Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (προετοιμασια και εξοδος στη μαχη εναντιον της πλανης).

Ο Μεγας Αθανασιος

(προετοιμασία καὶ ἔξοδος στὴ μάχη ἐναντίον τῆς πλάνης)

Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ 
Τὸν Ἰανουάριο, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζουν πολλοὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν ἀρχὴ ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐνδιαμέσως ἄλλοι πολλοί, καὶ στὸ τέλος οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμά τους, μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ συγγράμματά τους στόλισαν τὸν πνευματικὸ οὐρανὸ ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Στὸ μέσον τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Ἰανουαρίου, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέθους, λάμπει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Στὴ σειρὰ τῶν ἡρώων τοῦ χριστιανισμοῦ πρῶτος ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ δεύτερος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὁ Παῦλος κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Ἀθανά­σιος κορυφαῖος τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· «πατὴρ πατέρων», ὅπως τὸν ὠνόμαζαν.

* * *

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ νω­ρὶς ἔδειξε, ὅτι θὰ γίνῃ μεγάλος. Εἶχε κλίσι στὰ γράμματα, ἀλλὰ περισσότερο στὴ θεολογία. Τακτικὸς στὴν ἐκκλησία, βοηθοῦσε τοὺς ἱερεῖς, ἢ μᾶλλον ἤξερε περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἱ­ερεῖς παρὰ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία του. Κά­ποτε, παίζοντας μὲ συνομηλίκους του, βάπτισε ἕνα ἄλλο μικρὸ παιδί. Καὶ τέλεσε τὸ βάπτισμα μὲ τόση ἀκρίβεια, ὥστε ὁ πατριάρχης, ποὺ τοὺς παρατηροῦσε ἀπὸ τὸ παράθυρο, θαύμασε καὶ ἐνέκρινε τὸ βάπτισμα τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου ὡς ἔγκυρο βάπτισμα. Ὁ Ἀθανάσιος προσελήφθη στὴν αὐλὴ τοῦ πατριαρχείου. Ἔμαθε γράμματα σὲ σχολεῖα. Ἀλλὰ σπούδασε καὶ στὸ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πανεπιστήμια. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Μὴ παραξενευ­τῇ κανείς, εἶνε ἡ ἔρημος! Ναί, ἡ ἔρημος. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, μακριὰ ἀπὸ τὴ Βαβὲλ τῆς κοινωνίας καὶ τὴ διαφθορά. Ἐκεῖ μαθήτευσε καὶ διδάχθηκε τὰ ὕψιστα μαθήματα. Στὴν ἔρημο ὁ προφήτης Ἠλίας, στὴν ἔρημο ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, στὴν ἔρημο ὁ Χριστός. Ἐκεῖ τὰ μεγάλα καὶ ἐκ­λεκτὰ πνεύματα. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (ἀναβ. ἦχ. πλ. α΄). Στὸ πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μελέτησε τρία βι­βλία. Τὸ πρῶτο εἶνε ὁ ἑαυτός μας, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ φύσις· τὰ δημιουρ­γήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ διδάσκουν τὴν πανσο­φία, τὴν παντοδυναμία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ τρίτο βιβλίο, ποὺ ἐμεῖς χασμουριόμαστε ὅταν τ᾿ ἀκοῦμε, εἶνε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή. Τὴν ἔμαθε ἀπ᾿ ἔξω ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Διδάσκαλό του εἶχε τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Ἦ­ταν ὁ λαμπρότερος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔγινε καὶ αὐτὸς διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔτσι ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μεγάλο ἀγῶνα. Ἡ ἱστορία, ἀγαπητοί μου, διδάσκει, ὅτι σὲ κρίσιμες στιγμὲς ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει καὶ ἀναδεικνύει μεγάλα ἀναστήματα, ποὺ εὐεργετοῦν καὶ σῴζουν καὶ δοξάζουν τὰ ἔθνη. Ἕνας μεγάλος ἄνδρας εἶνε εὐεργεσία. Καὶ ἀλλοίμονο στὰ ἔθνη ποὺ ἔπαυσαν νὰ γεννοῦν μεγά­λους ἄνδρες. Αὐτοὶ βεβαίως δὲν γεννιῶν­ται κάθε μέρα, ἀλλὰ μέσ᾿ στὰ ἑκατὸ ἢ στὰ διακόσα ἢ στὰ τριακόσα χρόνια. Ἐὰν ὅμως ὁ Θεὸς ἀναδεικνύῃ μεγάλους ἄν­­δρες γιὰ τὰ ἔθνη ποὺ ἀγαπᾷ, πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἐκλεκτό του λαό, ποὺ εἶνε ἡ Ἐκ­κλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς τὴν ἵδρυσε, αὐτὸς τὴν πότισε μὲ τὸ αἷμα του. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ Θεάνθρωπος, προετοίμασε καὶ ἀνέδειξε καὶ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο. Διότι πράγματι ἦταν κρίσιμες τότε οἱ στιγμὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Παρουσιάστηκε κίνδυνος. Κίνδυνος ἐσωτε­ρικός, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησί­ας, ποὺ εἶνε μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἐξωτερικό. Κινδύνευε ἡ Ἐκκλησία – ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ ἕναν ἱερέα ὄχι τυχαῖο, ἀλλὰ μορφωμένο καὶ ἐπιστή­μονα, ἱερέα ἀσκητή. Ἦταν ὁ Ἄρειος. Αὐτὸς εἶχε μία ἑωσφορικὴ κακία, τὴν ὑπερηφάνεια. Κι ὅπως λέει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἁμάρτημα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· κι ἀπ᾿ τὴν πορνεία κι ἀπ᾿ τὴ μοιχεία χειρότερη εἶνε αὐτή. Ὅταν βλέπῃς ὑπερήφανο ἄνθρωπο, εἶνε σὰν νὰ βλέπῃς διάβολο· ὅταν βλέπῃς ταπεινό, εἶνε σὰν νὰ βλέπῃς ἄγγελο. Καὶ ὁ Ἄρειος ἦταν ὑπερήφανος. Νόμισε, ὅτι μὲ τὸ μυαλουδάκι του θὰ λύσῃ τὸ μέγα μυστή­ριο τῆς ἁγίας Τριάδος· πῶς τὰ τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, εἶνε μία Θεότης. Δὲν μπόρεσε βέβαια. Εἶνε ποτὲ δυνατὸν ἕνας ποταμὸς νὰ χωρέσῃ σ᾿ ἕνα ποτήρι νεροῦ ἢ μιὰ θάλασσα σ᾿ ἕνα ῥακοπότηρο; Ἄλλο τόσο εἶνε δυνατὸν νὰ χωρέσῃ στὸ μικρὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν εἶνε ἰδιοφυΐα, ἕνα μυστήριο. Ἐδῶ ὁ Ἄρειος ἀπὸ τὴν ὑ­περηφάνειά του ἔπεσε ἔξω καὶ εἶπε – βλασφήμησε τί; ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶνε τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Θεό­τητος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἕνα κτίσμα, εἶνε ἕνα δημιούργημα ὅπως τὰ ἄλλα. Ὄχι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ ἐπιχειρήματα ἀκαταγώνιστα ἀπὸ τὴ Γραφὴ κατώρθωσε νὰ νική­σῃ τὸν Ἄρειο, νὰ δείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Ναί, Θεός. Ἐδῶ εἶνε ἡ οὐσία. Τὸ Χριστὸ τὸν παραδέχονται καὶ οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Κινέζοι καὶ οἱ Ἰάπωνες, τὸν παραδέχονται ὅλοι· ἀλλὰ ὄχι ὡς Θεό. Ἐδῶ εἶνε ὁ μεγάλος κόμπος. Πολλοί, δῆθεν μορφωμένοι, τὸν παραδέχονται ὡς κοι­νωνιολόγο, ὡς ποιητή, ὡς φιλόσοφο, ὡς ἔξοχη προσωπικότητα, ἀλλὰ δὲν ὑπογράφουν αὐ­τὸ ποὺ φωνάζει σήμερα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός! Αὐτὸ κήρυξε μεγαλοφώνως ἐκεῖνος, διάκονος τότε, στὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 325. Ὁ Ἄρειος νικήθηκε θεολογικά. Ἀλλὰ κοσμικὰ ἦταν δυνατός. Εἶχε φίλους στρατηγοὺς καὶ βασιλεῖς, καὶ συντάραξε ὁλόκληρη τὴν αὐ­τοκρατορία. Ἦρθαν στιγμὲς ποὺ ὁ Μέγας Ἀ­θανάσιος ἔμεινε μόνος. Δεσποτάδες, παπᾶ­δες, καλόγεροι, λαός, μπροστὰ στὴ βία τῆς ἐ­ξ­ουσίας ὑπέκυψαν καὶ ἔγιναν ἀρειανοί. Μόνος, ἐπὶ πενήντα χρόνια, κράτησε τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πέντε φο­ρὲς ἐξωρίστηκε σὲ σπηλιές, σὲ φαράγγια, σὲ ἐρήμους, συνεχῶς διωκόμενος…

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὁ πόλεμος ἐναντί­ον τῆς πίστεώς μας κορυφώνεται. Πολλοὶ οἱ ἐχθροί, διαφόρων χρωμάτων καὶ σχημάτων. Ζητοῦν νὰ ξεθεμελιώσουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τοὺς χιλιαστάς, τὰ ἐγγόνια αὐ­τὰ τοῦ Ἀρείου, μέχρι τοὺς ὁποιουσδήποτε ἄλ­λους. Μισοῦν τὸ σταυρό. Μισοῦν τοὺς ἁγίους. Μισοῦν τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, δὲν θέλουν οὔ­τε νὰ τὸν ἀκούσουν, ἐνῷ τὸν Ἄρειο τὸν ὀνομάζουν «ἀδελφό». Αὐτὰ εἶνε φροῦτα – πλάνες ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴ Δύσι. Τὸ πλεῖστον αὐτῶν εἶνε ἀμερικα­νικῆς προελεύσεως. Δὲν κατηγορῶ τὴν Ἀμερική· εἶνε χώρα ποὺ ἄλλοτε μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς εὐεργέτησε· ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ μᾶς κάνῃ κακὸ μεγάλο. Διότι αὐτή τοὺς προστατεύει καὶ τοὺς ὑποθάλπει. Μιλῶ ἔξω ἀπὸ πολιτικά· ἀλλὰ σᾶς λέω, ὅτι κινδυνεύουμε τὴν ὥ­ρα αὐτὴ ἀπὸ τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων. Εἶνε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὑ­πάρχουν δυστυχῶς ἄνθρωποι ἕτοιμοι νὰ πουλήσουν γι᾿ αὐτὰ τὴν πίστι τῶν πατέρων τους. Ἀλλ᾿ ὄχι! Τὸ πιστεύω ἀκραδάντως. Γνωρίζω τὸ λαό μας. Εἶνε μόνο ἀνάγκη νὰ διαφωτι­σθῇ, νὰ δῇ τὸν κίνδυνο καὶ ν᾿ ἀφυπνισθῇ. Καὶ ὑπάρχουν πολλὲς ἐλπίδες, ὅτι ὁ λαός μας ἀφυπνίζεται. Θέλετε παράδειγμα; Σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας μας χιλιασταὶ ἔφθασαν πρωὶ – πρωί. Ἡ ἀστυνομία δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς κάνῃ τίποτα· εἶχε ἐντολὴ νὰ μὴν τοὺς πειράξουν. Ἀλλὰ εἶνε ὁ λαὸς φρουρός. Μόλις στὸ χωριὸ αὐτὸ παρουσιάστηκαν χιλιασταί, οἱ Χριστιανοὶ ἀνέβηκαν στὰ καμπαναριὰ καὶ χτυποῦ­σαν νεκρικὰ τὶς καμπάνες ἐπὶ μία ὥρα. Ἔτσι δὲν τόλμησαν οἱ χιλιασταὶ νὰ μποῦν μέσα. Σὲ ἄλλη πόλι κανένας κινηματογράφος δὲν δέχτηκε νὰ παραχωρηθῇ γιὰ συγκέντρωσι τῶν χιλιαστῶν. Καὶ στὴ Φλώρινα πῆγαν χιλιασταὶ καὶ προσέφεραν μεγάλο ποσὸ στὴν ἰδιοκτήτρια ἑνὸς κινηματογράφου. Καὶ ἡ ἀξιοπρεπὴς Ἑλληνίδα τί ἀπήντησε; Ὡς γνήσιο παιδὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου τοὺς εἶπε· –Ὅλα τὰ δολλάρια τῆς Ἀμερικῆς νὰ μοῦ δώσετε, δὲν τὰ δέχομαι. Προτιμῶ νὰ πεθάνω φτωχιά, μὰ χιλιαστὴ δὲν βάζω μέσα! Αὐτή νὰ εἶνε ἡ ἀπάντησι ὅλων μας. Ὅλοι μαζὶ λοιπόν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἂς προτάξουμε μιὰ ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία νὰ προσκρούσῃ κάθε αἵρεσι, εἴτε τῶν χιλιαστῶν εἴτε ὁποιαδήποτε ἄλλη, καὶ μὲ μιὰ ψυχή, μιὰ πνοή, ἕνα φρόνημα, νὰ καταπολεμήσουμε τὶς αἱρέσεις. Τότε πραγματικῶς θὰ ἔχουμε τὴν προστασία τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ ὁποίου τὴν ἱε­ρὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 18-1-1976.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου