Συναξάριον.
Τῇ
Δʹ(4ῃ) τοῦ μηνός Αὐγούστου μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτὰ Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσῳ,
Μαξιμιλιανοῦ, Ἑξακουστωδιανοῦ, Ἰαμβλίχου, Μαρτινιανοῦ, Διονυσίου,
Ἰωάννου, καὶ Κωνσταντίνου, ὅτε ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξανέστησαν.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν καὶ Μάρτυρος Εὐδοκίας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἅγιος Μάρτυς Θαθουήλ, ἐν μελέᾳ κρεμασθείς, τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος Ἴας καὶ τῶν σὺν αὑτῇ.
Κοίμησις τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου Μπλούμ τοῦ Σουρόζ (2003)
Τῇ Ϛʹ (6ῃ) τοῦ μηνός Αὐγούστου μνήμη τῆς Κοιμήσεως τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Τρύφωνος τῆς Καψάλας τοῦ Ρουμάνου (1978)
Ο Γερο-Τρύφων Καψαλιώτης ο Ρουμάνος (1892 – 6 Αυγούστου 1978)
Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου
Πριν από δύο χρόνια, το 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο
Αθλητής του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και
έφυγε η αγιασμένη του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!
Ο Γερο-Τρύφων λοιπόν είχε έρθει από την
πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία είκοσι πέντε χρονών, και
φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά
στον Γερο-Μιχαήλ. Ο Γέροντας του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και
παραδοσιακός. Έμοιαζε, μπορούμε να πούμε, τους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε
πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα για την συντήρηση του τα
οικονομούσε από το απλό εργόχειρο του· έκανε κουτάλες. Όταν κανείς του
έδινε μια ευλογία την δεχόταν μεν, αλλά έδινε και αυτός μια ανάλογη
ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον άλλο.
Κάποτε, είχε στείλει τον αρχάριο τότε
υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να δώση το εργόχειρο τους
και να περάση και από τον κηπουρό της Μονής να του δώση μια κουτάλα και
να του ζητήση ένα λάχανο. Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος, –
κάτι είχε – του πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και
συνέχισε την δουλειά του.
Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς να πη τίποτε,
και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τον
Γέροντα του, που ήταν γεροντάκι, και τί λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντας του
πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του
τί θα φάη. Του λέει λοιπόν να ανάψη φωτιά και να βάλη νερό στο μπακίρι
(στην κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και
το σταυρώνει. Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώση την
κατσαρόλα από την φωτιά.
– Μπρε, τι να δω! Μου έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!
Όπως φαίνεται, και ο Γέροντας του είχε αγιότητα, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται!
Το 1917, όταν είχε γίνει η μεγάλη πείνα, ο
Πατήρ Τρύφων είχε βγει στην Χαλκιδική με την ευλογία του Γέροντα του και
θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι για τον
εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε
στον κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον ουράνιο αληθινό
κόσμο.
Όλα του τα χρόνια τα έζησε ψηλά στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπο του ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό, και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα, φυσικά, τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία! Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με Αγγέλους και Αγίους, έχουν φιλία και με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως και ο Γερο-Τρύφων.
Κάποτε, λοιπόν, ο ευλαβέστατος
Γερο-Ιωάσαφ από τον Αγιογραφικό Οίκο των Ιωασαφαίων, ο Παππούς, είχε
φιλοξενήσει μερικούς λαϊκούς με την Αβραμιαία του φιλοξενία, αλλά
εκείνοι, δυστυχώς, ενώ καλοπέρασαν, σκανδαλίστηκαν μετά, γιατί νόμιζαν
ότι καλοπερνούν οι Καλόγεροι – ενώ εκείνος ζούσε καλογερικά. Επειδή όμως
ήταν δύσκολο να το καταλάβουν αυτό οι κοσμικοί, θεώρησε καλό ο
Γερο-Ιωάσαφ να τους γυρίση στα Καλύβια της Καψάλας, για να ωφεληθούν με
άλλον τρόπο, μια που δεν είχαν καλούς λογισμούς.
Αφού επισκέφθηκαν μερικούς Ασκητάς και
έμειναν έκπληκτοι οι λαϊκοί, τους πέρασε και από το Ασκητήριο του
Γερο-Τρύφωνα. Όταν είδαν το Γεροντάκι μέσα σ’ εκείνη την εγκατάλειψη,
τάχασαν! Λέει ο ταπεινόφρων Γερο-Ιωάσαφ στους επισκέπτες:
– Εγώ που έχω γνωριμίες με
ανθρώπους, δεν έχω ούτε αυτή την χαρά που έχει ο Γερο-Τρύφων, αλλά ούτε
και τη γνωριμία που έχει ο Γέροντας με τα άγρια ζώα και τα πουλιά του
ουρανού, που του κάνουν συντροφιά. Για να βεβαιωθήτε γι’ αυτό, θα φωνάξω πρώτα εγώ.
Και φωνάζει για να μαζευτούν τα πουλιά,
αλλά τίποτα. Μετά από λίγο νάτος και ο Γερο-Τρύφων με το σταμνί, για να
τους προσφέρη λίγο νερό. Του λέει ο Γερο-Ιωάσαφ:
– Τί τόπος είναι αυτός, Γερο-Τρύφωνα; Δεν έχει ούτε ένα πουλί!
Απαντάει ο Γέροντας με όλη την απλότητα του:
– Μπρε, πώς δεν έχει πουλιά;
Φωνάζει λοιπόν και γέμισε ο τόπος από διάφορα πουλιά, που τον τριγύριζαν.
Άλλα κάθονταν στους ώμους του και άλλα επάνω στη σκούφια του! Θαύμασαν
οι επισκέπτες και έφυγαν ωφελημένοι πνευματικά, δοξάζοντας τον Θεό.
Κάποτε, είχα χάσει τον δρόμο στην Καψάλα
και από ένα κλειστό μονοπάτι βγήκα μπροστά στην Καλύβα του
Γερο-Τρύφωνα, η οποία ήταν μια παράγκα με παλιούς τενεκέδες ολόγυρα
καρφωμένους, και επάνω στη στέγη πάλι το ίδιο παλιολαμαρίνες και
τενεκέδες με κανά-δυο πλάκες, για να μην τους σηκώνη ο αέρας.
Βλέπω λοιπόν ξαφνικά τον Γέροντα σε
μια άκρη να κάθεται σ’ ένα κούτσουρο και να λέη την ευχή. Το πρόσωπο
του ήταν φωτεινό και χαρούμενο. Είχε τα μάτια του κλειστά και ακίνητος
προσευχόταν. Αφού πλησίασα κοντά του μίλησα:
– Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις εδώ; Πως ζης; Τί τρως;
Κι εκείνος χαμογελαστός με χαιρέτησε και μου είπε:
– Μπρε, εγώ έγινα πρόβατο και τρώγω χορτάρι.
– Πόσο χρονών είσαι, Γέροντα;
– Ενενήντα τρία, μου είπε.
Τάχασα! Εν τω μεταξύ σηκώθηκε, για να μου
φέρη λίγο νερό, και είδα να σβαρνίζη το αριστερό του πόδι, το οποίο είχε
τυλιγμένο με κάτι κουρέλια.
– Τί έχει το πόδι σου, Γέροντα; τον ρώτησα.
– Έπεσε μια πέτρα από τη σκεπή και με χτύπησε, μου είπε.
Είπα με τον λογισμό μου: «Ας τον ρωτήσω, εάν έχη κανένα δωμάτιο, μήπως παρουσιασθή ανάγκη να του συμπαρασταθώ».
– Γέροντα, έχεις κανένα άλλο δωμάτιο;
Εκείνος γέλασε και είπε:
– Μπρε, δωμάτιο; Όλο σαβούρα έχει το Καλύβι.
Όταν μπήκα μετά μέσα, τι να ιδώ!
Γκρεμισμένο απ’ όλες τις μεριές, και έμπαιναν νερά απ’ όλες τις μεριές
και από την στέγη. Μόνο μια άκρη ήταν λίγο στεγνή. Εκεί είχε κάτι
κουρελιασμένες κουβέρτες, όπου έμενε, κι έμοιαζε περισσότερο με φωλιά
αετού παρά με κελλί Ασκητού.
Ρωτάω τον Γέροντα:
– Πώς μένεις εδώ; Όλο το Καλύβι είναι ανοικτό, και όλες οι βροχές και οι άνεμοι μπαίνουν μέσα.
Εκείνος μου απήντησε:
– Μπρε, εγώ μένω στο άλλο γωνία, εκεί! Και μου έδειξε την φωλιά του.
Επειδή όμως έτρωγε ό,τι χόρτα έβρισκε
γύρω του το καημένο Γεροντάκι, και από την πολλή υγρασία του κελλιού και
από την περασμένη ηλικία, επόμενο ήταν να έχη και προβλήματα υγείας. Ο
Αθλητής όμως του Χριστού, Τρύφων, όλα τα πανηγύριζε και έτσι ένιωθε την
χαρά που ένιωθαν οι Άγιοι Μάρτυρες. Η κοιλιά του, τα έντερα του, όλα
ήταν κατεστραμμένα, εκτός από την ψυχή του την υγιέστατη, την
λαμπικαρισμένη.
Είχε δε και κάτι κουρέλια απλωμένα, τα
οποία στέγνωναν και πάλι τα φορούσε, γιατί συνέχεια έβγαζε αφρούς από τα
έντερα του. Φυσικά, δεν μπορούσε να τα πλένη, γιατί και τα χεράκια του
έτρεμαν, αλλά και το νερό ήταν μακριά, περίπου τριακόσια μέτρα, και εκεί
έσταζε λίγο-λίγο σ’ ένα παλιό βαρελάκι, που ήταν ίσα-ίσα για να πίνη
αυτός και τα άγρια ζώα, τα φρόνιμα γειτονόπουλα του.
Παρόλο που ζούσε ένα συνεχές Μαρτύριο με
αυτού του είδους την φιλότιμη ασκητική ζωή του, εν τούτοις όμως δεν είχε
καθόλου ιδέα για τον εαυτό του. Συνέχεια μεμφόταν τον εαυτό του
ότι δεν κάνει τίποτε εν συγκρίσει με αυτά που έκαναν οι Άγιοι Πατέρες,
και έτρεχαν ταπεινά δάκρυα από τα μάτια του, όταν τα έλεγε.
Είχε περάσει πολύ η ώρα και έπρεπε να φύγω. Ρώτησα τον Γέροντα:
– Μήπως θέλης να φροντίσω να σε πάρουν σε κανένα Μοναστήρι, για να σε οικονομήσουν τώρα στα γεράματα σου;
Εκείνος χαμογέλασε, όταν άκουσε τη λέξη «οικονομήσουν», και μου είπε:
– Μπρε, «οικονομήσουν»! Ο
Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα
ζεσταίνει και εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήση; Εμένα είπε και Παπα-Ξενοφών: «Έλα να σε οικονομήσω» και εγώ του είπα: «Μπρε, τούβλο 1 είμαι
να με πάρης από εδώ και να με βάλης στο δικό σου Καλύβι; Εδώ είναι ο
Γέροντάς μου Μιχαήλ, που έκανε με την ευχή του το κοτσάνι ολόκληρο
κεφάλι λάχανο! Και ο Παπα-Ξενοφών θέλει να με οικονομήση!»
Είναι αλήθεια ότι δεν έχω ιδεί άλλον Ασκητή
σε τέτοια ηλικία, ενενήντα τριών χρονών, να έχη τέτοια μεγάλη
αυταπάρνηση και να ζη σε τέτοια εγκατάλειψη με πνευματική λεβεντιά.
Ξαφνικά όμως έμαθα ότι αναπαύθηκε ο
Γερο-Τρύφων. Πήγα αμέσως στο Καλύβι του και τον βρήκα σκεπασμένο πια
εκεί στη γωνία, την φωλιά του, όχι με τις κουρελιασμένες του κουβέρτες
αλλά με δυο-τρία δοχεία χώμα, με το οποίο σκεπάζονται και οι άρχοντες
του κόσμου, που σκεπάζονταν με μεταξωτές και βελουδένιες κουβέρτες.
Έφυγε για την άλλη ζωή ο Γερο-Τρύφων, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το 1978, ετών ενενήντα τεσσάρων. Αγωνίστηκε λίγα χρόνια πολύ φιλότιμα και τώρα θα αναπαύεται αιώνια. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
1 Εννοούσε ότι δεν είναι αναίσθητος.
Πηγή: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Ο Γερο-Τρύφων 112, Ιερόν Ησυχαστήριον Μοναζουσών «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»
Ο γέρων Παϊσιος μιλά για το Άγιον Όρος και
τους «ασυρματιστές του Θεού» – γνωστούς και άγνωστους Οσίους Πατέρες, οι
οποίοι με τη μετάνοια και την άσκηση νίκησαν τα πάθη τους και κόσμησαν
το Περιβόλι της Παναγίας.
Μοναχός Τρύφων ερημίτης της Καψάλας, ο Ρουμάνος
Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη
Τόν
μοναχόν αὐτόν δέν εὐτυχήσαμε νά τόν γνωρίσουμε προσωπικά. Κατά τίς
συχνές μας ἐπισκέψεις στόν ἀσκητή Γέροντα Παΐσιο, κατά τα πρῶτα νεανικά
μας χρόνια, ἀκούσαμε θαυμαστές ἱστορίες καί ἀσκητικά παλαίσματα γι᾿αὐτόν
τόν ἐραστή τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε ἀκούσει γι᾿ αὐτόν ὁ μακαριστός τώρα
Γέρο-Παΐσιος καί τόν εἶχε ἐπισκεφθῆ. Ἀπ᾿ αὐτόν λοιπόν ἐμάθαμε κι ἐμεῖς
γιά τήν ἀσκητική του ζωή ἐδῶ στόν ῾Ιερόν Τόπον τῆς Παρθένου Μαρίας….
῾Υπέφερε μέ Ἰώβειο ὑπομονή, ὅλες τίς στερήσεις στήν ζωή του, γιά τήν ἀπόκτησι τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν.
Στά τελευταῖα 20 χρόνια του, τυφλώθηκε
σχεδόν τελείως καί ἀπό τά δύο του μάτια. Δέν δέχθηκε ὅμως νά
γηροκομηθῇ καί ἐξυπηρετηθῇ ἀπό καμμία Καλύβη ἤ Μοναστήρι. Τό Καλυβάκι
του ἦτο κτισμένο μέ πλίθους καί γιά στέγη εἶχε τσίγκους. Ἐκεῖ μέσα
ζοῦσε ὡσάν ἐξόριστος μή ἔχοντας σχέσεις, γνωριμίες καί συναντήσεις
μέ ἄλλους ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Ἐκεῖ ζοῦσε τίς οὐράνιες ἐπισκέψεις τῶν ῾Αγίων, καί ροφοῦσε σάν τήν μέλισσα τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τῶν ἀρετῶν… Ο
Χριστός τόν ἐχαρίτωσε, τοῦ ἔδωσε χαρίσματα καί ἰδιαίτερα τό χάρισμα τῆς
προσευχῆς καί τῆς ἀπαθείας. Δέν ἐνοιάζετο γιά τίποτα, παρά μόνο πῶς
νά ἀπολαμβάνῃ τήν μετά τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία.
Πολλές φορές ὁ μακαριστός π. Παῒσιος, τοῦ ἐπρότεινε νά τοῦ φτιάξῃ τήν στέγη του. Μάλιστα κάποτε τόν ἐρώτησε:
-Ποῦ κοιμᾶσαι εὐλογημένε, ὅταν ἔρχεται κακοκαιρία καί βροχές;
–Δέν πειράζει ἡ βροχή τόν γέρο-Τρύφωνα. ῞Οταν
στάζῃ ἀπό τήν μιά πλευρά, κοιμᾶμαι ἀπό τήν ἄλλη. Δέν χρειάζεται
νά μοῦ φτιάξῃς τίποτα. Καλά εἶναι ἔτσι. ῎Αχ, ἀλλοίμονό μου, στόν
Οὐρανό ἐφρόντισα νά φτιάξω τήν Καλύβη μου;
Δίπλα καί ἔξω ἀπό τό Καλυβάκι του,
εἶχε ἀνοίξει ἕνα λάκκο γιά νά μαζεύῃ ἐκεῖ τά βρόχινα νερά. ῾Οπότε ὁ π.
Παῒσιος, τόν ἐρώτησε μίαν ἡμέρα:
-Γέρο-Τρύφων θά πέσῃς καμμιά ἡμέρα μέσα
σ᾿ αὐτό τό πηγάδι, ὅταν πᾶς νά βγάλῃς νερό, ἐφ᾿ ὅσον δέν βλέπεις
καλά. ῎Αν πέσῃς μέσα, μετά ποιός θά σέ βγάλῃ;
–Ο Θεός δέν ἀφήνει τόν Τρύφωνα νά πέσῃ στό πηγάδι. ῎Αν πέσω μέσα, θά μέ βγάλῃ ἔξω ὁ Θεός.
Εἶχε παραδώσει τελείως τήν ζωήν του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἀπασχολοῦσε τίποτα τό ἐπίγειο.
Ο παπᾶ-Ξενοφῶν, Ρουμᾶνος ἀσκητής
γείτονάς του, πολλές φορές τόν παρακαλοῦσε, νά ἔλθῃ στό κελλί του νά
μένουν μαζί γιά νά τόν βοηθήσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε:
-Ο Γέρο-Τρύφων, παπᾶ-Ξενοφῶν, ἄφησε γονεῖς,
ἀδέλφια πατρίδα, συγγενεῖς, φίλους, ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε Μοναχός.
῞Ολα αὐτά τά ἄφησε για νά τόν οἰκονομήσῃ ὁ παπᾶ – Ξενοφῶν, ἤ ὁ Θεός;
῎Οχι, ὁ Τρύφων δέν δέχεται οἰκονομίες. Θά μείνῃ στό Κελλί του μέχρι τόν
θάνατόν του.
-Μπορῶ νά ἔρχωμαι νά σέ βλέπω; Νά σοῦ φέρνω ψωμί, ἐλιές, χόρτα βραστά καί παξιμάδι;
-Νά ἔρχεσαι, ὄχι γιά πολλή ὥρα. Λίγο καί μετά νά φεύγῃς. Μία φορά στίς δύο ἑβδομάδες νά ἔρχεσαι. Δέν θέλω νά βλέπω ἀνθρώπους συχνά, διότι μοῦ φεύγουν ὁ Χριστός καί οἱ ῎Αγγελοί μου.
Ο π. Παῒσιος τόν ἐρώτησε:
-Όταν δέν ἔρχεται ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν νά σοῦ φέρῃ λίγο φαγητό, τότε ἐσύ τί τρώγεις;
-Ἐγώ εἶμαι προβατίνα. Τρώγω χόρτα. Σκύβω κάτω καί τρώγω.
Εἶχε τόση ταπείνωσι καί περιφρόνησι στό σῶμα του, ὡσάν νά μιλοῦσε γιά κάποιου ἄλλου τό σῶμα καί τήν ζωή.
Η ἀδιάλειπτη προσευχή τόν ἀνεβίβαζε σέ δυσθεώρητα ὕψη. Τό πρόσωπό του ποτέ δέν ἦτο τό ἴδιο. Πάντοτε ἐδέχετο ἀλλοιώσεις καί προσετίθετο Χάρις ἐπάνω στήν Χάρι.
Ἐπειδή ἔφθασε στήν μακαρία ἀπάθεια,
ζοῦσε πλέον σάν μικρό παιδάκι, χωρίς πονηρία καί πολυπραγμοσύνη.
Απλότης στήν ὁμιλία του, ἁπλότης στό περπάτημά του, στήν συμπεριφορά
του, σ᾿ ὅλη τήν διαγωγή του.
από το βιβλίο: «Αγιορείτες Ρουμάνοι Μοναχοί» -Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου