Ο
Άγιος Καλλιόπιος καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και έζησε στο
χρόνια του μεγάλου διώκτου της Ορθοδοξίας Διοκλητιανού. Σε πολύ μικρή
ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα η ενάρετη όμως μητέρα του Θεόκλεια τον
μεγάλωσε και τον γαλούχησε με τα αθάνατα ρήματα της χριστιανικής πίστης.
Έτσι στην περίοδο των διωγμών ο νεαρός Καλλιόπιος όχι μόνο δε φοβήθηκε
αλλά αντιθέτως εμψύχωνε και παρηγορούσε τους ολιγόψυχους.
Όταν έφθασε στην περιοχή ο έπαρχος Μάξιμος και άρχισε να βασανίζει και να σκοτώνει πολλούς χριστιανούς ο Καλλιόπιος χωρίς κανένα δισταγμό αλλά με την τόλμη και παρρησία που τον διέκριναν παρουσιάσθηκε αυτοβούλως στον έπαρχο να τον προειδοποιήσει ότι θα λογοδοτήσει στο Θεό για τα εγκλήματά τα οποία διαπράττει εναντίον πιστών ανθρώπων. Έξαλλος ο έπαρχος διέταξε να τον συλλάβουν, να τον βασανίσουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Όταν μετά από λίγες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι μπροστά στον έπαρχο και ο Καλλιόπιος παρά τις κακουχίες και τα βασανιστήρια με στεντόρεια φωνή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του ο έπαρχος διέταξε την θανάτωσή του. Μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο κατά σύμπτωση την Μεγάλη Παρασκευή και έλαβε κατ' αυτό το τρόπο το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε μητέρα του Θεόκλεια - κατά την παράδοση - αφού αγκάλιασε το σώμα του γιου της, επί τόπου ξεψύχησε και αυτή.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ρόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τὴ εὐπνοία τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου, οὐ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν.
Όταν έφθασε στην περιοχή ο έπαρχος Μάξιμος και άρχισε να βασανίζει και να σκοτώνει πολλούς χριστιανούς ο Καλλιόπιος χωρίς κανένα δισταγμό αλλά με την τόλμη και παρρησία που τον διέκριναν παρουσιάσθηκε αυτοβούλως στον έπαρχο να τον προειδοποιήσει ότι θα λογοδοτήσει στο Θεό για τα εγκλήματά τα οποία διαπράττει εναντίον πιστών ανθρώπων. Έξαλλος ο έπαρχος διέταξε να τον συλλάβουν, να τον βασανίσουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Όταν μετά από λίγες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι μπροστά στον έπαρχο και ο Καλλιόπιος παρά τις κακουχίες και τα βασανιστήρια με στεντόρεια φωνή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του ο έπαρχος διέταξε την θανάτωσή του. Μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο κατά σύμπτωση την Μεγάλη Παρασκευή και έλαβε κατ' αυτό το τρόπο το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε μητέρα του Θεόκλεια - κατά την παράδοση - αφού αγκάλιασε το σώμα του γιου της, επί τόπου ξεψύχησε και αυτή.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ρόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τὴ εὐπνοία τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου, οὐ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου