Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Γουμενίσσης Δημήτριος: ''Η ελπίδα της απόγνωσης''

goum mati
Τό κλάμα τῆς ἀγιάτρευτης ὀδύνης μας, ὅσο περνοῦν οἱ μέρες, θά γίνεται ὅλο καί πιό βουβό, κι ὅμως ἀσίγαστο θά καίει τά σωθικά μας. Στό περίτρομο βλέμμα τῆς συντριμμένης σέ ἑκατοντάδες καί χιλιάδες κομμάτια καρδιᾶς μας μιά εἰκόνα φρίκης, δίκοπο μαχαίρι στό ἀνελέητο ἔργο της.
Ἀγκαλιασμένοι πυρίκαυστοι ἄνθρωποι στίς ὀθόνες τῆς μνήμης, χωρίς τό παραμικρό εἶδος καί κάλλος, προσμένουν ἀναντίρρητα τήν ἔσχατη ἐλπίδα μας, τήν κοινήν ἀνάστασιν.

Τούς φιλοῦμε ἕναν πρός ἕναν, παιδιά καί μεγάλους, πραγματικά δικούς μας, καί τούς κατευοδώνουμε γιά τήν ποθεινή πατρίδα μέ τή βεβαιότητα πού μᾶς δίνει ἡ πίστη, μέ τή σιγουριά πού ἀντλοῦμε ἀπό ἀναρίθμητους Ἁγίους μάρτυρες διά πυρός, πού “ἔσβησαν” κι ὅμως δέν ἔσβησαν, πού “χάθηκαν” κι ὅμως ὑπάρχουν καί προσαναμένουν μέ ἀνοιχτές τίς ἀγκαλιές τους τά ἀκούσια θύματα τῆς τραγωδίας.
Μακάρι νά μπορούσαμε νά κρατούσαμε τούς θεούμενους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας γιά νά περιορίσουν τό κακό πού μᾶς βρῆκε. Νά γλίτωναν μέ κείνην τή νηστεμένη ξάγρυπνη διάτορη δέησή τους τά παιδιά μας καί τούς δικούς μας, ἀπό τό σαδισμό τοῦ ἀντιδίκου τῆς σωτηρίας μας, τήν κακία τοῦ “ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου διαβόλου”.
Νά τούς ἅρπαζαν ἀπό τήν κόλαση τῆς πύρινης κόλασής του. Λιγόστεψαν οἱ ἀληθινοί πυροσβέστες τοῦ ἀβυσσαλέου μίσους τοῦ μισόθεου, τοῦ μισάνθρωπου, τοῦ μισόκαλου. Καί μᾶς ἀπόμειναν οἱ δικές μας κραυγές δίχως νερό ζωῆς, στή στεγνή ἀπό πίστη καρδιά μας, στό στεγνό ἀπό δεήσεις λαρύγγι μας, στή στεγνή ἀπό λειτουργική ζωντάνια ψυχή μας. Τί νά σβήσουμε ἐμεῖς μόνοι μας καί ποιούς νά βοηθήσουμε;
***
Αν καί οἱ περισσότεροι, μέσα στή συλλογική ἀπόγνωση ἀπό τήν ἐμβίωση τῆς φρίκης, δέν θέλησαν νά βλασφημήσουν τή φιλανθρωπία Του, παρά ταῦτα κάποιοι κάποιοι τόλμησαν νά καταλογίσουν ἀπουσία στό Θεό, ὅσοι βεβαίως ἐπιθυμοῦν νά Τόν ἔχουν ἀπόντα ἀπό τή ζωή μας κι ἀπό τήν κοινωνική πραγματικότητα.
“Ἀπό μακριά κι ἀγαπημένοι”, τό νέο μοντέλο θρησκευτικοῦ ἀγνωστικισμοῦ, μέ τή θρησκευτικότητα στά νομικά διεθνή πλαίσια τῶν τυπικῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Κάτι ξένο καί παράξενο γιά τήν παραδοσιακή μας θρησκευτικότητα, πού δέν ὑπῆρξε τίποτε λιγότερο καί τίποτε περισσότερο ἀπό ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησία, σύναξη, κοινοτισμός, κοινωνία σέ συλλογική ἀναφορά καί μέθεξη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός ὅμως –θά μᾶς ἀποκρινόταν ὁ ὅσιος Παΐσιος– μᾶς ἀγαπάει ἀλλά δέν ἐξαναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά Τόν ἀγαπήσει. Θέλει τό φιλότιμό μας. Θά ἀναφερθῶ σέ ἕνα περιστατικό πού ἔκανε τόν ἅγιο Παΐσιο νά στενοχωρεθεῖ καί νά “θυμώσει” γιά τό κοσμικό πνεῦμα πού εἶχε διεισδύσει στούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔλεγε: παντοῦ ἔβρεχε σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί μόνο στό Ἅγιον Ὄρος δέν ἔβρεχε, ὅταν οἱ φωτιές στό πέρασμά τους κατέκαιαν τήν βλάστησή του. Φαίνεται ὅτι οἱ μοναχοί πού ζητοῦσαν ἐνίσχυση, δέν κατάλαβαν τίποτε τό πνευματικό καί ὅτι γίνονταν αἰτία νά βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καί νά λέει ὁ κόσμος, ποῦ εἶναι ἡ Παναγία τους, γιατί δέν τούς βοηθάει; Ποῦ νά γνωρίζει ὁ κόσμος ὅτι αὐτό ἦταν χαστούκι τῆς Παναγίας.
Ὁ πονηρός παλεύει μέ τή βία νά μᾶς σπρώξει στήν ἁμαρτία καί στό κακό. Ἀκόμη καί τούτη τή δική του κακουργία τή μεταμφιέζει σέ ἀφορμή ὕβρεων κατά τοῦ Θεοῦ. Μά, ἄν δέν φύλαγε ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀττική θά καιγόταν, ὅλη ἡ Ἀθήνα θά μαύριζε. Ὅλα τά Γεράνεια καί ἡ τριγύρω περιοχή θά φλέγονταν.
Ὁ λαός μας μέ τή θυμοσοφία τῆς πίστης μας ξέρει πολύ καλά νά φιλοσοφεῖ ἀκόμη καί στήν πιό μεγάλη του τραγωδία: “Φύλαξε ὁ Θεός, καί δέν ἔγιναν τά χειρότερα”. Δέν τολμοῦμε κἄν νά ὑποθέσουμε τί θά γινόταν ἄν ἡ πυρκαϊά ξεσποῦσε Σαββατοκύριακο ἤ ὁ ἄνεμος στρεφόταν πρός τά νότια... πόσες περιοχές τῆς Ἀττικῆς θά γίνονταν πυρίκαυστες;
Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἔρχεται καί ξανάρχεται ἡ συνυπευθυνότητα ὅλων μας, γιά ἕνα ρόλο πού μᾶς χαρίστηκε κι ἐμεῖς τόν ἀπορρίψαμε καί διαρκῶς τόν ἀποδυόμαστε, τό ρόλο τῆς δικῆς μας ἄμεσης συνέργειας μέ τήν ἅγια πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τά περιστατικά θαυμάτων τοῦ ἱ. Εὐαγγελίου καί τοῦ Συναξαριστῆ διαλαλοῦν τό δῶρο τῆς ἐλεύθερης καί δυναμικῆς συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου στή δράση τῆς ἄκτιστης θείας πρόνοιας μέσα στήν καθημερινότητα, μέσα στήν ἱστορία. Δείχνουν πῶς ζυμώνεται ὁ ἄνθρωπος (καί) μέ τό δικό του κόπο.
Ἔτσι μᾶς ἔπλασε, μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἐνεργό ὑπακοή τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ Του, ἔτσι μᾶς λύτρωσε-ἔσωσε ὁ Θεός. Μόνο, σάν τό θελήσουμε, μᾶς “γλιτώνει” ἀπό τόν ὀδυνηρότατο τοκετό τῆς ἱστορίας μας, ἡ ὁποία δέν ἐννοεῖ νά μήν τοκίζει τή συλλογική καί τήν ἀτομική ἐπιβίωση στίς πιό ἀκραῖες κακότητες σέ παγκόσμιο καί τοπικό ἐπίπεδο.
Ὡς ἐκκλησιαστικό σῶμα ἔχουμε ἀμοιβαία τήν εὐθύνη νά δώσουμε καί νά ἀντιλάβουμε μεταξύ μας, νά προσφέρουμε καί νά ἀναδεχόμαστε διανθρώπινα καί πανανθρώπινα τήν αἴσθηση τῆς πιό καίριας χρείας· εἴμαστε καλεσμένοι, θεόκλητοι συνεργοί πάνω στή θεόδοτη ζωή μας, ὄχι παθητικοί ἀποδέκτες ἑνός “μαγικοῦ δώρου” πού μᾶς χαρίζεται ἄνωθεν καί μᾶς προσφέρεται γιά νά τό ξοδεύουμε ἀνελέητα ὅπως νά ᾽ναι κι ὅπως μᾶς ἀρέσει· κι ὅσο δέν ἐκκλησιάζουμε τή ζωή μας ὥστε νά γίνει χρόνος καί χῶρος καί τόπος ἱστορικῆς “σάρκωσης“ τοῦ Σωτήρα, διακινδυνεύουμε τά πάντα, χάνουμε τό πᾶν. Τότε, ὅ,τι καί νά πασχίσουμε νά συνεισφέρουμε σάν ἀλληλεγγύη, δέν μπορεῖ νά ἀποτρέψει τό πιό τραγικό μας ἔλλειμμα.
***
Μᾶς ἔλεγε πρόσφατα ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, συνταξιοῦχος ὑπάλληλος τῆς ΕΛ.ΒΟ. ἀπό τή Δράμα, κάτοικος Θεσσαλονίκης, πῶς ἡ γιαγιά του ἐπί κατοχῆς κάθε ἀπόγευμα ἔβαζε ὅλα τά ἐγγονάκια γονατιστά μαζί καί ἡ ἴδια καί προσεύχονταν γιά νά ἐλευθερώσει ὁ Θεός τόν τόπο ἀπό τά βάσανα· “ἐσᾶς τά παιδάκια σᾶς ἀκούει πιό πολύ ὁ Θεός” τούς ἔλεγε.
Καί θυμηθήκαμε τό “πάλιν καί πολλάκις” τῶν λειτουργικῶν ἱκεσιῶν καί δεήσεων. Θυμηθήκαμε πλεῖστα ὅσα θαυμαστά γεγονότα πού ἀνιστοροῦνται σέ βιογραφίες ἁγιασμένων καί χαριτωμένων ἀνθρώπων. Ἀναγράφεται π.χ. στή βιογραφία τοῦ παπα-Χαράλαμπου τοῦ Διονυσιάτη, καθηγουμένου, πῶς σώθηκε μέ τό ἀνήλικο ἀδελφάκι του ἀπό τήν ἐπικείμενη θανάτωσή τους ἐπί βουλγαρικῆς κατοχῆς στό Β΄ Π.Πόλεμο, μέ αἰσθητή παρέμβαση τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Καί ὅταν ἐπέστρεψαν σπίτι τους, βρῆκαν τόν πατέρα τους νά στέκεται στό εἰκονοστάσι, νηστικός τόσες μέρες δέν σηκωνόταν ἀλλά παρακαλοῦσε τό Χριστό γιά τά παιδιά του! 
Καί ἀναδύθηκαν στή μνήμη μας ἀνάλογα γεγονότα πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ζήσουμε καί νά δυναμώσει ἡ πίστη μας “ἐν αἰσθήσει”.
Ἦταν Αὔγουστος τοῦ 1967, πρώτη τοῦ μηνός. Τά πευκόφυτα Γεράνεια Ὄρη ἔπιασαν φωτιά καί μεταδόθηκε ἀστραπιαῖα σέ μεγάλο μέρος τοῦ βουνοῦ. Φοβερό πράγμα, νά τό βλέπει δίπλα του κανείς καί νά τόν πλησιάζει τό κακό (ἡ φρίκη τῶν ἀδελφῶν μας πού μᾶς ἀπέλιπαν πυρίκαυστοι καί τῶν πυροπαθῶν).
Εἴχαμε μεταβεῖ μέ τή μακαρίτισσα τή μητέρα μου γιά τό καθιερωμένο ἄναμμα τῶν καντηλιῶν καί τό καθάρισμα στά ἐκκλησάκια πού βρίσκονταν στήν Περαχώρα. Τό ἐξωκλήσι τῆς Ἁγίας Τριάδος, κοντά στή σπηλιά τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τό εἶχε ἀνεγείρει ὁ παππούς της. Καθώς φθάναμε κατηφορίζοντας πρός τίς κατασκηνώσεις τῶν παιδιῶν τοῦ Ἱδρύματος τοῦ π. Νήφωνος, συνέβη τό κακό.
Οἱ δυό κατασκηνώσεις, τῶν ἀγοριῶν καί τῶν κοριτσιῶν, χωρίζονταν ἀπό τόν κεντρικό δρόμο. Ἡ μητέρα μου μέ τίς ὑπεύθυνες ἀνέλαβε τά περίπου 80 κορίτσια, καί σέ μένα ἀνέθεσαν τά ἀγόρια, γιά νά τά ὁδηγήσουμε σέ ἀσφαλέστερο μέρος κάτω στήν πόλη. Τά ἀγόρια σάν παιδιά τό στρώσαμε στό παιχνίδι. Ἡ μάνα μου ὅμως εὐθύς ἀμέσως παρακίνησε τά κορίτσια καί τίς κοπέλες νά πᾶνε νά προσευχηθοῦν.
Ἔψαλαν ἀπό τήν καρδιά τους, μέ δάκρυα στά μάτια, τήν Παράκληση στήν Παναγία τή Γιάτρισσα καί διάβασαν τούς Χαιρετισμούς. Ἡ κατασκήνωση τῶν ἀγοριῶν κάηκε ὁλοσχερῶς.
Ἔγινε στάχτη. Τίποτε δέν ἔμεινε ὄρθιο. Τῶν κοριτσιῶν ἡ κατασκήνωση μέ τόσα αἰωνόβια πεῦκα, περικυκλώθηκε ἀπό τή φωτιά, ἀλλά τελικά διασώθηκε ὁλόκληρη. Ἡ φωτιά ξαφνικά ἄλλαξε κατεύθυνση, περιτριγύρισε τόν χῶρο καίγοντας τά πάντα στό πέρασμά της χωρίς νά πειράξει καθόλου τήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν!
Τά καταλύματα τῶν ὀρφανῶν τά ἔθεσε ὑπό τήν προστασία της ἡ Παναγία, μέ τίς δικές τους ἐπίμονες κι ἀπαιτητικές προσευχές. Ἦταν ἕνα δίδαγμα ζωῆς γιά ὅλους μας, αὐτή ἡ αἰσθητοποίηση τῆς δικῆς μας ἐνεργοῦ συνευθύνης.
Πολύ ἀργότερα, τό καλοκαίρι τοῦ 1986, ξανάπιασαν φωτιά τά Γεράνεια. Ὅλο τό βουνό φλεγόταν. Ξημερώματα ἀντικρίσαμε ἕνα κατάμαυρο βουνό. Σέ μία ὄαση καταπράσινη βρισκόταν πρίν ἡ Μονή τοῦ Ὁσίου Παταπίου.
Στό σπήλαιο-παρεκκλήσι τῆς Μονῆς φυλάσσεται τό ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου. Οἱ ἀδελφές περισυνελέγησαν ἀπό ἑλικόπτερο. Ἐκεῖ, τίς ὧρες τῆς πύρινης κόλασης, δύο μοναχές μέ τήν εὐλογία τῆς Γερόντισσας παρέμειναν κοντά στό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου προσευχόμενες, ἄν καί τίς εἶχε εἰπωθεῖ ἀπό τόν ὑπεύθυνο τῆς Πυροσβεστικῆς ὅτι ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. Τό πυροσβεστικό ἀεροπλάνο ἀδυνατοῦσε, λόγῳ τοῦ ἀέρα καί τῆς διαμορφώσεως τοῦ ἐδάφους, νά κάνει ρίψεις νεροῦ.
Ἐκεῖνες μέ αὐτοθυσία ἐκεῖ πάνω μέσα στό πύρινο μέτωπο, κι οἱ ὑπόλοιπες ἀδελφές ἀπό κάτω, ἐκλιπαροῦσαν τό Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους νά διασώσουν τό Μοναστήρι καί τό ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Ὅλο τό Λουτράκι ἦταν ἀναστατωμένο. Σίγουρα, ἐκτός ἀπό τίς κατατρομαγμένες μοναχές μέσα στήν “καρδιά” τοῦ φοβεροῦ κινδύνου, κι ἄλλες ψυχές ἑνωμένες στίς ὁλόψυχες δεητικές κραυγές θά παρακαλοῦσαν γιά τό πτωχότατο Μοναστήρι μέ τό θαυματουργό προστάτη Ὅσιο.
Ἔλεγε ἡ μακαρίτισσα ἡ μητέρα μου: “Ὁ Ἅγιος θά προστατεύσει τό Μοναστήρι του. Τόσες ἀφιερωμένες ψυχές, ἕνα σταυρό νά κάνουν, ὁ Θεός θά τίς εἰσακούσει!” Θυμόταν μέ πόσο κόπο ἀνέβαζαν οἱ μοναχές τά τρόφιμα καί τά ὑλικά πάνω στό γαϊδουράκι, τσιμέντα, σίδερα, τοῦβλα ἀπό τό μονοπάτι γιά νά κτίσουν τό ναό καί τά κελλιά, τότε πού δέν ὑπῆρχε δρόμος. 
Τά πάντα κάηκαν στό βουνό, καθώς καί ἕνα πεῦκο, ἕνα πεῦκο ἀκριβῶς ἐπάνω στό σπήλαιο, πού μέ τίς ρίζες του εἶχε ἀρχίσει νά διαβρώνει τήν ὀροφή τοῦ σπηλαίου–ναΐσκου, ἐκεῖ ὅπου φυλάσσεται τό ἱερό σκήνωμα! Παραδόξως σώθηκαν ὅλα τά πεῦκα πού ἐπισκιάζουν δεξιά κι ἀριστερά τά σκαλοπάτια ἀνόδου πρός τή Μονή, ὅπως καί τό μεγάλο πεύκο ἀπό τό προαύλιο χῶρο της, γιά νά βρίσκουν ἀναψυχή ἀνερχόμενοι οἱ προσκυνητές. Ὁ Ὅσιος ἔκανε τό μεγάλο θαῦμά του.
***
Καί μᾶς ἀπομένουν ἀναπάντητα τά ἐρωτηματικά γιά τό δικό μας ἄθλιο σήμερα, γιά τό μεγάλο μας ἐθνικό πένθος μέ τούς ἀνθρώπους μας στήν Ἀνατολική Ἀττική.
Μέ λόγο παρακλητικά ποιμαντικό ἀποκρίθηκε ἡ Ἱερά Σύνοδός μας, ἀπευθυνόμενη πρός ὅλο τό λαό, πού ἀναδέχθηκε σάν δική του συλλογική συμφορά τή συμφορά τῶν θυμάτων τῆς ἄγριας πυρκαγιᾶς. Ὅσο πιό νηφάλια ἀντικρίζουμε τήν ἀδυσώπητη ὀδύνη, τόσο πιό ἀποτελεσματικά παλεύουμε τή φρίκη της. Μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά τῆς ἔγνοιας μας γιά τούς ἀναγκεμένους ἀδελφούς μας, πού ξεπερνᾶ τά ὅρια μιᾶς τυπικῆς ἀλληλεγγύης καί γίνεται ἀνθρωπιά ἀγάπης τοῦ πλησίον ὡς ἑαυτῶν.
Ὅμως, δέν πρέπει νά παραμένει ἀναπάντητο καί ἄλλο ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό, πού ἀναμετρᾶται μέ τόν συνήθη ἐφησυχασμό μιᾶς ἰσοπεδωτικῆς ἐπιβίωσης δίχως νόημα ζωῆς: ποῦ εἶναι τό φάρμακο τῆς πίστης στό σταυρωμένο κι ἀναστημένο Χριστό μας καί ἡ γιατριά τῆς προσευχῆς, ὁ συλλογικός μας ἐκκλησιασμός, νά γίνουν μιά δυνατή, μιά πολύ δυνατή “ἀντιπυρική” προστασία ἀπέναντι στήν πολυειδή κακόνοια τοῦ ἀλλοτρίου;
Μέσα σέ τούτη τήν πανεθνική ἀπόγνωση γιά τούς ἀδελφούς μας θύματα, μέσα στή συλλογική συνδρομή μας στήν καμένη γῆ τῆς ζήσης τους, καιρός νά ξαναβροῦμε (καί) τήν πιό γνήσια ἐλπίδα πού δέν καταισχύνει…
†ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου