Ο
νέος αυτός μάρτυρας του Χριστού Νικόδημος είχε πατρίδα την κωμόπολη
Βυθκούκι, που βρίσκεται κοντά στα όρια της Κορυτσάς. Γεννήθηκε από
ευσεβείς γονείς, και εγνώριζε την τέχνη του ράπτη. Ήλθε και έμεινε στην
πόλη Βεράτιο της σημερινής Αλβανίας, και εργαζόταν την ραπτική του
τέχνη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά επειδή πέθανε η γυναίκα του, επήρε
δεύτερη, αλλά πέθανε και αυτή∙ Σκεπτόταν δε να πάρη καί άλλη γυναίκα,
όταν έμαθε ότι κάποιος Αγαρηνός άρχοντας έχει κάποια χριστιανή
υπηρέτρια ωραία. Ετόλμησε δε και απέστειλε στον άρχοντα εκείνον μεσίτες,
για να τού επιτρέψει να την νυμφευθῆ.
Εκείνος δε ο πονηρός, έχοντας προθυμία να μεταδώση την μιαρά του
θρησκεία σε Χριστιανό περισσότερο παρά να έχει μόνον την υπηρέτρια, τον
πληροφόρησε ότι αυτό είναι εύκολο, εάν αρνηθή τον Χριστό και δεχθή την
θρησκεία των Αγαρηνών. Ευρισκόμενος ο Νικόδημος σε μέθη από τον σαρκικό
έρωτα, δέχθηκε τον λόγο του Αγαρηνού, κατεφρόνησε Θεό και ψυχή, και
εφώναξε μπροστά στον Κατῆ, το: «Αγαρηνός, είμαι από τώρα και όχι
Χριστιανός», πέφτοντας έτσι στο φοβερό αμάρτημα της άρνησης της πίστεως.
Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν πολλές ημέρες, ζώντας σαν τον άσωτο
υιό μέσα στις ηδονές, χωρίς να συλλογίζεται καθόλου το σφάλμα του.Κάποια
ημέρα ωστόσο αφού ήλθε στον εαυτό του και σκεπτόμενος όλα όσα κακώς
έπραξε, αναστέναζε από το βάθος της ψυχής του και θρηνούσε οδυνηρά την
απώλεια της ψυχής του! «Πως προτίμησα το σκοτάδι περισσότερο παρά το
φως; Πως χωρίστηκα από την δόξα του Χριστού; Αλλοίμονο στον ταλαίπωρο,
ποια απολογία πρόκειται να αποδώσω κατά την ημέρα της κρίσεως»; Αυτά με
θερμά δάκρυα έλεγε ελεεινά οδυρόμενος και μετανοώντας για όσα κακώς
έπραξε.
Έτσι λοιπόν μέρα και νύκτα θρηνώντας σκέφτηκε να φύγη στο αγιώνυμον
Όρος, για να διορθώση το μεγάλο αμάρτημα της αρνήσεως. Πρωτύτερα έστειλε
και τον υιό του εκεί, ο οποίος και ντύθηκε το άγιο σχήμα των μοναχών,
το οποίον, όταν το έμαθε ο πατέρας του, χάρηκε. Αφού τακτοποίησε την
περιουσία του, και εχάρισε τα υπάρχοντά του σε πτωχούς υπέρ της ψυχικής
του σωτηρίας, ανεχώρησε με προθυμία για το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος
βρήκε τον ενάρετον πνευματικόν π. Σάββα στον οποίον και εξομολογήθηκε
όλες του τις αμαρτίες. Έπειτα επήγε στην ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης,
όπου παρέδωσε τον εαυτό του στον πνευματικό Φιλόθεο, ενάρετο πατέρα της
τότε εποχής. Εκεί έμεινε, και αφού διδάχθηκε κάθε τάξη της μοναχικής
ζωής, έλαβε το αγγελικό σχήμα, και μετωνομάσθηκε Νικόδημος.
Από τότε, λοιπόν, ο θείος αυτός Νικόδημος προσευχόταν συνέχεια, νήστευε
και αγρυπνούσε, έχοντας και την μακαρία ταπείνωσι σαν τον τελώνη. Κοντά
με τα άλλα είχε και την κατάνυξι, επειδή συνέχεια την πτώσι του
ενθυμούμενος, θρηνούσε με πικρία. Τροφή και πιοτό του ήταν ψωμί και
νερό, από τα οποία πολύ λίγο εδοκίμαζε, και με ένα λόγο όλες τις αρετές
μετερχόμενος, ξερίζωσε όλες τις κακίες των παθών. Αυτά βλέποντες και οι
εκεί συμμονασταί του, εθαύμαζαν την θεϊκή σε αυτόν μεταβολή και
αλλοίωσι, για την οποία έτυχε από το Θεό και της συγχωρήσεως. Αφού
αγωνίσθηκε με σκληρούς αγώνες ο Νικόδημος επί αρκετά χρόνια αξιώθηκε και
ουρανίων οπτασιών ιδιαίτερα από την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία τον
παρηγόρησε, τον βεβαίωσε ότι η μετάνοιά του είναι ευάρεστη στο Θεό αλλά
και τον ενίσχυσε στον πόθο του να λάβει το στέφανο του μαρτυρίου.
Οι πατέρες της Σκήτης τῆς Ἀγίας Ἄννης προσπάθησαν νά τόν προετοιμάσουν
καί να τοῦ εφιστήσουν τους κινδύνους τοῦ δρόμου πού ἤθελε να πορευθεῖ
αλλά βλέποντας τη στέρεή του διάθεση και μετά από θερμή προσευχή του
επέτρεψαν να αναχωρήσει για την πατρίδα του για να ομολογήσει τον Σωτήρα
Χριστό στον ίδιο τον τόπο που τον αρνήθηκε. Πριν ξεκινήσει λοιπόν ο
θείος Νικόδημος προς τον δρόμο του μαρτυρίου, εφοδιασμένος πρώτον από
τις θεϊκές αποκαλύψεις, δεύτερον από τις ευχές το Γέροντος του και των
λοιπών πατέρων στης Σκήτεως, θέλησε να λάβη και τις ευλογίες του μεγάλου
ασκητικού πατρός αγίου Ακακίου, που ζούσε τότε στην ιερά Σκήτη των
Καυσοκαλυβίων. Αφού επήγε στον Όσιον Ακάκιον, έπεσε στα πόδια του και
θρηνούσε ώρα αρκετή. Ο άγιος όμως Ακάκιος τον πήρε από το χέρι και αφού
τον κάλεσε με το όνομα του, τον εσήκωσε και τον ενεθάρρυνε. Έπειτα
απομακρύνθηκε λίγο και προσευχήθηκε νοερά γι' αυτόν. Μετά πλησίασε στον
Νικόδημον, του ευχήθηκε και του έδωσε κάποιο ραβδί στα χέρια του,
λέγοντας του∙ πήγαινε παιδί μου μαζί με αυτό μπρος στους απίστους
κριτές, και με την δύναμη του Χριστού θά τελειώσεις τον αγώνα σου.
Κατά αυτόν τον τρόπο νηστεύοντας και εγκρατευόμενος ο θείος Νικόδημος
επήγε χωρίς κόπο μέχρι την πατρίδα του. Φθάνοντας λοιπόν στην πόλη του
Βερατίου, στην οποία αρνήθηκε την πίστη, τον γνώρισαν αρκετοί, ανάμεσά
τους και Αγαρηνοί, που αναρωτιόνταν μεταξύ τους αν είναι εκείνος που
αρνήθηκε το Χριστό προ καιρού σε αυτήν την πόλη. Και ενώ αυτά έλεγαν οι
Αγαρηνοί, και τον Όσιον δακτυλοδεικτούσαν, λέγει σε αυτούς ο Όσιος∙ για
εμένα τα λόγια αυτά λέτε ή για κάποιον άλλον; Εκείνοι δε είπαν για σένα
αυτά λέμε και όχι για κάποιον άλλον, εάν πράγματι συ είσαι, εκείνος που
δέχτηκες την θρησκεία μας.
Τότε ο Όσιος αποκρίθηκε∙ εγώ είμαι βέβαια και όχι άλλος, εκείνος που
πλανήθηκα από εσάς ανοήτως, αλλά από τώρα, μη γένοιτο να με θεωρείτε του
Χριστού αρνητή, ούτε λατρευτή της των Αγαρηνών θρησκείας διότι μέσα
στον Χριστό ζω και θα ζήσω, και με Αυτόν και υπέρ Αυτού θα πεθάνω από
ευγνωμοσύνη, και γι' αυτό ήδη ευρίσκομαι εμπρός σας.
Όταν άκουσαν εκείνοι αυτά, έτρεξαν όλοι μαζί, , και έσυραν αυτόν βίαια
στο βήμα του ηγεμόνα. Ο δε Άγιος επήγαινε χαίροντας διότι έμελλε να πάθη
υπέρ του Χριστού, γι' αυτό και είχε λαμπερό πρόσωπο.Ο πασάς βλέποντας
τον μάρτυρα και αφού άκουσε τα εναντίον του, του λέγει: «γιατί το
έκανες αυτό; Απέβαλες, όπως ακούω το δικό μας σέβας το οποίον παρέλαβες
ερχόμενος προς εμάς με τη θέληση σου, και ήδη προσήλθες πάλιν στον
Χριστόν, τον οποίο αρνήθηκες εδώ πριν από λίγο καιρό;» Προς αυτά ο Άγιος
ανταπάντησε∙ «απατήθηκα σαν ανόητος κατά πρώτον από συνεργεία του
διαβόλου, και από τα απατηλά σας λόγια, και έτσι προσήλθα στην πλάνη των
ψευδοπροφητών σας∙ αλλ' όμως σε αίσθηση ελθών, τα μεν ιδικά σας σαν
ψεύτικα, περιφρονήσας, αποστρέφομαι, εις τον δε αληθινόν και μόνον ζώντα
Θεόν Ιησού Χριστόν, ολόψυχα πιστεύω, και γι' Αυτον με προθυμία
αποθνήσκω.
Ο δε ηγεμόνας, αφού άκουσε από τον μάρτυρα, Θεόν τον Χριστόν
κηρυττόμενον, αποκρίθηκε∙ πως συ τον Χριστόν ενώ είναι άνθρωπος,
ομολογείς και κηρύττεις Θεόν; Είπε εις αυτόν ο Άγιος∙ Υιόν Θεού, και
Θεόν∙ τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον πλην της αμαρτίας ομολογώ τον
Χριστό, κτίστην και δημιουργόν του παντός, και κριτήν ζώντων και νεκρών
με παρρησία κηρύττω Αυτόν. Ο ηγεμόνας πάλι είπε∙ ο τιμώμενος από εμάς
προφήτης τι άρα είναι; Ο Άγιος με θάρρος απάντησε∙ πλάνος ήταν,
απατεώνας και δεύτερος από τον διάβολον, αυτόν πρόδρομον του αντιχρίστου
ομολογώ και ψευδοπροφήτη κηρύττω.
Αφού είπε αυτά ο Άγιος, αμέσως όλοι όσοι ευρέθηκαν εκεί οργίσθηκαν και
γεμάτοι από θυμό, τον εχαστούκιζαν και εμαστίγωναν, παρακινούμενοι ο
ένας από τον άλλον το να κακοποιήσουν τον Μάρτυρα περισσότερον. Έπειτα
αφού έβγαλαν αυτόν από το παλάτι, τον ανέβασαν στο κάστρο του Βερατίου
και τον κατεκρήμνισαν από ύψος 70 μέτρων, ωστόσο ο άγιος όχι μόνον
δεν έπαθε κανένα κακόν, αλλά έπεσε έτσι, ώστε βρέθηκε να στέκεται όρθιος
στα πόδια του. Το φοβερό αυτό γεγονός που συγκλόνισε όλη την πόλη
έγινε αιτία να παραμείνουν στην ορθόδοξη πίστη, 3 χωριά χριστιανικά που
βρίσκονταν στο απέναντι βουνό από το Βεράτι, οι προύχοντες των οποίων
είχαν κατέβει στην πόλη για να κάμουν το «σουνέτι» δηλαδή να δηλώσουν
ότι αλλάζουν την πίστη τους. Βλέποντας το συγκλονιστικό αυτό θαύμα,
επέστρεψαν στα χωριά τους διαλαλώντας ότι είναι αληθινή η πίστις των
Χριστιανών. Ο Πασάς μάλιστα τρόμαξε μπροστά στο θαυμαστό αυτό γεγονός
και θέλησε να τον απελευθερώσει αλλά φοβήθηκε την αγριότητα των
μουσουλμάνων και διέταξε την εκ νέου φυλάκισή του.
Την επόμενη ημέρα, έβγαλαν τον μάρτυρα από την φυλακή και τον
παρουσίασαν στο κριτήριο. Και σαν τον βρήκαν στερεόν όπως και προτύτερα,
κατεδίκασε αυτόν ο τύραννος σε ραβδισμούς, και οι μεν δήμιοι, αφού
έρριψαν κάτω τον μάρτυρα, ράβδιζαν αυτόν με όση δύναμη είχαν∙ ο δε
μάρτυρας εσήκωσε τον νου και τα μάτια στον ουρανό, έτσι πεσμένος και
έψαλλε. Και από με τον σώμα του μάρτυρος έτρεχε το αίμα άφθονο, το δε
έδαφος της γης έγινε κόκκινο από το αίμα. Βλέποντες λοιπόν οι εχθροί ότι
με γενναιότητα ο Άγιος υπέμενε τα βασανιστήρια και ότι ενικήθησαν από
αυτόν, τον έκλεισαν πάλιν στην φυλακή κακουχούμενο σκληρά. Τήν
τελευταία δε ημέρα έβγαλαν πάλι τον Άγιον από την φυλακή, τον οποίον
αφού τον εξέτασαν και τον βρήκαν σταθερόν όπως ήταν στην αρχή τον
κατεδίκασαν στον δια ξίφους θάνατον. Σύροντες δε τον άγιον μάρτυρα εις
θάνατον, τον κτυπούσαν, τον εξύβριζαν, τον ερράπιζαν έως ότου έφθασαν
στον τόπο της καταδίκης. Όταν έφθασαν εκεί, ο δήμιος αφού πλησίασε στον
μάρτυρα και απέσπασε την μαχαίρα του, απέκοψε την αγία του κεφαλή, στις
11 Ιουλίου του έτους 1722.
http://www.sfeva.gr/B8655399.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου