Κλονισμενη πιστι – τσακισμενη ηθικη
«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)
Θὰ προσπαθήσω, ἀγαπητοί μου, ὅσο μπορῶ νὰ δώσω μιὰ ἐξήγησι στὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο μὲ λίγα λόγια.
* * *
⃝Ὁ Χριστὸς βρισκόταν μὲ τοὺς
τρεῖς πιὸ θερμοὺς καὶ ἀγαπημένους μαθητάς του ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ
ἔγινε ἡ ἔνδοξος Μεταμόρφωσίς του, τῆς ὁποίας τὴ μνήμη ἑορτάζουμε
στὶς 6 Αὐγούστου. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐκεῖνος ἦταν ἐκεῖ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς,
οἱ ἄλλοι ἐννέα μαθηταὶ ἔμειναν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ
μαζεύτηκε κόσμος καὶ κάποιος ταλαιπωρημένος πατέρας ἔφερε τὸ παιδί
του, ποὺ ἦταν ἄρρωστο βαρειά, καὶ τοὺς ζήτησε νὰ τὸ θεραπεύσουν.
Τὸ παιδὶ σεληνιαζόταν ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ματθ. 17,15)·
ἔπασχε δηλαδὴ ἀπὸ δαιμονικὲς προσβολὲς ποὺ συνδέονταν μὲ φάσεις τῆς
σελήνης. Αἰτία τοῦ κακοῦ βέβαια δὲν ἦταν ἡ σελήνη· τὶς δαιμονικὲς
κρίσεις τὶς προκαλοῦσε ὁ πονηρὸς σὲ συγκεκριμένες ἡμέρες, γιὰ νὰ
θεωρηθῇ ὡς αἰτία τῆς ταλαιπωρίας τοῦ παιδιοῦ ἡ σελήνη, τὸ δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ κατηγορῆται ὁ Θεός. Τὸ παιδὶ ἔπεφτε
κάτω, χτυπιόταν μὲ ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔβγαζε φωνὲς ἄγριες,
σπάραζε ὅπως τὸ ψάρι ὅταν τὸ βγάζῃ ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὑπέφερε
φοβερά.Ὁ πατέρας ὁπωσδήποτε θὰ τὸ πῆγε καὶ σὲ γιατρούς, μὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ κάνουν καλά· θὰ μεταχειρίσθηκε ἀσφαλῶς καὶ φάρμακα διάφορα, μὰ δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα· ἡ ἀσθένεια, ἢ μᾶλλον τὸ δαιμόνιο, δὲν ἐννοοῦσε νὰ φύγῃ. Ὁ σατανᾶς εἶχε στήσει καλὰ τὴ φωλιά του μέσα στὸ σῶμα ἐκεῖνο καί, λὲς καὶ ἦταν ἰδιοκτήτης, δὲν ἐννοοῦσε νὰ τ᾽ ἀφήσῃ. Ἀπελπισμένος μετὰ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ τὸ φέρῃ στὸ Χριστό. Βρίσκει τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ τοῦ θεραπεύσουν τὸ παιδί. Μὰ οὔτε καὶ οἱ ἀπόστολοι κατάφεραν νὰ νικήσουν τὸ δαιμόνιο. Ἡ ἀπελπισία τοῦ πατέρα κορυφώθηκε.
Πάνω στὴν ὥρα ἔρχεται ὁ Χριστός· καὶ τώρα ὅ,τι δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν οἱ γιατροὶ καὶ τὰ φάρμακα, ὅ,τι δὲν μπόρεσαν οὔτε οἱ ἀπόστολοι, θὰ τὸ κάνῃ ἐκεῖνος. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε ὁ παντοδύναμος γιατρός, ποὺ χωρὶς φάρμακα, χωρὶς κλινικὲς καὶ ἔξοδα, θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο πλήρως, ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνῃ τὴ θεραπεία ὁ Χριστὸς θέλει κάτι. Τί ζητάει; ὄχι χρήματα, οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο, ἀλλὰ τί· πίστι! Ὁ Χριστός μας εἶνε πλούσιος, γεμᾶτος δῶρα. Γιὰ νὰ πάρῃς ὅμως κάτι ἀπὸ τὰ δῶρα του, πρέπει ν᾽ ἁπλώσῃς κ᾽ ἐσὺ τὸ χέρι σου· καὶ «χέρι» εἶνε ἡ πίστι· μ᾽ αὐτὴν μποροῦμε νὰ πάρουμε ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Στὸν πατέρα τοῦ δαιμονιζομένου παιδιοῦ δὲν ὑπῆρχε δυστυχῶς δυνατὴ πίστι. Καὶ μόνο σ᾽ αὐτόν;
Οὔτε καὶ στοὺς παρισταμένους
ἐκεῖ ἀκροατάς. Ἀφήνω τοὺς ἄλλους, τοὺς ἐχθρούς, γραμματεῖς καὶ
φαρισαίους· αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν πίστευαν, ἀλλὰ ζητοῦσαν καὶ νὰ
δηλητηριάσουν ὅλους τοὺς ἄλλους, νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ
ὅτι ὁ Ναζωραῖος εἶνε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ· ζητοῦσαν νὰ ἐξοντώσουν τὸ
Χριστό.
Στὸ σύνολο λοιπὸν τοῦ πλήθους ἐκείνου, ποὺ εἶχε μαζευτῆ ἐκεῖ, δὲν ὑπῆρχε ἡ πίστι ποὺ ζητάει ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, βλέποντας τοὺς συγκεντρωμένους καὶ γνωρίζοντας τὸ φρόνημά τους, ὑψώνει φωνὴ καὶ τοὺς ἐλέγχει· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17). Πόσο δίκιο εἶχε! Τρία χρόνια δίδασκε, θαύματα πρωτάκουστα εἶχε δείξει, μὰ αὐτοὶ ἀκόμη δὲν τὸν πίστευαν πλήρως.
⃝ Μοῦ φαίνεται ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅτι, ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν πάλι σήμερα κ᾽ ἐπιθεωροῦσε τώρα τὴ δική μας ζωή, τὸν ἴδιο ἔλεγχο θὰ ἔκανε, τὰ ἴδια λόγια θὰ ἔλεγε. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα, ὅπως ἐκεῖνοι τότε, «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
Εἴμαστε ἄπιστοι. Δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Σὲ λίγες ψυχὲς τὸ καντήλι τῆς πίστεως διατηρεῖται ἀκόμη ἀναμμένο. Οἱ πολλοὶ πιστεύουν ὅ,τι ἐπιβάλλει ἡ κοινὴ γνώμη μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, ὅ,τι γράφουν οἱ ἐφημερίδες, ὄχι αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπικρατεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ πλάνη. Ἡ Ἐκκλησία, λένε, εἶνε ἄχρηστη, δὲν μᾶς χρειάζεται!… Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποὺ θὰ μᾶς κρίνῃ, μέλλουσα ζωή, παράδεισος, κόλασι. Ποιός τὴν εἶδε, σοῦ λένε, τὴν ψυχή; δὲν ὑπάρχει… Μὰ τότε τί ὑπάρχει; μόνο μιὰ κοιλιά, ποὺ πρέπει κάθε τόσο νὰ τὴ γεμίζουμε; Γι᾽ αὐτὸ καταντήσαμε σὰν τὰ ζῷα, ποὺ ὅταν φᾶνε τὸ σανό τους τότε μόνο μένουν εὐχαριστημένα. Θεός, σοῦ λένε, δὲν ὑπάρχει… Λοιπὸν τί ὑπάρχει; Τὸ χρῆμα· ἂς ἔχω ἐγὼ χρῆμα, σοῦ λέει, καὶ κάνω ὅ,τι θέλω… Πιστεύει δηλαδὴ στὸ χρῆμα, δὲν πιστεύει στὸ Θεό.
Οἱ ἰδέες αὐτὲς εἶνε σατανικές· μόλυναν τὴν πατρίδα, κλόνισαν τὴν πίστι τοῦ λαοῦ. Ποῦ εἶνε ἡ εὐλάβεια τῶν περασμένων γενεῶν, ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ προσευχή, ὁ ἐκκλησιασμός;… Ἀφήσαμε τοὺς κλέφτες καὶ μᾶς πῆραν τὴν «ψυχή», τὸ πολυτιμότερο πρᾶγμα ποὺ εἴχαμε, τὴν πίστι μας. Καὶ χωρὶς πίστι ὁ ἄνθρωπος βαδίζει σὰν τυφλὸς μέσ᾽ στὰ σκοτάδια…
Εἴμαστε καὶ διεστραμμένοι – διεφθαρμένοι. Ἀφοῦ χάσαμε τὴν πίστι, ἑπόμενο ἦταν νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἠθική μας. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὰ μάτια του χάνει καὶ τὸ δρόμο του. Ὤ πόσο ἄλλαξε ἡ κοινωνία μας! Διαφθορὰ στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὴν ἀγορά, στὴ ζωή. Διαφθορὰ σὲ ἄντρες – γυναῖκες, γέρους – νέους, ἀκόμα καὶ σὲ μικρὰ παιδιά· ἀκοῦς μικρὸ παιδὶ καὶ βαστημάῃ τὰ θεῖα! βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴ σέβωνται τοὺς μεγαλυτέρους. Ἡ γυναίκα ἀτιμάζει τὸν ἄντρα της, ὁ ἄντρας ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του, ἀλλάζουν σύζυγο ὅπως ἀλλάζουν ἔνδυμα. Ὁ ἕνας ζητάει νὰ ἐξοντώσῃ τὸν ἄλλο. Ἀλήθεια μὴν περιμένεις· ζοῦμε μέσα στὸ ψέμα.
Πρὸ ἡμερῶν κάποιος δικαστικὸς μοῦ ἔλεγε μὲ θλῖψι· –Πρέπει νὰ κλείσουν τὰ δικαστήρια. –Γιατί; τὸν ἐρωτῶ. –Δὲν λένε ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι· ἀπὸ τοὺς 100 ποὺ καταθέτουν ζήτημα ἂν οἱ 10 ἀληθεύουν, οἱ ἄλλοι ψεύδονται… Ἐκεῖ φτάσαμε· ἁπλώνει ὁ ἄλλος φαρδὺ – πλατὺ τὸ χέρι του ἐπάνω στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνει ψεύτικο ὅρκο.
Ὀσμὴ ἀποσυνθέσεως! Ἀπὸ τοὺς 100 νέους οἱ 75 ἔχουν μολυνθῆ· τοὺς σάπισε ἡ ἁμαρτία. Ἡ οἰκογένεια διαλύεται· οἱ μητροπόλεις ὑπογράφουν καθημερινῶς διαζύγια καὶ οἱ δικηγόροι ἔχουν χρυσὲς δουλειές· ζεύγη ἀστεφάνωτα ὑπάρχουν σὲ κάθε μέρος. «Καλλιτέχνιδες» τρέχουν τὴ νύχτα ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ ἀπὸ κέντρο σὲ κέντρο, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἀκαθαρσίας.
Ἄχ! κάποτε ἡ πατρίδα μας ἦταν μία ἀμόλυντη παρθένος, ἕνα δέντρο ποὺ ὕψωνε ὁλόισια τὴν κορυφή του στὸν οὐρανό· τώρα μολύνθηκε, ὁ κορμός του στράβωσε, τὰ κλαδιά του γύρισαν πρὸς τὰ κάτω, εἶνε σκυμμένα πάνω στὴν κοπριὰ τῆς ἁμαρτίας…
⃝ Εἴμαστε λοιπὸν μία «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο νὰ τὸ ὁμολογοῦμε· πρέπει καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ πιστὴ καὶ καθαρή, ὅπως ἦταν οἱ προπάτορές μας. Ὁ ἄρρωστος δὲν ἀρκεῖ νὰ παραδέχεται ὅτι εἶνε ἄρρωστος· πρέπει καὶ νὰ τρέξῃ στὸ γιατρό, νὰ πάρῃ φάρμακα, νὰ ἐφαρμόσῃ τὴν δίαιτα, γιὰ νὰ γίνῃ καλά.
Στὸ σύνολο λοιπὸν τοῦ πλήθους ἐκείνου, ποὺ εἶχε μαζευτῆ ἐκεῖ, δὲν ὑπῆρχε ἡ πίστι ποὺ ζητάει ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, βλέποντας τοὺς συγκεντρωμένους καὶ γνωρίζοντας τὸ φρόνημά τους, ὑψώνει φωνὴ καὶ τοὺς ἐλέγχει· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17). Πόσο δίκιο εἶχε! Τρία χρόνια δίδασκε, θαύματα πρωτάκουστα εἶχε δείξει, μὰ αὐτοὶ ἀκόμη δὲν τὸν πίστευαν πλήρως.
⃝ Μοῦ φαίνεται ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅτι, ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν πάλι σήμερα κ᾽ ἐπιθεωροῦσε τώρα τὴ δική μας ζωή, τὸν ἴδιο ἔλεγχο θὰ ἔκανε, τὰ ἴδια λόγια θὰ ἔλεγε. Εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα, ὅπως ἐκεῖνοι τότε, «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
Εἴμαστε ἄπιστοι. Δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Σὲ λίγες ψυχὲς τὸ καντήλι τῆς πίστεως διατηρεῖται ἀκόμη ἀναμμένο. Οἱ πολλοὶ πιστεύουν ὅ,τι ἐπιβάλλει ἡ κοινὴ γνώμη μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, ὅ,τι γράφουν οἱ ἐφημερίδες, ὄχι αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπικρατεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ πλάνη. Ἡ Ἐκκλησία, λένε, εἶνε ἄχρηστη, δὲν μᾶς χρειάζεται!… Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ποὺ θὰ μᾶς κρίνῃ, μέλλουσα ζωή, παράδεισος, κόλασι. Ποιός τὴν εἶδε, σοῦ λένε, τὴν ψυχή; δὲν ὑπάρχει… Μὰ τότε τί ὑπάρχει; μόνο μιὰ κοιλιά, ποὺ πρέπει κάθε τόσο νὰ τὴ γεμίζουμε; Γι᾽ αὐτὸ καταντήσαμε σὰν τὰ ζῷα, ποὺ ὅταν φᾶνε τὸ σανό τους τότε μόνο μένουν εὐχαριστημένα. Θεός, σοῦ λένε, δὲν ὑπάρχει… Λοιπὸν τί ὑπάρχει; Τὸ χρῆμα· ἂς ἔχω ἐγὼ χρῆμα, σοῦ λέει, καὶ κάνω ὅ,τι θέλω… Πιστεύει δηλαδὴ στὸ χρῆμα, δὲν πιστεύει στὸ Θεό.
Οἱ ἰδέες αὐτὲς εἶνε σατανικές· μόλυναν τὴν πατρίδα, κλόνισαν τὴν πίστι τοῦ λαοῦ. Ποῦ εἶνε ἡ εὐλάβεια τῶν περασμένων γενεῶν, ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ προσευχή, ὁ ἐκκλησιασμός;… Ἀφήσαμε τοὺς κλέφτες καὶ μᾶς πῆραν τὴν «ψυχή», τὸ πολυτιμότερο πρᾶγμα ποὺ εἴχαμε, τὴν πίστι μας. Καὶ χωρὶς πίστι ὁ ἄνθρωπος βαδίζει σὰν τυφλὸς μέσ᾽ στὰ σκοτάδια…
Εἴμαστε καὶ διεστραμμένοι – διεφθαρμένοι. Ἀφοῦ χάσαμε τὴν πίστι, ἑπόμενο ἦταν νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἠθική μας. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὰ μάτια του χάνει καὶ τὸ δρόμο του. Ὤ πόσο ἄλλαξε ἡ κοινωνία μας! Διαφθορὰ στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὴν ἀγορά, στὴ ζωή. Διαφθορὰ σὲ ἄντρες – γυναῖκες, γέρους – νέους, ἀκόμα καὶ σὲ μικρὰ παιδιά· ἀκοῦς μικρὸ παιδὶ καὶ βαστημάῃ τὰ θεῖα! βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴ σέβωνται τοὺς μεγαλυτέρους. Ἡ γυναίκα ἀτιμάζει τὸν ἄντρα της, ὁ ἄντρας ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του, ἀλλάζουν σύζυγο ὅπως ἀλλάζουν ἔνδυμα. Ὁ ἕνας ζητάει νὰ ἐξοντώσῃ τὸν ἄλλο. Ἀλήθεια μὴν περιμένεις· ζοῦμε μέσα στὸ ψέμα.
Πρὸ ἡμερῶν κάποιος δικαστικὸς μοῦ ἔλεγε μὲ θλῖψι· –Πρέπει νὰ κλείσουν τὰ δικαστήρια. –Γιατί; τὸν ἐρωτῶ. –Δὲν λένε ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι· ἀπὸ τοὺς 100 ποὺ καταθέτουν ζήτημα ἂν οἱ 10 ἀληθεύουν, οἱ ἄλλοι ψεύδονται… Ἐκεῖ φτάσαμε· ἁπλώνει ὁ ἄλλος φαρδὺ – πλατὺ τὸ χέρι του ἐπάνω στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνει ψεύτικο ὅρκο.
Ὀσμὴ ἀποσυνθέσεως! Ἀπὸ τοὺς 100 νέους οἱ 75 ἔχουν μολυνθῆ· τοὺς σάπισε ἡ ἁμαρτία. Ἡ οἰκογένεια διαλύεται· οἱ μητροπόλεις ὑπογράφουν καθημερινῶς διαζύγια καὶ οἱ δικηγόροι ἔχουν χρυσὲς δουλειές· ζεύγη ἀστεφάνωτα ὑπάρχουν σὲ κάθε μέρος. «Καλλιτέχνιδες» τρέχουν τὴ νύχτα ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ ἀπὸ κέντρο σὲ κέντρο, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἀκαθαρσίας.
Ἄχ! κάποτε ἡ πατρίδα μας ἦταν μία ἀμόλυντη παρθένος, ἕνα δέντρο ποὺ ὕψωνε ὁλόισια τὴν κορυφή του στὸν οὐρανό· τώρα μολύνθηκε, ὁ κορμός του στράβωσε, τὰ κλαδιά του γύρισαν πρὸς τὰ κάτω, εἶνε σκυμμένα πάνω στὴν κοπριὰ τῆς ἁμαρτίας…
⃝ Εἴμαστε λοιπὸν μία «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο νὰ τὸ ὁμολογοῦμε· πρέπει καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ πιστὴ καὶ καθαρή, ὅπως ἦταν οἱ προπάτορές μας. Ὁ ἄρρωστος δὲν ἀρκεῖ νὰ παραδέχεται ὅτι εἶνε ἄρρωστος· πρέπει καὶ νὰ τρέξῃ στὸ γιατρό, νὰ πάρῃ φάρμακα, νὰ ἐφαρμόσῃ τὴν δίαιτα, γιὰ νὰ γίνῃ καλά.
* * *
Ἐμεῖς τί νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου;
Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται εἶνε, νὰ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς στὶς φωνὲς τῆς ἀπιστίας. Μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ εἶνε σὰν τοὺς δαιμονισμένους· ἔχουν ῥίξει τὸν ἑαυτό τους στὴ φωτιὰ τοῦ διαβόλου, καὶ θέλουν νὰ ῥίξουν καὶ ἄλλους ἐκεῖ.
Ἔπειτα πρέπει νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό, νὰ γονατίσουμε μπροστά του ὅπως ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ καὶ μὲ πίστι καὶ πόνο νὰ τοῦ ποῦμε· Κύριε, ἁμαρτήσαμε, σ᾽ ἐγκαταλείψαμε. Ἀφήσαμε τὴν ἁγία σου Ἐκκλησία καὶ τρέξαμε ἐκεῖ ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ τὰ ἀπατηλὰ τραγούδια του ὁ σατανᾶς. Καὶ δές μας ποῦ καταντήσαμε· χάσαμε τὴ μεγάλη κληρονομιὰ τῶν πατέρων μας· καὶ τώρα, χωρὶς πίστι, χωρὶς ἠθική, σὰν τυφλοὶ καὶ ψωμοζῆτες, γυρίζουμε ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἀλλὰ ἤδη μετανοοῦμε. Θέλουμε νὰ ζήσουμε ὅπως οἱ πατέρες μας. Δός μας, σὲ παρακαλοῦμε, τὴν πίστι τὴ μεγάλη. Μόνο μ᾽ αὐτὴν μποροῦμε νὰ τινάξουμε στὸν ἀέρα τὰ κάστρα τοῦ διαβόλου, νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἐλεύθεροι θὰ βαδίσουμε τὸν ὡραῖο δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ εὐσεβής, ὑπόδειγμα στὸν κόσμο. Χριστέ, βοήθησέ μας γιὰ νὰ ξημερώσῃ πάλι μεγάλη ἡμέρα στὸ ἔθνος μας. Δός μας, Κύριε, πίστι ν᾽ ἀνορθωθοῦμε!
Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται εἶνε, νὰ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς στὶς φωνὲς τῆς ἀπιστίας. Μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ εἶνε σὰν τοὺς δαιμονισμένους· ἔχουν ῥίξει τὸν ἑαυτό τους στὴ φωτιὰ τοῦ διαβόλου, καὶ θέλουν νὰ ῥίξουν καὶ ἄλλους ἐκεῖ.
Ἔπειτα πρέπει νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό, νὰ γονατίσουμε μπροστά του ὅπως ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ καὶ μὲ πίστι καὶ πόνο νὰ τοῦ ποῦμε· Κύριε, ἁμαρτήσαμε, σ᾽ ἐγκαταλείψαμε. Ἀφήσαμε τὴν ἁγία σου Ἐκκλησία καὶ τρέξαμε ἐκεῖ ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ τὰ ἀπατηλὰ τραγούδια του ὁ σατανᾶς. Καὶ δές μας ποῦ καταντήσαμε· χάσαμε τὴ μεγάλη κληρονομιὰ τῶν πατέρων μας· καὶ τώρα, χωρὶς πίστι, χωρὶς ἠθική, σὰν τυφλοὶ καὶ ψωμοζῆτες, γυρίζουμε ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἀλλὰ ἤδη μετανοοῦμε. Θέλουμε νὰ ζήσουμε ὅπως οἱ πατέρες μας. Δός μας, σὲ παρακαλοῦμε, τὴν πίστι τὴ μεγάλη. Μόνο μ᾽ αὐτὴν μποροῦμε νὰ τινάξουμε στὸν ἀέρα τὰ κάστρα τοῦ διαβόλου, νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἐχθροῦ, καὶ ἐλεύθεροι θὰ βαδίσουμε τὸν ὡραῖο δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ εὐσεβής, ὑπόδειγμα στὸν κόσμο. Χριστέ, βοήθησέ μας γιὰ νὰ ξημερώσῃ πάλι μεγάλη ἡμέρα στὸ ἔθνος μας. Δός μας, Κύριε, πίστι ν᾽ ἀνορθωθοῦμε!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε
σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ
πιθανῶς τὴν 1-8-1939. Ἀνάγνωσις, στοιχειοθεσία, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα
καὶ μικρὴ ἀναπλήρωσις 18-7-2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου