<<Τον παλαιόν καιρόν, αδελφοί μου, ο μισόκαλος διάβολος έβγαλεν όλας του τας κακίας και παρεκίνει τους ανθρώπους να υπερηφανεύωνται, να φονεύωνται, να πορνεύουν, να μοιχεύουν, να κάμνουν πράγματα τα οποία δεν τα έκαμνον μήτε τα άλογα ζώα, και το χειρότερον, επροσκυνούσαν διά Θεόν, άλλος τον ήλιον, άλλος την σελήνην, άλλος την θάλασσαν…
Πριν από τον κατακλυσμόν ο Θεός, επρόσταξε τον Νώε να κάμη ένα καράβι επάνω εις την γην, διά να προβληματισθούν οι άνθρωποι (μήπως και μετανοήσουν) και να τον ερωτούν:
«Διατί το κάμνεις;».
Και να τους λέγη ότι:
«Ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμον».
Αυτοί, όμως, αντί να μετανοήσουν τον περιγελούσαν.
Ήρχισεν ο Νώε το καράβι.
«Διατί κάμνεις το καράβι;».
Ο Νώε τους έλεγε:
«Διότι ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμον».
Εκείνοι του έλεγον ότι είναι τρελλός και ξαναρωτούσαν:
«Τί έπαθεν ο Θεός να χαλάσει τον κόσμον;»
Ο Νώε εκοίταζε την δουλειά του, και εις τους 100 χρόνους ετελείωσε το καράβι. Τον καιρόν εκείνον, οκτώ άνθρωποι ευρέθησαν καλοί: Ο Νώε, η γυναίκα του, τα τρία του τέκνα και οι τρεις του νυφάδες. Θέλων ο Θεός να φυλάξει αυτούς τους οκτώ, επρόσταξε τον Νώε να πισσώσει το καράβι, διά να μη έμβη μέσα βροχή, και να εμβάσει μέσα όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, καθαρά και ακάθαρτα. Και αφού εμβήκε και αυτός μέσα με την γυναίκα του, τα παιδιά του, και τις νυφάδες του, ο Θεός έκλεισε καλά το καράβι. Οι άνθρωποι έξω έτρωγον, έπινον, έκαμνον πραγματείας και άλλα διαβολικά έργα…
Τότε ήνοιξεν ο Θεός τους καταρράχτας του ουρανού και έπιπτεν η βροχή ως ποταμός εις την γην. Εφώναζον οι άνθρωποι:
«Νώε, άνοιξόν μας να έμβωμεν εις το καράβι».
Ο Νώε τους έλεγε:
«Τί εκάμνατε εδώ και εκατό χρόνους, οπού σας έλεγον ότι, ο Θεός θα χαλάσει τον κόσμον; Τώρα τί να σας κάμω;».
«Εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια…» και τότε επλημμύρισεν η γη, και το νερό εσκέπασεν όλα τα όρη, και επνίγησαν όλοι οι άνθρωποι, εκτός του Νώε και της οικογενείας του. Και πάλιν από αυτούς εγέμισεν όλος ο κόσμος. Αλλά, καθώς λέγει ο Χριστός εις το Άγιον Ευαγγέλιον, «ώσπερ αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του Υιού του ανθρώπου», ήγουν, καθώς εις τον καιρόν του Νώε, οι άνθρωποι δεν επίστευον, αλλά τον περιεγέλων, έως ότου ήλθεν έξαφνα η οργή του Θεού, ο κατακλυσμός, και έπνιξεν όλον τον κόσμον, ομοίως και τώρα, Χριστιανοί μου, εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου, δεν θα πιστεύωσιν οι άνθρωποι, καθώς και τότε… Τα λόγια οπού σας λέγω, δεν είναι ιδικά μου, αλλά του Αγίου Πνεύματος και όστις θέλει ας πιστεύσει!!!
Εγώ το χρέος μου το έκαμα>>!!
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)
«Διδαχή Γ΄ – Διδαχαί και Προφητείαι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού».
πηγή: dromokirix
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου