Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Απόψεις προοδευτισμού, σε πείσμα της εκκλησιαστικής ζωής;

Με αφορμή του δημοσίευμα του δημοσιογράφου Δημήτρη Ριζούλη με τίτλο: Το σχέδιο για την αποστρατεία (με το ζόρι) των Μητροπολιτών στα 67 , ο Σεβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος μας απέστειλε το παρακάτω άρθρο:
goumenisis
Γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου κ. Δημήτριος

Το απρόφθαστο τρέξιμο του εκσυγχρονισμού
Ο κόσμος μας ολοένα και προ-οδεύει με …ηλεκτρονική ταχύτητα. Η χρονικότητά μας δεν προφθαίνει να συγ-χρονίζεται με τις εξελίξεις των πραγμάτων.
Και αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, αντί να εν-συν-χρονίζεται η προοδευτικότητα με τον διαχειριστή της άνθρωπο, ο άνθρωπος σήμερα μάλλον …απο-συγ-χρονίζεται.

Για να προλάβει το τρέξιμο ενός αναγκαστικού προοδευτισμού, παλεύει να εξέρχεται από τα όριά του τα φυσικά, τα όρια της φυσικότητας, της χρονικότητας, της τοπικότητας.
Ο σημερινός άνθρωπος λησμονεί την ανθρωπινή του ιδιοσυστασία, λησμονεί τις αντοχές της χρονικής του πορείας. Από πολύ μικρός φαντασιώνεται να ξεπεράσει τις χρονοχωρικές συντεταγμένες της φυσιολογικής κοινωνικής του ανάπτυξης. Ο σημερινός άνθρωπος φαντασιώνεται να “μεταπλασθεί” σε κάποιο είδος υπερανθρώπου.
Παρόλο που ουδείς αναπαύεται εξερχόμενος από τα φυσικά όρια. Ουδείς. Ούτε οι πιο τρανοί. Οι πάντες λαχταρούν να περάσουν διακοινωνούμενες διακοπές επικοινωνίας, απλότητας, φυσικότητας, χαλαρότητας, απαλότητας, σε ένα φυσικό περιβάλλον, μέσα στους όρους της ανέκαθεν φυσιολογικής επιβιωματικότητας.
Τίποτε άλλο δεν προσδίνει ανάσα ζωής και ταυτοποίησης στον καθολικό άνθρωπο της παν-οικουμένης, εξόν από τα πλαίσια της επιβίωσης μέσα στα οποία θεοκτίστως απέλαβε το δικαίωμα να υπάρχει και να συνυπάρχει.
***
Μοναδική υπέρβαση, η ουσιοποιός σχέση με τον Κτίστη και Θεό, με τον Λόγο και Ελλογοποιό, με τον Λυτρωτή και Σωτήρα.
Ανταπόκριση αγάπης στον Αγαπώντα Θεό, τον και ενανθρωπισμένα Αγαπήσαντα ημάς εις τέλος. Η σχέση μαζί Του έχει μιάν πραεία φυσικότητα, μιάν καθ᾽ υπερβολήν αγαθή/απαλή υπερφυσικότητα.
Ο άνθρωπος δεν χάνει τον εαυτό Του, στη σχέση του με τον Κύριο. Ο Κύριος καταφάσκει τη φυσικότητα, τη χρονικότητα, την τοπικότητα, την ανθρωπινότητα, την κοσμικότητα, την κοινωνικότητα του αγαπωμένου ανθρώπου, του αγαπημένου παν-ανθρώπου, τον οποίο προαιωνίως και αυτοβουλήτως θέλησε και έπλασε και τελικώς ανέπλασε μέτοχο της δικής Του ακτίστου ζωής.
Όλα αυτά εμβιώνονται μέσα στην εκκλησία, μέσα στην άπαυστη ανθρωπομεθεξία του Χριστού, μέσα στη χριστομεθεξία των ανθρώπων. Απόλυτα ελεύθερα. “Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι πρώτος ηγάπησεν ημάς”. Δεν μας επιβάλλεται.
Σε αντίθεση με όλες τις μορφές καταναγκασμών. Που δεν έπαυσαν να ταλαιπωρούν και να αντιζυγίζονται με το θεόδοτο δώρο της ιστορικής πορείας της πανανθρωπότητος.
Η κεντρική ιδέα του διαιωνίου συγχρονισμού μας, δεν είναι παρά ένας καταναγκασμός, είτε ψυχικός είτε πρακτικός!
Η πανανθρωπότητα καταντά δουλικό εργαλείο των… προιόντων της!
***
Δούλοι των προιόντων μας: στην πολιτική μας οργάνωση, στη διεθνική μας πολιτική, στην οικονομική μας διαχειριστικότητα, στην εκπαιδευτική μορφοποίηση των παιδιών μας, ακόμη και στην απρόσωπη κατάφαση πολιτισμικών δεδομένων. Αυτό συμβαίνει όπου γης.
Με αισθητό παράδειγμα τις εστίες των επιδοτούμενων πολέμων, είτε κηρυγμένων είτε ακηρύκτων αλλ᾽ ενεργών.
Η παν-ανθρωπότητα υποχείριο του παντοειδούς πολυπολιτισμού του, ενός πολυειδούς πολιτισμού καταναγκασμών. Η παν-ανθρωπότητα της ανελευθερίας.
Κι ας υπάρχουν τόσες διακηρύξεις δικαιωμάτων και ελευθεριών, ακόμη και αφύσικων ελευθεριοτήτων! Ψευδαισθήσεις ναρκισσισμού, που φαίνονται τόσο δικαιωμένες και τόσο ισχυρές, όχι ως διακοινωνούμενες, αλλά ως διεθνικά αναγνωρισμένες, ως απροσωποιητικές φόρμες.
Η μόνη υποχώρηση των καταναγκασμών της μαζοποίησης.
Μια νέα… πιο εκσυγχρονισμένη πρακτική
Γιατί θα έπρεπε τάχα να δουλεύει σε μια συγχρονιστική διεθνική “λογική” και η Εκκλησία; Από εκσυγχρονισμό αγαπώσης κατανόησης ή από θεατρινισμό παράλογης συγκατάβασης;
Γιατί να επιχειρείται να αποδεχθεί μόνο μια τέτοια “λογική” συμβίωσης η Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε να ταυτοποιείται αποκλειστικά και μόνο σαν ένα αφωμοιωμένο νομικό μόρφωμα συνύπαρξης με τη νομιμοποιημένη κοσμικότητα;
Μήπως καταφάσκουμε την κοσμικότητα αντί της εγκοσμιότητος (ένα είδος αντίστροφου αντιχαλκηδονισμού);
Μήπως απαρέσκουμε την εκκλησιαστική μας παράδοση, όχι ως πονεμένη σημαντικότητα, αλλά σαν πενομένη πλέον ασημαντότητα και μη εντάξιμη σε …προγράμματα αναπτυξιακά;
Απωλέσαμε μήπως το θεοπαράδοτο “modus vivendi”, την ίδια την εκκλησιαστικότητά μας, και την ξαναψάχνουμε στη …μόδα του σύγχρονου “vivendi”;
Τάχα, από αγωνία για την ποιμαντική μας αγονία; Ή από ανυπαρξία και αγωνίας και γονιμότητας στην όλη φιλοσοφία και πρακτική μας;
***
Εμπρός να πραγματευθούμε την εκκλησιαστικότητά μας, διατείνονται μερικοί. Να πραγματευθούμε τους όρους της εκκλησιαστικότητάς μας, με νομοκανονικές φόρμουλες ευελιξίας συμβατής προς την… εξέλιξη των διαπολιτικών πραγμάτων.
Να πραγματευθούμε ένα πιο συγχρονισμένο σύστημα πρόσβασης στο σύγχρονο παντο-σύστημα, αφομοιωμένοι με την αποτελεσματικότερη μεθοδικότητά του ως υποστατική υπεραξία.
Εμπρός στην αποκλειστικότητα των αριθμών υπέρ τα πρόσωπα, στις μελετημένες αναλογίες υπέρ τους ανθρώπους, στα ομοειδή ηλικιακά ποσοστά υπέρ την κοινωνούμενη μονοείδεια ενός εκάστου.
Κάτι τέτοιο μήπως δεν επιχείρησε ο σαρκωμένος Θεός μας στην προανθρωπισμένη και στην ενανθρωπισμένη επίγεια πορεία Του και στην εσχατολογική Του πανταχού παρουσία;
Προτεραιότητα στην ηλικιακή παραγωγικότητα υπέρ τα πρόσωπα; Αποψευδόμεθα απολύτως, αθεολόγητα, βλάσφημα, και με το που θα το σκεφθούμε.
Κάτι τέτοιο τουλάχιστον δεν μεθόδευσαν οι ανά τους αιώνες Μαθητές Του στις ιστορικές επιλογές τους, τις επιλογές της μόνιμης αοράτου επιφανείας του Παρακλήτου; Δίνοντας προσοχή αξιολογική στην αριθμητική μάλλον και όχι στα πρόσωπα; Και εδώ λαθεύουμε υπεράγαν, αντιεκκλησιαστικά, ανορθόδοξα, ανιστορικά, αν το εκστομίσουμε.
Τέλος δε, μήπως ολόκληρη εκκλησιαστική προιστορία και ιστορία αιώνων και αιώνων δεν μας δικαιώνει, ώστε να δικαιωνόμαστε αποτολμώντας σήμερα ο,τι δεν αποτόλμησε η διά Χριστού και διά Χριστόν Εκκλησία του Χριστού; Μάλλον χάνουμε την ταυτότητά μας, με τέτοιες απόπειρες διαλογισμών ανθρωπίνως περισπουδάστων, αλλά και θεανθρωπίνως ματαίων.
Όμως, πρέπει κάποτε να εκσυγχρονίσουμε και τις επιλογές του Λόγου και τις επιλογές των θεολόγων, καθώς τρέχουν οι εξελίξεις… Αυτό αποτολμούν και λένε οι προγραμματιστές του σύγχρονου εκκλησιαστικού προγραμματισμού, του μηχανιστικού προοδευτισμού.

Όριο συνταξιοδότησης
Και έρχομαι σε ένα σμικρό φαινομενικώς θέμα (δεν ομοιάζει με τα κραυγαλέα αδιέξοδα του λαού μας και του κόσμου μας ολόγυρα). Μερικοί όμως άρχισαν να το θέτουν ως ζήτημα, αναγνωριστικά…
Τίθεται ως λυτήριον απάντων των ποιμαντ(ορ)ικών υστερημάτων και αμπλακημάτων. Όλα τα άλλα λύθηκαν, τα ελλείμματα ποιότητος της τωρινής μας θεομεθεξίας και ανθρωπινής διακοινωνίας, και μας απομένουν οι ηλικιακές οροθετήσεις!
Εμπρός να περάσουμε τη συντάξιμη ηλικία των κοσμικών επαγγελμάτων υποχρεωτικά και στο επισκοπικό λειτούργημα. Όριο ηλικίας στους επισκόπους! Λογικό δεν φαίνεται για τα τωρινά δεδομένα;
Ασφαλώς και είναι λογικό ως αποκλειστική δυνατότητα επιλογής εκάστου προσώπου: αυτό ναί, θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε, να το θέσουμε ως πρόβλεψη δυνητικής προσωπικής ευχέρειας, και όχι ως αναγκαστική οριοθέτηση.
Δεν θα σταθούμε επί πολύ στη νομολογία του ΣτΕ ούτε στις επιστημονικές πραγματείες των σχετικών καθηγητών. Όποιος ανατρέξει στη σχετική αρχειοθέτηση της ισχύουσας νομολογίας, θα ανεύρει εύκολα πως ιεροί κανόνες και παραδόσεις αποκλειστικά διοικητικής φύσεως υπόκεινται σε τροποποίηση νομοθετική, μη υπαγόμενοι στη συνταγματική πρόβλεψη του α. 3.
Εδώ ακριβώς θα σημειώσουμε πως έκαστος Επίσκοπος εκλέγεται-χειροτονείται-υπάρχει συνδεδεμένος με κάποια Επισκοπή.
Ακόμη και στο ισχύον έθος άλλων Εκκλησιών, και στην πρακτική προαγωγών-μεταθέσεων των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, πάντως Επίσκοπος άνευ ποιμαινομένης (ή κατ᾽ όνομα) Επισκοπής δεν υφίσταται εκκλησιολογικά. Πάντως δεν έχουμε συνταξιοδότηση ως γενικό μέτρο.
Η αναγκαστική συνταξιοδοτική αποχώρηση των Επισκόπων εν Ελλάδι (μια αποπομπή ευσχήμων ως εκ της καθολικότητος του μέτρου), θα αποτελέσει αναντίρρητα λίαν προοδευτικό …εσυγχρονισμό της καθ᾽ Ελλάδα Εκκλησίας προς την κοσμικότητα της ενυποστάσεώς της.
Χωρίς θεολογικό υπόβαθρο ενός τέτοιου μέτρου. Χωρίς εκκλησιολογικό συντονισμό προς τις συνορθόδοξες Εκκλησίες. Και ανοίγει ένα τεράστιο ζήτημα προσχηματικής μεν δικαίωσης, όχι όμως και εκκλησιαστικής.
Κάτι που δεν θέλησαν να προβλέψουν Σύνοδοι Άγιες και Πατέρες θεοφορούμενοι, μια Παράδοση αιώνων, για την ισοβιότητα της αρχιερωσύνης (και ποιμαντικής) και της ιερωσύνης βεβαίως, τελικά πρέπει μάλλον να το εμπνευσθούμε εμείς οι περισπούδαστοι εικοσιπρωταιωνίτες! Όριο ενεργείας της αρχιερατείας! Όριο ενεργού δράσεως της Χάριτος στην ποιμαντική!
Όριο επισκοπείας της θείας Χάριτος ενεργού διά μέσου της ανθρωπίνης πείρας! Ρεαλισμός της αριθμοποίησης υπέρ τον ρεαλισμό της θείας συγκατάβασης και τον ρεαλισμό της προτεραιότητος του προσώπου.
Αντί της Αγιοπνευματικής εκκλησιαστικής ωριμότητος και της προσωπικής ωρίμου αποφάσεως των προσώπων, να τίθενται εξ υπαρχής προγραμματικά όρια υποχρεωτικής αποχώρησης και ηλικιακές προβλεψιμότητες ζωντάνιας και αποζωντάνιας!
Τα οποία ―θεσμοθετούμενα σήμερα εν Ελλάδι― γιατί να μην σημάνουν ανάλογους μεταβολισμούς και εκτός Ελλάδος; Δεν λησμονώ τις νεότερες οχλοπιέσεις προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατ᾽ αναλογίαν υποδείγματος εκ των δικών μας ταλαιπωριών του Άδου στη Λάρισα.
***
Και διερωτώμεθα πάνω σε ένα-δυό-τρία καίρια πρακτικά ζητήματα.
Μια τέτοια οριοθέτηση θα καταστούσε αποδοτικότερη μιάν συγκεκριμένη επισκοπική ποιμαντική εξ ορισμού και εξ αρχής;
Θα καταστούσε ποιμαντικά αποδοτικότερους στο ήθος της (όσης) υπακοής τους συλλειτουργούς ιερείς, υπό το αίσθημα της αναμενόμενης συνταξιοδότησης του ενός επισκόπου και της αντικατάστασής του με κάποιον άλλο, νεότερο και προσωπικά απειρότερο;
Με πόσην Ιγνατιανήν πιστότητα εκκλησιαστικού ήθους θα επιδοτούσε επισκόπους και ιερείς και λαικούς (και μοναχούς, όπου ενυφίστανται);
Μια τέτοια πρακτική, επιβαλλόμενη είτε προτεινόμενη σήμερα από την ίδια την Εκκλησία με ένα “x” όριο ηλικίας, γιατί να μην τροποποιείται οροθετικά στους αυριανούς μεταβολισμούς των πολιτικών ή οικονομικών σκοπιμοτήτων;
Δεν αποκλείεται τελικά να …εκλέγονται επίσκοποι από λαικών, σε πολύ νεαρή ηλικία, ακόμη κι αν το μέλλον μας δεν προοιωνίζεται να διαθέτει αγίους Στεφάνους.
Ακόμη κι αν επικαλεσθούν τινες την αναλογία των τακτικών μεταθέσεων π.χ. στη Ρωσική Εκκλησία, εκεί έχουμε μιάν πρακτική ποιμαντικής αναγκαιότητος και κυρίως ένα εργαλείο συγκεντρωτισμού, εξουσιασμού, κεντρικού ελέγχου της όλης πραγματικότητος, ασύμβατο προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία και θεολογία.
Ο… προοδευτικός πρακτικισμός, ως λογική προγραμματισμού και εκσυγχρονισμού, είναι μια άριστη κοσμικοποίηση, λίαν αποδοτική για τους αρχηγισμούς.
Πλην όμως, είναι ασύμβατη με το γεγονός και το μυστήριο της Εκκλησίας. Από την ε-γ-κοσμίκευση ως την ε-κ-κομίσκευση δεν μεσολαβούν απλώς μερικά γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, αλλά πολλές-πολλές απώλειες της εκκλησιαστικής ταυτοποίησης, με ακρωτηριασμούς στην ακεραιότητά της που δεν προβλέπονται από την όλη τελετουργία εκλογής-χειροτονίας. Εκτός κι αν ανεύρουμε τολμητίες νέους ποιητές ενός νέου τυπικού εκλογής-χειροτονίας, πιο εκσυγχρονισμένου από το ίδιο το μυστήριο της Εκκλησίας…
***
Περαίνων εισφέρω για τους τυχόν άγευστους νομοκανονικής παιδείας την κατωτέρω στοιχειώδη επισήμανση:
Με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 13 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, ο συνταγματικός νομοθέτης όχι μόνο απέκλεισε ρητώς τον προταθέντα χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, αλλά περιόρισε επίσης ρητώς και την ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να παρεμβαίνει σε ζητήματα της εκκλησιαστικής διοικήσεως (αρθ. 3 παράγραφος 1) και της εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας (αρθ. 13), όπως συνάγεται και από τις σχετικές συζητήσεις των σχετικών άρθρων του Συντάγματος στην Βουλή των Ελλήνων.
Στο αρθ. 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι η Εκκλησία τηρεί “απαρασαλεύτως τους ιερούς, αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας”, εννοεί εκείνους που ανάγονται σε πνευματικά ζητήματα, τους οποίους δεν μπορεί να τροποποιήσει ο κοινός νομοθέτης.
Η απόφαση του ΣτΕ 1136/1983 Αρμ 38(1984)63, ορίζει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να προχωρήσει μέχρι τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών, που έχουν καθιερωθεί πάγια από μακρού χρόνου στην οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας.
Επομένως οιαδήποτε απόπειρα αλλοίωσης του πυρήνα της ορθόδοξης εκκλησιολογίας είναι φύσει και θέσει αντικανονική και ως εκ τούτου αντισυνταγματική.
Προς όφελός μας είναι να προσμετρώμεθα με τα παραδείγματα της εκκλησιαστικής ιστορίας, που καταφάσκει την εκκλησιοπρεπέστερη δεοντολογία του πράγματος.
Το δισχιλιετές πολίτευμα της Εκκλησίας είναι περιθριγκωμένο με τους θείους και αποστολικούς κανόνας, ου μην αλλά και των Αγίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων και οιαδήποτε εισβολή κοσμική ως ανεπίτρεπτη θα είναι εκ των προτέρων απορριπτέα.
Και αυτό όχι για ιδιοτελείς λόγους αλλά επειδή επιχειρείται ευλογοφανώς η αποσπονδύλωση του θεοτεύκτου πολιτεύματος της Εκκλησίας που σεβάσθηκαν επί αιώνες ακόμη και οι αλλόπιστοι κατακτητές.
Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι δομημένο πάνω στον θεσμό του Επισκόπου, ως διαδόχου των Αγίων Αποστόλων. Μέσω των Επισκόπων διανέμονται, ως αγωγών της θείας χάριτος, όλα τα λειτουργήματα της Εκκλησίας.
Επομένως η επιχειρούμενη αλλοίωση της συνθέσεως της Ιεράς Συνόδου διά του εξοβελισμού-αντικαστάσεως συγκεκριμένων προσώπων υποκρύπτει δολιότητα, πολιτική σκοπιμότητα και αντικληρικαλιστικό πνεύμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου