Συναξάριον.
Τὴν ΙΑ΄(11ῃ) τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Εὔπλου τοῦ Διακόνου ἐκ Κατάνης τῆς Σικελίας. (304)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται. (428)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Διήγησις περὶ τῆς ἀχειροποιήτου Εἰκόνος τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ἁγίων μαρτύρων Σουζάνας/Σουσάνας παρθενομάρτυρος καὶ τῶν μετ’ αὐτῆς μαρτύρων, Γαΐου ἐπισκόπου Ῥώμης, θείου αὐτῆς, Γαβίνου πρεσβυτέρου, πατρὸς αὐτῆς, Μαξίμου καὶ Κλαυδιου, ἐν Ῥώμῃ τελειωθέντων (3ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Νεοφύτου, Ζήνωνος, Δαΐου, Μάρκου, Μακαρίου καὶ Δαϊανοῦ, διὰ πυρὸς τελειωθέντων. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ ἐξαέρῳ οἴκῳ τῶν ἁγίων καὶ πανενδόξων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ ἐν τοῖς Δαρείου. (5/5 καί 11/8, +4ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀσκήσαντος τὸ πρότερον ἐν τῇ κατὰ τὸν Ἄθῳ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, καὶ ἐν αὐτῇ τελειωθέντος ἐν εἰρήνῃ ἐν ἔτει 1460.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ἐγκαινίων τοῦ σεβασμίου καὶ περικαλλοῦς οἴκου καὶ θείου Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τὴν ἀνάμνησιν ἐορτάζομεν τοῦ ἐν Κερκύρα ὑπερφυοῦς κατὰ Ἀγαρηνῶν θαύματος(1716) τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος τοῦ θαυματουργοῦ. (348)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων Ἀναστασίου τοῦ Πανερά, καὶ Δημητρίου τοῦ Μπεγιάζη, τῶν ἐκ Λέσβου καὶ ἐν Κατασμὰ τῆς Μικρὰς Ἁσίας τελειωθέντων δι’ ἀπαγχονισμοῦ ἐν ἔτει 1816 (ἤ 1819).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων τῶν Ῥώσσων Βασιλείου καὶ Θεοδώρου, τῶν ἐν τῷ Σπηλαίῳ. (1098)
«Εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε» (ψ. 4, 7)
«Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εις τον αιώνα.» (ψ. 88, 16β΄ – 17α΄)
«Παναγία μου! Υπερευλογημένη! Καλώς ήλθες»!
Άγιος γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης της Μονής Δαδίου
Ένα μεσημέρι του 2006 διακονούσε τον Γέροντα στο κελί μια πνευματική του κόρη.
Ξαφνικά τον είδε να σηκώνει τα ασθενικά χέρια του ψηλά, είδε το πρόσωπό του να φωτίζεται, καθώς ατένιζε μπροστά και σταθερά, και τον άκουσε να φωνάζει με λαχτάρα:
– Παναγία μου! Υπερευλογημένη! Καλώς ήλθες!
Άκουσε και άλλα λόγια λατρείας προς την Κυρία Θεοτόκο.
Η γυναίκα τον πλησίασε στο κρεβάτι.
– Γέροντα… ξεκίνησε να λέει.
– Πέσε κάτω! της φώναξε τότε. Προσκύνησέ Την! Είναι η Παναγία εδώ!
Η γυναίκα ένιωσε να την πλημμυρίζει απέραντη χαρά και γαλήνη.
Αμέσως άρχισε τις μετάνοιες, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Κι όταν άνοιξε σε λίγο η πόρτα και μπήκε μια άλλη πνευματική του κόρη να φέρει φαγητό, έγινε κι αυτή μάρτυρας του μεγάλου γεγονότος.
Η παρουσία της Παναγίας, η οποια έγινε ορατή μόνο από τον Γέροντα, πρέπει να κράτησε γύρω στα πέντε λεπτά. Όλη αυτή την ώρα, ευωδία απερίγραπτη είχε γεμίσει τον χώρο. Το πρόσωπο του Γέροντα έπειτα είχε γίνει ιλαρό και ο ίδιος δεν έκρυβε τη μεγάλη χαρά του.
Από το βιβλίο της Ι. Μ. Δαδίου Παναγία η Γαυριώτισσα, «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, Ο πνευματικός της Μονής Δαδίου
Ας έχομε παιδιά μου ελπίδα κι εμείς. Ας μην χάσουμε την ελπίδα μας. Ας ελπίζουμε ότι η Παναγία, που μετεστάθη στον ουρανό, δεν μας εγκαταλείπει.
Εδώ είναι και μας βοηθά, εδώ είναι και μας προσέχει, εδώ και μας προστατεύει. Αυτή λοιπόν μην την ξεχάσουμε, γιατί είναι η μάνα μας η αληθινή, αυτή που έφερε τη Ζωή στον κόσμο και σώζει τον άνθρωπο. Σ’ Αυτήν και εμείς, με την ταπεινή μας αδυναμία, θα λέμε πολλές φορές την ημέρα: «Δέσποινα Παναγία μας, έλα και σώσε μας, γιατί χανόμεθα. Έλα, Εσύ είσαι η δύναμις η θεϊκή».
Η Παναγία μας πάλι θα δείξει τη Χάρη που έχει από τον Κύριο και θα βοηθήσει και θα σώσει ακόμα μια φορά τους χριστιανούς αυτής της εποχής που θα Την επικαλεστούν και θα πουν: «Παναγία Δέσποινα, σώσε μας, γιατί χανόμαστε».
***
Ο Χριστόφορος Βαφειάδης γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1901 από ευσεβείς γονείς. Το 1922, σε ηλικία 21 ετών, λίγες μέρες πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, ο Χριστόφορος πάτησε νάρκη. Έχασε το δεξί του μάτι, τραυμάτισε το άλλο, κι είχε ακρωτηριάσει το ένα χέρι. … Ήλθε στην Ελλάδα με ένα μάτι και ένα χέρι –το άλλο ήταν κομμένο από τον καρπό- και είχε μαζί του την αδελφή του προσκολλημένη επάνω του. Τα άλλα μέλη της οικογενείας του χάθηκαν στην Μικρασιατική καταστροφή. Έμεινε άγαμος.. Υπέμεινε ονειδισμούς και ύβρεις, κυρίως από τον σύζυγο της αδελφής του, παραγκωνισμένος σε μία γωνία του φτωχικού σπιτιού, από το οποίο έλειπαν και τα αναγκαία. Ήταν ψιλόλιγνος, ξερακιανός. Είχε επιβλητικό παρουσιαστικό. Η φωνή του ήταν ήρεμη. Μιλούσε χαμηλόφωνα αλλά εμπνευσμένα. Είχε εμφανή πάνω του την θεία Χάρι.
Για να επιβιώση εργάζετο ως μικροπωλητής. Πουλούσε κουλούρια ή τσιγάρα χωρίς ο ίδιος να καπνίζη. Αγωνίστηκε περιφρονημένος στην πολύβουη Αθήνα και στους πειρασμούς του λιμανιού ως φτωχός και άσημος κουλουρτζής. Τις Κυριακές δεν απουσίασε ποτέ από το στασιδάκι του στον Άγιο Νικόλαο, όπου κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων Την τιμούσε εξαιρετικά την Κυριακή, διότι Άγγελος του είπε ότι είναι μέρα Κυρίου. Αγαπούσε την σιωπή. Πολλές φορές περνούσε η ώρα χωρίς να ανταλλάξη καμμία κουβέντα με τον επισκέπτη του. Συμβούλευε τους άλλους να νικούν με το καλό το κακό.
Ένα απόγευμα εμπιστεύτηκε σε κάποιον ότι κάποτε όντας όρθιος και προσευχόμενος, τον επισκέφθηκε η Κυρία Θεοτόκος λουσμένη σε φως. Κρατούσε το βρέφος Της στην αγκαλιά Της. Κι ενώ αυτός δίσταζε κι απορούσε πως βρέθηκε μπροστά του αυτή η Κυρία, άκουσε: «Έλα Χριστόφορε, λάβε τον Χριστό στην αγκαλιά σου, για να φέρης πράγματι, όπως στο όνομά σου, τον Χριστό». Κι ενώ αυτός από ταπεινοφροσύνη ή από δυσπιστία δίσταζε, η Κυρία Θεοτόκος με σταθερά βήματα του ενεχείρησε η ίδια τον Κύριο μας στην αγκαλιά Του! Με γλυκά δάκρυα στα μάτια εξωμολογείτο ότι ποτέ δεν χάρηκε τόσο έναν εναγκαλισμό, ωσάν αυτόν του Κυρίου μας, μέχρι που το όραμα έσβησε και του άφησε μια γλυκύτατη ανάμνηση.
Έφερε απ’ την Μικρά Ασία το άρωμα της ευλαβείας.
***
Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας από γονείς πολύ ευλαβείς, Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά από ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Αργοτερα εμενε στο Δοξάτο μόνη της σ’ ένα μικρό και παλαιό κελλάκι, χωρίς φως με μια σομπούλα. Από μικρή αγαπούσε τον Χριστό. Όταν μιλούσε για τον Χριστό και την Παναγία έκλαιγε. Ανέφερε την λέξη «Θεός μου», χαιρόταν η ψυχή της και έτρεχαν τα δάκρυά της. Έλεγε: «Αγαπάω τόσο πολύ τον Θεό. Θέλω να πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω».
Μάζευε δραχμή-δραχμή χρήματα για τα Ιεροσόλυμα. Πρώτα πήγε και προσκύνησε στην Τήνο. Εκεί, όπως έλεγε, είδε ζωντανή την Παναγία και άκουσε μια φωνή που της είπε «να πας στα Ιεροσόλυμα». Η γερόντισσα Άννα νήστευε και προσευχόταν νύχτα-μέρα. Ξυπνούσε στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Όταν την ρωτούσε η κόρη της γιατί ξυπνά τη νύχτα απαντούσε: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, παιδί μου. Άγγελος Κυρίου έρχεται και με ξυπνά και συνεχίζω την προσευχή». Την πέμπτη φορά που πήγε η γερόντισσα Άννα στα Ιεροσόλυμα, ο γέροντας Αμφιλόχιος, ηγούμενος του Χοζεβά, την έκειρε μεγαλόσχημη μοναχή, το έτος 1972.
Θυμίαζε τις εικόνες στο κελλάκι της, αλλά τη νύχτα έβγαινε στον δρόμο και θυμίαζε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα καπνά. Θυμίαζε όλο το Δοξάτο και προσευχόταν για τον κόσμο.
Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακαρία και απλούστατη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Πού με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;»!
«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».
«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μεις προσευχώμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πααίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πααίνει στον Χριστό».
***
Η παρουσία της Παναγίας στην ζωή της Εύας Σαουλίδου από το Καρς, της δικαίας
Η Εύα Σαουλίδου, το γένος Λουκανίδου, γεννήθηκε στο Κάρς της Ρωσσίας το έτος 1900… Έμελλε λόγω των περιστάσεων να αφήση το σπίτι της στο Καρς, να ξερριζωθή και να έρθη στην Ελλάδα. Επέτρεψε ο Θεός και έζησε δύσκολες και σκληρές καταστάσεις. Άντεξε όμως με την υπομονή και την πίστη στον Θεό. Έμεινε χήρα με τέσσερα παιδιά σε ηλικία 38 ετών, αλλά πάλεψε και τα κατάφερε. Δεν θέλησε να ξαναπαντρευτή και αφιερώθηκε στα παιδιά της. Ήταν απλή και αγράμματη, αλλά αυθόρμητη και δυναμική. Η πίστη της στον Θεό και η εμπιστοσύνη στην Παναγία ήταν βαθειά και πηγαία.
Κάποια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, ο κόσμος κατέβαινε στον κάμπο και μάζευε όσα όσπρια από αραβόσιτο εύρισκε στα θερισμένα χωράφια. Ήταν χρόνια δύσκολα και παντού υπήρχε πείνα και δυστυχία. Η Εύα πήγε και αυτή να μαζέψη για να ταΐση τα πεινασμένα παιδάκια της. Το σούρουπο γύρισε με μισή οκά καλαμπόκι. Βράδιασε όταν έφτασε στην ανηφοριά της Βέροιας. Την έπιασε το παράπονο. Κοίταξε τον ουρανό και είπε στην Παναγία: «Είσαι και συ μητέρα. Για πες μου, τι θα ταΐσω τα παιδιά μου;». Κλαίγοντας συνέχισε το δρόμο της και βλέπει στα πόδια της ένα αρνί σφαγμένο δέκα με δώδεκα κιλά. Πριν από την Εύα πέρασαν πολλοί άνθρωποι, αλλά κανείς δεν το είδε. Φαίνεται πέρασε το κάρο της Νομαρχίας κα έπεσε το σφαγμένο αρνί. Αλλά το θαυμαστό είναι ότι κανείς άλλος δεν το είδε. Η Παναγία έτσι οικονόμησε για να παρηγορήση την θλιμμένη χήρα Εύα και να ταΐση τα ορφανά της.
Είχαν φέρει μαζί τους από τον Πόντο μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Κάποια μέρα θύμωσε κάποιος στο σπίτι και έκλεισε την εικόνα στο ντουλάπι. Στο σπίτι ήταν η κόρης Βέρα που ήταν μικρή, και η θεία της Δέσποινα. Άκουγε η Βέρα χτυπήματα, έβλεπε την ντουλάπα να κουνιέται και να πέφτουν πιάτα, και την φωνή της Παναγίας να λέη «άνοιξέ με». Η Βέρα από τον φόβο της έμεινε άλαλη. Όταν γύρισαν οι δικοί της και βρήκαν άλαλη την μικρή, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο πατέρας Δημήτριος ρώτησε τον Δεσπότη και του είπε να κάνουν Παρακλήσεις για 40 ημέρες. Την τεσσαρακοστή ημέρα η Βέρα μίλησε.
Όταν ο γυιός της Γεώργιος σε ηλικία 50 χρονών έπαθε οξύ έμφραγμα και εισήχθη στο Νοσοκομείο, ενημερώθηκε η Εύα κατανοώντας την κρισιμότητα της καταστάσεως του γυιού της πήγε στην εικόνα της Παναγίας και με πόνο της είπε: «Αν δεν φέρης το παιδί μου υγιές, άλλη φορά δεν θα σε προσκυνήσω». Δύσκολη κουβέντα. Μίλησε η μητρική της πονεμένη καρδιά με απλότητα και η Παναγία την άκουσε. Ο γυιός της γύρισε υγιέστατος.
Άλλη φορά που αρρώστησε ο ίδιος από καρκίνο στον πνεύμονα, η Εύα προσευχήθηκε λέγοντας στην Παναγία: «Ότι ξέρεις, κάνε». Φαινόταν αλλοιωμένη. Ο γυιος της εγχειρίστηκε στο εξωτερικό, πήγε καλά η εγχείρηση, αλλά σε μία εβδομάδα πέθανε από πνευμονικό οίδημα στο άλλο πνευμόνι. Δεν είπε τίποτε. Υπέμεινε αγόγγυστα, όπως είχε μάθει να υπομένη.
Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό. Της είπε ο εγγονός της κάποτε ότι μπορεί να γίνη πόλεμος, και απάντησε: «Ας γίνη». Εκείνος απόρησε για την απάντησή της. «Θα μας πάρουν τα σπίτια», της είπε. «Ας τα πάρουν», απάντησε. «Βρε γιαγιά, θα μας σκοτώσουν». «Ας μας σκοτώσουν. Την ψυχή μας δεν μπορούν να μας την πάρουν, παιδί μου», απάντησε. Άλλη φιλοσοφία, άλλος τρόπος αντιμετωπίσεως από την γιαγιά Εύα.
***
Η Ελπίδα Ξανθοπούλου, το γένος Μπαλτατζίδου γεννήθηκε το 1907 στον Πόντο. Έμεινε ορφανή από πατέρα όταν ήταν μικρή. Το 1914 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο χωριό στο Κιλκίς.
Η γιαγιά Ελπίδα ήταν πολύ φιλακόλουθη και αγαπούσε ιδιαίτερα τις ολονύκτιες αγρυπνίες. Εξωμολογείτο και κοινωνούσε. Στα γεράματά της που αδυνατούσε να πηγαίνη συχνά στις αγρυπνίες, έλεγε στενοχωρημένη. «Χαρά σε σας που πάτε στην Εκκλησία. Εγώ πάει πια «τούρκεψα». Νήστευε πάρα πολύ. Διατηρούσε ακοίμητο το καντηλάκι της και περνούσε την ημέρα της λέγοντας την ευχή με το κομποσχοίνι καθισμένη στον καναπέ.
Κάποτε επισκευάζετο μία Εκκλησία και της έφεραν στο σπίτι της μία μεγάλη εικόνα της Παναγίας με ξύλινη κορνίζα, πολύ βαρειά. Χρειάσθηκαν δύο νέοι άνδρες για να την μεταφέρουν και την τοποθέτησαν στην μέση του υπνοδωματίου της, μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες στο ναό, οπότε πάλι θα την έπαιρναν. Διηγήθηκε η γιαγιά: «Ήθελα να σκουπίσω το δωμάτιο και η εικόνα με εμπόδιζε. Έπρεπε να την μετακινήσω αλλά δεν μπορούσα. Λέω: Παναΐα μου, τι θα σε κάνω εσένα τώρα; Πως θα καθαρίσω, που είμαι μόνη μου και δεν μπορώ να σε σηκώσω;». Κάνω τον σταυρό μου, πιάνω την εικόνα είχε γίνει σαν πούπουλο. Την έβαλα πιο κει, και μόλις τελείωσα, είπα: «Παναΐα μου, βοήθησέ με πάλι να σε βάλω στη θέση σου». Και πάλι γίνηκε ελαφρία και την έβαλα στην θέση της».
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Εὔπλου τοῦ Διακόνου
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διάκονος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ὁσίως διήγαγες, τὰ πρὸς Θεὸν καὶ πιστῶς, καὶ ἤθλησας ἄριστα, σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν ἠμᾶς πρὸς λιμένα, θείον κυβέρνησον.
Ἔτερον Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Εὔπλου τοῦ Διακόνου
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον. μπουσια
Διακόνων τὸ κλέος ἐγκωμιάσωμεν, Κατάνης γόνος καὶ στῦλον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ ὑπομείναντα βασάνους ὡς ἀσώματον, Εὖπλον, Μαρτύρων καλλονήν, τὸν τρωθέντα ἀπηνῶς τοῦ ξίφους ἀκμῇ ἀπίστων, καὶ εὐπλοεῖν ἡμᾶς χάριν λαβόντα ὅρμον εἰς οὐράνιον.
Ἔτερον Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Εὔπλου τοῦ Διακόνου
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διάκονος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ὁσίως διήγαγες, τὰ πρὸς Θεὸν καὶ πιστῶς, καὶ ἤθλησας ἄριστα, σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν πρὸς λιμένας ἡμᾶς, θείους κυβέρνησoν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.(Ποίημα Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου)
Ἔργοις ἐλλαμψας, τῆς εὐσεβείας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν Ἐκκλησίαν, τοῖς ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος, ἀσκητικῶς δοξασθεὶς γὰρ ἐν Ἄθωνι, Πατριαρχῶν καλλονὴ ἐχρημάτισας, Νήφων ἔνδοξε, θείων χαρίτων ἔμπλησον, τοὺς πίστει καὶ πόθῳ σὲ μεγαλύνοντας.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ΄.
Ὡς τῶν ὀρθοδόξων ὑπέρμαχος, καὶ πάντων τῶν ἀπίστων ἀντίπαλον, παμμακάριστε Σπυρίδων ὑμνοῦμέν σε, καὶ δυσωποῦμέν σε, φυλάττειν τὴν πόλιν σου, πάσης ὁρμῆς βαρβάρων ἀμέτοχον.
Τὸ ἀπολυτίκιο ὅπως τὸ ψάλλουμε στὴν Κέρκυρα.
Ἦχος δ΄.
Ὡς τῶν ὀρθοδόξων ὑπέρμαχον, καὶ τῶν κακοδόξων ἀντίπαλον, παμμακάριστε Σπυρίδων, εὐφημοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ ὑμνοῦμεν σε, καὶ δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τὸν λαόν καὶ τὴν πόλιν σου, πάσης κακοδοξίας καὶ ἐπιδρομῆς βαρβάρων ἀπρόσβλητον.
Ἀπολυτίκιον Τῆς Ἑορτῆς.
Ἦχος βαρύς
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου