Ένα κρύο πρωί, Απρίλιος του 1988, αμέσως μετά το Πάσχα, ξεκίνησε για το Άγιο Όρος χωρίς να έχει μέσα του πολλές ελπίδες να τον συναντήσει γιατί είχε ακούσει ότι πολλοί άνθρωποι και μάλιστα πολύ πιο πιστοί από αυτόν πήγαιναν πολλές φορές και περίμεναν ώρες πολλές έξω από το καλύβι του χωρίς να μπορέσουν να τον δούνε.
Μόλις έφτασε στο Άγιο Όρος, (στην Δάφνη), πήρε το λεωφορείο, αυτός και ένα παιδί από την Λάρισα που ήταν πολύ θρησκευόμενο και πήγαινε και αυτός να βρει τον Άγιο Παππούλη, για να πάνε στις Καρυές. Καθώς ανέβαιναν την πλαγία ένοιωσε μια άσχημη διάθεση και είχε κιόλας μετανιώσει που είχε αφήσει την Θεσσαλονίκη με τις συνήθειες του και τις ανέσεις του για να βρεθεί σε ένα τόπο «καθυστερημένο», όπου τότε ακόμα δεν είχε ούτε ηλεκτρικό και το μόνο τηλέφωνο βρίσκονταν στην Επιστασία στις Καρυές. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Η βαριά σιωπή του περιβάλλοντος τον έπνιγε κυριολεκτικά. Τελικά φτάσανε στις Καρυές και κατάλυσαν μαζί με τον Λαρισαίο στην μονή Κουτλουμουσίου, όπου δέχτηκαν, αν και απροσκάλεστοι, να τους φιλοξενήσουν μια βραδιά.
Αμέσως μετά ξεκίνησαν τον γνωστό κατήφορο που οδηγούσε στην καλύβα του Άγιου Παππούλη, ενώ στο βάθος φαίνονταν το πέλαγος. Του έκανε εντύπωση, συνηθισμένος από την πόλη, το πόσο καθαρή και αναζωογονητική ήταν η ατμόσφαιρα ενώ το περιβάλλον ήταν γεμάτο μεθυστικές ανοιξιάτικες μυρωδιές προκαλώντας με την ιερότητα που ανέδιδε μια παράξενη και πρωτόγνωρη αίσθηση.
Όσο όμως πλησίαζαν είχε την αίσθηση πως ματαιοπονούσε, πως έχανε τον καιρό του και ότι ήταν αδύνατο να τον συναντήσει καθώς άλλοι με πολύ μεγαλύτερη πίστη από αυτόν πήγαιναν εκεί και δεν τον έβρισκαν. Είχε ακούσει ιστορίες ανθρώπων που είχανε πάει μέχρι και πέντε φορές αλλά δεν είχαν καταφέρει να δούνε τον Άγιο Παππούλη. Και πράγματι όταν έφτασαν εκεί χτύπησαν με το σχοινάκι το κουδούνι από την αυλόπορτα της καλύβας αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Πάντως του έκανε εντύπωση πως δεν υπήρχε κανένας άλλος να τον περιμένει, ενώ συνήθως εκεί έξω υπήρχε ουρά από ανθρώπους που περίμεναν ώρες να δούνε και να πάρουν την ευλογία του Παππούλη.
Κάθισαν απογοητευμένοι έξω από την καλύβα και τότε ο Λαρισαίος του εμπιστεύτηκε πως είχε έρθει εκεί να πάρει την συμβουλή του Παππούλη που θα έκρινε την ζωή του για κάτι σημαντικό με ένα δεσμό που είχε, γι’ αυτό και ήταν πολύ στενοχωρημένος που δεν θα έβλεπε τον Άγιο. Αυτός δεν μιλούσα και ήταν λιγάκι εκνευρισμένος γιατί θεωρούσε πως είχα χάσει τις μέρες του σε ένα ανόητο ταξίδι.
Τότε ξαφνικά άκουσαν μια φωνή και είδαν μια λεπτή μαυροφορεμένη φιγούρα να ξεφυτρώνει ανάμεσα από κάτι θάμνους σαν να είχε κατέβει από τον ουρανό και να τους χαιρετά με ύφος μάλλον αυστηρό που τον διέκοψαν από κάτι σημαντικό σαν να έλεγε, «Τι θέλετε τώρα και εσείς εδώ ;». Ήταν ο πάτερ Παΐσιος!
Ένοιωσε ταραχή καθώς τον είδε να πλησιάζει ενώ δεν πίστευε πως έβλεπε τον Παππούλη για τον οποίο τόσοι πολλοί του είχαν μιλήσει, τόσα πολλά είχε ακούσει στην Θεσσαλονίκη, ενώ τόσοι γνωστοί του είχαν προσπαθήσει να τον δούνε και δεν τα είχαν καταφέρει. Η έκπληξη του μεγάλωσε όταν τους πλησίασε με ένα ύφος σαν να τους ήξερε από καιρό και τους χαιρέτισε με τα ονόματα τους. Ένοιωθε μεγάλη αμηχανία δίσταζε ακόμα και να του φιλήσει το χέρι και δεν ήξερε πως να αρχίσει να μιλά και να τον εξηγήσει γιατί είχα έρθει εκεί έξω από το καλύβι του.
Τελικά βρήκε τα λόγια του και του εξήγησε πως είχα έρθει για να τον ζητήσει να βοηθήσει κάποιο πολύ άρρωστο συγγενικό του πρόσωπο, καθώς οι γιατροί δεν της έδιναν πολύ ζωή. Τον κοιτούσε σα να ήξερε από πριν ότι έλεγε και αφού τον άκουσε προσεκτικά του είπε χαμογελώντας με απλά λόγια : «Μην στεναχωριέσαι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα». Στην αρχή απόρεσε λίγο αλλά κατά βάθος χάρηκε από την απάντηση του. Και πράγματι το πρόσωπο αυτό έζησε άλλα δεκατέσσερα χρόνια ενώ το τέλος του συνοδεύτηκε από άλλο ένα θαύμα που είχε σχέση με τον Άγιο.
Ο Άγιος όμως δεν σταμάτησε εδώ. Τον πλησίασε πιο κοντά και του είπε μερικά λόγια που έμμειναν στην μνήμη του αν και πολύ αργότερα κατάλαβε το πόσο μεγάλη σημασία είχαν. Είπε ο Άγιος : «Στη ζωή πρέπει να κατανοήσουμε τι είναι ο Θειος Έρωτας». Τον κοίταξε με απορία και εκείνος συνέχισε, «Ο έρωτας που έχουμε για τα γήινα και τα φθαρτά πρέπει να μετουσιώνεται κάποτε στον Θειο Έρωτα, στον Έρωτα για τον Θεό και για τα αθάνατα. Ακόμα και ο έρωτας και το πάθος που υπάρχει σαρκικά σε ένα ζευγάρι, μπορεί να μετουσιωθεί σε ανώτερο Έρωτα και να μετατραπεί σε Θειο Έρωτα που είναι αιώνιος». Ο Άγιος μετά απομακρύνθηκε από κοντά του και άρχισε να μιλάει με τον Λαρισαίο ενώ αυτός περίμενε να τελειώσουν για να ανέβουν αυτή την φορά την ανηφόρα προς την μονή Κουτλουμουσίου.
Πολλές φορές από τότε του ξαναήρθαν αυτά τα λόγια του Άγιου Παππούλη και ήταν πάντα «τροφή» για συλλογισμό και για συνειδητοποίηση.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου