ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ .
«Νύκτα τινά είδον κατ΄ όναρ ότι ευρέθην εν Κωνσταντινουπόλει εντός του Ιερού Ναού της του Θεού Αγίας Σοφίας, ιστάμενος μόνος εις το αριστερόν κλίτος του Ναού.
Εις το δεξιόν κλίτος ευρίσκοντο άνδρες και γυναίκες ολοφυρόμενοι και γοερώς κλαίοντες. Τινές ήλθον προς με και κλαίοντες μοι είπον. ο Πατριάρχης και ο Βασιλεύς εκοιμήθησαν και δεν εγείρονται. σε παρακαλούμεν ελθέ να τους εγείρης. Έσπευσα και είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον την πατριαρχικήν στολήν, εξηπλωμένον κείμενον ωσεί νεκρόν εν τω εδάφει του Ναού. Κατ΄ αρχάς τω εφώνησα μεγαλοφώνως. εγέρθητε Μακαριώτατε, λυπηθήτε το ποίμνιόν σας, τους χριστιανούς οι οποίοι κλαίοντες και οδυρόμενοι αναμένουν να εξυπνήσετε. Αλλ΄ επειδή ο Πατριάρχης έμενε νεκρός ακίνητος, επλησίασα, έθεσα την δεξιάν μου επί τον νώτον αυτού και προσεπάθουν να τον εγείρω. Μετά πολλού κόπου τον εσήκωσα έως δύο σπιθαμάς, αλλ΄ ήτο τόσον βαρύς, ώστε η χειρ μου εκ του βάρους ησθανόμην ότι εκινδύνευε να εξαρθρωθεί, και μη δυνάμενος να τον κρατήσω έπεσε πάλιν ως νεκρός.
Μετ΄ ολίγον η χειρ μου η δεξιά η οποία έτρεμε και επόνει έπαυσε να πονεί και να τρέμει και τότε έτρεξα εις τον Βασιλέα, όστις ωσαύτως εκοιμάτο ως νεκρός ανακείμενος 6 – 7 μέτρα μακράν του Πατριάρχου. Προσεπάθησα, κατέβαλον πάσας τας σωματικάς μου δυνάμεις να τον εγείρω, αλλ΄ εστάθη αδύνατον. Επάνω εις την μεγάλην μου αγωνίαν και την θλίψιν μου, ην είχον διότι δεν ηδυνήθην να εξυπνήσω τον Πατριάρχην και τον Βασιλέα, εξύπνησα.
π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ .
«Νύκτα τινά είδον κατ΄ όναρ ότι ευρέθην εν Κωνσταντινουπόλει εντός του Ιερού Ναού της του Θεού Αγίας Σοφίας, ιστάμενος μόνος εις το αριστερόν κλίτος του Ναού.
Εις το δεξιόν κλίτος ευρίσκοντο άνδρες και γυναίκες ολοφυρόμενοι και γοερώς κλαίοντες. Τινές ήλθον προς με και κλαίοντες μοι είπον. ο Πατριάρχης και ο Βασιλεύς εκοιμήθησαν και δεν εγείρονται. σε παρακαλούμεν ελθέ να τους εγείρης. Έσπευσα και είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον την πατριαρχικήν στολήν, εξηπλωμένον κείμενον ωσεί νεκρόν εν τω εδάφει του Ναού. Κατ΄ αρχάς τω εφώνησα μεγαλοφώνως. εγέρθητε Μακαριώτατε, λυπηθήτε το ποίμνιόν σας, τους χριστιανούς οι οποίοι κλαίοντες και οδυρόμενοι αναμένουν να εξυπνήσετε. Αλλ΄ επειδή ο Πατριάρχης έμενε νεκρός ακίνητος, επλησίασα, έθεσα την δεξιάν μου επί τον νώτον αυτού και προσεπάθουν να τον εγείρω. Μετά πολλού κόπου τον εσήκωσα έως δύο σπιθαμάς, αλλ΄ ήτο τόσον βαρύς, ώστε η χειρ μου εκ του βάρους ησθανόμην ότι εκινδύνευε να εξαρθρωθεί, και μη δυνάμενος να τον κρατήσω έπεσε πάλιν ως νεκρός.
Μετ΄ ολίγον η χειρ μου η δεξιά η οποία έτρεμε και επόνει έπαυσε να πονεί και να τρέμει και τότε έτρεξα εις τον Βασιλέα, όστις ωσαύτως εκοιμάτο ως νεκρός ανακείμενος 6 – 7 μέτρα μακράν του Πατριάρχου. Προσεπάθησα, κατέβαλον πάσας τας σωματικάς μου δυνάμεις να τον εγείρω, αλλ΄ εστάθη αδύνατον. Επάνω εις την μεγάλην μου αγωνίαν και την θλίψιν μου, ην είχον διότι δεν ηδυνήθην να εξυπνήσω τον Πατριάρχην και τον Βασιλέα, εξύπνησα.