Οἱ θαυμαστές ἱστορίες πού ὁ καθένας ἀπό τή γειτονιά εἶχε νά διηγηθεῖ γιά τόν ταπεινό δοῦλο καί ἅγιο τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη, τόν διά Χριστόν σαλό, εἶχαν συγκλονίσει τούς πάντες. Ὁ κυρ-Ἀναστάσης, ὁ διαχειριστής τῆς πολυκατοικίας πού διέμεινε ὁ μακαριστός ἅγιος τοῦ Τριαδικοῦ καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί εἶχε ἀναλάβει τήν τακτοποίηση ὁρισμένων ἐκκρεμοτήτων σχετικῶν μέ τά ὅσα ὅριζε στή διαθήκη του ὁ μακαρίτης, στήν κυριολεξία τά εἶχε χαμένα. Ἀναρωτιόταν ἐάν ὅλα αὐτά πού ζοῦσε τίς τελευταῖες ἡμέρες ἦταν πραγματικότητα ἤ ἁπλῶς τά ὀνειρευόταν.
Κάθε ἡμέρα πού περνοῦσε βρισκόταν ἐνώπιον θαυμαστῶν γεγονότων, τά ὁποῖα, ὅπως συνήθιζε νά λέγει, οὔτε κατά διάνοια μποροῦσε νά διανοηθεῖ. Ἡ προσήλωσή του ἄλλωστε, ὅπως ἔλεγε, στή στυγνή καθημερινότητα καί ἡ χαλαρότητα τῆς πίστης του πρός τόν Θεό στεροῦσε τή δυνατότητα προσέγγισης σέ χώρους ἀγνώστους γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο ἀλλά πολυσήμαντους γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή· σέ χώρους πού ἐπικρατεῖ ἡ πνευματική γαλήνια ἀνάταση τῆς ψυχῆς καί ἡ εἰρήνη. Ἀνῆκε καί ὁ ἴδιος δηλαδή, ὅπως οἱ περισσότεροι σήμερα, στούς κατ᾿ ὄνομα τύποις Χριστιανούς πού εἴθισται νά θυμοῦνται καί νά ἐπικαλοῦνται τόν Θεό μόνο σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τους.
− Ἤμουν μαζί μ’ αὐτούς πού κάνουν καί κανένα τάμα καί καμιά ἀρτοκλασία στήν Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, τήν Παναγία μας, ποῦ καί ποῦ, ἔτσι, βρέ ἀδελφέ, στό ὄνομα μίας τυπικῆς κοινωνικῆς ἀναγνώρισης ἤ καί μύχιας ἐπιβράβευσης ἤ καί δικαιολογίας τῆς ὀνομασίας πού φέρουν ὡς Χριστιανοί…
Ὅταν ὁ Θεός, ὅμως, θυμίσει τίς ὑποχρεώσεις καί τά δικαιώματα πού ἔχει ὁ ἀληθινός, συνειδητοποιημένος Χριστιανός ὡς ἐργάτης τοῦ Ἀμπελῶνος Του, τότε μέ περίσσια εὐκολία γυρίζουν οἱ πλάτες καί προτιμᾶται ὁ λήθαργος τῆς ἀγνωσίας καί ἡ νοσηρή τριβή μέ τήν καθημερινότητα… Προτιμᾶται ἡ προσκόλληση στά εὐτελῆ καί ἐφήμερα μέσα ἀπό μία εἰκονική καί ψεύτικη ἀπεικόνιση τῆς εὐτυχίας…
Αὐτά συνήθιζε νά ἐξιστορεῖ μέ κάθε εὐκαιρία μέ τή μορφή ἐξομολόγησης ὁ κυρ-Ἀναστάσης πότε πρός τόν Κωνσταντῖνο καί τήν καλή του σύντροφο Κατερίνα καί πότε πρός τά παιδιά του καί τή γυναίκα του. Καί αὐτοί μέ τή σειρά τους δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν τό μέγεθος αὐτῶν πού εἶχαν συμβεῖ στή διπλανή τους πόρτα. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού ἔστελνε μυστικά καί θαυμαστά μέσα ἀπό τή σαλότητα τοῦ τρελο-Γιάννη.
Οἱ ἀποκαλύψεις, ἄλλωστε, ἐξ ἀφορμῆς τῆς θαυμαστῆς κοίμησης τοῦ ἁγίου Ἰωάννη, γκρέμιζαν ὁλοένα καί περισσότερο τίς ὁροσειρές τῆς ἄγνοιας καί τά λέπια πού σκέπαζαν τά μάτια τους. Τώρα, σιγά-σιγά συνειδητοποιοῦσαν ὅλοι πόσο ὄμορφο εἶναι νά βλέπεις μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, πόσο ὄμορφος γίνεται ὁ κόσμος, ὅταν ἐπιστρέψεις στό δρόμο τῆς ἀληθινῆς πίστης καί παραδοθεῖς ὁλοκληρωτικά στά χέρια τοῦ ἅγιου Θεοῦ καί στή φροντίδα τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.
Ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος στήν κυριολεξία ζοῦσε μέσα στό βοῦρκο τῆς πιό φοβερῆς θεομίσητης ἀσθένειας τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἔκλαιγε γοερῶς, ὅταν ἀναλογιζόταν ποῦ βρισκόταν καί ἀπό ποῦ τόν τράβηξε τό χέρι τοῦ Χριστοῦ. Νύχτα καί μέρα συνειδητοποιοῦσε τόν ἰαματικό χαρακτῆρα τῆς ἀληθινῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ Ἰωάννη. Τώρα δέν ἐπεδίωκε, ὅπως στό παρελθόν, νά ἱκανοποιήσει καί νά ἐπικεντρωθεῖ στήν ἐκπλήρωση τῶν ἐπιθυμιῶν του, ἀλλά διακαῶς ἐπιζητοῦσε νά ἐνταχθεῖ πλήρως στήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό συνήθιζε νά λέγει:
− Ἤμουν νεκρός καί ἀναστήθηκα. Ζοῦσα στό σκοτάδι τῶν φλογερῶν ἐνστίκτων καί τώρα ἀρχίζω νά διακρίνω τό φῶς…
Ἀξιοσημείωτο τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς του καί στροφῆς του πρός τόν Δημιουργό Πατέρα τοῦ Σύμπαντος κόσμου εἶναι καί ἡ ἐντατικοποίηση τῆς προσευχῆς του. Ὅταν ὁ κυρ-Ἀναστάσης τοῦ ἐνεχείρισε βάσει τῆς διαθήκης τό τετράδιο μέ τά ὀνόματα πού μνημόνευε στίς προσευχές του ὁ μακαριστός δοῦλος τοῦ Κυρίου, τότε κατανόησε τί σημαίνει νά εἶσαι ἀληθινός Χριστιανός.
− Τήν πρώτη φορά πού ἐπιχείρησα νά διαβάσω τά ὀνόματα καί νά πρεσβεύσω κατά τόν ὁρισμό τοῦ ἁγίου Ἰωάννη κάθε εὐλογία γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς, δέν τά κατάφερα κυρ-Ἀναστάση. Μέ πῆρε ὁ ὕπνος. Δυό ὧρες πού διάβαζα δέν ἀρκοῦσαν… Ἀναρωτιόμουν ποῦ ἔβρισκε τόν χρόνο ὁ μακαρίτης καί διάβαζε ὅλα αὐτά τά ὀνόματα. Πίστευα πώς δέν θά μπορέσω νά ἀνταποκριθῶ στό αἴτημα τοῦ μακαριστοῦ. Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη σκεφτόμουν πώς ὄχι δυό, ἀλλά καί τρεῖς ὧρες τήν ἡμέρα θά ἔπρεπε νά ἀφιερώνω. Δέν σᾶς κρύβω πώς ἐνδομύχως μοῦ πέρασε καί ἡ πονηρή σκέψη πώς ὁ τρελο-Γιάννης ἐπίτηδες ἀνέθεσε σέ ἐμένα νά διαβάζω τά ὀνόματα. «Σοῦ ἐπέβαλε σκληρή τιμωρία», μοῦ ἔλεγε μία φωνή. Ἀλλά μία ἄλλη φωνή -ἴσως αὐτή τοῦ μακαριστοῦ- μοῦ ἔλεγε: «Κωνσταντῖνε δέν εἶναι τιμωρία νά εὔχεσαι καί νά πρεσβεύεις γιά τόν πλησίον σου καί νά ἐπιζητεῖς τήν εὐλογία καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Τώρα σιγά-σιγά ἀπό τήν καθημερινή ἀνάγνωση τῶν ὀνομάτων βλέπω μεγάλη ὠφέλεια στή ζωή μου. Ἄρχισα νά ἀγαπῶ κάθε ἄνθρωπο καί νά βλέπω στό πρόσωπο τοῦ καθενός τόν ἴδιο τόν Θεό. Στό παρελθόν ἔβλεπα τούς πάντες καχύποπτα, τούς ἀντιμετώπιζα ὡς ἐχθρούς καί ἐκδήλωνα, στήν ἀνάπτυξη τῶν σχέσεων μαζί τους, μίση πολλῶν μορφῶν. Πότε ἔβγαινε ζηλοφθονία, πότε κατάκριση, πότε νοσηρό ἐνδιαφέρον καί μύχια χαρά γιά τά προβλήματά τους. Μέσα στό τετράδιο ἐμπεριέχονται, κυρ-Ἀναστάση, καί πολλά ὀνόματα ἄγνωστα σέ ἐμέ. Ἀλλά λέγω: «Κύριε, σύ γνωρίζεις τίς ἀνάγκες αὐτῶν καί ἀναλόγως πρᾶξε, ἀποστέλλοντας τίς εὐλογίες Σου». Στήν ἀρχή βέβαια ὁ λογισμός μοῦ ἔβαζε τή σκέψη νά τά σβήσω, ἀλλά καί πάλι ἡ ἄλλη φωνή μοῦ ἔλεγε πώς θά μποροῦσε σ’ αὐτά τά πρόσωπα ἡ πρεσβεία σου νά πιάσει τόπο, γιατί τά γνωρίζει ὅλα ὁ Χριστός.
− Μία καί μίλησες περί τῆς εὐλογίας τοῦ Κυρίου, θυμήθηκα πόσο μεγάλη σημασία ἔδιδε σ’ αὐτήν ὁ μακαριστός, εἶπε ἡ Κατερίνα.
«Τό καράβι πού λέγεται Γῆ, Κατερίνα μου, κινεῖται χάρη τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ», συνήθιζε νά λέγει. «Κάθε μέρα πού ξημερώνει, ἄν κοιτάξεις ψηλά, θά δεῖς τό χέρι τοῦ Χριστοῦ νά εὐλογεῖ τόν κόσμο. Χωρίς τήν εὐλογία τοῦ γλυκοῦ μας Ἰησοῦ οἱ καρδιές μας παγώνουν, κρυολογοῦν καί μαραίνονται. Χάρη στήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ ἡ κάθε γυναίκα σάν καί σένα φροντίζει τό σπίτι της καί τά παιδιά της· καί κάθε ἄνδρας ἐργάζεται γιά τήν οἰκογένειά του. Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μοιάζει σάν τόν ἥλιο πού σέ ζεσταίνει καί σοῦ στέλνει τό φῶς.
Κάθε πρωί λοιπόν πού θά ἀνοίγεις τά μάτια νά προσπαθεῖς νά μοιάσεις στά πουλάκια. Αὐτά τραγουδοῦν μέ γλυκά κελαηδίσματα, γιά νά δοξάσουν τόν Θεό. Τόν εὐχαριστοῦν γιά τήν εὐλογία πού ἀποστέλλει, ἀφοῦ ἔχουν τή βεβαιότητα πώς Ἐκεῖνος θά φροντίσει γιά τήν τροφή τους. Τόν ὑμνοῦν προκαταβολικῶς γιά τά καλούδια πού προσφέρει στή Γῆ καί ταυτόχρονα εὐαρεστοῦν καί τόν ἄνθρωπο μέ τίς γλυκές φωνές τους. Τό ἴδιο πρέπει νά κάνουμε καί ἐμεῖς. Νά, κοίταξε τί κάνει καθημερινά τό ἀηδόνι…». Θυμᾶμαι πώς ἀνέβηκε τότε ὁ τρελο-Γιάννης σέ μία καρέκλα καί ἄρχισε νά μιμεῖται τό ἀηδόνι καί νά ἁπλώνει τά χέρια του σάν νά θέλει νά πετάξει. «Τό ἀηδόνι μᾶς βγῆκε κοράκι μέ τέτοια ἀγριοφωνάρα πού ἔχω», ἔλεγε χαμογελῶντας. «Ἀλλά καί αὐτό τό ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Τοῦ εἶχε ἀναθέσει κάποτε μάλιστα μία δύσκολη ἀποστολή. Τό ἔβαλε νά πηγαίνει τροφή στόν ἅγιο προφήτη Ἠλία διδάσκοντάς του πώς ὅλα στή δημιουργία ἔχουν λίαν καλῶς. Καί τά ἀηδόνια καί τά κοράκια εἶναι καλά. Ἐμένα τώρα πῶς μέ βλέπεις, ὡς ἀηδόνι ἤ κοράκι; Τί σέ ρωτάω ἐσένα; Καλύτερα εἶναι νά ρωτήσω τόν μπακάλη πού ἔχει καναρίνια στό σπίτι του καί ξέρει ἀπό κελαηδίσματα». Καί ἔφευγε τροχάδην γιά τόν κυρ-Παντελή, ὁ ὁποῖος τόν ἀπόπαιρνε… ἀλλά κατά βάθος τόν ἀγαποῦσε. Τότε γελοῦσα μέ τίς τρέλες του. Τώρα κατανοῶ τό θησαυρό πού αὐτές ἔκρυβαν.
− Ὁ μακαριστός Κατερίνα ἦταν ἀληθινό ἀηδόνι πού ὁ Θεός ἔστειλε γιά νά ὀμορφύνει μέ τά κελαηδίσματα καί τήν ἀνιδιοτέλειά του τή γειτονιά μας. Ἐμεῖς ὅμως ἤμασταν ἐκτός ἀπό τυφλοί καί κουφοί. Δέν βλέπαμε καί δέν ἀκούγαμε. Ἀλλά συνηθίζαμε νά κορδωνόμαστε καί νά καμαρώνουμε σάν τά παγώνια, ἀγνοώντας ὅτι ζούσαμε συμβατικά μέσα σέ μία χαώδη παγωνιά. Ὁ μακαριστός κελαηδοῦσε ὁλημερίς σάν ἀηδόνι μέσα ἀπό τήν συνεχῆ, ἀνιδιοτελῆ, ἔνθερμη προσευχή καί ἄοκνη προσφορά του πρός ὅλους μας. Ζοῦσε ἔχοντας ὡς μοναδική σκέψη του νά ἀξιωθεῖ τοῦ Παραδείσου, νά γίνει μέλος τῆς αἰώνιας πατρίδας. Καί ὁ Θεός τοῦ ἔστελνε δωρεές καί εὐλογίες τέτοιες, πού μόνο οἱ ἅγιοι γεύονται. Τώρα, λοιπόν, τό ἀηδόνι τῆς γειτονιᾶς μας συνεχίζει νά κελαηδᾶ ἀπό τόν οὐρανό. Καί τό κελάηδισμά του ἀνακουφίζει πολλές ψυχές πού κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο τίς συντονίζει στόν δοξολογικό ὕμνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τίς βοηθᾶ μυστικά στήν ἀναγέννησή τους καί τίς ὁδηγεῖ στή εὐωδία πού κρύβουν οἱ διδαχές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἡ τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, ὅσο ζοῦσε ὁ μακαρίτης, ἦταν δύσκολο νά κατανοήσουμε, λόγῳ τῆς τρέλας ἤ σαλότητας πού ἐπίτηδες ἐπεδείκνυε, τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀξίας τῆς συζύγου μας, τοῦ παιδιοῦ μας, τῶν γονέων μας, τοῦ συνεργάτη, τοῦ φίλου καί κάθε ἀνθρώπου συνδέεται κυρίως μέ τήν ἀπουσία ἤ τήν ἀπώλειά του. Τότε μόνο, δυστυχῶς, ἀναλογιζόμαστε τά λάθη τῆς συμπεριφορᾶς μας. Τότε μετρᾶμε, ἔστω καί γιά λίγο, τίς πίκρες πού τόν ποτίσαμε. Τότε ἀναλογιζόμαστε καί κρίνουμε τίς πράξεις μας…
Αὐτά εἶπε ὁ κυρ-Ἀναστάσης ἐμφανῶς συγκινημένος. Ἡ κατάνυξη καί τά πλημμυρισμένα μέ δάκρυα μάτια ἀποτελοῦσε τό σύνηθες σ’ αὐτούς πού εἶχαν γνωρίσει τόν μακαριστό καί συνειδητοποιοῦσαν τή βιωτή του μετά τήν ἐκδημία του.
− Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς -συμπλήρωσε ὁ Κωνσταντῖνος- μᾶς ὠθεῖ νά ἐκλαμβάνουμε τά περισσότερα πράγματα ὡς δεδομένα καί νά προβάλουμε πάντοτε παράλογες καί ἀπαράδεκτες ἀπαιτήσεις. Γενεσιουργός, μάλιστα, αἰτία καί τό ἔνδυμα τούτων τῶν ἀπαιτήσεων τίς περισσότερες φορές εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια καί ὁ ἐγωκεντρισμός μας. Ὁ περίτεχνος συνδυασμός αὐτῶν τῶν δυό στοιχείων ὁδηγοῦν στή δημιουργία καί ἀποδοχή μίας δικαιοσύνης πού εἶναι παντελῶς ἀντίθετη μέ τή δικαιοσύνη τοῦ Τριαδικοῦ καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πώς ὁ μακαριστός δέν ἔκανε τίποτε πού νά μήν θυμᾶται τόν Θεό. Πρίν βάλει ὁ,τιδήποτε στό στόμα του ἔκανε τό σταυρό του. Σταύρωνε ἀκόμη καί τό ποτῆρι μέ τό νερό. Ὅταν μάλιστα τόν ρώτησα γιατί τό κάνει τοῦτο, μοῦ εἶπε: «Κωνσταντῖνε τό σταυρώνω γιά νά σκοτώνω τά μικρόβια καί γιά νά εὐχαριστῶ τόν Θεό πού φροντίζει νά τό καθαρίζει μέ φίλτρα πού κουβαλοῦν καί λειτουργοῦν τά ἀγγελούδια Του».
Μάλιστα θυμᾶμαι πώς μοῦ ἐξιστόρησε καί ἕνα γεγονός ἀπό ἕνα βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας. Θαρρῶ, ἄν δέν μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου, πώς τό ἔλεγε «ρομαντικό», ἀλλά ρώτησα κάποτε σέ ἕνα ἐκκλησιαστικό βιβλιοπωλεῖο καί μοῦ εἶπαν πώς τέτοιο ἐκκλησιαστικό βιβλίο δέν ὑπάρχει. Ἴσως ἦταν βιβλίο πού γνώριζε μόνο ὁ τρελο-Γιάννης.
− Τό «Γεροντικό» θά ἐννοοῦσε, βρέ Κωνσταντῖνε, εἶπε χαμογελῶντας ὁ κυρ-Ἀναστάσης.
− Ναί, τώρα πού τό λές, τό θυμᾶμαι, κυρ-Ἀναστάση, «Γεροντικό» τό ἔλεγε. «Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος συκοφάντησε ἕναν καλό Χριστιανό πώς μέ διάφορες μαγεῖες καί μέ τεχνάσματα ἀλλάζει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων. “Συνιστᾶ ἀπειλή γιά τό θρόνο σου. Ὅλοι θεωροῦν πώς ἔχει μεγάλη δύναμη. Προβάλλει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀρχοντά μου, καί ἐξαπατᾶ τούς πάντες. Καλό, λοιπόν, θά εἶναι νά τόν δηλητηριάσεις, γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ αὐτόν τόν ὑφιστάμενο κίνδυνο”. Ὁ ἄρχοντας τόν ἄκουγε μέ προσοχή. Ὁ Ἑβραῖος ἄλλωστε θεωρεῖτο ἐκλεκτό μέλος τῆς κοινωνίας καί ἔπρεπε νά λάβει σοβαρά τίς ρήσεις του. Κάλεσε, λοιπόν, τόν Χριστιανό μπροστά του. Τόν ἔλεγξε σέ αὐστηρό τόνο καί τόν κατηγόρησε ὡς μάγο. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ἀπάντησε πώς ὅλα αὐτά τά θαυμαστά σημεῖα προέρχονται ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποῖος σκέπει μέ τίς εὐλογίες τοῦ Σταυροῦ τούς ἀνθρώπους. “Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, καλέ μου καί σεβαστέ ἄρχοντα, γιατρεύει τίς ἀσθένειες.
Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου θεραπεύει τίς κοινωνίες καί θωρακίζει μέ ἀρετές κάθε χώρα καί βασίλειο”.
Ὁ ἄρχοντας ἄρχισε νά βλέπει πότε τόν Χριστιανό καί πότε τόν Ἑβραῖο. Δέν μποροῦσε νά παραβλέψει τήν οἰκονομική βοήθεια πού τοῦ ἐξασφάλιζε ὁ Ἑβραῖος, τήν ὁποία θεωροῦσε πολύ σημαντική. Φοβούμενος τό πλῆθος πού συγκεντρώθηκε γιά συμπαράσταση στόν Χριστιανό, σκέφθηκε νά δοκιμάσει τή δύναμη τῆς πίστης καί στούς δυό. Ἔδωσε λοιπόν ἐντολή στούς ὑπηρέτες του νά ἑτοιμάσουν δυό ποτήρια μέ νερό καί νά τοποθετήσουν σ’ αὐτά κώνειο, ἕνα πολύ ἰσχυρό δηλητήριο. Ὁ καλός Χριστιανός σταύρωσε τό ποτῆρι μέ τό κώνειο καί ἤπιε χωρίς νά πάθει τίποτε ἀπό τό ἰσχυρό δηλητήριο. Ὁ Ἑβραῖος τότε τραβᾶ τό ποτῆρι ἀπό τό χέρι του καί, πιστεύοντας πώς ὁ ἄρχοντας τόν κορόιδεψε καί δέν ἔβαλε δηλητήριο στόν Χριστιανό, πίνει ὅσο εἶχε περισσέψει. Ἀμέσως σωριάζεται κάτω νεκρός μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τοῦ ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ψέλλισε ἔντρομος. “Θαυμαστός ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν”.
“Τά φίλτρα τοῦ Θεοῦ, Κωνσταντῖνε, σκοτώνουν τά μικρόβια καί διαλύουν τά δηλητήρια. Τά φίλτρα τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν μόνο μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Κι αὐτό μήν τό λησμονᾶς”,
μοῦ εἶπε. Τότε κατάλαβα γιατί ὁ παππούς μου στό χωριό τῆς μητέρας μου σταύρωνε τό καρβέλι μέ τό ψωμί πρίν τό κόψει. Σταύρωνε καί τό ποτῆρι μέ τό νερό καί ἡ μάνα μου τόν κορόιδευε λέγοντας: “Μόνο οἱ καλόγεροι τό κάνουν αὐτό. Μήπως θέλεις νά σέ στείλουμε σέ κανένα μοναστῆρι;”… Ὁ παππούς σιωποῦσε πάντοτε.
“Οἱ προσευχές τοῦ παπποῦ σου, Κωνσταντῖνε, σέ βοήθησαν”, εἶπε τότε ὁ τρελο-Γιάννης. “Ὁ παππούς σου, ἀκόμη καί ὅταν ὁ φύλακας ἄγγελός σου ἔφευγε μακρυά ἀπό σένα, ἐκεῖνος δέν ἔπαυε νά ἱκετεύει τήν Παναγία μας καί τόν Χριστό μας νά μήν σέ ἐγκαταλείψουν. Νά μήν λησμονᾶς νά τοῦ ἀνάβεις κανένα κεράκι, ὅταν πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία”.
Ἀπόσπασμα από το βιβλίο “Ὁ Τρελογιάννης Τόμος Β’) τοῦ Διονύση Μακρῆ Ἐκδόσεις Ἀγαθός Λόγος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου