Άγιος Ιωάννης, επίσκοπος, ερημίτης της Σύχλας
— Πάτερ Θεόδουλε εγνωρίσατε κανέναν ησυχαστή στα γύρω βουνά της Αγαπίας, αφ’ότου ήλθατε σ’ αυτό τον τόπο;
— Μέχρι το 1945 δεν εγνώριζα κανέναν. Αλλά μου εδιηγούντο για κάποιον ησυχαστή ονόματι Ιωάννη. Ο ηγούμενος της μονής του Σέκου Βασσιανός Σκρίπκα ήταν Πνευματικός του από το 1930-1940. Οι τσοπάνηδες και υλοτόμοι μου έλεγαν γι’ αυτόν ότι περπατούσε με ένα μαθητή του, που τον ακολουθούσε στα 20 περίπου μέτρα για να μπορούν και οι δύο να προσεύχωνται. Εβάδιζε με το κεφάλι σκεπασμένο, τα μαλλιά του ριγμένα στην ράχη του, ντυμένος με ρούχα παλαιά, άσπρη γενειάδα, φωτεινό και γαλήνιο πρόσωπο και με ένα μπαστούνι στο χέρι. Όσοι τον έβλεπαν ευλαβικά τον χαιρετούσαν και εκείνος τους ευλογούσε προχωρώντας κατόπιν στον δρόμο του.
— Το καλοκαίρι του 1945 επήρα το ραβδί μου και επήγαινα για την μονή Συχαστρία προς εξομολόγησι στον π. Κλεόπα. Πριν φθάσω, στις όχθες ενός ξέφωτου, τον είδα, ωσάν να με επερίμενε. ‘Ηταν κοντός στο ανάστημα, με το κεφάλι σκεπασμένο και ντυμένος με ένα παλαιό μακρύ ζωστικό, δεμένος στην μέση με ένα σχοινί από καναβάτσο και χωρίς παπούτσια στα πόδια. Δεν είχε ράβδο, ούτε ντορβά στην πλάτη, ενώ στα χέρια του έπαιζε ένα κομποσχοίνι με κόκκινους κόμπους. Όταν με είδε, με ευλόγησε με τα δυό του χέρια και μου είπε:
– Πάτερ Θεόδουλε, πηγαίνεις στην Συχαστρία στον π. Κλεόπα; Πόσες φορές και εγώ πηγαίνω εκεί για τις ακολουθίες της εκκλησίας, αλλά δεν με βλέπει κανείς! Γνωρίζω ότι η πανοσιότης σου θέλεις να φύγης από την Αγαπία και να εγκατασταθής οριστικά στην Συχαστρία, αλλά δεν θα έλθης. Μείνε στην Αγαπία και κάνε εκεί υπακοή, διότι δεν σε εστειλε εκεί ο Θεός εις μάτην. Εκεί θα εύρης την σωτηρία σου!
Όταν είδα ότι ήξερε το ονομά μου και τους λογισμούς μου, κυριεύθηκα από ένα φόβο και θαυμασμό, ώστε δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξι. Εγώ μέχρι τότε δεν τον εγνώριζα ποιός ήταν. Τα λόγια του όμως μπήκαν στην καρδιά μου και μου προξένησαν μία ανείπωτη χαρά, την οποία δεν είχα αισθανθή ουδέποτε.
– Θεοφιλέστατε, τον ερώτησα, γιατί τόσοι πόλεμοι και χαλεποί καιροί συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα;
– Πάτερ Θεόδουλε, αυτοί είναι αποκαλυπτικοί καιροί. Για να καταλάβης καλλίτερα, διάβασε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, στα κεφάλαια 24 καί 25 και στον Λουκά το 21 κεφάλαιο. Τώρα άρχισαν να εκπληρώνονται αυτά που εγράφησαν τότε.
Πριν αναχωρήσουμε μου είπε: Πάτερ Θεόδουλε, σε παρακαλώ να μου φέρης ένα πακέτο χαρτί και ένα κιλό μελάνι.
– Τί τα θέλεις αυτά, Θεοφιλέστατε;
– Μου χρειάζονται, θέλω κάτι να γράψω.
– Να σας φέρω και κονδυλοφόρο;
– Δεν χρειάζομαι παρά μόνο μία πέννα. Κοίταξε πόσους κονδυλοφόρους έχω. Και μου έδειχνε τα κλαδιά ενός ελάτου, που ήταν εκεί κοντά.
– Πού και πότε συγκεκριμένα να σας φέρω αυτά;
– Μην έχης έννοια για το που και το πότε. Έχει ο Κύριος φροντίδα γι’ αυτά.
– Θεοφιλέστατε, θέλετε να σας φέρω και λίγο παξιμάδι ή κάτι άλλο φαγώσιμο;
Δεν χρειάζομαι τίποτε, διότι ο Θεός φροντίζει για όλα όσα μου χρειάζονται.
Κατόπιν ασπαζόμενος το χέρι του, του είπα:
– Ευλόγησέ με, θεοφιλέστατε!
– Ο Κύριος να σε ευλογή και μένα να συγχωρήση!
Αφού με ευλόγησε με τα δυό του χέρια εγώ ανέβηκα την κοιλάδα για την Συχαστρία και εκείνος σαν το αγρίμι του δάσους ανηφόρησε και χάθηκε μέσα στο βάθος του βουνού.
Από το βιβλίο «Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους Πατέρες» του Αρχιμ. Ιωαννικίου Μπάλλαν
Περί
συντελείας, Αντιχρίστου και Β΄ Παρουσίας του Χριστου, επιμελεία Στυλ.Ν.
Κεμεντζετζίδη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991,σελ 221-225.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου