«Οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος, καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 11-12)
ΟΛΟΙ
οἱ ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι βρίσκονταν διαρκῶς σὲ ἐργασία καὶ
κόπο, σὲ ταλαιπωρίες καὶ θυσίες, γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο,
καὶ μὲ τὸ παραπάνω μάλιστα, ὁ Παῦλος, ποὺ τὸν ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ
ἀνάγνωσμα. Νουθετεῖ καὶ ἑτοιμάζει τὸ μαθητή του Τιμόθεο γιὰ τὰ παθήματα
ποὺ περιμένουν κι αὐτὸν ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανό. Μὴ νομίσουμε, πὼς ἡ ζωὴ
τῶν χριστιανῶν κυλάει ἀμέριμνη καὶ στρωμένη μὲ ῥοδοπέταλα. Καὶ ἀπόδειξι
ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Ἡ ζωή του δὲν ἦταν ἤρεμη καὶ ἀτάραχη. Ὑπέφερε πολλά
κανένας ἄλλος δὲν ὑπέφερε τόσα ὅσα ὑπέφερε ὁ Παῦλος.
Καὶ δὲν εἶνε μόνο οἱ κόποι καὶ οἱ περιπέτειές του˙ δὲν εἶνε
μόνο οἱ ὁδοιπορίες, τὸ κρύο, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, οἱ κίνδυνοι σὲ ξηρὰ καὶ σὲ
θάλασσα˙ αὐτά, τέλος πάντων, ὠφείλονταν σὲ φυσικὰ αἴτια. Τὸ χειρότερο
εἶνε, ὅτι συχνὰ εἶχε ἐπὶ πλέον καὶ διωγμούς. Οἱ δὲ διωγμοὶ τοῦ Παύλου
ὑποκινοῦνταν ἀπὸ ἀνθρώπους˙ ἀνθρώπους κακούς, ποὺ ἐχθρεύονταν τὸ ἱερὸ
ἔργο του, ἐνωχλοῦνταν, τὸν μισοῦσαν καὶ ἀντιδροῦσαν μὲ μανία.