Εκοιμήθη η μοναχή Θεοδώρα (κατά κόσμον Ανθή Μπέη) γεννήθηκε το 1927 στα Μέγαρα Αττικής. Η Θεοδώρα σε  ηλικία 28 ετών εισήλθε ως δόκιμη μοναχή στην Ιερά Μονή Παναγίας Δαμάστας όπου και παρέμεινε για 65 χρόνια έως και το τέλος της επιγείου ζωής της.

Με εντολή και ευλογία του μακαριστού Μητροπολίτου Φθιώτιδος κυρού Αμβροσίου εκάρη μοναχή από τον πνευματικό της Ιεράς Μονής Αγιορείτη Ιερομόναχο π. Ιλαρίωνα Τσόντζο μετονομασθείσα σε Θεοδώρα μοναχή, ενώ αργότερα υπό των σεπτών χειρών του μακαριστού Μητροπολίτου Φθιώτιδος κυρού Δαμασκηνού έλαβε το μεγάλο και Αγγελικό σχήμα.

Διακρινόταν για το ευσεβές του χαρακτήρος της, για το γνήσιο παραδοσιακό μοναχικό ήθος με το οποίο έζησε σε όλη της τη ζωή, για την εργατικότητα της καθώς το χαμόγελο και το εύθυμο του χαρακτήρος της με το οποίο καλωσόριε όλους τους προσκυνητές και όλα τα πνευματικά της παιδιά.

Η Εξόδιος Ακολουθία της θα τελεστεί αύριο Τρίτη 18 Αυγούστου στις 11:00 π.μ. στο καθολικό της Ιεράς Μονής από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Συμεών και στην συνέχεια στο κοιμητήριο της Μονής θα πραγματοποιηθεί η ταφή του σκηνώματός της.

 
 
 

Ἱερὰ Μονὴ Δαμάστας,
ἡ θέση της στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο

 

 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Δαμάστας βρίσκεται στὶς βορεινὲς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Καλλίδρομον, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα σημεῖα τῆς περιοχῆς: ἕνα φυσικὸ ἐξώστη σὲ ὑψόμετρο 740 μ., μὲ ὑπέροχη θέα πρὸς τὴν πεδιάδα τοῦ Σπερχειοῦ, τὸ Μαλιακὸ κόλπο καὶ πιὸ πέρα τὰ βουνὰ Οἴτη καὶ Ὄθρυ. Ἀπέχει περίπου 23 χλμ. ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Λαμία, τὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ Φθιώτιδος, καὶ 203 χλμ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα*. Εἶναι ἀφιερωμένη στὸ «Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου» καὶ πανηγυρίζει στὶς 8 Σεπτεμβρίου.

* Ἀπὸ Ἀθήνα ἀκολουθοῦμε τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ Ἀθηνῶν-Λαμίας. Πρὶν τὴν πόλη τῆς Λαμίας, στὴ διασταύρωση πρὸς Γραβιά-Ἄμφισσα, ἀφήνουμε τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ περίπου χιλιόμετρα, συναντοῦμε μιὰ διασταύρωση, ὁποὺ ὑπάρχει ἡ πινακίδα «Ἱ. Μ. Δαμάστας». Στρίβουμε καὶ ἀνηφορίζουμε πρὸς τὸ μοναστήρι, τὸ ὁποῖο καὶ συναντοῦμε μετὰ ἀπὸ τρεισήμισι χιλιόμετρα ἀσφαλτοστρωμένου δρόμου.

Ὅσον ἀφορᾷ στὴν ὀνομασία τοῦ μοναστηρίου, διασώζονται δύο ἐκδοχές. Ἡ πρώτη θέλει τὴν ὀνομασία νὰ προέρχεται ἀπ᾿ τὸν τόπο καταγωγῆς τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας, ποὺ τὸ Μοναστήρι φιλοξενεῖ: Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ Εἰκόνα ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ τῆς Συρίας (γενέτειρα τοῦ μεγάλου πατέρα καὶ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ) κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (8ου-9ου αἰώνα μ.Χ.). Τὴν περίοδο αὐτή, οἱ φοβεροὶ διωγμοὶ τῶν εἰκονομάχων ἀνάγκασαν ἀρκετοὺς ὀρθοδόξους νὰ ζητήσουν καταφύγιο σὲ ἀσφαλῆ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Μαζί τους ἔφεραν καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τόσο τιμοῦσαν καὶ εὐλαβοῦνταν. Μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα ποὺ φιλοξενήθηκε στὶς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Καλλιδρόμου. Ἀρχικὰ ὀνομάστηκε «Παναγία ἡ Δαμάσκα», ἀλλὰ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν παραφθορὰ τῆς λέξης προέκυψε ἡ λέξη «Δαμάστα».

Ἡ δεύτερη πιθανὴ ἐκδοχὴ θέλει τὴν ὀνομασία νὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἐτυμολογικό της περιεχόμενο: Ἡ λέξη «Δαμάστα» παρήχθη ἀπὸ τὸ ρῆμα «δαμάζω», ἐξαιτίας τῆς θαυματουργικῆς ἰδιότητας τῆς Εἰκόνας τῆς Θεοτόκου νὰ «δαμάζει» τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὶς ποικίλες ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν σ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, ἡ εἰκόνα, καὶ συνεκδοχικὰ καὶ ἡ Μονή, προσέλαβε τὴν ἰδιαίτερη προσωνυμία «Δαμάστρα», ποὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου παρεφθάρη σὲ «Δαμάστα».

 

Ἱστορία τοῦ Μοναστηρίου

Δὲν ἔχει διασωθεῖ κάποια γραπτὴ μαρτυρία σχετικὰ μὲ τὸν ἀκριβῆ χρόνο ἱδρύσεως τῆς μονῆς. Ἡ μορφὴ καὶ ὁ τύπος τοῦ Καθολικοῦ, ποὺ ὡς ἀρχιτεκτόνημα τοποθετεῖται στὴν περίοδο μεταξὺ τοῦ 13ου καὶ τοῦ 15ου αἰώνα, μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πιθανὴ ἵδρυση τοῦ μοναστηρίου κατὰ τὴν περίοδο αὐτή. Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμφανίστηκαν οἱ περισσότερες Ἱερὲς Μονὲς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὡστόσο, νεώτερη ἐκτίμηση τοποθετεῖ τὸν σημερινὸ ναὸ μετὰ τὶς φθορὲς καὶ τὴν πυρκαγιὰ περίπου στὸν 17ο αἰώνα.

Στὰ χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἡ Ἱ. Μ. Δαμάστας ἀπέβη μιὰ ἡρωικὴ καὶ μαρτυρικὴ ἔπαλξη γιὰ τὸν ἐπαναστατημένο λαὸ τῆς Φθιώτιδας. Μεγάλες μορφὲς τοῦ Ἀγῶνα πέρασαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἔδωσαν μπροστὰ στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τὸν μεγάλο ὅρκο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας.

Λόγῳ τῆς προνομιακῆς της τοποθεσίας, ὡς φυσικὸ παρατηρητήριο τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς πεδιάδας τοῦ Σπερχειοῦ, ἡ Ἱ. Μ. Δαμάστας στάθηκε ὁρμητήριο τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Πανουργιᾶ καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἡσαΐα. Μάλιστα, μετὰ τὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας καὶ τὴν καταδίωξη τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος κατευθύνθηκε πρὸς τὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηρίου. Κι ἦταν ἐδῶ ποὺ ὁ ἐχθρὸς τὸν συνέλαβε: στὴν τοποθεσία ὁποὺ ἀργότερα καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ του ἱστορικοῦ γεγονότος ἀνεγέρθη ὁ Ἱ. Ν. Ἁγ. Παρασκευῆς*.

Κι ἀκόμα, στὴν περιοχὴ τοῦ μοναστηρίου κατέφυγε τραυματισμένος τόσο ὁ Πανουργιᾶς, ὅσο καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἡσαΐας. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοὴ κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τῆς Μονῆς, στὴ θέση ὅπου ἀπὸ παλιὰ ὀνομάζεται «Χαλκομάτα». Καὶ ἡ παράδοση διασώζει πὼς τὰ τελευταῖα του λόγια ἦσαν: «Παναγία Δαμάστα, σῶσε τουλάχιστον τὴν πατρίδα μου».

Στὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου Νεόφυτος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς μοναχοὺς ἀγωνίσθηκε θαρραλέα στὸ πλευρὸ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου. Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, στὸ Μοναστήρι ζοῦσαν περίπου 25 μοναχοί, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ μοναστήρι μετὰ τὴ λήξη τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγώνα νὰ παραμείνει μὲ λιγότερους ἀπὸ ἕξι μοναχούς. Κι αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια τὴ διάλυση τῆς Μονῆς, διότι ἀργότερα, στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1833, ἐξεδόθη ἕνα Διάταγμα ἀπὸ τὸν βασιλέα Ὄθωνα, τὸ ὁποῖο ὅριζε πῶς οἱ Μονὲς ποὺ δὲν εἶχαν περισσότερους ἀπὸ ἕξι μοναχούς, ἔπρεπε νὰ καταργηθοῦν, ἡ δὲ περιουσία τους νὰ περιέλθει στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. Τὸ Διάταγμα αὐτὸ διέλυσε πολλὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ ἦταν καὶ ἡ Ἱ. Μ. Δαμάστας, ἡ ὁποία, μὴ διαθέτοντας τὸν ἀπαιτούμενο ἀριθμὸ μοναχῶν, διαλύθηκε.

 

 

Πολλὲς ὑπῆρξαν οἱ διαμαρτυρίες γειτονικῶν Δήμων πρὸς τὸν βασιλέα Ὄθωνα γιὰ τὴν διάλυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ὡστόσο, καμία δὲν εἰσακούστηκε ἀπὸ τὴν τότε παντοδύναμη Βασιλικὴ Γραμματεία. Ἡ ὅλη ἐπίβλεψη τῶν ἐγκαταλελειμμένων κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων ἀνατέθηκε στὸ Δῆμο Οἰταίων.

Ὅμως ἡ Χάρη τῆς Παναγίας δὲν θέλησε νὰ ἀφήσει τὸ Μοναστήρι της ἔρημο γιὰ πολύ. Μὲ τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα τῆς 3ης Αὐγούστου 1934, ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας Ἀλέξανδρο Ζαΐμη καὶ τὸν Ὑπουργὸ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Ἰωάννη Μακρόπουλο, διακηρύχθηκε ἡ «ἀνασύσταση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δαμάστας», ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν «συγκεχωνευμένη» στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀντινίτσης.

Πρῶτος ἡγούμενος μετὰ τὴν ἀνασύστασή της διορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ Ἀρχιμ. Κύριλλος Κωνσταντινίδης. Ἔτσι, στὴν ἐγκαταλελειμμένη Μονὴ ἐπανῆλθε ἡ ζωή, καὶ μιὰ ὀλιγάριθμη μοναστικὴ ἀδελφότητα συγκεντρώθηκε στὶς ἐγκαταστάσεις της. Τὸ 1936, ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀναφέρεται ὁ Ἀρχιμ. Εὐλόγιος Μόρφης, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴ μοναστική του ζωὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Στὰ χρόνια της Κατοχῆς (1940-1944) μεγάλη ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τῆς Ἱ. Μονῆς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν Συμμάχων. Τὸν χειμώνα 1941-1942 βρῆκαν καταφύγιο στὴ Μονὴ δώδεκα Νεοζηλανδοὶ στρατιῶτες τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων. Ὁ τότε ἡγούμενος Εὐλόγιος τοὺς προσέφερε φιλοξενία καὶ προστασία γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, μέχρι ποὺ κατέστη τελικὰ ἐφικτὸ νὰ φυγαδευτοῦν ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Στυλίδας. Ὡστόσο, γιὰ τὴ στάση του αὐτὴ ὁ ἡγούμενος Εὐλόγιος πλήρωσε προσωπικὸ τίμημα: Ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1942 Ἰταλοὶ στρατιῶτες εἰσέβαλαν αἰφνιδιαστικὰ στὴ Μονὴ καὶ βρῆκαν τὰ ὅπλα καὶ τὰ πυρομαχικὰ τῶν Συμμάχων, ὁ ἡγούμενος συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε γιὰ δύο καὶ πλέον χρόνια στὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ. Μετὰ τὴ λήξη τοῦ πολέμου, ἡ Κυβέρνηση τῆς Νέας Ζηλανδίας, διὰ τοῦ Πρωθυπουργοῦ της, ἀπέστειλε πρὸς τὴν Μονὴ Δαμάστας εὐχαριστήριο δίπλωμα εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης!

Ὁ π. Εὐλόγιος μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, ἐπέστρεφε στὸ μοναστήρι τῆς Δαμάστας, ὡς τὸ 1953, ὁπότε ἡ Μονὴ μετετράπη σὲ γυναικεία, μὲ ἡγουμένη τὴν Μοναχὴ Κασσιανὴ Ἀνδριώτου καὶ συνοδεία ἕξι μοναζουσῶν.

Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς

Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς εἶναι ἀφιερωμένο στὸ Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἀκριβὴς χρονολογία κατασκευῆς του δὲν μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ μὲ βεβαιότητα, ἀφοῦ στερούμεθα κτητορικῆς ἢ ἄλλης γραπτῆς μαρτυρίας. Ὅμως, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε παραπάνω, ἡ ἀρχικὴ ἀνέγερσή του ὑπολογίζεται μεταξύ του 13ου καὶ τοῦ 15ου αἰώνα, βάσει τοῦ τύπου καὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μορφῆς του. Ὁ ναὸς εἶναι σταυροειδὴς μετὰ τρούλλου, δηλαδὴ τὸ δυτικὸ σκέλος τοῦ σταυροῦ της εἶναι ἐπιμηκημένο, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε τὸ κτίριο νὰ λαμβάνει τὴ μορφὴ τῆς Σταυρικῆς Βασιλικῆς μετὰ τρούλλου. Πάνω ἀπὸ τὰ πλάγια διαμερίσματα ὑπάρχουν, ἀντὶ σταυροθολίων, τυφλοὶ θόλοι ποὺ μόνο ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Καθολικοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς διακρίνει.

Ἡ ἀρχικὴ ἱστόρηση τῶν ἐσωτερικῶν τοίχων τοῦ ναοῦ θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ στὴν περίοδο τῆς κατασκευῆς του.Ὅμως τὸ Καθολικὸ στὸ κύλισμα τοῦ χρόνου καταστράφηκε, καὶ μαζί του ἑπομένως καὶ ἡ ἀρχικὴ ἱστόρησή του. Ἡ δεύτερη ἱστόρηση ἔγινε τὶς παραμονὲς τῆς Ἐπανάστασης, ὅπως φανερώνει καὶ ἐπιγραφικὴ ἐνθύμηση, ποὺ βρίσκεται πάνω στὸ ἀνώφλι τῆς κεντρικῆς πύλης τοῦ κυρίως ναοῦ:

«ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΡΩΝ ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΤΑΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Κου ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1818, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 15, ΧΕΙΡ ΓΕΩΡΓΙΟΥ».

Ἀπὸ τὴν ἱστόρηση τοῦ ἁγιογράφου Γεωργίου σώζονται οἱ τοιχογραφίες τῶν κεραιῶν καὶ τοῦ τρούλλου. Οἱ λοιπὲς τοιχογραφίες καταστράφηκαν ἀπὸ ὑγρασία καὶ ἐπιζωγραφήθησαν ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο Ἀποστολίδη τὸ 1913, ὅπως φανερώνει ἐπιγραφὴ σὲ παράθυρο τῆς βόρειας πλευρᾶς τοῦ ναοῦ:

«ΕΠΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΑΠΑΣΑ Η ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ Ω ΑΡΧΑΙΟΥ ΤΥΠΟΥ ΙΣΤΟΡΗΘΗ ΠΛΗΝ ΤΟΥ ΤΡΟΥΛΛΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1913 ΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΩΤΩΝ ΤΩΝ Κου Κου ΓΚΡΙΖΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΚΑΦΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ Κων Κων ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΟΥΚΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΑΘ. Α. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ».

Τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ εἶναι ξυλόγλυπτο μὲ περίτεχνες παραστάσεις. Οἱ εἰκόνες του ἔχουν ἱστορηθεῖ ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸ ἐργαστήρι τῆς Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς, καθὼς καὶ ἡ τοιχογραφία στὸν πρόναο.

Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ  μακαριαστού  Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. κ. Νικολάου καὶ τὴν εὐγενικὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ τοῦ ζεύγους Δημητρίου καὶ Ἑλένης Καραγκούνη, ξεκίνησαν, τὸ ἔτος 2002, τὰ ἔργα συντήρησης-ἀνακατασκευῆς καὶ διαμόρφωσης τῶν κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἀρχικὰ ἔγινε ἡ ἀνακατασκευὴ καὶ διαμόρφωση τοῦ δυτικοῦ περιβάλλοντος χώρου (ἐξωτερικὴ αὐλὴ) καὶ ἡ ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης. Τὸ ἔτος 2006 πραγματοποιήθηκε ἐνίσχυση τῆς τοιχοδομῆς τοῦ Καθολικοῦ καὶ τῆς δυτικῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως τῶν κτιρίων, ὥστε νὰ ἀναδειχθῇ ἡ ἀρχικὴ ὄψη τους (πετρόχτιστο).Ἐν συνεχείᾳ, ἀκολούθησε ἡ ἀνακατασκευὴ τοῦ περιβάλλοντος χώρου τοῦ Καθολικοῦ (ἐσωτερικὴ αὐλή). Τὸ ἔτος 2007 ἔγινε ἡ κατασκευὴ τῆς περίτεχνης ἐσωτερικῆς εἰσόδου (ὁδηγεῖ στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ) καὶ ἡ ἀνακατασκευὴ τοῦ καμπαναριοῦ.

Τὰ παρεκκλήσια τῆς Μονῆς

Ἐντὸς τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς ὑπάρχει παρεκκλήσιο τοῦ Ὁσίου καὶ Ὁμολογητοῦ Ἱλαρίωνος (21 Ὀκτωβρίου), τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (4 Δεκεμβρίου), τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου (26 Ὀκτωβρίου) καὶ τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ τοῦ Ῥωμαίου (29 Φεβρουαρίου). Στὸ νέο, πλακόστρωτο, περίβολο ποὺ ἐνσωματώθηκε στὸν χῶρο τοῦ μοναστηρίου (ἔξω δηλαδὴ ἀπὸ τὰ παλαιὰ ὅρια τῆς Μονῆς) ὑπάρχει ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης (21 Μαΐου).

Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ ὑπάρχει τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευῆς. Εἶναι τὸ ἐκκλησάκι ποὺ βλέπουμε καθὼς ἐγκαταλείπουμε τὴν κατεύθυνση πρὸς Ἄμφισσα καὶ παίρνουμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Μονή. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέραμε, οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸν Ἀθανάσιο Διάκο.

Λόγῳ καταστροφικῆς πυρκαγιᾶς πρὸ τοῦ 1821, ἡ Ἱ. Μ. Δαμάστας στερεῖται ἱστορικῶν κειμηλίων. Ὅ, τι ὅμως κατέστρεψε ἡ φωτιὰ σὲ ὑλικὰ ἀντικείμενα, τὸ ὑπεραναπλήρωσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος σὲ θεία χάρη. Κι αὐτὸ διότι ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Δαμάστας, ποὺ κατὰ τὸν βυζαντινολόγο Π. Λαζαρίδη εἶναι ἔργο τοῦ 16ου αἰ. (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπάργυρη ἐπένδυσή της ποὺ τοποθετεῖται στὰ τέλη τοῦ 20οῦ αἰ.), δὲν ἔχει σταματήσει νὰ παρέχει ἰάματα καὶ θαυματουργίες σ᾿ ὅσους μὲ πίστη προσφεύγουν στὴ σκέπη της.

Θαύματα τῆς Παναγίας στὴν Ἱ. Μ. Δαμάστας

Τὰ θαύματα τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Δαμάστας εἶναι πολλά. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν δύο χαρακτηριστικά.

Α) Τὸ 1958 ἡ κυρία Βασιλικὴ Μαλισσόβα ἀπὸ τὴ Μενδενίτσα διηγήθηκε σὲ μιὰ Μοναχὴ τὴν παρακάτω μαρτυρία τῆς γιαγιᾶς της: «Ἡ περιοχὴ ζοῦσε τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ γιαγιά μου ἦταν δεκάχρονο κοριτσάκι καὶ εἶχε καταφύγει μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της καὶ ἄλλους συγχωριανούς, ποὺ φοβόντουσαν τοὺς Τούρκους, στὸ μοναστήρι τῆς Δαμάστας. Μιὰ μέρα οἱ Τουρκαλβανοὶ ἀνέβηκαν στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν ἄμαχο πληθυσμὸ ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἀγωνιστές.Ὅταν οἱ συγκεντρωθέντες Ἕλληνες εἶδαν τὰ στρατεύματα τοῦ Ὁμὲρ Βρυώνη νὰ πλησιάζουν, ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι καὶ ζήτησαν καταφύγιο στὶς ἀπόκρημνες περιοχὲς τοῦ Καλλιδρόμου. Ὁ καθένας ἔπαιρνε καὶ ἕνα σκεῦος ἀπὸ τὰ πιὸ χρήσιμα καὶ προπαντὸς ἀπὸ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Καθολικοῦ. Κάποιος πῆρε τὸ Ἅγιο Ποτήριο γιὰ νὰ τὸ διασώσει ἀπὸ τὴ βεβήλωση, ἀλλὰ πάνω στὴ μεγάλη σύγχυση τὸ σκεῦος ξεχάστηκε στὸν πρόναο τοῦ Καθολικοῦ. Ὅταν κρύφτηκαν ψηλὰ στὸ Καλλίδρομο, θυμήθηκαν τὸ ξεχασμένο Ἅγιο Ποτήριο. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως ἦταν ἤδη στὸ μοναστήρι. Μιὰ μικρὴ τότε φώναξε: «Παναγιά μου Δαμάστα, ἐγὼ θὰ πάω νὰ πάρω τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ἐσύ, σὲ παρακαλῶ, κρύψε με ἀπὸ τὰ μάτια τῶν Τούρκων». Ἡ μικρὴ κατέβηκε στὸ μοναστήρι καὶ σὰν νὰ ἦταν ἀόρατη πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πῆρε τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ ἀνενόχλητη ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἡ Παναγία εἶχε κάνει τὸ θαῦμα της καὶ τὸ Ἅγιο Ποτήριο διασώθηκε ἀπὸ σίγουρη βεβήλωση τῶν Τούρκων».

Β) Στὴν Ἰτέα, τὸ 1985, μιὰ γιαγιὰ σήκωνε τὸ δικό της σταυρό: Ὁ γιός της μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του εἶχαν φύγει καὶ ζοῦσαν στὴν Ἀθήνα, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τὸ μικρό τους ἀγοράκι στὴ γιαγιά του. Ταυτόχρονα ἀρνοῦνταν πεισματικὰ νὰ ἐπιτρέψουν τὴ βάπτισή του.

Τὸ ἀγοράκι στὰ πέντε του χρόνια ἀρρώστησε πολὺ βαριά. Τὸ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο τῆς Ἄμφισσας, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ εἶπαν πὼς ἦταν ἤδη πολὺ ἀργά· τὸ παιδὶ εἶχε πεθάνει. Ἡ γερόντισσα ἐπέμενε νὰ πραγματοποιηθεῖ νεκροψία γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ τί πέθανε ὁ ἐγγονός της, ἀλλὰ οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν πὼς νεκροψία μποροῦσε νὰ γίνει μόνο στὸ νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας. Πῆρε λοιπὸν ἡ γιαγιὰ τὴν ἀπόφαση νὰ μεταφέρει τὴ σωρὸ τοῦ ἄτυχου παιδιοῦ στὴ Λαμία. Μόλις ἔφτασαν στὴ διασταύρωση τοῦ δρόμου τῆς Ἱ. Μ. Δαμάστας, ἡ γερόντισσα θυμήθηκε πὼς ἦταν 8 Σεπτεμβρίου καὶ τὸ μοναστήρι πανηγύριζε. Εἶπε τότε στὸν ὁδηγὸ νὰ κάνουν μιὰ παράκαμψη καὶ νὰ ἀνέβουν στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ προσκυνήσουν.

Ἀνεβαίνοντας, οἱ ἀστυνομικοὶ σταμάτησαν τὸ ταξὶ καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ συνεχίσει λόγω τῆς μεγάλης πολυκοσμίας. Ἡ γιαγιὰ τότε βγῆκε ἀπὸ τὸ ὄχημα, γονάτισε καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ κάνει καὶ σὲ αὐτὴ τὸ θαῦμα της. Ἀφοῦ τελείωσε τὴν προσευχή της, μπῆκε πάλι στὸ ταξὶ καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴ Λαμία. Δὲν εἶχαν προχωρήσει διακόσια μέτρα ὅταν τὸ ἀγοράκι, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, σηκώθηκε ὄρθιο καὶ φώναξε: «Γιαγιά, ἡ Παναγιά, ἡ Παναγιὰ μὲ κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι». Τὸ ἀγοράκι εἶχε ἐπανέλθει στὴ ζωή!

Οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ μόλις πληροφορήθηκαν τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ἐπέστρεψαν στὸ σπίτι καὶ βάπτισαν τὸ παιδὶ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δαμάστας.