«Μείνον μεθ’ ημών, η ημετέρα παράκλησις, το μόνον επί γης ημών παραμύθιον. Μη εάσης ημάς ορφανούς, Μήτερ…».
Συναξάριον.
Τῇ ΙΖʹ(17ῃ) τοῦ μηνός Αὐγούστου μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μύρωνος τοῦ ἀπό Κορίνθου, τοῦ ἐν Κυζίκῳ (250).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Στράτωνος, Φιλίππου, Εὐτυχιανοῦ, καὶ Κυπριανοῦ (303).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Παύλου καὶ Ἰουλιανῆς τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς μαρτυρησάντων δημίων Στρατονίκου, Κοδράτου καὶ Ἀκακίου ἐν Πτολεμαΐδει Συρίας (273).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, Κορωνάτου, καὶ τῆς συνοδίας αὐτῶν(250)· καὶ σύναξις τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν τοῖς Ἁρματίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Ὁσιομάρτυρος, ὁ ἐν τῷ βουνῷ Αὐξεντίου, διὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων μαρτυρήσας ἐπὶ Κοπρωνύμου ἐν ἔτει 768.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἠλιοὺ τοῦ νέου, τοῦ ἐκ Σικελίας ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος ἐν ἔτει 903.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Αἴγλων ὁ ἀναχωρητής, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Εἰκονογράφου, τοῦ ἐν τοῖς Σπηλαίοις Κιέβου ἀσκήσαντος τοῦ Ῥώσσου (1114).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Τμπέλι Abuseridze τοῦ Χιχάνι τῆς Ἀτζαρίας (13ο αιων)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Θεοδώρητος τῆς Μονῆς τῶν Νήσων Solovets τῆς Λευκῆς Θάλασσας τῆς Ρωσίας, Ἰσαπόστολος Λαπωνίας (Β. Σκανδιναβίας) (1571)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Δημητρίου τοῦ νέου, τοῦ ἐκ Σαμαρίνης τῆς Ἠπείρου καταγομένου καὶ ἐν ἕτει ͵αωηʹ (1808) ἀθλήσαντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ὁ προσκυνητὴς ὁ Ρουμάνος, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (1916)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης ὁ Λαυριώτης- τῆς Παναγίας τῆς «Νερατζιωτίσσης» ἐν Ἀμαρουσίῳ Ἀθήνας καὶ ἐν τῇ Μονῇ Φανερωμένης ἐν Ροδοπόλει ἀσκήσας (1967).
-Μια λειτουργία του π. Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
Φώτη Κόντογλου
Άγιος Γέροντας Αθανάσιος Χαμακιώτης της Νερατζιώτισσας
Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.
Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.
Η
μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που
αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα
Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.
Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.
***
Αρχιμ. Γρηγόριος της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους
Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής.
Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό
αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα
νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους
προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και
πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας
των δαιμόνων.
Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες.
Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη,
εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα-
Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έρραβαν συνέχισαν όπως παρέλαβαν.
Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να
ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».
***
«Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με».…
Ο γέροντας έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά και στους νέους. Φερόταν
με πολλή στοργή και γλυκύτητα. Στο κελλί του είχε μια φοντανιέρα γεμάτη
καραμέλες για να φιλεύει τα παιδάκια. Έτσι δημιουργούσε ευχάριστο
περιβάλλον και τα παιδιά ένιωθαν σαν στο σπίτι τους.
Όταν περνούσε από κάποιες γειτονιές τα παιδιά τον αναγνώριζαν. Άφηναν το παιχνίδι κι έτρεχαν κοντά του φωνάζοντας: «Περνάει ο Χριστούλης».
Του φιλούσαν το χέρι, τον τραβούσαν απ’ το ράσο, δεν τον άφηναν να
φύγει. Ο γέροντας χαμογελούσε καλοκάγαθα. Σε άλλη γειτονιά, όταν τον
έβλεπαν, ανέβαιναν στα δέντρα, έκοβαν φρούτα και του έδιναν με μια
χαριτωμένη παιδική αθωότητα. Ο γέροντας τα δεχόταν, αλλά μέχρι να φτάσει
στη Νερατζιώτισσα τα μοίραζε στους εργάτες που συναντούσε στο δρόμο.
Η κ. Γ.Κ. θυμάται με πολλή συγκίνηση.
Ήμουν πέντε χρονών κοριτσάκι τότε και τον είδα στο ιερό να είναι μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη. Άρχισα να φωνάζω:
–Ο παπάς δεν πατάει στη γη!
Ο γέροντας έβγαινε από το ιερό με γλυκό ύφος και μου έλεγε:
-Ε! παιδί, σε παρακαλώ, μην το λες.
Και όσο παρακαλούσε ο γέροντας, τόσο εγώ φώναζα πιο πολύ:
-Ο παπάς δεν πατάει στη γη! Μαμά, θα πέσει κάτω!»
Και η κ. Ρ. Π. διηγείται:
«Ήταν ανήμερα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου. Ο
γέροντας λειτουργούσε και ήλθε η στιγμή της Μεγάλης Εισόδου. Μόλις
βγήκε απ’ το ιερό τον είδα μισό μέτρο πάνω απ’ το έδαφος. Τάχασα˙ γυρίζω
σε μια κυρία και της λέω σιγά:
-Βλέπεις τίποτα;
-Όχι μου απάντησε.
Είχα μείνει αποσβολωμένη. Ο γέροντας με τα τίμια δώρα ήλθε προς το μέρος μου, γυρίζει και μου λέει:
-Σιωπή, παιδί.
Και συνέχισε…
Αναρωτιόμουν, πως ήταν δυνατό τα μάτια τα δικά μου να δουν τέτοιο θαυμαστό γεγονός!»
Το ασκητικό κορμί του γέροντα γινόταν
αιθέριο. Οι νόμοι της βαρύτητας έχαναν την ισχύ τους και ο ίδιος έμοιαζε
με τους ασώματους αγγέλους του Θεού. ένα θαυμαστό γεγονός που το έζησαν
πολλοί άγιοι, με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος, όπως γράφουν οι άγιοι
Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι…
Όσο προχωρούσε η θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».
Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές…
Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «τα σα εκ των σων» ακουγόταν
ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί
όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του,
όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.
Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η
θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην
κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
-Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος
έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι
του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε
πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν…
Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
-Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν
είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο
τέλος να τον ρωτήσω:
-Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε.
Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού
έπρεπε να είμαι!»
Κάποια
μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια
μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία
Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
-Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το
Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το
αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο
ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς
αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο
Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί
παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο
ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν
γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε
την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει.
Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον
ξαναενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με
κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να
κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
-Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!
Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει;…
Είναι
εντυπωσιακό το γεγονός που διηγείται η Ε. Μ.: «Γνώριζα τον π. Αθανάσιο
από την αρχή σχεδόν που ήλθε στο Μαρούσι και μέχρι που έφυγε τον είχα
πνευματικό. Πάντα εκκλησιαζόμουν στη Νερατζιώτισσα. Πήγαινα πολύ πρωί
και συνήθιζα να κάθομαι μπροστά στο ιερό. Κάποια μέρα, την ώρα της θείας
Λειτουργίας, είδα ένα διάκονο με λευκή στολή και ξανθά μαλλιά να
στέκεται δίπλα και δεξιά στον π. Αθανάσιο. Με παραξένεψε το γεγονός ότι
δεν είπε καμιά αίτηση, απ’ αυτά που λέει ο διάκονος, ούτε γύρισε καθόλου
να δω το πρόσωπό του. Σκέφθηκα πως μάλλον χειροτονήθηκε πρόσφατα και
τον έστειλαν εδώ για να μάθει το τυπικό και την τάξη της θείας
Λειτουργίας κοντά στον π. Αθανάσιο. Τελείωσε η θεία Λειτουργία και σιγά –
σιγά ο ναός άδειασε. Εγώ περίμενα να δω ποιος ήταν αυτός ο διάκος. Μετά
από ώρα ο π. Αθανάσιος τελείωσε την κατάλυση και βγήκε από το ιερό.
Περίμενα να βγει ο διάκος, τίποτα. «Μα τι συμβαίνει;» λέω. Είχα μείνει
μόνη στην εκκλησία. Πηγαίνω, ανοίγω το παραπέτασμα, κοιτάζω μέσα στο
ιερό, δεν υπήρχε κανείς. Το ιερό δεν έχει άλλη πόρτα. Δεν ήξερα τι να
υποθέσω. Μετά από λίγες μέρες πήγα να εξομολογηθώ. Στο τέλος λέω στον
παππούλη:
-Πάτερ Αθανάσιε, την Κυριακή είδα
μέσα στο ιερό έναν ξανθό λευκοφορεμένο διάκο που σας βοηθούσε, αλλά μετά
τον έχασα. Δεν βγήκε έξω…
Πολύ απλά και φυσικά μου απάντησε:
-Ε! παιδί, αυτά συμβαίνουν, αλλά μην πεις πουθενά τίποτα!»
Ο π. Α.Ρ. υπογραμμίζει: «Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι ο άγιος γέροντας υπήρξε για μένα το υπόδειγμα και το πρότυπο του λειτουργού. Ο τρόπος που λειτουργούσε ήταν μοναδικά προσωπικός και αμίμητος. Παρά ταύτα, μπορούσε να εμπνέει το λειτουργικό ήθος και τα λειτουργικά βιώματα σ’ όσους τον παρακολουθούσαν. Γι’ αυτό και κάθε λειτουργία ήταν για όλους μια μεταμόρφωση. Ακόμη και όταν δεν κοινωνούσες έφευγες αλλοιωμένος».
Η κατάθεση του μακαριστού Φώτη Κόντογλου είναι σημαντική:
-Μια λειτουργία του π. Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
Στο
τέλος κάποιος θα διάβαζε την «ευχαριστία μετά την θείαν Μετάληψιν». Όχι
τυπικά και βιαστικά αλλά «θερμώς, εκ ψυχής». Κάποια φορά,
συλλειτούργησε μαζί με έναν αρχιμανδρίτη. Είχε έλθει και από αλλού πολύς
κόσμος κι έκαναν πολύ φασαρία, ειδικά την ώρα της διανομής του
αντιδώρου. Κάποιος διάβασε την «ευχαριστία». Δεν ακουγόταν όμως καθόλου.
Στο τέλος ρώτησε ο γέροντας:
-Παιδί, διάβασες την ευχαριστία;
-Ναι, πάτερ.
-Δεν την κατάλαβα καθόλου. Ξαναδιάβασέ την!
Πολύ
σημαντικός ήταν ο τρόπος που διάβαζε τις ευχές κι εκφωνήσεις της θείας
Λειτουργίας. Ήταν από τους λίγους ιερείς που είχε την ευλογημένη
συνήθεια να διαβάζει «εις επήκοον» του λαού τις ευχές. Το «μυστικώς» γι’ αυτόν σήμαινε «μυσταγωγικώς», κατανυκτικώς, χαμηλοφώνως, όχι σιωπηρώς. Έλεγε μάλιστα σε κάποιον ο οποίος τον ρώτησε γι’ αυτό το θέμα:
-Παιδί, αυτοί που έγραψαν τις ευχές, τις
έγραψαν για να τις διαβάζουμε, να τις ακούει ο κόσμος, όχι να τις
αποσιωπούμε ή να τις παραλείπουμε.
Αργότερα έλεγε σε κάποιον ιερομόναχο, όταν τον είδε να αρχίζει εξομολόγηση αμέσως μετά από τη θεία Λειτουργία:
-Άκουσε, παιδί. Η θεία Λειτουργία σε
κουράζει, σε τσακίζει! Γι’ αυτό ποτέ να μην δέχεσαι εξομολόγηση μετά τη
θεία Λειτουργία. Το έκανα κι εγώ, αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις μας.
Γι’ αυτό και συ να φυλάς τις δυνάμεις σου, να μην κάνεις υπερβολές,
γιατί αργότερα δεν θα μπορείς να ανταποκριθείς.
«Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με τον Κύριόν μας, καίει τα αγκάθια της ψυχής μας, δίδει υπομονήν και μας προετοιμάζει διά την βασιλείαν των ουρανών».
***
Πόσο μας αγαπάει ο Θεός
Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
–Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν.
Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια
λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να
την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
–Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι
Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό
μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος
βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν
αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του
πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να
δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε
μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε
δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που
αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο
χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ.
ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες
ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε
στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε
κατευθείαν στο δωμάτιό της.
–Τί κάνεις, παιδί;
–Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
–Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει
και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν
από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
–Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε
λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η
ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι
σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την
αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε
ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα
κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε
και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και
την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος,
μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την
«Νερατζιώτισσα».
***
Κάποια
μέρα τον επισκέφθηκε απελπισμένη μια χήρα γυναίκα. Κινδύνευε να της
κάνουν έξωση, επειδή δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο. Ο Γέροντας τη
συμπόνεσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου χρήματα.
-Παιδί, της είπε, δεν έχω δραχμή στην τσέπη μου. Όμως, μη φύγεις. Κάθησε έξω στους πάγκους να δω τι μπορεί να γίνει.
Ο εύσπλαχνος Γέροντας κατέφυγε με θέρμη στην αγαπημένη του προσευχή.
– Γιατί άφησες, Θεέ μου, τα παιδιά
σου να έλθουν σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, και αυτή τη δούλη σου
και μην επιτρέψεις να την πετάξουν στο δρόμο!
Σε λίγο μια ευκατάστατη κυρία κατέφθασε και
του παρέδωσε ένα φάκελο με σεβαστό ποσό. Ο Γέροντας ούτε άνοιξε το
φάκελο να δει πόσα χρήματα περιείχε. Φώναξε με χαρά τη χήρα και της τα
παρέδωσε. Η γυναίκα ανοίγοντας το φάκελο έμεινε άφωνη. Με το ποσό του
περιεχομένου του ξωφλούσε τον ιδιοκτήτη της.
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστό» έλεγε συχνά.
«Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει Παράδεισο!».
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός».
Ακόμα
και τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του δεν ξέχασε την
ελεημοσύνη. Όταν λίγες μέρες πριν του είπαν ότι ήλθε η σύνταξή του,
αντέδρασε.
—Γυμνός ήρθα, γυμνός και θα φύγω. Δώστε τα όλα.
Και μερίμνησε να δοθούν σε μια φτωχή οικογένεια στην Πεύκη.
Στις 16 Αυγούστου, τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του ο Γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι και είπε:
—Α! έφυγε.
Η μοναχή που τον υπηρετούσε τον ρώτησε ποιός τον επισκέφτηκε, και της είπε:
—Η ελεημοσύνη, παιδί!
—Και τι της είπατε;
—Της είπα: Ό,τι είχα το έδωσα. Δεν έχω τίποτα άλλο!
Κοντά
στο ησυχαστήριο υπήρχε κι ένα άλλο, που ακολουθούσε το παλαιό
εορτολόγιο. Ο ιερομόναχος, βλέποντας τον κόσμο να πηγαίνει στον π.
Αθανάσιο, σχολίαζε ειρωνικά.
-Σιγά! Ο γέρο – Θανάσης θα τους σώσει όλους! Όλους θα τους πάει στον Παράδεισο!
Τη νύχτα που κοιμήθηκε ο γέροντας, ο ιερομόναχος αυτός είδε κάποιο όνειρο. Σηκώνεται και λέει στους άλλους:
–Ο γέρο – Θανάσης πέθανε!
-Πού το ξέρεις; Τον ρώτησαν.
-Είδα ότι είχε γεμίσει αρχιερείς όλος ο δρόμος!
Έπειτα από λίγο το όνειρο επιβεβαιώθηκε.
Στην κηδεία του γέροντα και αυτός, αλλά και άλλοι παλαιοημερολογίτες
πλησίασαν στο μοναστήρι και κάθισαν κάπως απόμακρα, παρακολουθώντας την
προσέλευση του κόσμου και την εξόδιο ακολουθία.
Το βράδυ ο ίδιος ιερομόναχος βλέπει πάλι σε
όνειρο ότι καθόταν δίπλα στον τάφο του γέροντα (και μάλιστα χωρίς να
γνωρίζει που είναι, γιατί δεν είχε μπει καθόλου στο μοναστήρι κατά τη
διάρκεια της κηδείας). Εκεί είδε μια πολύ ωραία πορτοκαλιά , που έγερνε
από αμέτρητα χρυσά πορτοκάλια. Βλέποντάς την ειρωνεύτηκε.
-Μωρέ, ακόμη δεν τον έθαψαν και έγινε η πορτοκαλιά;
Τότε εμφανίστηκε άγγελος και του είπε:
-Αυτοί είναι οι καρποί του π. Αθανασίου.
Το πρωί σκεφτικός, προβληματισμένος,
αναστατωμένος πήρε λαμπάδες και με τους υπόλοιπους ήλθαν να τις ανάψουν
στον τάφο του και να ζητήσουν συγνώμη. Μέχρι σήμερα σέβονται την αγία
μορφή του και αναγνωρίζουν την αγιότητά του.
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
«Δία να εισακουώμεθα εις την προσευχή μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωσι!… Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…»
***
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος:
«Όταν ήμουν νέος, ο γέροντας μου είχε πει:
-Γίνε κληρικός και όσο ζω θα σε βοηθάω. Και αν έχω παρρησία μετά θάνατον, θα είμαι πάντα κοντά σου.
«Στην κηδεία του γέροντα, δεν μπόρεσα να
πάω. Αν και δεν πιστεύω σε όνειρα, θα σας πω κάποιο που είδα και μου
έκανε μεγάλη εντύπωση. Λίγο καιρό μετά την κοίμησή του, είδα ότι
βρισκόμουν σ’ έναν ωραιότατο κήπο. Ήταν ένας ωραίος δρόμος και κάποιοι
λευκοντυμένοι έφεραν ένα φέρετρο. Όταν έφτασαν κοντά μου, ανασηκώθηκε ο
νεκρός. Ήταν ο π. Αθανάσιος και μου λέει:
-Μη στενοχωριέσαι, εγώ δεν πέθανα και θα σε προστατεύω!
«Πράγματι, στις δύσκολες στιγμές της
ιερατικής μου διακονίας, αισθάνομαι έντονα αυτή την προστασία και
θυμάμαι τα λόγια του. Κάποτε βρέθηκα μπροστά σε ανθρώπους που κατείχοντο
από δαιμόνιο. Με πολλή αναίδεια μου φώναζαν.
–Εσένα θα σε ξεσκίζαμε. Όμως έχεις κοντά σου το γέρο – ξεκούτη! (π. Αθανάσιο). Αλλά δεν θα σε βρούμε ποτέ μόνο σου; Άμα λείψει αυτός ο γέρο – ξεκούτης θα δεις τι θα σου κάνουμε!»
Ένα βράδυ μια μοναχή είδε σε όνειρο τον π. Αθανάσιο και της είπε:
-Μέσα στο μπαούλο υπάρχει ένας μανδύας από
την Αμερική. Να τον βγάλετε αύριο γιατί θα χρειαστεί για το τάδε
(κληρικό) πνευματικό μου παιδί.
Στη συνέχεια η μοναχή είδε ότι έβγαλε το
μανδύα και τον σιδέρωνε. (Σημειωτέον ότι η μοναχή δεν γνώριζε την ύπαρξη
του μανδύα). Την άλλη μέρα ανέφερε το όνειρο στη γερόντισσα, η οποία
παραδέχτηκε την ύπαρξη του μανδύα. Στις 11 περίπου το πρωί τηλεφώνησαν
στο μοναστήρι ότι ο κληρικός αυτός εξελέγη εντελώς ανέλπιστα
Μητροπολίτης. Και η γερόντισσα έβγαλε από το μπαούλο τον ξεχασμένο
μανδύα, τον ετοίμασαν και τον παρέδωσαν στον νεοεκλεγέντα Μητροπολίτη.
Εποίμανε θεοφιλώς την ιερά Μητρόπολη Αργολίδος και εκοιμήθη στις 26
Μαρτίου 2013. Όπως ομολόγησαν οι μοναχές, την ημέρα της εκλογής του,
αλλά και την ημέρα της κοιμήσεώς του, ο τάφος του γέροντα ευωδίαζε για
μέρες.
***
Ακόμα και μετά την κοίμησή του [του Ιερομονάχου π. Ελπιδίου Χασάπη (1913-1983), αδελφού του Ιερομάρτυρα, αγίου Φιλουμένου],
όμως, είχε την έγνοια του ησυχαστηρίου [της Παναγίας Φανερωμένης
Μπάλας, στην Ροδόπολη Αττικής] και το προστάτευε από τον ουρανό.
Όταν το 1990 το δάσος κοντά στο μοναστήρι είχε πάρει για δεύτερη φορά φωτιά, ο επικεφαλής των πυροσβεστών έβλεπε τους δύο κεκοιμένους Γέροντες της Μονής Αθανάσιο [τον Ιερομόναχο, π. Αθανάσιο Χαμακιώτη (1891-1967)] και Ελπίδιο, να προστατεύουν τον χώρο.
– Μη φοβάστε…
Είπε σ’ αυτούς που εργάζονταν μαζί του.
– Στην μάντρα της μονής, είναι δύο καλόγεροι και διώχνουν την φωτιά. Το μοναστήρι δεν θα πάθει τίποτα!
Έτσι, με την πρεσβεία των δύο οσίων πατέρων, ενώ η φωτιά έφθασε πολύ κοντά, το ησυχαστήριο διαφυλάχθηκε.
Από το Βιβλίο Ο “Γέροντας Ελπίδιος, (1913-1983)”, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας.
Άγιος Αλύπιος ο ζωγράφος, της Λαύρας του Κιέβου, Ο Κύριος μπορεί μόνο μ΄ ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του.
https://iconandlight.wordpress.com/2020/08/16/49789/
Δίνε για να σου δίνει ο Θεός, π. Αθανάσιος Χαμακιώτης
https://iconandlight.wordpress.com/2017/08/17/%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%B5-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CF%82-%CF%80-%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF/
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μύρωνος τοῦ ἀπό Κορίνθου, τοῦ ἐν Κυζίκῳ.
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον ἀλάβαστρον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, πιστῶς ἱεράτευσας τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας· ὅθεν τῇ εὐωδίᾳ, τῶν ἐν σοὶ χαρισμάτων, Μύρων Ἱερομάρτυς, τῶν παθῶν τὸ δυσῶδες, ἀπέλασον ἀνενδότως ἐκ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Εἰκονογράφου, τοῦ ἐν τοῖς Σπηλαίοις Κιέβου
Ἦχος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητὴν τῶν Σπηλαίων Κιέβου φίλεργον, τὸν εἰληφότα τὴν χάριν, γράφειν εἰκόνας σεπτάς, καὶ πρὸς τοῦτο ὑπ’ Ἀγγέλων βοηθούμενον, Ὅσιον καὶ θαυματουργόν, ἐπαινέσωμεν πιστοί, Ἀλύπιον τὸν θεόπνουν, ἀναβοῶντες· εἰκόνας, ἡμᾶς ἀνάδειξον χρηστότητος.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἠλιοὺ τοῦ νέου, τοῦ ἐν Σικελίᾳ. Ἦχος πλ. Δ΄.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας, καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Ἠλία Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ὁσίου Ἠλία τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Σικελίᾳ.
Ἦχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῶν ὁσίων τό κλέος καί Θεσβίτου συνώνυμον, τόν ἐκ Σικελίας φανέντα καί ἐν Λακωνίᾳ ἀσκήσαντα· συνόμιλον τῶν Ἱαματικών, τὀν σώζοντα ἡμᾶς ἐκ πειρασμῶν· προοράσεων γάρ θείων, τόν μηνυτήν, Ἠλίαν εὐφημήσωμεν· δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σἐ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πᾶσιν ἰάματα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Νέου .
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμαρίνης τὸν γόνον εὐσεβῶν τὸ κραταίωμα, τὸν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καὶ τῶν βοώντων πρόμαχος· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ὀσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Χαμακιώτη τῆς Παναγίας τῆς «Νερατζιώτισσας» ἐν Ἀμαρουσίῳ
Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τό καύχημα Ἀμαρουσίου φρουρόν, ποιμένα κοσμήσαντα Φανερωμένης Μονήν, πιστοί, Ἀθανάσιον, δεῦτε ἐν εὐλαβείᾳ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, ἴασιν νοσημάτων ἐξαιτούμενοι πίστει· οὖτος γάρ ἀνεδείχθη δοχεῖον τῆς χάριτος.
Ἀπολυτίκιον Τῆς ἑορτῆς. Ἦχος α΄.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου