ΠΕΙΝΑ!
«… Ἐγὼ δὲ λιμῶ ἀπόλλυμαι!»(Λουκ. 15, 17)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί, εἶνε Κυριακὴ
τοῦ Ἀσώτου. Ἄσωτος ὀνομάζεται ὁ νεώτερος γυιὸς τοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς.
Ὁ νέος αὐτὸς ζοῦσε στὸ πατρικὸ σπίτι, γεμᾶτο ἀπʼ ὅλα τὰ ἀγαθά. Τίποτε
δὲν τοῦ ἔλειπε. Ἀλλʼ ὁ νέος αὐτὸς δὲν ἐκτίμησε ὅπως ἔπρεπε τὰ ἀγαθὰ ποὺ
ἀπολάμβανε κοντὰ στὸν πατέρα. Σκλαβιὰ τοῦ φαινόταν τὸ πατρικὸ σπίτι.
Ἔνιωθε σὰν πουλὶ κλεισμένο σὲ κλουβί. Ἄνοιξε λοιπὸν μιὰ μέρα τὴν πόρτα
τοῦ κλουβιοῦ καὶ πέταξε ἔξω. Ἀλλʼ ἔξω ὑπάρχουν τὰ γεράκια. Καὶ γεράκια
εἶνε οἱ κακοί, οἱ φαῦλοι καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ποὺ περικυκλώνουν
ἕναν ἄπειρο νέο καὶ τὸν κατασρέφουν ψυχικὰ καὶ σωματικά.
Ὁ πατέρας δὲν θέλησε νὰ κρατήση τὸ παιδί του μὲ τὴ βία. Τὸ ἄφησε νὰ φύγη.
Ἔφυγε παίρνοντας μαζί του πλούσιο μερίδιο τῆς πατρικῆς περιουσίας. Πῆγε σὲ χώρα μακρινή. Ἔμπλεξε μὲ κακὲς παρέες. Διασκέδαζε μὲ διεφθαρμένες γυναῖκες. Ζοῦσε μὲ μιὰ λέξι ἀσώτως. Δὲν πέρασε καιρὸς καὶ τελείωσαν τὰ χρήματα κι ἄρχισε νὰ ὑποφέρη. Στὴ χώρα ποὺ βρισκόταν ἔπεσε πεῖνα μεγάλη κι ὁ ἄσωτος γιὰ νὰ ζήση κατήντησε χιοροβοσκός. Κʼ ἦταν τόση ἡ πεῖνα του, ὥστε ἅρπαξε χαρούπια, ποὺ προωρίζονταν γιὰ τὰ γουρούνια, καὶ τά ʼτρωγε. Ἡ πεῖνα μαζὶ μʼ ὅλη τὴν ἀθλιότητά του τὸν ἔκανε νὰ θυμηθῆ τὸ πατρικὸ σπίτι, νὰ μετανοήση καὶ νὰ ἐπιστρέψη.
* * *
Ἡ πεῖνα! Εἶνε κακό, ποὺ πλήττει μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος.
Θέλει ὁ Θεὸς νὰ πεινᾶνε οἱ ἄνθρωποι; Ἀσφαλῶς ὄχι. Κανένας
πατέρας δὲν θέλει τὸ παιδί του νὰ πεινάη καὶ νὰ δυστυχῆ. Κι ὁ Θεός, ποὺ
εἶνε ὁ οὐράνιος Πατέρας, ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του μὲ ἄπειρη ἀγάπη,
προνόησε ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴ στερῆται. Δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Δὲν
ὤρισε γιὰ κατοικία του ἕναν ἀπὸ τοὺς πλανῆτες ποὺ εἶνε κατάξεροι. Τὸν
ἔβαλε στὸν πλανήτη αὐτό, ποὺ ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς ἄλλους πλανῆτες εἶνε
παράδεισος. Καὶ τί δὲν ἔχει ἡ κατοικία αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου! Μοναδικὸς
πλανήτης ἡ γῆ, πλούσιος σὲ ἀγαθά. Ἡ γῆ, ποὺ κατοικοῦμε, ἄν ἤθελε ὁ
ἄνθρωπος νὰ τὴν καλλιεργήση ὅπως πρέπει καὶ νὰ μοιράση τὰ ἀγαθὰ μὲ
ἰσότητα καὶ δικαιοσύνη, θὰ μποροῦσε νὰ συντηρήση διπλάσιο καὶ τριπλάσιο
πληθυσμὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει σήμερα.
Ὁ Θεὸς εἶπε˙ «Ἐὰν μὲ ἀκούσετε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς θὰ φᾶτε…» (Ἠσ.
1, 19). Μὰ δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότητα σὰν σύνολο δὲν ἄκουσε τὸ λόγο τοῦ
Θεοῦ, ποὺ συνιστᾶ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, νὰ ζοὺν
σὰν ἀδελφοὶ καὶ νὰ μοιράζωνται τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Ἐνῶ ἡ γῆ ἀνήκει σʼ ὅλη
τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὁ καθένας θά ʼπρεπε νʼ ἀπολαμβάνη τὸ μερίδιό του, οἱ
ἄνθρωποι ἔγιναν πλεονέκτες καὶ φιλάργυροι καὶ κατώρθωσαν νὰ ἐκτοπίσουν
τοὺς πολλούς, νὰ καρπώνωνται αὐτοὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀγαθῶν, νὰ
τρῶνε αὐτοὶ μὲ ἑκατὸ στόματα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Ἡ
ἄνιση κατανομὴ τοῦ πλούτου τῆς γῆς εἶνε μιὰ ἀπʼ τὶς κυριώτερες αιτίες
τῆς πείνας.
Ἀλλὰ κι ἄλλη αἰτία τῆς πείνας ὑπάρχει. Εἶνε ἡ τάσις γιὰ περιττὰ
πράγματα. Ἡ ζωὴ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων θυμίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀσώτου τῆς
παραβολῆς. Ἡ σπατάλη, ἡ ἄσκοπη διασπάθισις τοῦ χρήματος, δημιούργησε τὴ
λεγόμενη καταναλωτικὴ κοινωνία. Ὄχι πιὰ λιτότητα καὶ ἁπλότητα δὲν
ὑπάρχει, ἀλλʼ ἀντίθετα, ὑπάρχει πολυτέλεια, ποὺ προκαλεῖ τὸν πληθωρισμό,
τὴ στέρησι, τὴν πεῖνα. Ἄς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα. Ὁ Θεὸς ἔκλεισε στὰ
σπλάχνα τῆς γῆς ποτάμια καὶ λίμνες ἀπὸ πετρέλαιο. Τὸ πετρέλαιο, ὅπως
λένε οἱ εἰδικοί, ἄν δὲν γινόταν σπατάλη, θὰ ἔφτανε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες,
ἐνῶ τώρα λένε πὼς ἡ πηγὲς τοῦ πετρελαίου σύντομα θὰ στερέψουν. Σὲ λίγα
χρόνια μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχη πετρέλαιο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄλλα
ἀγαθὰ ποὺ ἔδωσε ὁ πανάγαθος Θεός.
Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς πείνας ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ ἀνομία τοῦ
ἀνθρώπου. Εἶνε, δηλαδή, ἡ παράβασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Εἶνε ὄχι μόνο, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, ἡ ἀδικία, ἡ πλεονεξία, ἡ
φιλαργυρία, ἡ σπατάλη καὶ ἡ ἀσωτία, ἀλλὰ καὶ κάθε εἶδος ἁμαρτίας, ποὺ
διαταράζει τὶς ἁρμονικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ. Καὶ ἡ πεῖνα σὰν ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου γίνεται
παιδαγωγικὸ μέσο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψη ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό. Ἡ πεῖνα ἔκανε τὸν
ἄσωτο υἱὸ νὰ θυμηθῆ τὸν πατέρα καὶ νὰ φωνάξη «λιμῶ ἀπόλλυμαι» (Λουκ.
15, 17). Καὶ ἡ πεῖνα ποὺ πέφτει στὴν ἀνθρωπότητα κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ
θυμηθοῦν τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ πατρικὸ σπίτι.
Εἶπαν ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, ὅτι δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό. –
Ἐμεῖς, ἄν καλλιεργήσουμε τὴ γῆ μὲ ἐπιστημονικὰ μέσα, θὰ ἔχουμε τέτοια
παραγωγή, ποὺ δὲν θά ʼχουμε ἀνάγκη νὰ κάνουμε δεήσεις στὸ Θεὸ «ὑπὲρ…
εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς». Ἀλλὰ τόσο πλανῶνται! Ἄθεοι καὶ ἄπιστοι,
καλλιεργῆστε ὅσο θέλετε τὴ γὴ! Καλλιεργήστε την ἐπιστημονικῶς. Ἐφαρμόστε
νέες μεθόδους. Λιπάνετε τὸ χῶμα μὲ τὰ καλύτερα χημικὰ λιπάσματα. Κάνετε
ὅ,τι θέλετε. Ἐὰν ὁ οὐρανὸς δὲν βρέξη καὶ ἄνεμοι κατάλληλοι δὲν φυσήξουν
καὶ ὁ ἥλιος δὲν θερμάνη ὅσο χρειάζεται τὸ σπόρο, τότε τί θὰ γίνη;
Ἄνθρωπε ὑπερήφανε! Ἀπὸ κεῖ ποὺ ὑπολόγιζες χίλιους τόννους σιτάρι, δὲν
μαζεύεις οὔτε ἕνα. Ξηρασία, ἀκαρπία, πεῖνα καὶ δυστυχία. Καὶ ἔτσι ὁ
ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ποὺ νόμιζε ὅτι μὲ τὴν ἐπιστήμη του θὰ καταργήση τὸ
Θεό, ἀναγκάζεται νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ φωνάξη καὶ αὐτός, ὅπως ὁ ἄσωτος,
«Λιμῶ ἀπόλλυμαι».
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἡ ἀνθρωπότητα
περνάει σήμερα κρίσι παγκόσμια. Οἱ εὶδικοὶ προβλέπουν πεῖνα, τέτοια
πεῖνα ποὺ δὲν εἶδε ὁ κόσμος. Λόγω τῆς ἀφροσύνης καὶ ἀσωτίας τῶν ἀνθρώπων
τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς λιγοστεύουν. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μᾶς τὸ ποῦν οἱ
εἰδικοί. Τὸ προεῖπε ἡ ἁγία Γραφή. Τὸ προεῖπε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός. Λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, θὰ γίνη τέτοια πεῖνα, ποὺ γιὰ
μιὰ χούφτα ἀλεύρι θὰ δίνης μιὰ χούφτα χρυσάφι.
Ἄσωτοι δὲν γίναμε; Τί περιμένουμε; Θὰ ὑποστοῦμε τὶς συνέπειες
τοῦ ἀσώτου. Ἦρθε ἡ ὥρα, κοντὰ στὰ ἄλλα δεινά, νὰ δοκιμάσουμε καὶ τὴν
πεῖνα, νὰ φωνάξουμε τὸ «Λιμῶ ἀπόλλυμαι». Θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ἕνα θὰ
μᾶς σώση˙ ἡ μετάνοια. Ἄν κʼ ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἄσωτος, μετανοήσουμε καὶ
ἐπιστρέψουμε στὸ πατρικό μας σπίτι, τὴν Ἐκκλησία, καὶ ποῦμε στὸ Θεὸ τὸ
«Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου˙ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι
υἱός σου˙ ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. 15, 18-19).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 33-38 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου