Μεχρι τελους
«Καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει
τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ»
(Πράξ. 11, 23)
Ο
ΠΡΩΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ πρῶτος διωγμὸς ἄρχισε. Κηρύχτηκε στὴν
πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, στὰ Ἰεροσόλυμα. Οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων,
ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ εἶχαν σταυρώσει τὸ Χριστό,
αὐτοὶ καὶ τώρα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, κήρυξαν διωγμὸ
κατὰ τῶν μαθητῶν καὶ ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκήρυτταν τὴν ἀνάστασι
τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἰδέα καὶ μόνο, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ αὐτοὶ σταυρώσανε
ἀναστήθηκε δυνατὸς καὶ κραταιὸς ἀπὸ τὸν τάφο καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι γιὰ νὰ
κρίνῃ τὸν κόσμο, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ ἰδέα, τάραξε τοὺς ἄρχοντες καὶ δὲν τοὺς
ἄφηνε νὰ ἡσυχάσουν. Καὶ νόμιζαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι θὰ ἡσυχάσουν, ἐὰν τὸ
Χριστὸς ἀνέστη ἔπαυε νὰ ἀκούγεται. Διωγμός, λοιπόν, κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Διωγμοὶ κατὰ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, διωγμὸς ἐξοντωτικός. Πρῶτο δὲ
θῦμα τοῦ διωγμοῦ ἦταν ὁ Στέφανος.