Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Τιμουμε την Παναγια;

Τιμουμε την Παναγια;

.
MANA TOY KODSMOY
Ο προηγούμενος μήνας, ἀγαπητοί μου, ὁ Ἰ­ούλιος, εἶνε γιὰ τοὺς γεωργοὺς ὁ μήνας τοῦ θερισμοῦ· τοῦτος ὁ μήνας ἔχει ἄλλες ἐρ­γασίες· ὁ ἑπόμενος πάλι, ὁ Σε­πτέμβριος, εἶ­­νε ὁ μήνας τοῦ τρύγου στ᾽ ἀμ­πέλια. Κάθε μήνας ἔ­χει τὶς δικές του γεωργι­κὲς ἐργασί­ες. Κάθε μήνας ὅμως χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὶς δι­κές του ἐκκλησιαστικὲς ἑορτές. Ἀ­π᾽ αὐ­τῆς λοι­πὸν τῆς πλευρᾶς ὁ μήνας αὐτός, ὁ Αὔ­γουστος, ὀ­νομάζεται ὁ μήνας τῆς Παναγίας. Διανύουμε τὸ Δεκαπενταύγουστο. Τὶς ἅγι­ες αὐτὲς δεκαπέντε μέρες ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τὰ παιδιά της νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

* * *

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου εἶνε ἕνα μικρὸ Πάσχα, τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ. Κι ὅπως πρὸ τοῦ Πάσχα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει νηστεία, ἔτσι καὶ τὴν περίοδο αὐτή, πρὸ τῆς Κοιμήσεως, ἔχει ὁρίσει νηστεία. Οἱ Χριστιανοί, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, πρέπει νὰ νηστέψουν ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Νηστεία λοιπὸν αὐτὲς τὶς δεκαπέν­­τε μέρες, καὶ μάλιστα αὐστηρά. Μόνο Σάββα­­το καὶ Κυριακὴ ἐπιτρέπεται τὸ λάδι καὶ στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ ψάρι· τὶς ἄλλες μέρες αὐστηρὰ νηστεία. Νηστεύουν σήμερα οἱ Χριστιανοί; Ἐλάχιστοι δυστυχῶς. Ἦταν ἄλλοτε ἐποχὴ ποὺ ὅ­λοι νήστευαν. Ἰδίως στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀ­σία, στὴ Μακεδονία, στὰ εὐλογημένα αὐτὰ μέ­ρη, οἱ Χριστιανοὶ τηροῦσαν τὴ νηστεία αὐ­τὴ ὅ­πως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τώρα οὔτε ἡ νηστεία αὐτὴ τηρεῖται, οὔτε ἡ Τετάρτη καὶ Πα­ρασκευή, οὔτε καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Μερι­κοὶ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ σουβλάκια τρῶνε. Καὶ εἶνε ἁμαρτία αὐτό; θὰ πῇ κάποιος. Πῶς δὲν εἶνε; Τὸ ἕνα δὲν εἶνε ἁμαρτία, τὸ ἄλλο δὲν εἶνε ἁμαρτία· ποιό λοιπὸν εἶνε ἁμαρτία; Ἡ νηστεία εἶνε ἐντολὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ τὴν τηροῦν. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶνε στὰ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους, ὅλοι οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ νηστεύουν. Δὲ νηστεύουν λοιπόν; ἀθετοῦν τὴν ἐντολὴ αὐτή; Τί θὰ γίνῃ; Θά ᾽ρθῃ μέρα ―κ᾽ εἶ­νε κον­τά―, ποὺ θὰ πέσῃ πεῖνα. Πεῖνα μεγάλη, ὅπως τὸ ᾽41-᾽42-᾽43. Ἐμεῖς οἱ πιὸ μεγάλοι, ποὺ γε­ρά­σαμε, θυμούμεθα μὲ φρίκη ἐ­κεῖνες τὶς μέρες. Θά ᾽ρθῃ πάλι πεῖνα· θὰ ποῦμε τὸ ψω­μὶ ψωμάκι. Ὄχι πλέον μπίρες καὶ οὖζα καὶ κρασιὰ καὶ ἀ­σωτίες, ἀλλὰ καὶ τὸ νεράκι θὰ μᾶς λείψῃ καὶ θὰ τρέχουμε στὰ βουνὰ νὰ βροῦμε. Μήπως δὲν ὑ­πάρχουν καὶ σή­μερα χῶρες ὅπου μοιράζεται νε­ρὸ μὲ τὸ δελτίο καὶ πεθαίνουν παιδιὰ σὰν τὶς μῦ­γες; Ἐμᾶς μᾶς τά ᾽χει ἀκόμα ὁ Θεὸς ὅλα πλού­σια· ἐν τούτοις δὲν θέλουμε οὔτε Δεκαπεν­ταύγουστο οὔτε ἄλλες μέρες νὰ νηστέψουμε. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μᾶς ἔρθῃ τιμωρία. Οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦνε τὴν Ἐκκλησία νὰ νηστέψουν. Νηστεύουν ὅμως – πότε; ὅταν πᾶνε στὸ γιατρὸ κ᾽ ἐκεῖνος τοὺς ἐπιβάλλῃ αὐστη­ρὴ δίαιτα. Τί εἶνε αὐτὴ ἡ αὐστηρὴ δίαιτα; Μιὰ νηστεία εἶνε. Τότε καὶ τὸ ἁλάτι ἀκόμη κόβουν. Κόσμε ψεύτη! πέρα ἀπ᾽ τὸ κορμὶ – τὸ τομάρι σου δὲ σὲ νοιάζει τίποτ᾽ ἄλλο. Ἅμα σοῦ τὸ πῇ ὁ για­­τρός, τότε μετρᾷς καὶ τὶς μπουκιὲς τὸ ψωμί· ὅ­ταν σοῦ λέῃ ἡ Ἐκκλησία «νήστεψε», γελᾷς. Βλέπετε λοιπόν; στὸ γιατρὸ ὑπακοῦμε, στὴν Ἐκκλησία ὄχι· σὲ ἀνθρώπους ὑπακοῦμε, στὸ Χριστὸ δὲν ὑπακοῦμε. Μὰ γι᾽ αὐ­τὸ εἶνε ἁμαρτία· διότι εἶνε μιὰ ἀνυπακοὴ στὸ Χριστό.

* * *

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νηστεία τὶς ἡμέρες αὐτὲς χτυποῦν οἱ καμπάνες μὲ τὴ δύσι τοῦ ἥλιου καὶ καλοῦν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ πᾶνε ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τί νὰ κάνουν; Παράκλησι, νὰ ψάλουν τὸν παρακλητικὸ κανόνα, νὰ τιμήσουν καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν Παναγία. Κάθε βράδυ στὶς παρακλήσεις ἂς σκεφτοῦ­με ὅλοι σοβαρά. Ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες ἂς φέρουν ἐμ­πρός τους τὴ μορφὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἂς προσπαθήσουν νὰ ζήσουν κι αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ παράδει­γμά της. Ἡ Παναγία μας εἶνε παραπάνω κι ἀπὸ ἀποστόλους κι ἀπὸ μάρτυρες κι ἀπὸ ἀγγέλους κι ἀπὸ ἀρχαγγέ­λους, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους. Γι᾽ αὐ­τὸ σ᾽ ἐκείνην στρέφονται οἱ καρδιές. Δύο μορ­φὲς θυμᾶται καθένας μας· τὴ μάνα του, καὶ πα­ραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα του τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ τὴν ἐπικαλεῖται. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ἄρρωστος, ποὺ βογγάει στὸ κρεβάτι κ᾽ οἱ γιατροὶ τὸν ἔχουν ἀ­­πελπίσει. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ ναύτης, ποὺ ναυαγεῖ στὸ πελάγος καὶ παλεύει μὲ τὰ ἄγρια κύματα. «Παναγιά μου» φωνάζει τὸ ὀρ­φανό, ποὺ ἔμεινε ἔρημο στὸν κόσμο ἀπὸ γονεῖς. «Πανα­γιά μου» φωνάζει ἡ χήρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ βράδυ ψωμὶ γιὰ τὰ μικρά της. «Παναγιά μου» φωνάζει ὁ στρατιώτης, ποὺ φρουρεῖ τὴν πατρί­δα στὰ σύνορα. «Παναγία μας» φώναζαν οἱ πρό­γονοί μας ὅταν τοὺς πολιορκοῦσαν οἱ ἐχθροί. Θὰ σᾶς πῶ μόνο ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς ἐπαναστάσεως στὴ Σάμο. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει στὸ μάτι τὸ νησὶ καὶ ἤ­θελαν νὰ τὸ πάρουν. Πῆγαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀρμάδα τους, διακόσα – τριακόσα καράβια γε­μᾶτα πάνοπλους στρατιῶτες. Οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ νησιοῦ ἀγωνίζονταν μὲ πέντε παλιοκάρα­βα, ἀλ­λὰ τὰ πληρώματά τους ἦταν γενναῖες ψυ­χές. Οἱ Σαμιῶτες βρέ­θηκαν σὲ μεγάλο κίνδυ­νο. Τί νὰ κάνουν; Χτύπησαν τὶς καμπάνες, κήρυξαν γενικὴ νηστεία κ᾽ ἔ­πεσαν σὲ προσ­ευχή· ἔψαλ­λαν ὅλη νύχτα. Γυναῖκες ἄντρες παι­διά, ὅλοι τρεῖς μέρες νη­στικοί, παρακαλοῦ­σαν τὴν Παν­αγιά. Καὶ ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἦταν βέβαιοι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι θὰ πάρουν τὸ νησί, ἐν τέλει δὲν τὸ πῆραν. Στὶς 5 Αὐγούστου τὰ πλοῖα τους ὑ­πέστη­σαν κα­ταστροφή· ἡ ἀρμάδα ἀναγ­κάστηκε νὰ φύγῃ. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως ὅλη ἡ Σάμος στὸ πόδι δοξολογοῦσε τὸ Θεό. Στὴ σημαία καὶ στὴ μεγάλη σφραγῖδα τους ἔ­γραψαν «Ἡ Παν­αγία ἔσωσε τὴ Σάμο», καὶ ἔκ­τοτε τὸ νησὶ τιμᾷ τὴν ἡμέρα αὐτή. Δὲν εἶνε λοιπὸν ψέμα· μεγάλη ἡ χάρις τῆς Παναγίας! Σ᾽ αὐτὴν στηρί­ζουμε τὶς ἐλπίδες μας καὶ τῆς ὀφείλουμε κάθε τιμή.

* * *

Ἀλλ᾽ ἐρωτῶ, ἀγαπητοί· τιμᾶται ἡ Παναγία; Ἦρθε δυστυχῶς καὶ στὴν πατρίδα μας τὸ κατηραμένο φροῦτο ποὺ λέγεται αἵρεσις τῶν χιλιαστῶν. Αὐτοὶ βλαστημοῦν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καταπατοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες, ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο τῆς Παναγί­ας. Τί νὰ ποῦμε ὅμως καὶ γιὰ ὡρισμένους λεγο­μένους χριστιανούς; εἶνε χειρότεροι ἀπ᾽ τοὺς χιλιαστάς. Ἐκεῖνοι καῖνε τὶς εἰκόνες· αὐτοί, οἱ «ὀρθόδοξοι», μικροὶ – μεγάλοι βλα­στημοῦν τὴν Παναγία. Καὶ στὸ στρατὸ καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖ­ες καὶ στὰ χωράφια καὶ στὰ λιμάνια, παν­τοῦ, ἀ­κοῦς νὰ βρίζουν τὸ ὄνομά της. Καὶ κανείς δὲν ἐνοχλεῖ­ται! Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλὸς ἔλεγε· Νὰ ὑ­βρίσῃς τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ποὺ μὲ γέννησαν, σὲ συγχωρῶ· νὰ ὑβρίσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ. Ἂς τὰ προσέξουμε αὐτά. Τὴν ἁγία αὐτὴ περίοδο ἂς προσπαθήσουμε νὰ καταπολεμήσου­με τὴ βλαστήμια. Νὰ νηστέψουμε μέχρι τὴν ἡ­μέρα τῆς Κοιμήσεως. Νὰ προσευχηθοῦμε στὶς παρακλήσεις. Νὰ συγχωρήσουμε καὶ νὰ συγχωρηθοῦμε. Νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἔτσι, καθαροὶ «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» (Β΄ Κορ. 7,1), νὰ προσ­έλθουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς νὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἔτσι θὰ τιμήσουμε πρεπόντως τὴν Παναγία. Πηγαίντε στὰ σπίτια σας, κάντε προσευ­χὴ καὶ παρακαλέστε τὸ Θεό. Εἴμαστε σὲ ἄσχη­μα χρόνια. Ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι στὸ 14ο κεφά­λαιο, νὰ δῆτε τί γρά­φει. Τρόμος καὶ φόβος. Θὰ ᾽ρθῇ, λέει, μεγάλη συμφορά. Θὰ στείλῃ ὁ Θε­ὸς ἀγ­γέλους. Κι ὅπως στ᾽ ἀμπέλια τρυγοῦν τὰ στα­φύλια, ἔτσι τὸ κοφτερὸ δρεπάνι του θὰ κόψῃ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ τοὺς βάλῃ μέσα στὸ πατητήρι τῆς ὀργῆς του καὶ θὰ τοὺς πατήσῃ. Καὶ θὰ βγῇ τόσο αἷμα, ποὺ θὰ γίνῃ ποτάμι· θὰ κολυμποῦν τὰ ἄλογα, ἡ στάθμη τοῦ αἵματος θὰ φτάσῃ ὣς τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀπ. 14,14-20). Ἔρχεται μεγάλη ὀργή (βλ. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6). Θὰ δοκιμά­σῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Θὰ περάσουμε ἀπὸ κόσκινο. Μεγάλες συμφορὲς περιμένουν τὴν ἀν­θρωπότητα. Στὴν Κίνα εἶνε ἄθεοι. Δὲν ἔχου­με ἐμεῖς ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό, ἔλεγαν. Καὶ μιὰ νύχτα, μιὰ πόλις ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἔξω ἀπ᾽ τὴν πρωτεύουσά τους τὸ Πεκῖνο, ἰσοπεδώθη­κε ἀπὸ σεισμό. Δὲν ἔμεινε τίποτα ὄρθιο. Ὅ,τι ἔγινε στὴν Κίνα καὶ ὅ,τι θεομηνίες γίνονται ἀλλοῦ, θὰ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂν δὲν μετανο­ήσουμε, κι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. «Ὅσοι πιστοί», ἄντρες – γυναῖκες, νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεό. Προσευχηθῆτε τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες, νηστέψετε, παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ σκεπάσῃ τὸν τόπο μας ἀπὸ φοβε­ρὴ καταστροφή. Καὶ ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός, μι­κροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλων τῶν κομμάτων καὶ τῶν ἀποχρώσεων, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν λατρεύουμε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκα – Ἑορδαίας τὴν 5-8-1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου