Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος, εν είδει περιστεράς, τοις ύδασιν επεφοίτησε. Σήμερον ο άδυτος Ήλιος ανέτειλε, και ο κόσμος τω φωτί Κυρίου καταυγάζεται.
Σήμερον τα του Ιορδάνου νάματα εις ιάματα μεταποιείται τη του Κυρίου παρουσία.
Σήμερον τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται.
Σήμερον ο Παράδεισος ηνέωκται τοις ανθρώποις, και ο της Δικαιοσύνης Ήλιος καταυγάζει ημίν.
Σήμερον του σκότους ελυτρώθημεν, και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα.
Σήμερον τα του Ιορδάνου νάματα εις ιάματα μεταποιείται τη του Κυρίου παρουσία.
Σήμερον τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται.
Σήμερον ο Παράδεισος ηνέωκται τοις ανθρώποις, και ο της Δικαιοσύνης Ήλιος καταυγάζει ημίν.
Σήμερον του σκότους ελυτρώθημεν, και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα.
Την ημέρα των Θεοφανείων «είδε τους ουρανούς ανεωγμένους»
Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι.
Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ημέρα των Θεοφανείων «είδε τους; ουρανούς ανεωγμένους» και τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ήμερα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν Ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο, Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι ή καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.
Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Όταν εκοιμήθη ο Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει τα υπάρχοντα της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του.’ Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ο ένας έλεγε «εμένα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ο άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ο άλλος «ποτήρια», ο άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν η αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Η συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».
Από το βιβλίο”Υποτακτικόν από τη ζωή των μοναζουσών”
Ιερόν Δοχειαρίτικο κελίον Αγ.Ιωάννη του Θεολόγου,Άγιον όρος 2012
***
«Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις….»
Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη
Έλεγε
ο Γέρο – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ο Γέροντας της
Καλύβας των «Εισοδιων της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε
υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενο.Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις ευχές πού ψάλλει η Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε η τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ο Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε:
— Αδελφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος θεός, με τις προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ο Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και η φύση των υδάτων.
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών της Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ο διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο αέρας, η γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Η ημέρα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται η ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’ αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ ηυδόκησα…» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Άγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας.
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.Ο απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, η οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαρίστηση. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον οποίον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ημερών, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ο υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ο Πάτερ Θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριακό» βλέπουν τον αδελφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ο πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ημέρα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ο αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ο πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ο αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!
Μια διδακτική ιστορία για την χρήση του Μεγάλου Αγιασμού που συνέβη σε μια εκκλησία στην Ρωσία.
Ένας
ιερέας μετά την ακολουθία του Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανείων,
μοίραζε τον Μεγάλο Αγιασμό γεμίζοντας τα μπουκάλια των ενοριτών.Μία κυρία τον πλησιάζει και του δίνει ένα όμορφο μπουκάλι. Μόλις ο ιερέας έβαλε μέσα αγιασμό, το μπουκάλι αμέσως έσπασε και έγινε θρύψαλα.
Σαστισμένος ο ιερέας ρώτησε:
-Κυρία μου τι συμβαίνει με αυτό το μπουκάλι; Τι είχε προηγουμένως μέσα;
Εκείνη κατέβασε ντροπιασμένη το κεφάλι της και του είπε:
-Πάτερ συμπαθούσα ένα παλληκάρι. Και ήθελα να το παντρέψω με την κόρη μου. Για να το πετύχω πήγα σε μια μάγισσα και πήρα το «νερό της αγάπης», όπως μου είπε. Φοβόμουνα όμως να το δώσω στην κόρη μου να το πιεί. Και σκέφθηκα να το ανακατέψβ με αγιασμό…:
Της λέει ο παπάς:
-Το βλέπεις; Δεν χωρούν σε ένα μπουκάλι το νερό του Θεού και το νερό του διαβόλου. Γι΄αυτό έγινε το μπουκάλι σου κομμάτια. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή.
Ό,τι θέλουμε πρέπει να το ζητάμε μόνο από τον Θεό-Πατέρα και εκείνος αν είναι για το καλό μας μας το δίνει.
ΠΗΓΗ. Άνθη Αγίας Ρωσίας-Μανώλη Μελινού, Διασκευή κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.
Δόξα… Ήχος πλ. α᾽
Ερχόμενος
μετά σαρκός, προς Ιορδάνην Κύριε, βαπτισθήναι θέλων, εν σχήματι
ανθρώπου ζωοδότα, ίνα τους πλανηθέντας ημάς ως εύσπλαγχνος, πάσης
μηχανής και παγίδος του δράκοντος, ρυσάμενος φωτίσης, εκ Πατρός
μεμαρτύρησαι, το δε θείον Πνεύμα, περιστεράς εν είδει σοι επέστη. Αλλ᾽
οίκισον ψυχαίς ημετέραις σαυτόν, φιλάνθρωπε.
Δόξα… Ήχος πλ. α᾽
Τι
αναχαιτίζεις σου τα ύδατα ω Ιορδάνη; τι αναποδίζεις το ρείθρον, και ου
προβαίνεις την κατά φύσιν πορείαν. Ου δύναμαι φέρειν, φησί, πυρ
καταναλίσκον· εξίσταμαι, και φρίττω την άκραν συγκατάβασιν· ότι ουκ
είωθα τον καθαρόν αποπλύνειν, ουκ έμαθον τον αναμάρτητον αποσμήχειν,
αλλά τα ρερυπωμένα σκεύη εκκαθαίρειν. Ακάνθας φλέγειν με αμαρτημάτων
διδάσκει, ο εν εμοί βαπτιζόμενος Χριστός· ο Ιωάννης συμμαρτυρεί μοι· η
Φωνή του Λόγου βοά· ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του
κόσμου. Αυτώ πιστοί βοήσωμεν· ο επιφανείς Θεός, εις την ημών σωτηρίαν,
δόξα σοι.Άνες, άφες συγχώρησον, ο Θεός, τα παραπτώματα ημών, τα εκούσια και τα ακούσια, τα εν έργω και λογω, τα εν γνώσει και αγνοία, τα εν νυκτί και ημέρα, τα κατά νούν και διάνοιαν, τα πάντα ημίν συγχώρησον, ως αγαθός και φιλάνθρωπος.
Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθήτω εφ᾽ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψώμεθα φως το απρόσιτον, και κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς εργασίαν των εντολών σου, πρεσβείαις της παναχράντου σου Μητρός, και πάντων σου των Αγίων. Αμήν.
iconandlight.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου