Αποτελεί
μία καθημερινή κατάσταση το φαινόμενο, οι άνθρωποι που ακολουθούν
πνευματική ζωή, να αντιμετωπίζουν κυρίως στον εργασιακό τους χώρο,
κάποια συμπεριφορά που τους φέρνει σε μία δυσχερή θέση.Ερωτήσεις επί ερωτήσεων, σχόλια, αντιδράσεις, ακόμη και ειρωνείες. Η
αντιμετώπιση πολλές φορές είναι απαράδεκτη, όχι μόνο από συναδέλφους,
αλλά και από άλλους συνανθρώπους, που η στάση τους δείχνει ότι δεν
σέβονται την επιλογή του άλλου. Νιώθει κανείς ότι ξεχωρίζει, σε σχέση με
το σύνολο, που τις περισσότερες φορές διαφοροποιείται στα θέματα
πίστεως και δεν συμφωνεί με την υιοθέτηση κάποιας στάσης ποιό «θερμής»
θα λέγαμε στα θέματα αυτά, αφού μερικοί θεωρούν ότι είναι αρκετή μία
χαλαρή σχέση με την Εκκλησία, δηλαδή, Βάπτιση, Γάμος, άντε και να πάνε
να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη», άσχετα αν κατά βάθος το πιστεύουν ή
όχι.
Υποστηρίζουν σθεναρά, ότι δεν χρειάζονται πολλά-πολλά με την Εκκλησία, φέρνοντας μερικές φορές και επιχειρήματα, πράγμα που τους αναδεικνύει ως «ειδήμονες» σε καταστάσεις που δεν γνωρίζουν καθόλου ή έχουν ελάχιστη γνώση. «Αυτοχρίζονται» οι ίδιοι δηλαδή ειδήμονες.
Κατέστη αδύνατο πολλές φορές να αντιληφθούν ορισμένοι σε διάφορες συζητήσεις που παραβρέθηκα ο ίδιος, ότι η πίστη αποτελεί επιλογή τρόπου υπάρξεως και όχι μία ιδεοληψία που διακατέχει τον πιστό, όπως ένα φιλοσοφικό, ή πολιτικό σύστημα.
Αρκετοί δε, τη θεωρούν γκέτο θρησκευτικών ανθρώπων, που λειτουργούν με παρωπίδες και με νοσηρότητα.
Οτιδήποτε δεν συμφωνεί με το ρεύμα των ανθρώπων του σήμερα, είναι γι αυτούς ανορθολογισμός και απορρίπτεται, σύμφωνα με αυτή την ιδιόμορφη αντίληψη.
Καλείται μερικές φορές ο χριστιανός να γίνει ο συνήγορος του κληρικού που σκανδάλισε, να απαντά σε θεολογικά θέματα, που τις περισσότερες φορές αδυνατεί να απαντήσει, διότι του λείπει η κατήχηση κλπ. ενώ ταυτόχρονα και ο ίδιος αισθάνεται στριμωγμένος και αδύναμος, λόγω της ελλιπούς κατάρτισης.
Δύσκολο το συναίσθημα, να νιώθεις ότι μετέχεις στην αλήθεια του Χριστού και να μην μπορείς να την εκφράσεις σωστά, γιατί δεν κατηχήθηκες σωστά.
Αρκετές φορές ο πιστός χριστιανός, αντιμετωπίζεται ως «είδος προς εξαφάνιση», αν μάθουν οι συνάδελφοί του ότι νηστεύει τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Όπως θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα, οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση ότι συμμερίζονται την άποψη, πως η νηστεία αποτελεί ένα είδος ακραίας θρησκευτικής εκδήλωσης.
Μερικοί πιο αδιάβαστοι, προχωρούν και σε μία εννοιολογική ταύτιση της θρησκοληψίας με τον εκκλησιαζόμενο πιστό, λες και είναι το ίδιο πράγμα.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα μας δίνει το στίγμα.
Γνωστή τραγουδίστρια, η οποία σε πρόσφατη συνέντευξη, αντιμετώπισε μία κατάσταση «περίεργη» από το πάνελ της εκπομπής, όταν ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό.
Και τόνισε ταυτόχρονα, ότι μπορεί η στάση της αυτή, να της στοιχίσει πολύ στην επαγγελματική της σταδιοδρομία, πράγμα που δεν φαίνεται καθόλου απίθανο.
Και όλα αυτά σε μία χώρα που υποτίθεται αποτελεί (ή αποτελούσε) χώρα του χριστιανισμού και της Πατερικής παραδόσεως.
Είναι να αναρωτιέται κανείς, μέχρι ποτέ θα αισθάνεται ότι πρέπει να στύψει το μυαλό του, για να βρει τρόπους να αποφύγει τις άσκοπες συζητήσεις, που θα καταλήξουν σε ονειδισμό και πικρόχολα σχόλια.
Και ερχόμαστε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζει κανείς αυτή την κατάσταση.
Άλλος δυσκολεύεται να ομολογήσει την πίστη του και κρατά υποκριτική συμπεριφορά, παραβλέποντας ότι χριστιανός δεν είναι κάποιος μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού του, ούτε μόνο εντός του Ναού.
Ορισμένοι έχουν την εντύπωση, ότι μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας, μπορούν άνετα να «απεκδυθούν» την χριστιανική ταυτότητα και να «ενδυθούν» μία άλλη προσωπικότητα, τελείως διαφορετική.
Η πίστη είναι στάση ζωής και όχι μάσκα συμμετεχόντων σε καρναβάλι.
Για να ξέρουμε τι συζητάμε.
Η υποκρισία αποτελεί νόσο σύμφωνα με την Πατερική διδασκαλία.
Και τίθεται το εξής ερώτημα.
Όταν δεν μπορούμε να ομολογήσουμε την πίστη μας στον εργασιακό μας χώρο, τι σόι νερόβραστοι χριστιανοί είμαστε;
Αν ο χριστιανός συμβιβαστεί με αυτά που προαναφέρθηκαν και παύει να ομολογεί την πίστη του, όταν λέει το σύμβολο της πίστεως, ψεύδεται.
Όποιος ντραπεί να ομολογήσει μπροστά στον άλλον την πίστη του, θα τον αρνηθεί και ο Χριστός.
Χρειάζεται διάκριση στο χειρισμό εδώ βέβαια, όταν ξέρουμε ότι μέσα από τη συζήτηση θα προκύψει βλασφημία κατά του Χριστού. Αυτά απαιτούν εμπειρία και κατάλληλες προϋποθέσεις διαχείρισης.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που χρειάζεται προσοχή, είναι να μην δημιουργηθεί φανατισμός, έχοντας εμείς οι ίδιοι παρασυρθεί από τον θιγμένο μας εγωισμό, αντιδρώντας σπασμωδικά, πράγμα που δεν θα βοηθήσει κανένα.
Ούτε εκείνον που μας θίγει, ούτε και εμάς που ενοχλούμαστε.
Το «κατά φύσιν» και θεάρεστο βέβαια είναι να μην ενοχλούμαστε, αλλά να ομολογούμε υπομένοντας κάθε αρνητική αντίδραση, εφόσον αυτή στρέφεται εναντίον μας.
Αν στρέφεται εναντίον της πίστεως, οφείλουμε να αντιδράσουμε, χωρίς να εκπέμπουμε μίσος εναντίον του συνανθρώπου, αλλά ως αδελφοί που πονάμε γι αυτόν να προσευχηθούμε.
Είναι ομολογουμένως δύσκολος ο χειρισμός, αλλά ας έχουμε κατά νου, τις ομολογίες των εκατομμυρίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας και ας παίρνουμε θάρρος από αυτές.
Αν υποθέσουμε ότι σήμερα θα κληθούμε να ομολογήσουμε την πίστη μας στο Χριστό και μέχρι το βράδυ θα φεύγαμε για την άλλη ζωή, τι θα γινόταν;
Υποστηρίζουν σθεναρά, ότι δεν χρειάζονται πολλά-πολλά με την Εκκλησία, φέρνοντας μερικές φορές και επιχειρήματα, πράγμα που τους αναδεικνύει ως «ειδήμονες» σε καταστάσεις που δεν γνωρίζουν καθόλου ή έχουν ελάχιστη γνώση. «Αυτοχρίζονται» οι ίδιοι δηλαδή ειδήμονες.
Κατέστη αδύνατο πολλές φορές να αντιληφθούν ορισμένοι σε διάφορες συζητήσεις που παραβρέθηκα ο ίδιος, ότι η πίστη αποτελεί επιλογή τρόπου υπάρξεως και όχι μία ιδεοληψία που διακατέχει τον πιστό, όπως ένα φιλοσοφικό, ή πολιτικό σύστημα.
Αρκετοί δε, τη θεωρούν γκέτο θρησκευτικών ανθρώπων, που λειτουργούν με παρωπίδες και με νοσηρότητα.
Οτιδήποτε δεν συμφωνεί με το ρεύμα των ανθρώπων του σήμερα, είναι γι αυτούς ανορθολογισμός και απορρίπτεται, σύμφωνα με αυτή την ιδιόμορφη αντίληψη.
Καλείται μερικές φορές ο χριστιανός να γίνει ο συνήγορος του κληρικού που σκανδάλισε, να απαντά σε θεολογικά θέματα, που τις περισσότερες φορές αδυνατεί να απαντήσει, διότι του λείπει η κατήχηση κλπ. ενώ ταυτόχρονα και ο ίδιος αισθάνεται στριμωγμένος και αδύναμος, λόγω της ελλιπούς κατάρτισης.
Δύσκολο το συναίσθημα, να νιώθεις ότι μετέχεις στην αλήθεια του Χριστού και να μην μπορείς να την εκφράσεις σωστά, γιατί δεν κατηχήθηκες σωστά.
Αρκετές φορές ο πιστός χριστιανός, αντιμετωπίζεται ως «είδος προς εξαφάνιση», αν μάθουν οι συνάδελφοί του ότι νηστεύει τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Όπως θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα, οι περισσότεροι δίνουν την εντύπωση ότι συμμερίζονται την άποψη, πως η νηστεία αποτελεί ένα είδος ακραίας θρησκευτικής εκδήλωσης.
Μερικοί πιο αδιάβαστοι, προχωρούν και σε μία εννοιολογική ταύτιση της θρησκοληψίας με τον εκκλησιαζόμενο πιστό, λες και είναι το ίδιο πράγμα.
Ένα πρόσφατο παράδειγμα μας δίνει το στίγμα.
Γνωστή τραγουδίστρια, η οποία σε πρόσφατη συνέντευξη, αντιμετώπισε μία κατάσταση «περίεργη» από το πάνελ της εκπομπής, όταν ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό.
Και τόνισε ταυτόχρονα, ότι μπορεί η στάση της αυτή, να της στοιχίσει πολύ στην επαγγελματική της σταδιοδρομία, πράγμα που δεν φαίνεται καθόλου απίθανο.
Και όλα αυτά σε μία χώρα που υποτίθεται αποτελεί (ή αποτελούσε) χώρα του χριστιανισμού και της Πατερικής παραδόσεως.
Είναι να αναρωτιέται κανείς, μέχρι ποτέ θα αισθάνεται ότι πρέπει να στύψει το μυαλό του, για να βρει τρόπους να αποφύγει τις άσκοπες συζητήσεις, που θα καταλήξουν σε ονειδισμό και πικρόχολα σχόλια.
Και ερχόμαστε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζει κανείς αυτή την κατάσταση.
Άλλος δυσκολεύεται να ομολογήσει την πίστη του και κρατά υποκριτική συμπεριφορά, παραβλέποντας ότι χριστιανός δεν είναι κάποιος μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού του, ούτε μόνο εντός του Ναού.
Ορισμένοι έχουν την εντύπωση, ότι μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας, μπορούν άνετα να «απεκδυθούν» την χριστιανική ταυτότητα και να «ενδυθούν» μία άλλη προσωπικότητα, τελείως διαφορετική.
Η πίστη είναι στάση ζωής και όχι μάσκα συμμετεχόντων σε καρναβάλι.
Για να ξέρουμε τι συζητάμε.
Η υποκρισία αποτελεί νόσο σύμφωνα με την Πατερική διδασκαλία.
Και τίθεται το εξής ερώτημα.
Όταν δεν μπορούμε να ομολογήσουμε την πίστη μας στον εργασιακό μας χώρο, τι σόι νερόβραστοι χριστιανοί είμαστε;
Αν ο χριστιανός συμβιβαστεί με αυτά που προαναφέρθηκαν και παύει να ομολογεί την πίστη του, όταν λέει το σύμβολο της πίστεως, ψεύδεται.
Όποιος ντραπεί να ομολογήσει μπροστά στον άλλον την πίστη του, θα τον αρνηθεί και ο Χριστός.
Χρειάζεται διάκριση στο χειρισμό εδώ βέβαια, όταν ξέρουμε ότι μέσα από τη συζήτηση θα προκύψει βλασφημία κατά του Χριστού. Αυτά απαιτούν εμπειρία και κατάλληλες προϋποθέσεις διαχείρισης.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που χρειάζεται προσοχή, είναι να μην δημιουργηθεί φανατισμός, έχοντας εμείς οι ίδιοι παρασυρθεί από τον θιγμένο μας εγωισμό, αντιδρώντας σπασμωδικά, πράγμα που δεν θα βοηθήσει κανένα.
Ούτε εκείνον που μας θίγει, ούτε και εμάς που ενοχλούμαστε.
Το «κατά φύσιν» και θεάρεστο βέβαια είναι να μην ενοχλούμαστε, αλλά να ομολογούμε υπομένοντας κάθε αρνητική αντίδραση, εφόσον αυτή στρέφεται εναντίον μας.
Αν στρέφεται εναντίον της πίστεως, οφείλουμε να αντιδράσουμε, χωρίς να εκπέμπουμε μίσος εναντίον του συνανθρώπου, αλλά ως αδελφοί που πονάμε γι αυτόν να προσευχηθούμε.
Είναι ομολογουμένως δύσκολος ο χειρισμός, αλλά ας έχουμε κατά νου, τις ομολογίες των εκατομμυρίων μαρτύρων της Εκκλησίας μας και ας παίρνουμε θάρρος από αυτές.
Αν υποθέσουμε ότι σήμερα θα κληθούμε να ομολογήσουμε την πίστη μας στο Χριστό και μέχρι το βράδυ θα φεύγαμε για την άλλη ζωή, τι θα γινόταν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου