«Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω» (Ματθ. 18,26)
Ἡ
παραβολή, ἀγαπητοί μου, ποὺ περιέχει τὸ εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς
Κυριακῆς, εἶνε ἡ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ ὀφειλέτου τῶν «μυρίων ταλάντων»
(Ματθ. 18,24). Στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος, ὡς ἄριστος ζωγράφος,
ζωγραφίζει δύο εἰκόνες. Στὴν πρώτη εἰκόνα βλέπουμε τὴ φιλανθρωπία καὶ
τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ στὴν ἄλλη βλέπουμε τὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν
ὠμότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Διδακτικές, πολὺ διδακτικὲς καὶ οἱ δύο εἰκόνες τῆς
παραβολῆς. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀφοῦ στὸ σύντομο αὐτὸ κήρυγμα δὲν μποροῦμε νὰ
ἐξετάσουμε καὶ τὶς δύο, θὰ περιοριστοῦμε στὴ μία μόνο. Θὰ ἀρκεσθοῦμε
νὰ ῥίξουμε γιὰ λίγο τὰ βλέμματά μας στὴν πρώτη εἰκόνα, γιὰ νὰ θαυμάσουμε
σ᾽ αὐτὴν τὴ μακροθυμία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
* * *
Στὴν εἰκόνα αὐτὴ βλέπουμε, ἀγαπητοί μου, ἕνα δοῦλο κάποιου βασιλιᾶ – φαντασθῆτε πῶς ἦταν οἱ δοῦλοι τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς.
Βρίσκεται στὰ γραφεῖα τῶν ἀνακτόρων τοῦ βασιλιᾶ. Ἐκεῖ ἀνοίγουν
γιὰ τὸν κάθε χρεώστη τὰ λογιστικὰ βιβλία καὶ βλέπουν τὰ χρέη του. Ἔτσι
καὶ γιὰ τὸν δοῦλο αὐτὸν οἱ γραμματεῖς σκύβουν στὰ κατάστιχα, ἐρευνοῦν
τοὺς λογαριασμούς, ἀθροίζουν τὸ «δοῦναι» καὶ τὸ «λαβεῖν», γίνεται ἡ
σύγκρισι, καὶ στὸ τέλος ἀκούγεται ξερὰ ἕνας ἀριθμός. Μόλις ἀκούγεται τὸ
νούμερο, ὁ δοῦλος ἀρχίζει νὰ τρικλίζει. Πέφτει ἀμέσως κατὰ γῆς,
προσκυνάει τὸ βασιλιᾶ, φιλάει τὰ πόδια του, κλαίει καὶ τὸν παρακαλεῖ
ἐξουθενωμένος.
Τί συνέβη; ρωτᾶμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ ἀγωνία καθὼς βλέπουμε τὸ δοῦλο
σὲ τέτοια ἐλεεινὴ κατάστασι. Καὶ τότε ἀπὸ τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ
λογιστηρίου μαθαίνουμε τὰ ἑξῆς.
Αὐτός, ποὺ βλέπετε σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι, εἶνε χρεώστης. Ἔχει
δανειστῆ ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ταμεῖο σὲ διάφορες χρονικὲς περιόδους μεγάλα
χρηματικὰ ποσά. Ἀλλὰ μέχρι τώρα δὲν ἐξώφλησε τίποτε· μόνο ἔπαιρνε, δὲν
φιλοτιμήθηκε ποτὲ νὰ δώσῃ κάτι ἔναντι τοῦ ποσοῦ τοῦ δανείου του. Ὁ
χρόνος περνοῦσε κι αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε. Τέλος πῆρε κλῆσι νὰ παρουσιαστῇ
καὶ νὰ λογαριαστῇ μὲ τὸ βασιλιᾶ· στρατιῶτες τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔφεραν
ἐδῶ στὰ γραφεῖα. Μετρήθηκε τὸ χρέος του μὲ λεπτομέρεια καὶ ἀκρίβεια.
Καὶ δυστυχῶς βρέθηκε νὰ εἶνε «ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων» (ἔ.ἀ.)·
χρωστάει ἕνα ποσὸ πολλῶν ἑκατομμυρίων. Τὸν καλοῦν νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ, μὰ ποῦ
νὰ βρῇ τὰ χρήματα; τὰ ἔχει σπαταλήσει ὅλα. Δηλώνει ἀδυναμία ν᾽
ἀποπληρώσῃ τὸ δάνειο. Καὶ ὁ βασιλιᾶς τώρα, ὅπως ἔχει δικαίωμα,
διατάζει νὰ πουληθοῦν κι αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του
καὶ κάθε τὶ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ. Ἀλλὰ μόλις ὁ δύστυχος ἄκουσε τὴ
λυπητερὴ ἀπόφασι, ἔπεσε καταγῆς μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ. Γι᾽ αὐτὸ τὸν
βλέπετε τώρα σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάστασι.
Καὶ τώρα λοιπὸν τί θὰ γίνῃ; Θὰ ἐπιμείνῃ ὁ βασιλιᾶς νὰ ἐκτελεσθῇ
ἡ ἀπόφασί του; Θὰ δοῦμε τὸ δοῦλο νὰ τὸν πουλοῦν στὰ σκλαβοπάζαρα, νὰ
χάνῃ τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του, νὰ περιέρχεται αὐτὸς καὶ ἡ
οἰκογένειά του στὴν ἐξουσία ἄλλων κυρίων;… Παρακολουθώντας τὸ δρᾶμα του
ζοῦμε κ᾽ ἐμεῖς κοντὰ σ᾽ αὐτὸν στιγμὲς ποὺ μᾶς κρατοῦν σὲ ἀγωνία.
Πλησιάζουμε καὶ ἀκοῦμε τώρα τὸ δοῦλο μὲ τρεμάμενη φωνὴ ν᾿
ἀπευθύνῃ θερμὴ παράκλησι στὸ βασιλιᾶ. Τί ζητάει; Ζητάει προθεσμία.
Ἐπικαλεῖται τὴ μακροθυμία τοῦ βασιλιᾶ καὶ λέει· «Κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿
ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω»· Κύριε, λυπήσου με! δός μου μιὰ παράτασι
τῆς προθεσμίας κ᾽ ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ φροντίσω νὰ ἐξοφλήσω ὅλο τὸ
χρέος μου (ἔ.ἀ. 18,26).
Ἀλλ᾿ ἆραγε θὰ τὸν ἀκούσῃ ὁ βασιλιᾶς; Θὰ καμφθῇ ἀπὸ τὰ δάκρυα;
Θὰ στηριχθῇ στὶς ὑποσχέσεις; Θὰ ὁρίσῃ νέα προθεσμία, καὶ πόση, γιὰ τὴν
ἐξόφλησι τοῦ ὑπέρογκου χρέους; Εἶνε ἐρωτήσεις, στὶς ὁποῖες δίνει
ἀπάντησι ἡ παραβολή.
Ὁ βασιλιᾶς ἐκπλήσσει ὅλους μὲ τὴν ἀπόφασι ποὺ βγάζει. Τὸν
λυπᾶται καὶ δίνει κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσε ὁ δοῦλος· τοῦ χαρίζει
ὅλο τὸ δάνειο! Καὶ ὁ δοῦλος, ἐλεύθερος τώρα, βγαίνει ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα.
Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὴ χαρά του;
Κ᾽ ἐμεῖς, κατάπληκτοι μπροστὰ στὴ γενναιοδωρία αὐτὴ τοῦ
βασιλιᾶ, ζητοῦμε νὰ πληροφορηθοῦμε, ποιός εἶνε ὁ μακρόθυμος καὶ
φιλάνθρωπος αὐτὸς βασιλιᾶς. Καὶ παίρνουμε τὴν ἀπάντησι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δίδαξε τὴν παραβολή.
Βασιλεὺς εἶνε ὁ Θεός, ὁ οὐράνιος Πατήρ. Δοῦλος, χρεώστης
«μυρίων ταλάντων», εἶνε κάθε ἁμαρτωλός, κάθε ἄνθρωπος, ποὺ τὰ
ἁμαρτήματά του εἶνε καταγεγραμμένα λεπτομερῶς στὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ἐπειδὴ τὰ ἁμαρτήματα εἶνε πολλά, ἀναρίθμητα, ἡ δὲ τιμωρία τοῦ Θεοῦ
γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε τρομερή, ὁ ἁμαρτωλὸς προσφεύγει στὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ καὶ μετανοημένος ἐπικαλεῖται μὲ συντριβὴ τὴ μακροθυμία τοῦ
Κυρίου λέγοντας αὐτὸ ποὺ εἶπε καὶ ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς· «Κύριε,
μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω». Καὶ ὁ Κύριος μακροθυμεῖ
καὶ ἐλεεῖ τὸν μετανοημένο ἁμαρτωλό.
* * *
Ὤ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ,
ἀγαπητοί μου, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς! Ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. Ὅπως ψάλλει ὁ
Δαυΐδ, ὁ Κύριος εἶνε «μακρόθυμος καὶ πολυέλεος· οὐκ εἰς τέλος
ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸ αἰῶνα μηνιεῖ»· δὲν μένει ὠργισμένος ὣς τὸ
τέλος, δὲν κρατάει αἰωνίως τὴν ὀργή του (Ψαλμ. 102,8-9). Ἀλλοίμονό μας
ἂν δὲν μακροθυμοῦσε· θὰ εἴχαμε καταστραφῆ οἱ ἁμαρτωλοὶ. Γιά φανταστῆτε
τὸ Θεὸ νὰ χτυπάῃ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀμέσως μόλις αὐτὸς διαπράξῃ ἁμάρτημα· νὰ
μαρμαρώνῃ π.χ. τὸ χέρι ἐκείνου ποὺ ψευδορκεῖ ἢ σκοτώνει ἢ κλέβει, νὰ
παραλύῃ τὰ πόδια τοῦ ἄλλου ποὺ τρέχει στοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, νὰ
ξερριζώνῃ τὴ γλῶσσα τοῦ ψεύτη ἢ τοῦ συκοφάντη ἢ τοῦ βλασφήμου, νὰ
τυφλώνῃ τὰ μάτια τοῦ φθονεροῦ, νὰ καίῃ τὰ σπαρτὰ ἢ νὰ ἐξολοθρεύῃ τὰ
κοπάδια ἢ νὰ ξηραίνῃ τὶς πηγὲς ἢ νὰ γκρεμίζῃ τὰ σπίτια τῶν ἁμαρτωλῶν.
Φοβερὴ θὰ ἦταν ἡ θέσι μας, πολὺ πιὸ φοβερὴ ἀπὸ τὴ θέσι ποὺ βρέθηκε ὁ
δοῦλος τῆς παραβολῆς.
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει ἡ διέξοδος· καὶ ἡ διέξοδος αὐτὴ εἶνε ἡ
μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιφέρει ἀμέσως τὴν τιμωρία, ἀλλὰ
μακροθυμεῖ· δίνει παράτασι, γιὰ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε σ᾽
αὐτόν. Αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς γιὰ τὸ ὁποῖο μακροθυμεῖ ὁ Θεός, ἡ μετάνοιά
μας. Ἀναβάλλει τὴν ἐκτέλεσι τῆς ἀποφάσεώς του κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ
περιμένοντας ἀπὸ μέρα σὲ μέρα τὴ μετάνοιά του.
Πολλὰ παραδείγματα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ ἔχουμε στὴν ἁγία
Γραφή. Ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ἐδῶ θὰ σᾶς θυμίσω μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ
ἀπόστολος Πέτρος, αὐτὸς ποὺ μὲ μία ἐρώτησί του (βλ. Ματθ. 18,21) ἔδωσε
ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ διδάξῃ τὴ θαυμάσια αὐτὴ παραβολή. Ὁ ἀπόστολος
Πέτρος θαυμάζει τὴ μακροθυμία ποὺ ἔδειξε ὁ Θεὸς «ἐν ἡμέραις Νῶε» (Α΄
Πέτρ. 3,20). Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τότε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεό· ζοῦσαν μιὰ
ζωὴ γεμάτη ἁμαρτίες, καὶ ἰδίως σαρκικές. Τὸ κακὸ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθῇ.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ, δίνει παράτασι στοὺς ἁμαρτωλούς, προειδοποιεῖ
ὅτι θὰ καταστρέψῃ τὴ γενεά τους ἂν δὲν μετανοήσῃ, καὶ περιμένει ἐπὶ
χρόνια πολλὰ τὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή τους. Καὶ ὅταν πιὰ εἶδε ὅτι ἡ
γενεὰ ἐκείνη δὲν μετανοεῖ, ἀλλὰ μὲ κεκτημένη ταχύτητα ἐξακολουθεῖ νὰ
βαδίζῃ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπωλείας, τότε μὲ τὸν φοβερὸ κατακλυσμὸ ἐξολοθρεύει
τὴ γενεὰ ἐκείνη. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐξαντληθῆ!
* * *
Τὴν ἴδια μακρόθυμη στάσι,
ἀγαπητοί μου, τηρεῖ ὁ Θεὸς ἀπέναντι καὶ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς
ἀνθρώπους. Βλέπει τὰ ἁμαρτήματά μας. Καὶ μήπως αὐτὰ εἶνε λιγώτερα ἀπὸ τὰ
ἁμαρτήματα τῆς γενεᾶς τοῦ Νῶε; Ζυγίζει τὴν ἐνοχή μας –ἡ ὁποία ἀσφαλῶς
εἶνε μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ἀφοῦ ἐμεῖς τώρα
ζοῦμε μέσα στὸ ἄπλετο φῶς τοῦ Χριστοῦ–, καὶ ἐν τούτοις μακροθυμεῖ·
περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Ἀλλ᾿ ἕως πότε;
Ὦ ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί! Τί θὰ γίνουμε, ἐὰν καὶ ἡ τελευταία
παράτασι τοῦ Κυρίου περάσῃ καὶ φύγῃ ἄκαρπη; Μετά, τὸ μόνο ποὺ μᾶς
περιμένει εἶνε ἡ δικαία, ἡ ἀμετάκλητη, ἡ ἀδυσώπητη, ἡ αἰωνία τιμωρία τοῦ
Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος Διδάσκαλός μας μᾶς τὴν παρέστησε τόσο
φοβερὴ διὰ τῆς ὀργῆς τοῦ βασιλιᾶ πρὸς τὸν δοῦλο, τὸν καταχραστὴ τῆς
μακροθυμίας καὶ τῆς ἀγαθότητός του, λέγοντας τὰ λόγια· «καὶ ὀργισθεὶς ὁ
κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ
ὀφειλόμενον αὐτῷ» (Ματθ. 18,34).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς
ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι,
φ. 216/13-8-1939, σ. 83-84).
Μεταγλώττισις στὴν καθομιλουμένη σήμερα καὶ ἐλαχίστη ἐπέκτασις 17-8-2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου