βλάβης τους
σοι προστρέχοντας. Δόξα τω σω ασπόρω τοκετώ, δοξα τω σε θαυμαστώσαντι,
δόξα το ενεργούντι δια σου τοιαύτα θαύματα.
Μεγαλυνάριον
Δεύτε την εικόνα την ιερά, της Προυσιωτίσσης, ασπαζόμεθα ευλαβώς, βρύουσαν παντοίων νόσων και πάσης βλάβης, ρώσιν δαψιλεστάτην και χάρην άφθονον.iconandlight.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου