«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. 15,28)
Δυστυχισμένη, ἀγαπητοί μου, πολὺ δυστυχισμένη ἦταν ἡ μητέρα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 15,21-28). Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε ποιά ἦταν ἡ δυστυχία της, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν ὑπομονή της καὶ τὴν πίστι της.
* * *
Στὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος, ποὺ
συνώρευαν μὲ τὴ χώρα τοῦ Ἰσραήλ, κατοικοῦσαν ἀλλόφυλοι καὶ
ἀλλόθρησκοι – εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ ζοῦσε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀκοῦμε νὰ τὴ λέει Χαναναία, λέξι
ποὺ δείχνει τὸ θρήσκευμά της, ἀπὸ τὴν παλαιὰ θρησκεία τῶν ἐθνῶν τῆς
γῆς Χαναάν, προτοῦ νὰ ἐγκατασταθῇ στὴν Παλαιστίνη ὁ Ἰσραηλικὸς λαός. Ὁ
ἄλλος εὐαγγελιστὴς ποὺ περιγράφει τὸ ἴδιο περιστατικὸ λέει, ὅτι αὐτὴ
ἦταν «ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει» (Μᾶρκ. 7,26), δηλαδὴ
εἰδωλολάτρισσα καταγομένη ἀπὸ τὴ Φοινίκη, παραλιακὴ πόλι τῆς Συρίας
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Ἡ ξένη αὐτὴ γυναίκα ἔμαθε, ὅτι στὰ μέρη ἐκεῖνα βρίσκεται ὁ
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Δείχνει λοιπὸν μεγάλο ἐνδιαφέρον νὰ τὸν συναντήσῃ.
Βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀνάγκη.
Εἶχε μία κόρη, ἡ ὁποία εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ φοβερὴ ἀσθένεια· τὴν εἶχε
καταλάβει δαιμόνιο, ποὺ πολὺ τὴν ταλαιπωροῦσε, τὴν τάραζε καὶ τὴν
ἔκανε νὰ φαίνεται σὰν νεκρή. Ποιός ξέρει καὶ τί δὲν θὰ εἶχε
μεταχειριστῆ αὐτὴ ἡ μάνα γιὰ νὰ θεραπευθῇ τὸ κορίτσι της· καὶ φάρμακα θ᾽
ἀγόρασε, καὶ γιατροὺς θὰ συμβουλεύτηκε, καὶ σὲ μάγους ἀκόμη θὰ εἶχε
προστρέξει (ἡ θρησκεία της δὲν τὸ ἀπηγόρευε). Ἀλλὰ οὔτε τὰ φάρμακα, οὔτε
οἱ γιατροί, οὔτε οἱ μάγοι, οὔτε τίποτε ἄλλο δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ
θεραπεύσῃ τὴ θυγατέρα. Τὸ δαιμόνιο εἶχε φωλιάσει μέσα της, στὸ σῶμα
καὶ στὴν καρδιὰ τῆς κόρης, καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ βγῇ.
Πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ κατάστασι ἡ δυστυχισμένη μάνα ἀκούει,
ὅτι στὴ γειτονικὴ χώρα, κοντὰ στὰ μέρη τους, βρίσκεται τώρα ὁ Χριστός.
Ἀπὸ τὴ φήμη του, ὅσα διαδίδονταν γύρω ἀπ᾽ τὸ ὄνομά του, πιστεύει μὲ
βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ θεραπεύσῃ τὸ κορίτσι της.
Ἀμέσως λοιπὸν ξεκινᾷ.
Βγαίνει ἀπὸ τὴ χώρα της, πεζοπορεῖ, ρωτάει παντοῦ κι ἀναζητεῖ
τὸ Χριστό. Ἐπὶ τέλους τὸν βρίσκει. Κι ὅταν τὸν ἀντικρύζει πλησιάζει καὶ
μὲ φωνὴ δυνατὴ –εἶνε ἡ φωνὴ τῆς πονεμένης μάνας– τοῦ λέει ἀμέσως τὸν
πόνο της· «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς
δαιμονίζεται» (Λουκ. 15,22).
Προσέξατε; Αὐτὴ ἡ εἰδωλολάτρισσα μιλάει σὰν πιστὴ Ἰσραηλίτισσα,
τὸν ὀνομάζει «υἱὸν Δαυΐδ». Αὐτὸ τί σημαίνει· ἀρνεῖται τὴν ψευδῆ
θρησκεία της, δηλώνει πίστι σ᾽ αὐτόν, προσφεύγει μὲ πλήρη βεβαιότητα
στὸν μόνο Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Τί διαφορά! τὴ στιγμὴ ποὺ ἄνθρωποι τοῦ
Ἰσραήλ (οἱ γραμματεῖς, φαρισαῖοι, πρεσβύτεροι, ἀρχιερεῖς) τὸν
ἀμφισβητοῦσαν καὶ τὸν ὑπονόμευαν, μία ἐθνικὴ γυναίκα τὸν ἀναγνωρίζει καὶ
τὸν προσκυνᾷ.
Κλαίει, φωνάζει καὶ παρακαλεῖ νὰ τὴν ἐλεήσῃ ὁ Ἰησοῦς, γιατὶ ἡ
κόρη της πάσχει καὶ ταλαιπωρεῖται πολὺ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Παραδόξως ὅμως ὁ
Χριστὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του, δὲν τῆς λέει οὔτε μιὰ λέξι. Περίεργο
πρᾶγμα! Ἐκεῖνος ποὺ τόσο συμπόνεσε τοὺς δυστυχισμένους, ἐκεῖνος ποὺ
«ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων» ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (῾Ρωμ. 12,15),
ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε καὶ χωρὶς νὰ τὸν παρακαλέσουν ἔκανε τόσα καλά, πῶς
τώρα σιωπᾷ; Ἡ σιωπή του ξενίζει ἀκόμη καὶ τοὺς μαθητάς του, οἱ ὁποῖοι
τολμοῦν καὶ παρεμβαίνουν. Ἑνώνουν καὶ αὐτοὶ τὴν παράκλησί τους μὲ τὴν
παράκλησι τῆς μητέρας καὶ λένε· –Σὲ παρακαλοῦμε, κάν᾽ της αὐτὸ ποὺ
ζητάει καὶ ἄσ᾽ την νὰ πάῃ στὸ καλό, γιατὶ μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ κράζει
ἐνοχλητικά. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀνοίγει μὲν τὸ στόμα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς
λυπήσῃ πιὸ πολὺ καί, ἐνῷ καὶ ἡ γυναίκα ἀκούει, τοὺς ἀπαντᾷ· –Ἐγὼ ἦρθα
γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες, γιὰ νὰ βροῦν αὐτοὶ τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας (καὶ
ἄφηνε νὰ νοηθῇ, ὅτι γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς δὲν ἐνδιαφέρεται). Ἡ γυναίκα
ἀκούει τὴν ἀπάντησι, μὰ δὲν ἀπογοητεύεται· ἔχει μεγάλη βεβαιότητα ὅτι
στὸ τέλος θὰ πάρῃ αὐτὸ ποὺ ζητάει. Ἔρχεται λοιπὸν μπροστά του, πέφτει
προσκυνᾷ καὶ λέει· –Κύριε, βοήθα με. Ὁ Χριστὸς πάλι ἀρνεῖται· –Δὲν εἶνε
καλὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχω γιὰ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ τὸ ῥίξω στὰ
σκυλάκια (παιδιά μου, ἐννοεῖ, εἶνε μόνο οἱ Ἰσραηλῖτες· ἐσεῖς οἱ
εἰδωλολάτρες, ποὺ ἡ ζωή σας εἶνε ἀκάθαρτη, εἶστε σὰν τὰ σκυλιά). Νέα
προσβολή· σκυλὶ τὴ λέει τὴ Χαναναία ὁ Χριστός. Μὰ αὐτὴ οὔτε τώρα
ἀγανακτεῖ· δὲν φεύγει. Ἀλλὰ τί ἀπαντᾷ· –Ναί, Κύριε· ἀναγνωρίζω πὼς δὲν
εἶμαι σὰν τὰ παιδιά σου τοὺς Ἰσραηλῖτες. Ζῶ σὰν τὸ σκυλί. Ἀλλὰ μὴ
λησμονεῖς, διδάσκαλε, ὅτι τὰ σκυλιὰ κάτι τρῶνε κι αὐτὰ ἀπὸ τὸ τραπέζι
τοῦ ἀφέντη τους· ὅ,τι ψίχουλα περισσέψουν, εἶνε δικά τους. Κ᾽ ἐγὼ δὲν
ζητῶ τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός σου. Τότε
πλέον ὁ Χριστὸς ἀφήνει αὐτὴ τὴ στάσι (ποὺ τηροῦσε σκοπίμως, γιὰ νὰ
διδάξῃ τοὺς ἀκούοντας) καὶ τῆς ἀπαντᾷ· –«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!
γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28). Καί, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔλεγε τὰ
λόγια αὐτὰ ὁ Χριστός, τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κόρη τῆς Χαναναίας ἔγινε καλά.
* * *
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα, ἀγαπητοί
μου· καὶ πολλὰ ἐπ᾽ αὐτοῦ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. Ἕνα ὅμως θὰ τονίσω
σήμερα· ὅτι πρέπει νὰ ἐπιμένουμε πολὺ στὶς προσευχές μας. Χωρὶς τὴν
ἐπιμονή της ἡ Χαναναία δὲν θὰ ἔπαιρνε τὴ θεραπεία τῆς κόρης της.
Παρακάλεσε μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, χωρὶς ν᾽ ἀπογοητευθῇ· ἐπέμενε,
καὶ στὸ τέλος νίκησε.
Ἂν ἦταν καμμιὰ ἄλλη ψυχή, δὲν θ᾽ ἀνεχόταν τὴν προσβολή· στὴν
ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ θὰ σηκωνόταν καὶ θά ᾽φευγε θυμωμένη. Ἀκοῦς ἐκεῖ, θά
᾽λεγε· πῆγα σ᾽ αὐτὸν καὶ μὲ εἶπε σκυλί· ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶν᾽ αὐτός;…
Ἄχ πόσοι καὶ πόσοι τὸ κάνουν αὐτὸ σήμερα!
Πηγαίνουν στὸν ἐξομολόγο. Καὶ μόλις ἐκεῖνος τοὺς δώσῃ ἕνα
κανόνα, τοὺς βάλῃ ἐπιτίμιο καὶ δὲν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ κοινωνήσουν, ἀντὶ
νὰ κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους ποὺ ἔγινε ἄξιος τοῦ ἐπιτιμίου, αὐτοὶ
κατηγοροῦν τὸν πνευματικὸ ὡς ἀνεπαρκῆ, ὡς ἀδέξιο, ὡς βάρβαρο, ὡς
ἀγράμματο…
Πηγαίνουν οἱ ἄλλοι νὰ ἐκκλησιαστοῦν καὶ μόλις ἀκούσουν τὸν
ἱεροκήρυκα νὰ ἐλέγξῃ τὴν κακία, ἀμέσως ὀργίζονται, φεύγουν, καὶ βρίζουν
τὸν ἱεροκήρυκα. Δὲν βλέπουν τὰ πάθη ποὺ τοὺς ἔχουν περισφίξει, δὲν
καταλαβαίνουν ὅτι πρέπει νὰ τὰ πολεμήσουν. Ἐνῷ ἡ Χαναναία τί; Τὴν
ὠνόμασε σκυλί, καὶ δὲν θύμωσε! Γιατί; Διότι ἡ προσευχή της εἶχε ἕνα
μεγάλο προσόν. Ποιό προσόν;
Εἶχε ἐπιμονή. Εἶχε ἀπόφασι ὁπωσδήποτε νὰ ἑλκύσῃ τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ. Καὶ ὅπως ὁ ζητιᾶνος δὲν ξεκολλάει ἀπὸ τὴν πόρτα ἕως ὅτου τοῦ
δώσουν ἕνα ξεροκόμματο, ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία δὲν ἐννοοῦσε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ
Χριστό, ἕως ὅτου Ἐκεῖνος ὄχι ἕνα ἁπλὸ ψίχουλο τῆς ἔδωσε, ἀλλὰ ἔκανε τὸ
μεγάλο θαῦμα.
Ἡ ἐπιμονὴ δείχνει πίστι – ἐμπιστοσύνη· ὁ Κύριος ὑπάρχει, μ᾽ ἀκούει, θὰ μοῦ ἀπαντήσῃ, θὰ μοῦ δώσῃ αὐτὸ ποὺ ἔχω ἀνάγκη!
Ἡ ἐπιμονὴ δείχνει ὑπομονή, ἀντοχή, μακροθυμία· δὲν εἶμαι
ἀνυπόμονος, δὲν βιάζομαι, μπορῶ νὰ περιμένω, δὲν ἐξαντλοῦνται οἱ
δυνάμεις μου, ἔχω ἀπόθεμα δυνάμεως.
Ἡ ἐπιμονὴ δείχνει ταπείνωσι, ὑπακοή· ἂν ὁ Κύριος ἀργῇ νὰ μοῦ
ἀπαντήσῃ, ἐκεῖνος ξέρει τὸ γιατί, ἐγὼ ἂς μάθω νὰ τὸν περιμένω· κι ἂν
ἐκεῖνος κρίνῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ μοῦ ἱκανοποιήσῃ τὸ αἴτημα, ὑποτάσσομαι
στὸ θέλημά του· ἐγὼ «καὶ ἐν τῷ μὴ λαβεῖν ἔλαβον» (P.G. 63,579).
Ἐπιμονὴ λοιπὸν στὶς δεήσεις μας. «Κύριε, ἐλέησον» ὄχι μιὰ φορὰ
ἀλλὰ πολλές. Εἶνε μερικοὶ Χριστιανοὶ ποὺ λένε· Προσευχήθηκα, παρακάλεσα
τὸ Θεό, μὰ δὲν βλέπω τίποτε… Αὐτοὶ εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι καὶ ἀνυπόμονοι.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς θέλει νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι μας.
Νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος, ὅταν δῇ ὅτι ἡ πίστι εἶνε
ῥιζωμένη βαθειὰ στὴν καρδιά μας, ὅτι ζητοῦμε θεάρεστα πράγματα κι ὅτι
ἐπιμένουμε στὶς παρακλήσεις μας, θὰ μᾶς ἀκούσῃ καὶ θὰ μᾶς δώσῃ ὅ,τι
εἶνε τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Χρειάζεται μόνο ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ
μεγάλη. Ἐκεῖνος ποὺ εἰσάκουσε τὴν προσευχὴ τῆς Χαναναίας, ἐκεῖνος ποὺ
εἰσάκουσε τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων, θ᾽ ἀκούσῃ καὶ τὶς δικές μας
προσευχές.
Ἂς ζητοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ πνευματικὰ ἀγαθά· πίστι, ἐλπίδα,
ἀγάπη· ἂς ζητοῦμε εἰρήνη. Ἂς τὸν παρακαλοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας καὶ τοὺς
φίλους μας. Κ᾽ ἐκεῖνος σὲ καιρὸ κατάλληλο θὰ στείλῃ τὴ βοήθειά του,
γιατὶ αὐτὸς εἶπε· «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε·
κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν
εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. 7,7-8).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 6-2-1938. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ ἀναπλήρωσις 31-12-2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου