Γράφει ο Γιώργος Γαλάτσης – Αύγουστος 2024

Τόν Δημητρό, τόν γέννησε η μάνα του παραμονές του Αη Δημήτρη μέσα στο χωράφι. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας. Δόθηκε σε συγγενείς σάν ψυχοπαιδι σέ ένα άτεκνο ζευγάρι σέ ένα διπλανό χωριό. Εκεί μεγαλωσε και ανδρώθηκε με πολύ αγάπη.

Εργαζόταν από το πρωί στα χωράφια και τό βράδυ στο στάβλο. Άξιος και εργατικός άνθρωπος. Είχε αποκτήσει τρία παιδιά.

Αγώνας καθημερινά. Είχε όμως ένα μεγάλο μα και συνάμα θανάσιμο αμάρτημα. Αυτό της βλασφημίας. Η σύζυγος του μα και οι συγχωριανοί του πού του είχαν θάρρος, τόν μάλωναν συνεχώς.

Όμως αυτός σέ στιγμές αλλοφροσύνης δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό. Μήν τυχόν και βρισκοσουν κοντά του, θεέ μου φυλλατε… Μία φορά, πήγε στο βουνό για νά κόψει ξύλα και νά τά μεταφέρει σπίτι με τό άλογο του τόν Αράπη.

Περνώντας από μια απότομη πλαγιά, γλυστρισαν μαζί με τό άλογο – πού ήταν φορτωμένο – και βρέθηκαν κάτω στα γκρεμνια σώοι και αβλαβείς. Θαρρείς ένα αόρατο χέρι τούς κράτησε και δεν σκοτώθηκαν.

Στο σημείο πού έπεσαν, λιγάκι πιο πάνω, υπήρχε μικρό ξωκλήσι στην Χάρη του Άγιου Δημητρίου. Το είχαν χτίσει κάποιος χωρικός πρίν από 40 χρόνια, όταν στην προσπάθεια του κι αυτός νά φέρει ξύλα, είχε ένα παρόμοιο περιστατικό. Είχε έναν ελαιώνα κάτω στον κάμπο. Με τίς ελιές πού καλλιεργούσε , έστελνε με την γυναίκα του, έναν τενεκέ λάδι για την εικόνα τού Αγίου Δημητρίου στην Χάρη του για την θαυμαστή διάσωση.

– Άιντε αράπη, δυνατά, πρέπει νά τελειώσουμε το όργωμα, νά κάνουμε αυτό, νά κάνουμε εκείνο – φώναζε στο ζωντανό, και οι φωνές του αντηχούσαν έως τό τελευταίο σπίτι του χωριού.

Ύβρεις και πολλά άλλα, μα εκείνο, κατέβαζε τό κεφαλάκι του και με απόλυτη υπακοή, στέκονταν σιωπηλό και με καρτερία – θαρρείς ήταν άνθρωπος – και έκανε υπακοή χωρίς νά βαρυγκομα. Τού βγήκε το όνομα στο χωριό – Δημητρός ο βλαστημος – μα εκείνος, ουδέν ντροπή και φρένο. Μα ο θεός ποτέ δεν αφήνει τό πλάσμα του νά χαθεί. Είχε τό σχέδιο του. Πλησίαζε Πάσχα. Σάββατο τού Λαζάρου, ο κυρ- Δημητρός την ώρα πού τάιζε τίς αγελάδες στον στάβλο, ξεκίνησε πάλι νά υβρίζει τά Θεία, ένιωσε μία αδιαθεσία, έκαμε δύο τρία βήματα προς τόν αχυρώνα και έπεσε χάμω. Προσπάθησε νά φωνάξει την σύζυγό του την κυρά – Ελένη απεγνωσμένα.

– Λενγκω, Λενγκω, βοήθεια, πεθαίνω…

Εντωμεταξύ, ο αράπης – τό άλογο – πλησίασε πλησίον του τρομαγμένο. Άπλωσε την μουσούδα του στο πρόσωπο του, τόν αφουγραστηκε – τρόπον τινά – σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε νά τρέχει αλαφιασμενο προς το σπίτι. Έφτασε έξω από την πόρτα, και με φωνές και σπρωξίματα επάνω της, προσπάθησε νά ζητήσει βοήθεια.
Η κυρά Ελένη, βγήκε αλαφιασμενη ανοίγοντας την πόρτα τρομαγμένη.

– Αράπη, τί συμβαίνει αγόρι μου;;;
Έπαθε κάτι το αφεντικό σου;
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένο;

Κείνο το ευλογημένο, την κοιτούσε στα μάτια, δεν είχε φωνή νά τής πει τί συμβαίνει. Έβγαζε αναρθρες κραυγές με τρόμο αναζητώντας βοήθεια.

– Κάτι πρέπει νά συνέβη στον στάβλο – μονολογισε και κατευθύνθηκε προς εκεί.

Στην θέα του άντρα της κάτω στο έδαφος, άρχισε να φωνάζει δυνατά για βοήθεια. Για καλή της τύχη, ένας γείτονας – Στέργιος νέο παλικάρι – έτρεξε, τόν σήκωσε στα χέρια του και με τό αμάξι του τόν πήγε εσπευσμένα στο κέντρο υγείας πού απείχε 10 χιλιόμετρα από το χωριό. Από εκεί με ασθενοφόρο τόν μετέφεραν στο νοσοκομείο. Η διάγνωση ήταν εγκεφαλικό επεισόδιο. Έμεινε 15 ημέρες στην εντατική. Κατόπιν, σέ θάλαμο. Εν συνεχεία πήραν το εξιτήριο και ο μεγάλος γιός του τόν μετέφερε στο σπίτι.

Οι μέρες περνούσαν με καλή ανάρρωση, όμως ο ευλογημένος, έκλαιγε νυχθημερόν πού παραξένεψε την σύζυγό του.

– Τί σού συμβαίνει Δημητρό μου; Προς τί, αυτή η συγκίνηση; Μήπως βαζανιζεσαι από κάτι πού θέλεις να μου πεις;

– Λενγκω μου, έγινε θαύμα. Εμένα τόν άθλιο, με λυπήθηκε ο Χριστός. Αλλά, θά ήθελα τον πάτερ Κύριλλο νά έρθει νά με επισκεφτεί στο σπίτι. Νά του τά πω όλα.

– Αύριο, τό πρωί μετά την λειτουργία της Κυριακής, μόλις τελειώσει, θά τού πω νά περάσει από το σπίτι μας.

– Σ’ Ευχαριστώ πολύ… Έχω τόσα πολλά νά τού μιλήσω, νά ανοίξω την καρδιά μου…
Το πρωινό της Κυριακής μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας έκλεισε η συνάντηση.

– Πάτερ κυριλλε ευχαριστώ πού ηλθατε.
Έχετε εμπρός σας, τόν πιο βλάσφημο άνθρωπο του χωριού και τού κόσμου όλου. Εμπρός, ζωστειτε τό Άγιον πετραχηλιον. Θά ακούσετε μύρια. Επιζητώ πάτερ μου την σωτηρίαν μου. Αυτός ο καλός Θεός, με επισκέφτηκε, με γιάτρεψε και ήλθε ή ώρα νά αλλάξω την αμαρτωλή ζωή μου σήμερα, τώρα αυτή την στιγμή… Σημάδι πάτερ μου σημάδι.

– Μίλα μου αδελφέ μου ελεύθερα και μήν διστάζεις…( Τού είπε ο πάτερ Κύριλλος).

Η εξομολόγηση κράτησε δύο ώρες. Έκλαιγε ο Δημητρός, μα δακρυζε και ο παπάς.

– Την στιγμή πού έβριζα πάτερ μου τά θεία και έπεσα σέ εγκεφαλικό, είδα δύο Αγγέλους νά με παίρνει και νά με οδηγουν στο θρόνο του Θεού. Εκεί, άρχισα νά τρέμω εμπρός του και άρχισα να κλαίω για όλα αυτά πού διέπραξα.

Τότε άκουσα μία γλυκιά φωνή πού έλεγε:

– Δεν είναι ακόμη έτοιμος…
– να τόν κατεβάσετε κάτω στην γη και να συναισθανθει την αμαρτωλή ζωή του.

Δύο άγγελοι ένθεν και ένθεν έκλαιγαν δίπλα του.

Ένα παλικάρι πού ήταν τόσο όμορφο και λαμπερό, εμφανίσθηκε με παρρησία στον θρόνο του Χριστού και ομολόγησε:

– Κύριε, έχει καλή ψυχή , μήν τόν καταδικάζεις.

Ήταν το πρωτοπαλίκαρο τού Χριστού ο Μεγαλομάρτυρας Άγιος Δημήτριος.

– μετάνοια παιδιά μου και μόνον μετάνοια.

– και τότε πάτερ επέστρεψα στο σώμα μου τό σωματικό και έκλαιγα από φόβο ωσάν μικρό παιδί.

– τώρα όμως πάτερ μου, θά αγωνιστώ έως αποθανω. Για τού Χριστού την θεία αγάπη, για την μετάνοια. Από τώρα, επιθυμώ νά θέσω την ζωή μου, στην εκκλησία. Σας αφήνω νά μου δώσετε ένα μικρό βήμα εκεί πού ιερουργειται. Δούλος ταπεινός από τούδε και στο εξής στην υπακοή σας.

– Αμήν αδελφέ μου αμήν. Έλα, γονάτισε νά σού διαβάσω την συγχωρητικη ευχή:

– Κύριε, ο Θεός ημών, ο τω Πέτρω και τη πόρνη δια δακρύων άφεσιν αμαρτιών δωρησάμενος, και τον τελώνην τα ίδια επιγνόντα πταίσματα δικαιώσας, πρόσδεξαι την εξομολόγησιν του δούλου σου Δημητρίου και ει τι επλημμέλησεν εκούσιον ή ακούσιον αμάρτημα, εν λόγω ή έργω ή κατά διάνοιαν, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός συγχώρησον· συ γαρ ει ο μόνος εξουσίαν έχων αφιέναι αμαρτίας, και σοί σην δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν, και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Η χάρις του παναγίου Πνεύματος δια της εμής ελαχιστότητος, έχει σε λελυμένον και συγκεχωρημένον.

Η ευχή της συγχώρεσης διαβάστηκε και από εκείνη την ημέρα το φως ανέτειλε, η μεταστροφή επήλθε. Ο Δημητρός από τον δρόμο της αποστασίας – κεινης της βλασφημίας – μετεστραφη σέ κήρυκα τής μετανοίας. Κάθε Κυριακή, μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας, – στο καφενείο του χωριού – με δικά του έξοδα – την ώρα πού μαζεύονται εκεί οι χωριανοί, έβγαζε λόγο. Λόγο ψυχής και καρδιάς- άλλωστε ήταν αγράμματος – με δάκρυα στα μάτια, κήρυττε μετάνοια Χριστού, λόγο κατά τής θεομισητος βλασφημίας. Μάλιστα, όπου πήγαινε, έδινε δωρεά μία εικόνα τού Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πού την είχε παραγγείλει ο ίδιος σέ αγιογράφο, για νά τονίζει, περί της βλασφημίας και της αμαρτίας αυτής.

Όταν ξεκινούσε, έλεγε:

– Χωριανοί μου, ο Απόστολος Παύλος έλεγε:
– Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α’Τιμ. 1,15).

Έτσι ξεκινούσε τόν λόγο του. Εν συνεχεία, μιλούσε από καρδιάς στο ποίμνιο…

Ο παπα- Κύριλλος, δεν προλάβαινε νά εξομολογεί.

– Χριστέ μου – μονολογούσε – ετούτος ο Δημητρός, θά βάλει όλο το χωριό στον παράδεισο. Τί περίεργα και ευλογημένα σχέδια έχει ό Θεός για τόν καθένα. Μία ψυχούλα θά καταφέρει, όσα εγώ δεν έκανα τόσα χρόνια ωσάν ιερέας.

Βγήκε μία Κυριακή στο βήμα τού διπλανού χωριού , ο Δημητρός και διάβασε το εξής:

1)- Το ψωμί που τρως, οι διάφορες τροφές, το κρασί, η γη που σε βαστάει και σε τρέφει, η θάλασσα, ο ουρανός που σε σκεπάζει, ο ήλιος που σε θερμαίνει και σε φέγγει και καρποφορεί τη γη, οι άγγελοι που σε φυλάσσουν και όλα τα υπόλοιπα κτίσματα, τίνος είναι δημιουργήματα; Εκείνου του παντοδύναμου Δεσπότη που βλασφημείς, αναιδέστατε; Όλα αυτά, τα έκανε για σένα να σε υπηρετούν αχάριστε και έχεις την καρδιά και κινείς την καταραμένη γλώσσα σου, για να βρίσεις τέτοιον πανελεήμονα Δεσπότη; Αν σε παροξύνει ο θυμός της καρδιάς, βλασφήμησε τον εχθρό σου διάβολο, ο οποίος επιδιώκει να σε βλάψει και όχι τον Λυτρωτή και Σωτήρα σου, που θανατώθηκε για χάρη σου, ούτε τους Αγίους, που βοηθούν και επιδιώκουν την σωτηρία σου. (Μοναχός Αγάπιος Λάνδος Κρήτης)

2) Όταν η Παναγία πήγε να δει την κόλαση…
Λέγεται ότι όταν η Παναγία εκοιμήθη και ήρθε ο Χριστός να πάρει την ψυχή της, ζήτησε η ίδια από τον Κύριο, πριν αναληφθεί στον Ουρανό, να πάει να δει την κόλαση.
Έτσι άγγελοι την πήραν, την διακόνησαν και την ξενάγησαν στην κόλαση.

Η Παναγία εκεί βρήκε πολλές κολάσεις και της εξηγούσαν οι άγγελοι σε κάθε μία απ’ αυτές τι είδους αμαρτίες έκαναν οι ψυχές που βρίσκονταν εκεί.
Και για όλον τον κόσμο τον αμαρτωλό, που έκαναν πάσης φύσεως αμαρτήματα, βρήκε η Παναγία κάποια ελαφρυντικά να πει και να παρακαλέσει τον Κύριό μας να κρίνει επιεικώς.

Έφτασε όμως και σε μια κόλαση, που βρήκε μια μεγάλη τάξη ανθρώπων, που είχαν τις γλώσσες τους κρεμασμένες και βγαλμένες έξω!
Ρώτησε η Παναγία τους αγγέλους.

– Εδώ ποιοι είναι;

– Εδώ είναι οι βλάσφημοι, απάντησαν εκείνοι.

Η Παναγία τότε έβαλε το κεφάλι κάτω και προχώρησε, χωρίς να πει κουβέντα!
Δεν βρήκε κάποιο λόγο ελαφρυντικό σ΄αυτούς τους ανθρώπους για να παρακαλέσει τον Χριστό μας.

Για όλους κάτι είπε, αλλά για τους βλάσφημους, δεν είπε τίποτα.

3)Όταν ο Άγιος Κοσμάς άκουγε κάποιον να βλασφημεί κατά του Χριστού και της Παναγίας, τότε εξοργιζόταν και έλεγε:

Ένας άνθρωπος να υβρίσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου έχω χρέος σαν Χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστό μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω. (Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός)

4) Οι βλάσφημοι αμαρτάνουν πολύ περισσότερο από εκείνους, οι οποίοι Σταύρωσαν τον Χριστό, διότι αυτοί μεν δεν γνώριζαν εκείνο το οποίο έκαναν, ενώ ο βλάσφημος ξέρει τι λέγει και γνωρίζει τι είναι Θεός και ποιός είναι ο Ιησούς τον οποίο βλασφημεί. Η βλασφημία είναι σπαθί το οποίο διαπερνά την καρδιά του Θεού. (Ιερός Αυγουστίνος)

5) Ο βλάσφημος αγανακτεί κατά του Θεού και βγάζει από την πονηρή καρδιά του βλάσφημες εκφράσεις, γεμάτες χολή και ασέβεια! Ο βλάσφημος αγανακτεί και βρίζει τον Θεό δημιουργό, που τον έφερε στη ζωή από το μηδέν! Αγανακτεί και βρίζει Αυτόν, που τον φύλαξε κάτω από τη σκέπη της Χάριτός Του, για να μην χαθεί η ύπαρξή του! Βλασφημεί τον χορηγό όλων των αγαθών, Αυτόν που γεμίζει τους ανθρώπους από αγάπη και φιλανθρωπία. Βρίζει τον αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό, που προσφέρει πλούσιες τις δωρεές Του ακόμη και στον βλάσφημο. Βρίζει Αυτόν που γεμίζει με καλοσύνη όλο τον κόσμο. Βρίζει Αυτόν που συγκρατεί όλο το σύμπαν πάνω στο μηδέν. Βρίζει Αυτόν, που όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη, Τον σέβεται, Αυτόν που όλη η κτίση δοξολογεί… (Άγιος Νεκτάριος)

6) Αμήν λέγω υμίν ότι πάντα αφεθήσονται τοις υιοίς των ανθρώπων τα αμαρτήματα και αι βλασφημία όσας αν βλασφημήσωσιν. Ος δ’ αν βλασφημήση εις το Πνεύμα το Άγιον, ουκ έχει άφεσιν εις τον αιώνα, αλλ’ είναι ένοχος αιωνίας κατακρίσεως και τιμωρίας. [Αλήθεια σας λέω, ότι όλα τα αμαρτήματα και οι βλασφημίες θα συγχωρεθούν στους υιούς των ανθρώπων, όσα και αν βλασφημήσουν, εάν μετανοήσουν. Όποιος όμως βλασφημήσει ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, δεν έχει άφεση στον αιώνα, αλλά θα είναι ένοχος αιώνιας κατακρίσεως και τιμωρίας.] (Κατά Μάρκον 3, 28-29)

7) Πάντα έλεγε ο Άγιος Παΐσιος για την βλασφημία, πόσο μεγάλη αμαρτία είναι.

Mια φορά ένας γέρος προσκυνητής είπε στον Γέροντα: “Πάτερ έχω μια εγγονή από θυγατέρα η οποία ενώ σε ηλικία δύο ετών μιλούσε , τώρα που είναι τεσσάρων ετών δεν μπορεί να μιλήσει” .

Ο Άγιος ρώτησε:

-Μήπως ο γαμπρός σου βλασφημεί;
-Ναι βλασφημεί.
-Μήπως ο γαμπρός σου και η κόρη σου βρίζουν τους ιερείς;
-Ναι τους βρίζουν .
-Μήπως δεν εκκλησιάζονται;
-Δεν εκκλησιάζονται .
-Μήπως ο γαμπρός σου πριν συζευχθεί τη θυγατέρα σου είχε σχέσεις με άλλη κοπέλα και της είχε υποσχεθεί γάμο;
-Ναι .

Ο Άγιος Παΐσιος είπε τότε στο συνομιλητή του:

Για να ανοίξει το στόμα του κοριτσιού θα πρέπει να γίνουν οι εξής ενέργειες. Ο γαμπρός σου να σταματήσει τις βλαστήμιες. Ο γαμπρός σου και η κόρη σου να μη βρίζουν τους ιερείς. Να εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή και τις άλλες γιορτές .

Τα χρόνια πέρασαν και τά γηρατειά είχαν » σκάψει» τό πρόσωπο τού μπάρμπα – Δημητρού. Με τά δυσκολίας περπατούσε με ένα μπαστούνι στα χέρια του. Μία ημέρα – παραμονή του Αη Δημήτρη – πέρασε από το σπίτι ο νέος ιερέας του χωριού, ο πατήρ Νικάνωρ.

– Μπάρμπα – Δημητρό καλημέρα. Αύριο γιορτάζει τό παρεκκλήσι τού Αγίου Δημητρίου κάτω στην χαράδρα. Σήμερα τό απόγευμα θά γίνει ο εσπερινός. Έλεγα αν και εφόσον μπορείς και στο επιτρέπει η υγεία σου, νά περνούσα νά σέ έπαιρνα, να πηγαίναμε μαζί καμία ώρα νωρίτερα, νά ανάψουμε τά κανδηλακια.

– Και βέβαια πάτερ μου, νά είναι ευλογημένο, με μεγάλη μου χαρά.

– Ωραία, τό απόγευμα θά περάσω κυρ- Δημητρό νά ζεψουμε τό κάρο με τόν Αράπη και νά πάμε εκεί.

– Καλώς πάτερ Νικάνωρ, θά σέ περιμένω.

Το απόγευμα κατά τίς 4 ξεκίνησαν την πορεία τους με τό κάρο μέσα στο βουνό. Αφού φτάσαν, ξαποστασαν κανένα τέταρτο και εν συνεχεία άρχισαν την προετοιμασία. Στο τέλος περίπου τής διακονίας, ο κυρ- Δημητρός, άναψε την Κανδήλα τού Αγίου Δημητρίου και σιγοψαλλε τό απολυτίκιο του. Ένιωσε όμως μία μικρή αδιαθεσία και με αργά βήματα κοντοσταθηκε σέ μία καρέκλα. Ο πατήρ Νικάνωρ έτρεξε ταχέως πλησίον του για νά τόν βοηθήσει όμως τό μόνο πού πρόλαβε ήταν πού άκουσε τίς τελευταίες του λέξεις.

– Πάτερ Νικάνωρ, νά εύχεσαι για εμένα τόν αμαρτωλό και βλάσφημο Δημητρό…

Η ψυχή του μπάρμπα -Δημητρου πέταξε για τά ουράνια αμέσως σκηνώματα του Θεού.

Στην νεκρώσιμο ακολουθία – την επόμενη μέρα – παρευρέθη ο Επίσκοπος της περιοχής και πλήθος κόσμου από όλα τά διπλανά χωριά πού δίδασκε » μετάνοια Χριστού». Τούτος αγαπητοί μου ήταν ο Δημητρός. Από βλάσφημος, έγινε ιεροκήρυκας της μετανοίας και βοήθησε με τόν λόγο του νά επιστρέψουν πολλές ψυχές στον Χριστό.

Ο θεός νά αναπαύσει την ψυχούλα του σε μία γωνιά του παραδείσου.

Εικόνα: «Η πύλη του Παραδείσου» έργο της Marina Petro  από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»