Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της
Όπως
γράφει στο βιβλίο «Ο γέροντάς Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,ο πατήρ Εφραίμ
Καραγιάννης,ένα από τα πνευματικά τέκνα του γέροντος Ιωσήφ,είχε
εγκατασταθεί στον Βόλο,και έγινε πνευματικός όχι μόνο ολόκληρης της
οικογένειας,αλλά και ολόκληρης της κοινότητας της οποίας ήταν μέλη η
Βικτώρια και η οικογένειά της. Κάποια μέλη αυτής της κοινότητας
παντρεύτηκαν,άλλοι έγιναν μοναχοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Βικτώρια,για
την μετριοφροσύνη της,την αγάπη της για τον Θεό και για το χάρισμα της
προσευχής,της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης. Ο π.Εφραίμ,ο πνευματικός
της,είχε πει κάποτε:«Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από
μόνη της»
Και
ο σύζυγος της Βικτώριας,ο Δημήτρης Μωραΐτης,ήταν άνθρωπος πιστός.
Πήγαινε στην εκκλησία,αλλά δεν είχε τον ίδιο ζήλο με την σύζυγό του.
Παρόλα αυτά,η Βικτώρια ποτέ δεν συνάντησε εμπόδια εκ μέρους του στην
πνευματική της πορεία. Για παράδειγμα νήστευε πολύ,τόσο στα πλαίσια των
καθιερωμένων από την Εκκλησία νηστειών,όσο και εκτός αυτών.Όσες φορές
ετοιμάζονταν να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων νήστευε για τρεις
ημέρες τηρώντας πλήρη ασιτία.Την ημέρα που κοινωνούσε έτρωγε λίγο και
μετά ξανανήστευε με τον ίδιο τρόπο.
Ο σύζυγος της γερόντισσας Θεοφανώς τής επέτρεψε να νηστεύει αυστηρά και να προσεύχεται για πολλή ώρα,δεν προσπάθησε όμως να μιμηθεί την άσκησή της. Ήταν αυτό που λέμε τυπικός χριστιανός. Είχε ένα ξυλουργείο και έμαθε στα παιδιά του την τέχνη από πολύ μικρή ηλικία. Το όνειρό του ήταν να τους κληρονομήσει το ξυλουργείο. Τελικά ο Νικόλαος,ο μεγάλος αδελφός του γέροντα Εφραίμ,παρέλαβε το ξυλουργείο
Ο
Δημήτριος και η Βικτώρια είχαν τέσσερα παιδιά. Το 1924 γέννηθηκε ένα
κορίτσι,η Ελένη. Η Βικτώρια ήταν ορφανή από 11 ετών και αναγκάστηκε να
εργάζεται σε διάφορα σπίτια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.Μία από
τις γυναίκες στις οποίες εργάζονταν την λυπήθηκε,της φέρθηκε πολύ όμορφα
και την βοήθησε μάλιστα να παντρευτεί. Γι'αυτό,η πρώτη κόρη της
Βικτώριας πήρε το όνομά της,Ελένη,Ελενίτσα,όπως την έλεγαν
χαϊδευτικά,και η οποία πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Έπειτα η Βικτώρια
γέννησε τρία αγόρια:τον Νικόλαο το 1926,τον Ιωάννη-τον μετέπειτα γέροντα
Εφραίμ-το 1928,και τον Χρήστο το 1930.
μάζευαν χόρτα για να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτές τις δύσκολες ώρες η προσευχή της Βικτώριας έσωσε την οικογένειά της. Πολλές φορές ο γέροντας και τα αδέλφια του γλύτωσαν με τρόπο θαυμαστό από τον θάνατο.
Αυτά τα δύσκολα χρόνια ο Ιωάννης και τα αδέλφια του πουλούσαν ότι μπορούσαν για να επιζήσουν.Μία από αυτές τις ημέρες,ενώ ο Νικόλαος και ο Ιωάννης βρισκόνταν στην αγορά,περικυκλώθηκαν από τους Ναζί οι οποίοι απειλούσαν να πυροβολήσουν τους παρευρισκόμενους. Ο Νικόλαος είχε εγκαταλείψει την αγορά λίγα λεπτά πριν,ο Ιωάννης όμως ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έπρεπε να εκτελεστούν.Την τελευταία στιγμή,οι κάτοικοι έπεισαν τους Γερμανούς να ελευθερώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά.Ο Ιωάννης ήταν 15 ετών,αλλά φαινόνταν πιο μικρός εξαιτίας της έλλειψης φαγητού και της ευθραυστης υγείας του.Ο γέροντας ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τα άλλα παιδιά και ακόμη φορούσε κοντά παντελονάκια. Επίσης τα χρόνια εκείνα τα ρούχα ήταν συνήθως κουρελιασμένα. Αυτό τον έσωσε.Οι Γερμανοί τον πέρασαν για παιδάκι και τον άφησαν ελεύθερο,ενώ τους άλλους έφηβους και τους άντρες τους εκτέλεσαν όλους.
Πολλούς ανθρώπους τους κρεμούσαν. Όλοι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα φρίκης και τρόμου. Μόνο η προσευχή και η πίστη κράτησαν την Βικτώρια και την οικογένειά της. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί,την ώρα που όλοι οι γείτονες είχαν πάει στα καταφύγια,η Βικτώρια αρνούνταν να παέι,γονατίζοντας μπροστά στις εικόνες. Τόσο δυνατή ήταν η πίστη της..
Από την αρχή η Βικτώρια ήξερε ότι ένα από τα παιδιά της θα γινόνταν μοναχός. Να πως περιγράφει η πνευματική της κόρη Ελένη Ξενίτσα-πνευματική κόρη του γέροντα Εφραίμ από τα 12 της χρόνια- αυτό το θαυμαστό γεγονός:
«Η γερόντισσα Θεοφανώ διηγήθηκε στην μητέρα μου τα δύο σημάδια που έλαβε από τον Θεό σχετικά με τον γέροντα Εφραίμ.Ήταν
κάτι ανάμεσα σε όνειρο και όραμα. Την πρώτη φορά είδε τρία στεφάνια που
υψώνονταν προς τον ουρανό. Τα πρώτα δύο στεφάνια ήταν δάφνινα,ενώ το
τρίτο,το οποίο κατευθύνονταν προς το Άγιον Όρος,ήταν χρυσό. Τον καιρό
εκείνο ήταν έγκυος και ακόμη δεν ήξερε πόσα παιδιά θα αποκτήσει.
Μετά
την γέννηση του τρίτου παιδιού,του γέροντα Εφραίμ,σαράντα ημέρες μετά
την γέννηση,μετάξυ ονείρου και πραγματικότητας άκουσε μία
φωνή:«Βικτώρια,έλα να δεις τον γιό σου,έναν ηγούμενο ερχόμενο από το
Άγιο Όρος». Σκέφτηκε τότε έκπληκτη:
«Πώς γίνεται αυτό; Μόλις τον γέννησα.Πότε πρόλαβε να γίνει μοναχός;»
Παρόλα αυτά βγήκε και είδε τον γιό της με την μορφή ιερομοναχού φορώντας άμφια στολισμενα με χρυσό με λουλούδια.
Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα
Ξέροντας ότι ο Ιωάννης θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο,η Βικτώρια ήταν
πιο αυστηρή μαζί του. 'Ηταν όμως γεμάτη αγάπη. Ο μεγάλος αδελφός,ο
Νικόλαος,θυμάται πως τους ζητούσε να τηρούν επακριβώς τις υποδείξεις
της:«Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα!»
Το
1947 ο γέροντας Εφραίμ έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πατέρας του δεν ήταν
σύμφωνος και δεν του έδινε ευλογία να γίνει μοναχός επειδή είχε ανάγκη
στο ξυλουργείο. Τότε η μητέρα του τον βοήθησε να φύγει στα κρυφά.Σε
αυτήν την περίπτωση εναντιώθηκε στην θέληση του συζύγου της επείδή
γνώριζε ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο γιός της μοναχός.
Η πρώτη συνοδεία της Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς
Όταν ο Ιωάννης συμπλήρωσε το 19ο έτος της ηλικίας του και έλαβε ευλογία από τον πνευματικό του,τον πατέρα Εφραίμ,για να πάει στο Άγιον Όρος,η μητέρα του τον βοήθησε στα κρυφά να ετοιμάσει τα απαραίτητα για το ταξίδι του. Ο πατέρας του,γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία του γιού του να πάει στο Άγιον Όρος,τον έλεγχε με αυστηρότητα και του ζητούσε να του ανακοινώνει που πάει. Ο Ιωάννης πήγαινε συχνά στον ναό της ενορίας του για να παρακολουθήσει τα κατηχητικά μαθήματα. Ο πατέρας του τού απαγόρευσε να πηγαίνει σε αυτά τα κατηχητικά μαθήματα του π.Εφραιμ,του πνευματικού της οικογένειας.Την ημέρα που έφυγε για το Άγιον Όρος η μητέρα του τον συμβούλευσε να αφήσει ένα σημείωμα που να λέει ότι πάει στα κατηχητικά μαθήματα. Ο γέροντας Εφραίμ έλεγε συχνά στις ομολίες του ότι αυτή η λεπτομέρεια ήταν αληθινή αφού στο Άγιον Όρος ''υπέφερε'' τόσα και τόσα κατηχητικά μαθήματα.
Ο Ιωάννης έγραψε ένα σημείωμα,πήρε τα πράγματά του και πήγε στο λιμάνι για να μπαρκάρει. Όταν ο πατέρας του γύρισε από την δουλειά,ρώτησε την Βικτώρια πού ήταν ο γιός τους. Αυτή του έδωσε το σημείωμα και μόλις το διάβασε ο πατέρας ηρέμησε. Αργότερα,και ενώ είχε περάσει κατά πολύ η ώρα που έπρεπε ο Ιωάννης να επιστρέψει,ο πατέρας ανησύχησε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στην γυναίκα του. Τελικά,εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο πατέρας τότε φώναξε θυμωμένος:
«Αυτό δεν θα συμβεί» Ανέβηκε στο ποδήλατό του και πήγε προς το λιμάνι με την ελπίδα να βρει τον γιό του και να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Στον δρόμο όμως έπεσε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε,γι'αυτο αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι. Ο γέροντας έλεγε ότι αυτό το συμβάν ήταν θέλημα Θεού για να μπορέσει να μπαρκάρει για το Άγιον Όρος
Ο γιός έστειλε στην μητέρα ένα μόνο γράμμα από το Άγιον Όρος:«Εδώ μητέρα δεν πλενόμαστε με νερό,αλλά με δάκρυα».Έπειτα,για πολλά χρόνια δεν έλαβε κανένα νέο. Όπως γνωρίζουμε,η πρώτη έξοδος του γέροντα Εφραίμ από το μοναστήρι έγινε σύμφωνα με την θέληση του γέροντα Ιωσήφ,μετά την κοίμησή του,και επισκέφτηκε τον τόπο της γεννήσεως του,τον Βόλο,για να καθοδηγήσει πνευματικά τις αδελεφές που την περίοδο εκείνη ζούσαν σε ένα σπίτι στο χωριό Σταγιάτες του Πηλίου. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με την μητέρα του και εκείνη ούτε που τον αναγνώρισε,τόσο πολύ τον είχε αλλάξει η σκληρή πνευματική άσκηση.
Το 1962,με την ευλογία του γέροντα Εφραίμ,οι αδελφές αγόρασαν ένα οικόπεδο στην Πορταριά για να χτίσουν εκεί ένα μοναστήρι. Την θαυματουργή εικόνα που είχαν μαζί τους στους Σταγιάτες,την μετέφεραν στο νέο τόπο διαμονής.Το 1963 μετακόμισαν οριστικά στην Πορταριά. Ο γέροντας Εφραίμ έκηρε την πρώτη μοναχή,την ίδια του την μητέρα Βικτώρια,η οποία πήρε το όνομα Θεοφανώ,και την φίλη της η οποία πήρε το όνομα Ματρώνα. Ο γέροντας Εφραίμ διάλεψε το όνομα Θεοφανώ από την σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού. Ο γέροντας της είχε μεγάλη ευλάβεια και γι'αυτό την ονόμασε έτσι προς τιμήν της αυτοκράτειρας. Έπειτα,σε αρκετές από τις κουρές που έκανε,οι μοναχές έπαιρναν το ίδιο όνομα.
Η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια
Μετά
την κουρά της η γερόντισσα Θεοφανώ γύρισε στο σπίτι της. Ο άντρας της
είχε πεθάνει,αλλά ο μικρότερος γιός ο Χρήστος ήταν ακόμη ανύπαντρος.
Έμεινε μαζί του μέχρι να παντρευτεί και έπειτα πήγε στο μοναστήρι.
Μετά
από σύντομο χρονικό διάστημα έγινε και η κουρά της Μαρίας η οποία και
έγινε η ηγουμένη του μοναστηριού στον Βόλο. Η μοναχή Μακρίνα(Βασοπούλου)
θεωρούσε την Θεοφανώ ως την πραγματική της ηγουμένη και πνευματική
μητέρα.Για πολλά χρόνια μοιράστηκαν το ίδιο κελί και ασκήτεψαν και
αγωνίστηκαν μαζί,όπως συνήθιζαν και στο σπίτι της Βικτώριας,όταν
κλείνονταν με τις ώρες στην κουζίνα για να προσευχηθούν. Ήταν γυναίκες
βαθιάς προσευχής. Οι ντόπιοι έδωσαν μαρτυρία ότι έβλεπαν δύο πύρινες
στήλες να υψώνονται προς τον ουρανό. Ήταν οι προσευχές των μοναχών
Θεοφανώς και Μακρίνας.
Συνεπώς,η
γερόντισσα Θεοφανώ έγινε η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια του γιού της.
Κατα τα λεγόμενα των άλλων μοναχών,έδειχνε πραγματική υπακοή και
προσευχόνταν αδιαλείπτως γι'αυτό αντιμετώπιζε πολυάριθμους πειρασμούς.
Πρώτη στον ναό
Η
γερόντισσα Θεοφανώ έζησε στην Πορταριά μέχρι το 1983,όταν η κατάσταση
της υγείας της δεν της επέτρεπε πια να μένει σε αυτήν την περιοχή. Ο
γέροντας Εφραίμ αποφάσισε να την μετακινήσει στην μονή του Αρχάγγελου
Μιχαήλ στη Θάσο. Στο τελευταίο μέρος της ζωής της στο νησί,οι μοναχές
ομολογούν ότι η γερόντισσα ερχλονταν πάντοτε πρώτη στον ναό και πάντα
στεκόνταν όρθια στις ακολουθίες. Δεν κάθονταν ποτέ. Προσευχόνταν με το
κομποσχοίνι της το οποίο δεν αποχωριζόνταν ποτέ.
Εξαιτίας
όμως της ασκήσεώς της υπέφερε πολλά από τους δαίμονες. Διηγήθηκε στις
αδελφές ότι μόλις έμπαινε στο κελί για να ξεκουραστεί πριν τις
αγρυπνίες,οι δαίμονες εμφανίζονταν και την ενοχλούσαν φωνάζοντας:
«Παλιόγρια,εεε,παλιόγρια!». Την τραβούσαν απ'όλες τις μεριές και της έριχναν την κουβέρτα κάτω. Μία φορά την ενόχλησαν τόσο πολύ που δεν κοιμήθηκε όλη νυχτα.Τελικά την άφησαν ήσυχη λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία και η γερόντισσα αποκοιμήθηκε. Τότε χτύπησε το σήμαντρο,καλώντας τις μοναχές στην ακολουθία.Βλέποντας ότι δεν ήλθε στην ακολουθία,η μοναχή Ισιδώρα πήγε στο κελί της για να την ξυπνήσει. Χτύπησε την πόρτα,ενώ η γερόντισσα Θεοφανώ,πιστεύοντας ότι επέστρεψαν οι δαίμονες για να την βασανίσουν,φώναξε:«Φύγετε! Μη με χτυπάτε άλλο!». Αργότερα διηγήθηκε ότι οι δαίμονες την χτυπούσαν όλη νύχτα και δεν την άφησαν να κοιμηθεί.
«Παλιόγρια,εεε,παλιόγρια!». Την τραβούσαν απ'όλες τις μεριές και της έριχναν την κουβέρτα κάτω. Μία φορά την ενόχλησαν τόσο πολύ που δεν κοιμήθηκε όλη νυχτα.Τελικά την άφησαν ήσυχη λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία και η γερόντισσα αποκοιμήθηκε. Τότε χτύπησε το σήμαντρο,καλώντας τις μοναχές στην ακολουθία.Βλέποντας ότι δεν ήλθε στην ακολουθία,η μοναχή Ισιδώρα πήγε στο κελί της για να την ξυπνήσει. Χτύπησε την πόρτα,ενώ η γερόντισσα Θεοφανώ,πιστεύοντας ότι επέστρεψαν οι δαίμονες για να την βασανίσουν,φώναξε:«Φύγετε! Μη με χτυπάτε άλλο!». Αργότερα διηγήθηκε ότι οι δαίμονες την χτυπούσαν όλη νύχτα και δεν την άφησαν να κοιμηθεί.
Η τελευταία δοκιμασία
Όταν η γερόντισσα συμπλήρωσε τα 92 της χρόνια(20 Δεκεμβρίου 1983),μετά από ένα εγκεφαλικό,παράλυσε. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα ήταν όρθια,φρόντιζε τον εαυτό της και βοηθούσε στην κουζίνα στο μαγείρεμα και μαθαίνοντας στις νεώτερες αδελφές να φτιάχνουν πρόσφορο, και άλλα χρήσιμα πράγματα.Ήταν μία πολύ καλή νοικοκυρά και με ότι καταπιάνονταν το έφερνε σε πέρας επιτυχώς. Σπάνια ξεκουράζονταν και περνούσε κάθε στιγμή εργαζόμενη ή προσευχόμενη.
Την
Μεγάλη Τεσσαρακοστή,μετά το εγκεφαλικό,όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει. Ο
γέροντας Εφραίμ ήλθε από το Άγιον Όρος για 40 ημέρες,για να είναι δίπλα
στην μητέρα του. Είδε πολυάριθμους δαίμονες γύρω από την ψυχή της οι
οποίοι δεν την άφηναν σε ησυχία. Άρχισε να προσεύχεται θερμά για να την
απαλλάξει ο Θεός από τις δαιμονικές επιθέσεις. Χάρη στις προσευχές του η
γερόντισσα θεραπεύτηκε,επανήλθε,και είχε πνευματική διαύγεια μέχρι την
ευλογημένη κοίμησή της,δύο χρόνια αργότερα.
Όταν εκοιμήθη και έβγαλαν το φέρετρό της έξω από την αυλή της μονής,ήλθαν τα πρόβατα και τα τρυγόνια για να την οδηγήσουν στον τελευταίο της δρόμο.
Τα πρόβατα βγήκαν από την μάντρα προς το φέρετρο,και γύρισαν ξανά πίσω. Ένα σμήνος τρυγονιών ήλθε από το πουθενά,πέταξε πάνω από το φέρετρο,και χάθηκε στα ύψη.
Όταν
μετά από κάποια χρόνια άνοιξαν τον τάφο της γερόντισσας Θεοφανώς,τα
οστά της είχαν κεχριμπαρένιο χρώμα και εξέπεμπαν ένα μεθυστικό άρωμα
Όταν η γερόντισσα συμπλήρωσε τα 92 της χρόνια(20 Δεκεμβρίου 1983),μετά από ένα εγκεφαλικό,παράλυσε. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα ήταν όρθια,φρόντιζε τον εαυτό της και βοηθούσε στην κουζίνα στο μαγείρεμα και μαθαίνοντας στις νεώτερες αδελφές να φτιάχνουν πρόσφορο, και άλλα χρήσιμα πράγματα.Ήταν μία πολύ καλή νοικοκυρά και με ότι καταπιάνονταν το έφερνε σε πέρας επιτυχώς. Σπάνια ξεκουράζονταν και περνούσε κάθε στιγμή εργαζόμενη ή προσευχόμενη.
Όταν εκοιμήθη και έβγαλαν το φέρετρό της έξω από την αυλή της μονής,ήλθαν τα πρόβατα και τα τρυγόνια για να την οδηγήσουν στον τελευταίο της δρόμο.
Τα πρόβατα βγήκαν από την μάντρα προς το φέρετρο,και γύρισαν ξανά πίσω. Ένα σμήνος τρυγονιών ήλθε από το πουθενά,πέταξε πάνω από το φέρετρο,και χάθηκε στα ύψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου