Του π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Φαίνεται ότι ουδέποτε θα πάψει ο
πλούτος να απασχολεί την σκέψη και κυρίως να βασανίζει το “είναι” των ανθρώπων.
Ένα βάσανο που κάνει τον άνθρωπο συνειδητά, τελικώς να αρνείται την ίδια του
την σωτηρία. Αυτό δηλ. που βλέπουμε να συμβαίνει στην Ευαγγελική περικοπή όπου
περιγράφεται η όλη αποκαρδιωτική στάση του πλούσιου νέου. Τι να πει
κανείς ή πώς να χαρακτηρίσει την όλη νοοτροπία και την
τελική επιλογή τού νέου
αυτού ανθρώπου, όταν από την μια εφαρμόζει (όσο το δυνατόν) τον νόμο και τις
διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης, όταν δείχνει τέτοια προθυμία για να συνομιλήσει
με τον ίδιο τον Ιησού και να διδαχθεί από Αυτόν, και τελικώς όταν του
υποδεικνύεται ο τρόπος για να εκπληρώσει τον πόθο τής τελειότητας, όταν δηλ.
μπροστά του ανοίγεται η οδός της αγιότητας, αυτός απέρχεται “λυπούμενος· ην γαρ έχων κτήματα πολλά”;
Αλλά την σκέψη και τον πόθο τού
νέου για να κερδίσει την αιώνιον ζωήν, άλλοτε φανερό και άλλοτε συγκεκαλυμμένο,
άλλοτε έντονο ή δυσδιάκριτο και ασθενή, τον έχουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι.
Και τούτο δεν είναι μια απλή θεωρία, αλλά μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Δεν
έχει κανείς παρά να εξετάσει την ιστορία και την πίστη των ανθρώπων. Των υπάρξεων
που έζησαν και ζουν μετά Χριστόν. Να μελετήσει, όχι επιφανειακά αλλ' εις βάθος
την δίψα τού ανθρώπου. Τον αγώνα του και την αγωνία του για να βιώσει το
άριστον, το τέλειον, δηλ. Αυτόν τον προσωπικό και ενανθρωπίσαντα Θεό.
Όσο κι αν θέλουν κάποιοι να το
αρνηθούν και να το απορρίψουν, η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος σε οποιοδήποτε
σημείο της γης και σε οποιοδήποτε αιώνα, πίστευε, πιστεύει, και φυσικά θα
πιστεύει σε δύο μεγάλες και αναφαίρετες αλήθειες. Στον Θεό και στην μέλλουσα
ζωή. Και είναι γεγονός ότι παρά το ότι ορισμένοι όταν αισθάνονται τις δυνάμεις
τους ακμαίες, μπορεί να διδάσκουν και να κηρύσσουν διάφορα έωλα και ανυπόστατα
περί αυτών των μεγάλων αληθειών, όταν όμως πλησιάζει το τέρμα τής επιγείου ζωής
τους, τότε όλα τα βλέπουν εντελώς διαφορετικά. Καθίσταται τότε παντελώς αδύνατη
η φίμωση της συνειδήσεως και αδυνατεί να συμβιβαστεί η καρδιά. Τότε η ψυχή
επαναστατεί διότι αισθάνεται ότι πλησιάζει προς την αιωνιότητα και μάλιστα προς
Αυτόν που σε λίγο θέλοντας και μη θα συναντήσει. Ζητούν τότε οι άνθρωποι το
έλεος του Θεού και δείχνουν θέληση για να ετοιμαστούν για το μεγάλο ταξίδι και
προς συνάντηση Αυτού που ματαίως προσπαθούσαν πριν να αρνηθούν.
Όμως ας μη νομίσουμε ότι
πρόκειται περί ευκόλου υποθέσεως. Ότι έτσι απλώς και μόνο ο άνθρωπος μπορεί να
τακτοποιήσει τα μεγάλα και υπαρξιακά αυτά θέματα που έχουν να κάνουν με τον
ίδιο και τη σωτηρία του. Επιπλέον δε θα πρέπει να κατανοήσουμε πως δεν είναι
θέμα απλώς ο άνθρωπος να αισθανθεί την πραγματικότητα, αλλά και να την
κατακτήσει, βιώνοντάς την. Αυτό, οπωσδήποτε έχει τις δυσκολίες του οι οποίες
όμως ουδέποτε είναι ανυπέρβλητες για τον άνθρωπο που θέλει.
Δυστυχώς, σε αυτή την περίπτωση
που συναντήθηκε με την αλήθεια, αλλά τελικώς δεν προχώρησε και στο δεύτερο βήμα
της κατακτήσεώς της, δηλ. της προσωπικής αποδοχής του Ιησού, εκουσίως βρέθηκε ο
πλούσιος νέος της Ευαγγελικής περικοπής.
Δεν χρειαζόταν πλέον να
βασανίζει τον νου του μέσω λεπτών φιλοσοφικών πλοκών, και η καρδιά του τον
βεβαίωνε περί του Θεανδρικού προσώπου τού Χριστού ο οποίος τον κάλεσε κοντά του
για να του χαρίσει την τελειότητα και να τον κάνει απόστολο. Το πρόβλημα όμως
ήταν η ανίσχυρη βούλησις. Ο ασθενικός του χαρακτήρας που άφησε τις χρυσές
αλυσίδες τού πλούτου να τον δέσουν χειροπόδαρα. Έτσι τα πράγματα δείχνουν πως
είχε δίκαιο αυτός που υποστήριξε ότι τα σκληρότερα δεσμά και οι πλέον άρρηκτες
χειροπέδες είναι αυτές που έχουν κατασκευαστεί από το άψυχο χρυσάφι της γης.
Ζητάς λοιπόν την τελειότητα;
Ιδού, ενώπιόν σου ανοίγεται στάδιον δόξης λαμπρόν. Και μπροστά στις καταστάσεις
αυτές, φυσικά δεν μπορούν να σταθούν αμφιταλαντεύσεις και αμφιβολίες όπως “θα
το σκεφθώ” ή “αργότερα” ή “ες αύριον τα σπουδαία”.
Εάν χάσεις αυτή τη μοναδική
στιγμή, έχασες φίλε μου τα πάντα.
Δυστυχώς ο πλούσιος του
Ευαγγελίου έχασε τα πάντα. Έφυγε “λυπούμενος” σκυθρωπός και μελαγχολικός. Τόσο
πολύ σκοτίσθηκε ο εσωτερικός του κόσμος ώστε ούτε καν έθεσε ένα ερώτημα και
φυσικά δεν έμαθε περί της διεξόδου και της λύσεως του προβλήματός του. Ότι δηλ.
τα πράγματα επί της ουσίας, εάν ο ίδιος ο άνθρωπος το θέλει, είναι εύκολα αφού “παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον εστί, παρά δε τω Θεώ
πάντα δυνατά εστί”.
Ίσως κάποιοι δεν μπορούν να
κατανοήσουν την αδιανόητη αυτή στάση του πλουσίου. Προφανώς διότι οι ίδιοι
(ευτυχώς) δεν είναι πλούσιοι. Όσοι όμως ευρίσκονται στην “ηλεκτρική καρέκλα”
και στην θέση τού νέου της περικοπής, διαθέτοντας οικονομική επιφάνεια,
κατανοούν και με το παραπάνω την επιλογή του φίλου τους. Έτσι, κατά το μάλλον ή
ήττον τον δικαιολογούν μέσα στην συνείδησή τους, ώστε να “μπορέσουν” και οι
ίδιοι να κλείσουν τα αυτιά της καρδιάς στον ριζοσπαστικό λόγο τού Χριστού “ύπαγε πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος
πτωχοίς”.
Αυτός είναι και ο λόγος που τελικώς ολίγοι είναι οι πλούσιοι
εκείνοι που μέσα στον ρούν της ιστορίας τολμούν να σπάσουν τα χρυσά δεσμά του
πλούτου. Αυτοί που αποφασίζουν να θρυμματίσουν το χρυσοποίκιλτο κλουβί το οποίο
οι ίδιοι κατασκεύασαν ή και τους κληροδότησαν, ώστε να μπορέσει το αηδόνι
απελεύθερο πλέον να ψάλλει την δόξα τού Θεού και να κελαηδίσει την αγάπη των
αδελφών.
Βεβαίως, όλοι δεν είναι πλούσιοι,
όλοι όμως έχουμε τα πάθη που μας “βραχυκυκλώνουν” και που καθίσταται ανάγκη
ταχέως να απελευθερωθούμε από αυτά.
Όμως, επειδή ο ευαγγελικός
λόγος επισημαίνει το καρκίνωμα αυτό του πλούτου και μάλιστα προσφέρει την λύση
ο ίδιος ο Χριστός, είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι το αδυσώπητο κεφάλαιο του
πλούτου δεν έχει ακόμα αντιμετωπιστεί από τους διαδόχους των Αποστόλων, πλην
ελαχίστων μόνο περιπτώσεων, μεγάλων πατερικών μορφών που αποτελούν την εξαίρεση
η οποία επιβεβαιώνει τον κανόνα. Κάποιες δυναμικές προσωπικότητες που ο λόγος
τους μεταβάλλεται σε τρίπλοκο φραγγέλιο κατά των ασπλάχνων πλουσίων. Και για να
πάρουμε μια ελαχίστη αλλά αρκούντως ικανή γεύση των πατερικών αναλύσεων επί του
θέματος, ας ακούσουμε από τα βάθη των χρόνων την πάντοτε όμως επίκαιρη θέση του
δεδιωγμένου ένεκεν δικαιοσύνης Ιερού Χρυσοστόμου: “πας πλούσιος άδικος ή κληρονόμος αδίκου”!
Ναι, θα πρέπει να το
παραδεχθούμε ότι η διοικούσα Εκκλησία, όχι μόνο δεν ορθοτόμησε δυναμικά στο
σημείο τούτο, αλλά πλείστες όσες φορές, πολλά από τα στελέχη της έδειχναν να
συμπλέουν με το αιμοσταγές κεφάλαιο, δήθεν “κρείττον τι προβλεψάμενοι” και με
την δικαιολογία περί “του καλού της κοινωνίας”, αρκούμενοι απλώς στο να
αναγινώσκονται απ' άμβωνος οι καταδικάζουσες τον πλούτο ευαγγελικές περικοπές.
Έτσι λοιπόν φθάσαμε στο
κατάντημα ο καταδικάζων τον πλούτο λόγος του Χριστού, να περάσει με εντελώς
διεστραμμένη μορφή στα χείλη των αθέων και των διωκτών της πίστεως, με
αποτέλεσμα εάν κάποιος πιστός ή σπανιότερα κληρικός, τολμούσε να εκφέρει ή και
να γράψει κάποιες καυτές αλήθειες περί του θέματος, πολλοί “εχέφρονες” και
“ανησυχούντες” να του κολλούν την ετικέτα κάποιου πολιτικού κόμματος ή
χρώματος.
Εάν είναι ποτέ
δυνατόν η αλήθεια και ο παρρησιασμένος λόγος να έχουν ανάγκη τα δεκανίκια
μαρξιστικών θεωριών και αθέων ιδεολογιών. Αντιθέτως μάλιστα, η αμαρτωλή σιωπή
και ο ένοχος συμβιβασμός είχαν, έχουν και φυσικά θα έχουν ανάγκη από τα
“μανδρόσκυλα του κεφαλαίου”, που υποκριτικώς κάνουν κάποιες φορές την εμφάνισή
τους σε κεντρικούς ναούς και σε χώρους προσκυνηματικούς, δικήν πασαρέλας.
Περισσότερο δε φαρισαϊκώς και μισανθρώπως ρίπτουν “ένα κοκκαλάκι” στο φιλόπτωχο
ταμείο, αφού πρώτα έχουν αναρροφήσει το αίμα των “συναδέλφων” αυτών που δήθεν
αγαπούν και δια των συσσιτίων δήθεν χορταίνουν και προστατεύουν.
Αλλά τα θέατρα
και από τις δύο πλευρές, δηλ. των δωρητών και των δωροληπτών, νομοτελειακώς
σταματούν μπροστά στο χείλος του ανοικτού τάφου ή στον αποτεφρωτήρα για
εκείνους που φοβούνται το χώμα ή ανοήτως πιστεύουν ότι η στάχτη θα εμποδίσει
την κοινήν ανάστασιν.
Επειδή όμως,
όντως για τους πλουσίους τα πράγματα είναι δύσκολα και ακόμα περισσότερο
γίνονται τραγικά για εκείνους που αντί να ορθοτομούν και μάλιστα ριζικά και
στον κοινωνικό τομέα, αυτοί συμβιβάζονται με το κατεστημένο και προσκυνούν τον
Λεβιάθαν του Μαμωνά, ας
ανάψουμε τον σπινθήρα της ελπίδας δια της
φράσεως του Ιησού: “Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον εστί, παρά δε Θεώ, πάντα
δυνατά εστί”. Το λοιπόν δεν μας σώζει παρά η έμπρακτη μετάνοια και η απέκδυσις
της χρυσοφόρου για τους μέν, κλεπταποδόχου ζωής για τους δε.
Είθε οι άμβωνες
των Εκκλησιών να “ξαραχνιάσουν” και εξ' αυτών να διασαλπίζονται οι αλήθειες
περί του πλούτου ως “ασφαλής οδού” προς την κόλαση. Τώρα μάλιστα που δια του
συστήματος προς εντροπήν της κοινωνίας μας και κολαφισμόν την Εκκλησίας μας, οι
πτωχοί καθίστανται πτωχότεροι, οι δε πλούσιοι αναδεικνύονται πλουσιότεροι. http://katoci.blogspot.gr/2014/08/blog-post_29.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου