Περπάταγα στον αρσανά και βλέπω σαν παιδάκι
να κλαίει με αναφιλητά, σεπτό ένα γεροντάκι.
Τι έχεις γέροντα ρωτώ και τρέχουνε τα μάτια
και σμίξανε τα δάκρυα, με του γιαλού τ΄ αλάτια;
Τέκνο μου είμαι ο Ιωσήφ, Γέρων Βατοπαιδίου
και ήρθα να ειδώ τα σπλάχνα μου, στη μάνδρα του πεδίου.
Ήρθε μαζί μου η Παναγιά και μου έδειξε την Σμύρνη
και για να πω μου ορμήνευσε, τι πρόκειται να γίνει.
Αγκάλιασα τη θάλασσα και επήγα στο Aϊβαλί
και η καρδούλα ράγισε σαν είδα μες την εκκλησιά, κάποιον Αλή.
Ήταν κοντά και μακριά, η Έφεσος και η Σμύρνη
Πανάγαθε, πώς άφησες τέτοιο κακό να γίνει;
Ερώτησα με δάκρυα Δέσποινα Παναγία
Ποιού μπότα μαύρη πάτησε, τη γη Σου αυτή Κυρία;
Πότε τα χρόνια που είπανε, της λευτεριάς το αστέρι,
θα έρθει απ την Ανατολή, ένας Θεός το ξέρει;
και στα αρχαία χαλάσματα, έκλαιγε η μυθόπλαστη Παλλάδα.
Η Θράκη θέλει λευτεριά και η Καρπασία στενάζει
Σμύρνη και Πενταδάκτυλος, ξύπνα Ρωμιέ κραυγάζει.
Έμεινε στα παράλια, πόνος και ερημιά
και σβήσαν τα καντήλια μας εις τα νεκροταφειά.
Ένας λαός που δύσκολα τέτοιους ζυγούς θυμάται
θέλει το χάρο της σκλαβιάς, να΄ χει για να φοβάται.
Μου έδειξε η Παντάνασσα και της Ελλάδας μάνα
πως άναψε μες τη σκλαβιά, της λευτεριάς η δάδα.
Είδα τη γαλανόλευκη να κυματίζει στη Μίλητο , στην Αλικαρνασσό
και την ιαχή του γυρισμού, την άκουγαν μέχρι τη Λεμεσό.
Ακουσα τις καμπάνες, κοντά η Αγία Σοφιά
βουβά κτυπούσαν στην καρδιά για την ελευθεριά.
Ο Βασιλεύς, εξύπνησε, στου Ρωμανού την πύλη
αγαρηνός και άπιστος, κανένας δεν θα μείνει.
Είπε ο Γέρων και έφυγε από το μονοπάτι
και εγώ, χίλια σκεφτόμουνα πριν μπω μες το παλάτι.
Αντίκρισα την Παναγιά που δέχτηκε το βόλι
την ευχαρίστησα ξανά, που βρέθηκα, στο Άγιο Περιβόλι.
Γοργά η ματιά μου ρίχτηκε, σε ξύλινο σταυρό
και τότε άρχισα και γω, Παντάνασσα το αναφιλητό.
Γέρων Ιωσήφ, κοιμήθηκε την 1η Ιουλίου
Πανάχραντη, μα ήταν εδώ… εις την Βατοπαιδίου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου