Μια ασυνήθιστη εγκεφαλίτιδα
Η μέλλουσα οσιομάρτυς Μαρία (κατά κόσμον Λυδία Λελιάνοβα) ολοκλήρωνε ήδη τις εγκύκλιες σπουδές της, όταν ξαφνικά πριν από τις απολυτήριες εξετάσεις αρρώστησε από εγκεφαλίτιδα. Η ασθένεια είχε άμεσες και βαριές παρενέργειες και εξελίχθηκε σε νόσο Πάρκινσον, ρευματισμό και ουρική αρθρίτιδα. Στις απολυτήριες εξετάσεις συμμετείχε με αναπηρικό καροτσάκι.
Οι γονείς της, ιδιοκτήτες φάμπρικας στην Αγία Πετρούπολη, κάλεσαν επανειλημμένα καθηγητές ιατρικής από τη Ρωσία και το εξωτερικό για την κόρη τους και ακολούθησαν όλες τις δαπανηρές θεραπείες που τους σύστηναν. Όμως, η κατάσταση της υγείας της Λυδίας χειροτέρευε: τα χέρια και τα πόδια της ξεραίνονταν, το σώμα της μίκρυνε, λες και συρρικνώθηκε. Μόνο το πρόσωπό της παρέμενε «εύσχημο και φωτεινό». Το 1912, η κατάστασή της χειροτέρευσε πολύ: πονούσε αφόρητα με την παραμικρή κίνηση και με το πιο απλό άγγιγμα.
Οι γιατροί μιλούσαν για ασυνήθιστη εξέλιξη της ασθένειας: οι άνθρωποι με παρόμοιες ασθένειες πάσχουν όχι μόνο από μυϊκή ατροφία και βλάβη του νευρικού συστήματος. Καταστρέφεται ο εγκέφαλος και γενικώς αλλοιώνεται η προσωπικότητά τους.
Ωστόσο, όλες οι νοητικές και συναισθηματικές ποιότητες της Λυδίας διατηρούνταν ανεπηρέαστες. Το γεγονός αυτό το διαπίστωναν με έκπληξη οι καθηγητές ιατρικής που την παρακολουθούσαν, και οι οικείοι της μιλούσαν για την «ενέργεια της Πρόνοιας του Θεού».
Οι γιατροί συμβούλευσαν στην οικογένεια της Λυδίας να μετακομίσουν στη Γκάτσινα. Οπότε, το 1913, η Λυδία άλλαξε τόπο διαμονής.
«Η μοναχή Μαρία εμφάνισε χαρακτηριστικά προσωπικότητας και χαρακτήρα ασυνήθιστα για αυτήν την ασθένεια»
Ο Ιερός Ναός της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου, μετόχι της Ιεράς Μονής της Παναγίας της πόλης Πιατιγκόρσκ. Φωτογραφία: στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ο αιώνα, από την ιστοσελίδα https://russian-church.ru/
Ο Ιερός Ναός της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου, μετόχι της Ιεράς Μονής της Παναγίας της πόλης Πιατιγκόρσκ. Φωτογραφία: στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ο αιώνα, από την ιστοσελίδα https://russian-church.ru/
Πέρασαν εννιά χρόνια. Οι γονείς της Λυδίας έχουν πεθάνει και μαζί της έμεινε μόνο η μικρότερη αδελφή της, η Ιουλία. Ωστόσο, στα χρόνια της παραμονής τους στη Γκάτσινα, πολλοί έμαθαν για την θαυμαστή ασθενή, η οποία αν και υπομένει βαριά αρρώστια και δεν μπορεί να κουνηθεί καθόλου, δεν παύει να είναι τρυφερή, πρόσχαρη και αγαθή. Η Λυδία είχε παράλυτους σχεδόν όλους τους μύες της, ακόμα και του προσώπου. Όμως, διατηρούσε την ικανότητα της ομιλίας μέχρι το τέλος. Πρόφερε τις λέξεις πολύ αργά και μια-μια, με μεγάλη προσπάθεια, όμως, μπορούσες να την καταλάβεις.
Οι πιστές κυρίες της Γκάτσινα επισκέπτονταν συχνά το σπίτι των κοριτσιών για να προσφέρουν βοήθεια στην φροντίδα της ασθενούς. Ορισμένες από αυτές εγκαταστάθηκαν αργότερα στο σπίτι τους. Δεν τους τρόμαζε η θέα ενός συρρικνωμένου σώματος μιας βαριάς ανάπηρης. Ιερείς επισκέπτονταν τη Λυδία για εξομολόγηση και μετάληψη, τελούσαν δεήσεις «για ενδυνάμωση στο κουβάλημα του σταυρού», και στη συνέχεια συνομιλούσαν για πολλή ώρα μαζί της.
Και σιγά-σιγά, γύρω από την ανάπηρη κοπέλα σχηματίστηκε μια κοινότητα πιστών γυναικών που ανήκαν σε διάφορες τάξεις. Αυτές βοηθούσαν στα πάντα, έψελναν στις σπιτικές προσευχές, σιγά-σιγά σχημάτισαν πραγματική εκκλησιαστική χορωδία που συμμετείχε στις ιερές ακολουθίες στους ναούς της Γκάτσινα.
Ο ιερέας Μιχαήλ Πόλσκι που μελέτησε αργότερα τα γεγονότα από τη ζωή της μοναχής Μαρίας, βεβαιώνει:
Η κουρά ως απάντηση στο θέλημα του Θεού
Η χριστιανική αντίληψη της ασθένειας ως θελήματος του Θεού δίδαξε στη Λυδία τη βαθιά προσευχή. Είναι άγνωστο πώς στην ψυχή της γεννήθηκε η σκέψη για μοναχισμό. Και χωρίς το σχήμα βασανιζόταν και μαρτυρούσε και ήταν φανερό ότι δε θα παντρευόταν.
Την κουρά της Λυδίας την ευλόγησε ο Μητροπολίτης Βενιαμίν (Καζάνσκι), ιερομάρτυρας, πολύ γνωστός, εκείνο τον καιρό στην Αγία Πετρούπολη, «παππούλης» και υπερασπιστής των φτωχών και δίκαιος.
Η μοναχική κουρά της Λυδίας έγινε το 1922, στη Γκάτσινα, στο μετόχι της Ιεράς Μονής της Παναγίας της πόλης Πιατιγκόρσκ, στον Ιερό Ναό της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου. Μια αδελφή από τον κύκλο των γυναικών που δημιουργήθηκε γύρω από την μοναχή Μαρία, η Άννα του Αλεξίου Επάντσινα έγραφε για το γεγονός: «Θυμάμαι, είχε πολλούς ιεράρχες, ιερείς και διακόνους από την Αγία Πετρούπολη, <…> τα πάντα απέπνεαν μεγαλοπρέπεια, ο τεράστιος μοναστηριακός ναός ήταν γεμάτος».
Εκείνοι που μπόρεσαν να μπουν στο ναό, με τρεμάμενη την καρδία, παρακολουθούσαν τον Αρχιμανδρίτη της Λαύρας του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Μακάριο (Βοσκρεσένσκι) να κείρει μοναχή τη Λυδία, καθηλωμένη στο κρεβάτι, και να γίνεται Μαρία.
Με τη βοήθεια του Θεού τα χρόνια υπομονής μπροστά στη βαριά αρρώστια έκαναν τη μοναχή Μαρία ικανή να παρηγορεί άλλους ανθρώπους. Κάθε μέρα στο σπίτι της σχηματίζονταν ουρές από ανθρώπους διάφορων επαγγελμάτων, τάξεων, βιοτικού επιπέδου και θρησκευτικών πεποιθήσεων. Έρχονταν ιερείς και επίσκοποι, πολλοί από τους οποίους αργότερα έγιναν μάρτυρες και ομολογητές. Η μοναχή Μαρία καλούσε όλους τους ιερείς να υπερασπίζονται την πίστη και την Εκκλησία του Χριστού, χωρίς να ταλαντεύονται, και να μην μπαίνουν σε πονηρούς συμβιβασμούς.
Οι επισκέπτες της Γκάτσινα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς από την ερώτηση που έκαναν: πού να βρω τη μοναχή Μαρία; Οποιοσδήποτε από τους ντόπιους ήξερε τη διεύθυνσή της και έδινε τις κατάλληλες οδηγίες.
Πολλοί έφερναν στη μοναχή Μαρία χρήματα, τρόφιμα, και αυτή πάραυτα έδινε εντολές αυτά να δίνονται σε εκείνους που είχαν ανάγκη, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και αριστοκράτες που είχαν χάσει τα πάντα, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν στρατηγοί και μέλη των οικογενειών τους.
Όταν η θλίψη είναι προς βοήθεια
Ο καθηγητής Ιβάν του Μιχαήλ Αντρέεβ μιλούσε για επισκέπτες της μοναχής Μαρίας: «Ήταν ένας νεαρός που ενώ θλιβόταν, μετά τη σύλληψη και την εξορία του πατέρα του ιερέα (ήδη κατά τη διάρκεια των διωγμών), βγήκε από τη μοναχή Μαρία με χαρούμενο χαμόγελο, αποφασισμένος και ο ίδιος να λάβει το σχήμα του διακόνου. Η θλίψη μιας άλλης νεαρής γυναίκας μετατράπηκε σε ιλαρή χαρά και αποφάσισε και αυτή να γίνει μοναχή. Ένας ηλικιωμένος άντρας πάλι, που είχε πολύ μεγάλη θλίψη για το θάνατο του γιου του, βγήκε από τη μητερούλα αγέρωχος και ενθαρρυμένος. Μια ακόμα ηλικιωμένη γυναίκα ενώ μπήκε κλαίγοντας, βγήκε ήρεμη και δυνατή».
Και όταν ο ίδιος ο καθηγητής, το Μάρτιο του 1927, παραπονέθηκε στη μοναχή Μαρία για το αίσθημα βαθιάς θλίψης που τον βασάνιζε βδομάδες ολόκληρες, αυτή απάντησε:
«Η θλίψη σας είναι πνευματικός σταυρός. Δίδεται σε αυτούς που μετανοούν, αλλά δεν ξέρουν να το κάνουν καλά, δηλαδή, μετά τη μετάνοια πέφτουν στις ίδιες αμαρτίες…
Γι΄ αυτό, υπάρχουν μόνο δύο φάρμακα που θεραπεύουν αυτό το ψυχικό βάσανο που καμιά φορά γίνεται άκρως βαρύ: ή πρέπει να μάθουν να μετανοούν και να έχουν τους καρπούς της μετανοίας ή με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή και μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Κύριο να κουβαλάνε αυτόν τον πνευματικό σταυρό, τη θλίψη τους, και να θυμούνται ότι ο σταυρός αυτός λογίζεται από τον Κύριο ως καρπός μετανοίας… Αλλά πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι να συνειδητοποιείς ότι η θλίψη σου είναι… η ασυνείδητη αυτοτιμωρία για την έλλειψη των απαιτούμενων καρπών… Αυτή η σκέψη πρέπει να οδηγεί σε κατάνυξη, και τότε η θλίψη σιγά-σιγά θα λιώσει και θα έρθουν οι αληθινοί καρποί της μετανοίας…»
Αργότερα, ο καθηγητής διηγούταν: «Με αυτά τα λόγια της μοναχής Μαρίας ένιωσα λες και κάποιος έκανε εγχείρηση στην ψυχή μου και μου αφαίρεσε έναν πνευματικό όγκο… Βγήκα από κει άλλος άνθρωπος».
Ο Μητροπολίτης Πετρογκράντ Βενιαμίν, πριν τη σύλληψη και το μαρτυρικό του θάνατο, πρόλαβε και επισκέφτηκε τη μοναχή Μαρία. Της άφησε τη φωτογραφία του για ανάμνηση με υπογραφή: «Στην πολυσέβαστη και πολύπαθη μητερούλα Μαρία που παρηγόρησε, ανάμεσα σε πολλούς θλιμμένους, και εμένα τον αμαρτωλό».
Υπό κράτηση
Στις αρχές του 1932, υπάλληλοι της Κρατικής Πολιτικής Διεύθυνσης (ΚΠΔ) του Λένινγκραντ έγραφαν: «Το μετόχι της Αγίας Σκέπης της Ιεράς Μονής του Πιατιγκόρσκ (Στη Γάτσινα – Συντ.)» ουσιαστικά συνέχιζε να υφίσταται μέχρι τέλους. Οι μοναχές που συνέχιζαν να διαμένουν στα κτίρια του παραπάνω μετοχιού, δεν άλλαξαν σε τίποτα, ούτε την πνευματική ούτε και την καθημερινή τους ζωή».
«Οι μοναχές του καταργημένου μετοχιού … ομαδοποιούνται πνευματικά γύρω από τη λεγόμενη μητέρα Μαρία που πάσχει για είκοσι χρόνια από ρευματισμό και ουρική αρθρίτιδα σε τόσο προχωρημένο στάδιο ώστε η άρρωστη να βρίσκεται αναγκαστικά σε οριζόντια θέση καθ΄ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της… Την επισκέπτονται μεγάλα πλήθη όχι μόνο από τους κατοίκους της πόλης, αλλά και αγρότες και επισκέπτες από διάφορα μέρη με σκοπό να ακούσουν από εκείνη συμβουλές για το πώς να ενεργούν μπροστά στη μια ή στην άλλη δυσχέρεια που τους βρίσκει…».
Η μοναχή Μαρία μαζί με την αδελφή της Ιουλία συνελήφθησαν, στις 19 Φεβρουαρίου του 1932. Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος: δύο υπάλληλοι της ΚΠΔ πλησίασαν το κρεβάτι της μοναχής Μαρίας και, κρατώντας την από τα χέρια της πισθάγκωνα, την έσερναν στο πάτωμα.
Κατέβασαν την άρρωστη μοναχή, σέρνοντάς την στις σκάλες από το δεύτερο όροφο, χωρίς να δίνουν σημασία στις κραυγές και τα βογκητά της από τους δυνατούς πόνους. Μετά, κρατώντας την από τα χέρια και τα πόδια, με κινήσεις αιώρας, την έριξαν στην καρότσα του φορτηγού.
Όμως, δεν ήταν βολικό να κρατούν στη φυλακή μια ασθενή μοναχή. Οπότε, μετέφεραν την μοναχή Μαρία στο νοσοκομείο της φυλακής. Σε ερωτήσεις του ανακριτή που εμφανίστηκε αμέσως μπροστά της, η μοναχή απαντούσε ήρεμα και με σιγουριά: «Θεωρώ ότι ο Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγκορόντσκι – Συντ.) χωρίς λόγο έδωσε την εντολή να προσευχόμαστε για τη σοβιετική εξουσία. Δεν χρειάζεται τις προσευχές μας. Ας προσεύχεται για αυτήν όποιος θέλει…».
Ο ανακριτής, όταν ρώτησε τους μάρτυρες, αυτοί με μια φωνή υποστήριζαν ότι στην πόλη και στα περίχωρα όλοι θεωρούν τη μοναχή Μαρία άγιο άνθρωπο που προικίστηκε από τον Θεό με το χάρισμα της προορατικότητας.
Δίπλα στην Αγία Ξένια της Αγίας Πετρούπολης
Στις 22 Μαρτίου του 1932, η μοναχή Μαρία καταδικάστηκε με στέρηση «του δικαιώματος διαμονής, για διάστημα τριών χρόνων, στις Περιφέρειες της Μόσχας, του Λένινγκραντ, του Χαρκόβου, του Κιέβου, της Οδησσού, του Βορείου Καύκασου, του Νταγκεστάν, του Καζάν, της Τσιτά, του Ιρκούτσκ, του Χαμπάροβσκ, της Τασκένδης, της Τιφλίδας, του Ομσκ, στα Ουράλια και στις όμορες περιοχές … κάνοντας δήλωση του τόπου διαμονής που έχει επιλέξει».
Αυτή η «ήπια καταδίκη» πλέον δεν είχε σημασία: η μοναχή Μαρία, βασανισμένη από τη σύλληψη, τις ανακρίσεις και την ασθένειά της, εκδήμησε στις 17 Απριλίου του 1932 στο νοσοκομείο της φυλακής στην πόλη Πετρογκράντ. Την κήδευσαν στο νεκροταφείο Σμολένσκοε.
Αμέσως μετά το μαρτυρικό θάνατο της μοναχής Μαρίας, ο τάφος της κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Ξένιας της Αγίας Πετρούπολης έγινε τόπος αδιάκοπου προσκυνήματος εκ μέρους των πιστών. Εδώ τελούνταν μνημόσυνα, προσκυνούσαν το σταυρό, έπαιρναν χώμα από τον τάφο.
Το 1981, η μοναχή Μαρία κατατάχτηκε στη χορεία των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας στην Υπερόριο Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μετά από 25 χρόνια, στις 17 Ιουλίου του 2006, έγινε η αγιοκατάταξή της και στη Ρωσία.
Στις 26 Μαρτίου του 2007, στο νεκροταφείο Σμολένσκοε της Αγίας Πετρούπολης έγινε η εύρεση των αγίων λειψάνων της μάρτυρος Μαρίας της Γκάτσινα. Αυτά μεταφέρθηκαν μεγαλοπρεπώς στον Ιερό Ναό του Αγίου Αποστόλου Παύλου στη Γκάτσινα, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα. Στην Αγία Μαρία της Γκάτσινα απευθύνονται για βοήθεια σε περιπτώσεις βαριάς αρρώστιας, αρρώστιας των παιδιών και των οικείων.
Για τη προετοιμασία του άρθρου χρησιμοποιήθηκε το βιβλίο:
«Βίοι των νεομαρτύρων και ομολογητών της Ρωσίας του 20ου αιώνα. Συντάκτης: Ηγούμενος Δαμασκηνός (Ορλόβσκι). Απρίλιος» Τβερ, 2006. Σελ.27-32. (Δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά - ΣτΜ) (Ρωσ.: «Жития новомучеников и исповедников Российских ХХ века. Составленные игуменом Дамаскиным (Орловским). Апрель» Тверь, 2006. С. 27-32).
Ξένια Οραμπέϊ
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
miloserdie.ru
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου