– Γέροντα, συγχώρεσὲ με, ἄν δὲν ἔχης ἀντίρρησι, θὰ ἤθελα νὰ μάθω κάποια πράγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ σου.
– Πὲς μου, κόρη μου! Τὶ θέλεις νὰ μάθης;
– Στὸ Ἅγιον Ὄρος πήγαινα ἀπό πολύ μικρός, γιατὶ ἐκεῖ ἦταν ὁ θεῖος μου, ὁ Πατὴρ Νεκτάριος, καὶ τὸν ἐπισκεπτόμουν τακτικά. Δὲν ἔμενα πολύ, γιατί εἶχα καὶ οἰκογένεια. Παντρεύτηκα πολύ μικρός, ὅπως γνωρίζεις. Αὐτός μὲ ἔβαλε στὸν πνευματικό δρόμο. Ἦταν πολύ καλός. Τοὺς Ἁγίους Τόπους, τοὺς ἐπισκεπτόμουν ἀρχικά ὡς λαϊκός, μὲ ἐκδρομικά (γκρουπ) συνήθως τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Μετὰ τὴν ἱερασοφορία μου, πήγαινα πιὸ τακτικὰ καὶ ἡ παραμονὴ μου ἦταν πολυήμερη. Ἀπό την πρώτη στιγμή ποὺ γνωριστήκαμε μὲ τὸν μακαριστό Πατριάρχη Διόδωρο, ἀπολάμβανα τὴν ἐμπιστοσύνη του καὶ τὴν συμπάθειά του στὸ πρόσωπό μου. Μὲ τὶς εὐλογίες του διακονοῦσα ὡς φύλακας στὸν Πανάγιο Τάφο, καθὼς καὶ τὰ ἄλλα προσκυνήματα. Κατὰ τὸν χρόνο τῆς διακονίας μου στὰ ἱερά προσκυνήματα ἔζησα πολλά και θαυμαστὰ γεγονότα. Θα σοῦ ἀναφέρω κάποια ἀπ’ αὐτά.
Μεγάλο Σάββατο καὶ ὅλος ὁ χῶρος κατακλύστηκε ἀπό χιλιάδες Χριστιανούς. Τὸ κουβούκλιο ἦταν κλειδωμένο, ἀφοῦ προηγουμένως ἔγινε ἐξονυχιστικὸς ἔλεγχος παντοῦ. Αὐτὸ γίνεται κάθε χρόνο, γιὰ νὰ δοῦν μήπως ὑπάρχει κάποιος ἀναπτήρας ἢ κάτι ἄλλο γιὰ νὰ ἀνάψουν φωτιά.
Ἐπίσης ἔλεγχος γίνεται καὶ εἰς τὸν εἰσερχόμενο Πατριάρχη μήπως καὶ ἐκεῖνος φέρει ἐπάνω του κάποιο εὔφλεκτο ὑλικό. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι. Μόνον στοὺς Ἕλληνες Ὀρθόδοξους ἐπιτρέπεται νὰ παίρνουν τὸ Ἅγιο Φῶς.
Πρὶν πολλὰ χρόνια μπῆκε Ἀρμένιος καὶ κλειδώθηκε μέσα. Ἔκανε προσευχή, περίμενε, ἀλλὰ τίποτα. Ἡ τεράστια μαρμάρινη κολώνα ποὺ ὑπῆρχε στὸν ναὸ σχίστηκε «σὰν πράσσο» καὶ βγῆκε ἀπὸ μέσα τὸ Ἅγιον Φῶς. Ἀπὸ τότε δὲν ἐπιχειρεῖ κανένας νὰ μπεῖ στὸ κουβούκλιο. Ἀμφισβητοῦνε τὴν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πάντοτε ἐπιλέγουν διάφορους βλάσφημους τρόπους γιὰ νὰ σπείρουν ἀμφσβήτησι στοὺς πιστεύοντας Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἦρθε ἡ ὥρα, ὁ Πατριάρχης εἰσῆλθε στὸ κουβούκλιο. Αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω, κόρη μου, τὰ ἔζησα ὁ ἴδιος. Τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Στὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς» ὁ οὐρανὸς φωτίστηκε καὶ μπάλες φωτὸς ἀστραπιαῖα πηγαίνανε καὶ ἀνάβανε τίς λαμπάδες τῶν πιστῶν. Μπροστά μου ἦταν μία γυναῖκα, ἡλικίας περίπου πενῆντα χρονῶν. Στηριζόταν στὸν τοῖχο γιατί εἶχε πρόβλημα μὲ τὰ πόδια της. Κρατοῦσε καὶ μπαστούνι. Ξαφνικὰ τὰ τριάντα τρία κεριὰ ποὺ κρατοῦσε πήρανε φῶς. Ἐκείνη τὰ ἔχασε καὶ ἀπὸ χαρὰ χοροπήδησε σὰν μικρὸ παιδί. Ἐπειδὴ ὅλοι σπρώχνονταν γιὰ νὰ πάρουν φῶς, κάποιος τὴν ἔσπρωξε, τῆς πέσανε τὰ κεριὰ κάτω. Ἔσκυψε γιὰ νὰ τὰ πάρῃ, ἀλλὰ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν πανζουρλισμό, ἔπεσε καὶ αὐτὴ. Ἐὰν δὲν ἐπενέβαινα, θὰ τὴν σκοτώνανε ποδοπατῶντας την. Τὴν προστάτεψα μὲ τὸ σῶμα μου καὶ τὴν βοήθησα νὰ σηκωθῇ. Τὰ κεριὰ ποὺ τὰ κρατοῦσε μὲ τὰ δύο της χέρια, ἦταν ἀκόμη ἀναμμένα. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, διαπίστωσε ὅτι τὰ πόδια της εἶχαν θεραπευτεῖ. Ἔκλαιγε ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἀναστάντα Χριστό.
Ἐπίσης, νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου, ὅτι ἡ φλόγα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ κεριά, δὲν ἔκαιγε. Πολλοὶ τὴν περνοῦσαν ἀπὸ τὰ μαλλιά τους, τὰ ῥοῦχα τους καὶ δὲν καίγονταν.
Ἐξ ἴσου ἔζησα καὶ ἄλλο θαῦμα. Ἦταν Μέγα Σάββατο καὶ κατ’ ἐντολὴν τοῦ Πατριάρχου, αὐτὴν τὴν ἡμέρα διακονοῦσα ὡς φύλακας τὸ Γολγοθᾶ. Μαζί μου ἦταν καὶ κάποιοι προσκυνηταί. Τὰ καντήλια ἦταν σβηστὰ καὶ θὰ τὰ ἀνάβαμε μὲ τὸ Ἅγιο Φῶς. Τὴ στιγμὴ ποὺ_ὁ Πατριάρχης ἔψαλε στὸν Πανάγιο Τάφο τὸ «Δεῦτε λάβετε φῶς», ἀκτῖνες φωτὸς περιέλουσαν τὸν ἱερὸ χῶρο καὶ ταυτόχρονα ἀνάψανε ὅλα τὰ καντήλια.
Ὅλοι μαζὶ δοξάσαμε τῷ Θεῷ ποὺ ἐπέτρεψε νὰ ζήσουμε αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα.
Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης – Ἤγγικεν ὁ καιρός!”, Ζτούπα Καλλιόπη, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, τόμ. ΣΤ’, σέλ.35-38
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου