Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Ἡ στροφὴ τοῦ Δημητράκη μετά ἀπὸ τις εὐλογημένες «μπάτσες» τοῦ τρελο-Γιάννη!

 

Ὁ Δημητράκης ἦταν ἕνα παιδί στα πρῶτα χρόνια τῆς ἐφηβείας. Βάδιζε τά δεκατέσσερα χρόνια καί πήγαινε στή Β’ Γυμνασίου. Ἔμενε μέ τόν μικρότερο κατά τρία χρόνια ἀδελφό του Παῦλο καί τούς γονεῖς του δυό πολυκατοικίες πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού κατοικοῦσε ὁ τρελο-Γιάννης. Τόν τελευταῖο χρόνο σ’ ἀντίθεση μέ τὰ ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του εἶχε στραφεῖ πρός τόν Θεό. Οἱ φίλοι του δέν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴ τὴ μεγάλη στροφή. Ἀναρωτιόντουσαν τί συνέβη καὶ ἄλλαξε ὁ ζωηρὸς Δημητράκης καὶ πὼς ἄφησε τὶς σκανδαλιὲς καὶ τὶς ἀταξίες καὶ στράφηκε στὴ μελέτη καὶ τὴ σωφροσύνη. Ἀκόμη καὶ οἱ γονεῖς του ἀγνοοῦσαν τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς μεταστροφῆς του.

Ὁ Δημητράκης καταθέτει τὴν ἐμπειρία του μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ τρελο-Γιάννη, στὸ μνημόσυνο ποὺ τοῦ ἔκανε ἡ γειτονιὰ καὶ λέγανε πολλοὶ τὶς θαυμαστὲς ἐμπειρίες καὶ τὴ βοήθεια ποὺ βιώσανε ἀπὸ τὸν τρελο-Γιάννη τὸν διὰ Χριστὸν σαλό.

«Μία ημέρα ή μάνα μου με ἔστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο τοῦ κυρ-Ἀποστόλη ψωμί. Καθώς ἀγόραζα ψωμί, ἔκανα και μίαν ἄσχημη πράξη, τήν ὁποία συνήθιζα να κάνω μαζί καί μέ τούς φίλους μου. Νά, ἔκλεψα μία σοκολάτα», εἶπε καί κοίταξε στό πάτωμα ἐνῶ ταυτόχρονα κοκκίνισε ἀπό ντροπή. «Ὁ κυρ-Ἀποστόλης», συνέχισε, «δέν τό κατάλαβε και πίστευα πώς δέν μέ εἶδε κανείς. Ἀπό τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὅμως, καθώς ἔβγαινα ἀπό τό σπίτι να πάω σχολεῖο ἔβρισκα ἔξω ἀπό τήν πόρτα μας δυό παρόμοιες σοκολάτες, ὅπως αὐτὴ πού εἶχα κλέψει. Αὐτό συνεχίστηκε για σχεδόν εἴκοσι ἡμέρες. Ρώτησα τή μάνα μου ποιός βάζει τή σοκολάτα καί μοῦ εἶπε πώς κάθε πρωί χτυπᾶ τό κουδούνι τῆς πολυκατοικίας ὁ τρελο-Γιάννης. “Αὐτός, Δημητράκη μου, κάνει τέτοιες παλαβομάρες”, μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου.

Τότε κατάλαβα πώς πρέπει ὁ σαλός να μέ εἶδε ὅταν ἅρπαξα τή σοκολάτα και θέλει ἔτσι νὰ μὲ ἐκδικηθεῖ. Θὰ τοῦ δείξω ἐγώ τοῦ τρελοῦ πού ἐπιδιώκει νά μέ κάνει να νιώθω ἄσχημα για μια ψωροσοκολάτα πού ἔκλεψα. Ἔτσι σκεφτόμουν, τότε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα βρῆκα πάλι τις σοκολάτες, μία για μένα καὶ μία για τὸν Παῦλο τὸν ἀδελφό μου μαζί με ἕνα σημείωμα πού ἔγραφε τις Δέκα Εντολές καὶ εἶχε ὑπογραμμισμένη αὐτὴν που λέει “Οὐ κλέψεις”. Θύμωσα πολύ.

Μόλις, λοιπόν, σχόλασα, πῆγα ἀμέσως στήν πολυκατοικία τοῦ τρελο-Γιάννη καί χτύπησα το κουδούνι του. Μοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα μέ ἕνα χαμόγελο καί μοῦ εἶπε:

Συγγνώμη, Δημητράκη μου. Ξέρω πώς ἦλθες νὰ μοῦ ρίξεις δυό μπάτσες γιά τίς σοκολάτες. Ἄλλωστε, ἐγώ ὁ χαζός, ὅπως λένε ὅλοι, μόνο γιά μπάτσες ἀξίζω. Ἔλα, χτύπα με ὅσο πιό δυνατά μπορεῖς. Βγάλε, παιδί μου, το θυμό σου.

Τὰ ἔχασα καί πῆγα να φύγω. Φοβήθηκα. Ποῦ ἤξερε ὁ τρελός ὅτι πήγαινα νά τόν χτυπήσω, ἀφοῦ δέν τό εἶχα πεῖ σέ κανέναν; Στήν ἀπορία μου αὐτή ἀπάντησε ἀμέσως:

Θὰ ἀναρωτιέσαι, καλό μου παιδί, ποιός μοῦ τὸ εἶπε πώς ἔρχεσαι νά μέ χτυπήσεις. Ἔτσι δέν εἶναι;

Ἔγνεψα καταφατικά.

– Νά, πρίν ἀπό σένα ἦταν ἐδῶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος, πού σε προστατεύει, καί ἡ Παναγία μας καί μοῦ τὸ εἶπαν. Ξέρεις, σ’ ἀγαποῦν πολύ καί μιλοῦν συχνά για σένα. Νά, προχθές μέ την Ελενίτσα, τή συμμαθήτριά σου, πού τή χαστούκισες ὅταν διαφωνήσατε, τούς στενοχώρησες πολύ καί ἔκλαιγαν ἐδῶ μαζί μου.

Καί αὐτό τό γεγονός δέν το γνώριζε κανείς.

Δημητράκη, θὰ σοῦ πῶ ἕνα μεγάλο μυστικό μέ τόν ὅρο πώς, ὅσο βρίσκομαι σ’ αὐτήν τή ζωή, δέ θά τό πεῖς πουθενά. Δέχεσαι;

Ναί, ἀπάντησα, ἐνῶ ἔβλεπα τόν τρελο-Γιάννη να λάμπει ἀπό χαρά.

Ὁ Χριστός μας, Δημητράκη, θέλει νά ἔρχεται στο σπίτι σας, ἀλλά ὅσες φορές ἦλθε να σᾶς ἐπισκεφθεῖ, ἄκουσε καβγάδες καί ἔφυγε λυπημένος. Εἶπε λοιπόν νὰ σοῦ δώσω νά διαβάσεις τίς ἐντολές Του, νά τίς μάθεις καλά καί νά τίς τηρεῖς καί τότε θά ἐπιστρέψει καί θά μένει διαρκῶς μαζί σας. Ξέρεις τί σημαίνει να μένεις στο ἴδιο σπίτι μ’ Αὐτόν πού δημιούργησε τόν κόσμο; Ἄντε φύγε τώρα νὰ πᾶς στο σπίτι, γιατί ἡ μάνα σου θά ἀνησυχεῖ. Κίνησα να φύγω καί ὁ τρελο-Γιάννης ξεπροβοδίζοντάς με μοῦ εἶπε χαμογελώντας:

Βρέ Δημητράκη, ποῦ πᾶς να φύγεις; Ξέχασες νὰ μοῦ δώσεις τίς μπάτσες.

Ἔφυγα πετώντας γιά τό σπίτι μου. Μόλις μὲ εἶδε ἡ μάνα μου, μέ ρώτησε γιατί ἄργησα καί τῆς εἶπα πώς πῆγα στόν σαλό καί τοῦ εἶπα νὰ μὴν ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θά με παχύνει! Πήγα στο δωμάτιό μου και σκεφτόμουν ὅσα ἔγιναν στο σπίτι τοῦ σαλοῦ. Ἔπειτα ἀπό λίγο σηκώθηκα καί εἶπα:

– Μάνα, δώσε μου τριάντα δραχμές να δώσω στον κυρ-Αποστόλη τον φούρναρη, γιατί πῆρα κάτι καὶ δὲν μοῦ ἔφθασαν τα λεφτά.

Μοῦ τά ἔδωσε καί πῆγα τροχάδην καί τά ἔδωσα στόν κυρ-Ἀποστόλη. Ἐκεῖνος ξαφνιάστηκε, ὅταν τοῦ εἶπα πώς πῆρα μία σοκολάτα πρίν ἀπό μέρες μαζί μέ τό ψωμί καί ξέχασα νὰ τοῦ τὴν πληρώσω».

– Ἔ! ξαφνιάστηκα, γιατί σέ θεωροῦσα ἀλητόπαιδο, βρέ Δημητράκη. Καί μόλις ἔκανες αὐτή τήν πράξη, εἶπα πώς δέν πρέπει να κατηγορῶ κανέναν, γιατί δέν ξέρεις τί καρδιά κρύβεται πίσω ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Ἀπό τότε σε συμπάθησα, πετάχτηκε καί εἶπε ὁ φούρναρης.

Πηγή: “Ὁ τρελο-Γιάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός”, Διονύσιος Α. Μακρής, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, Ἀθήνα 2023, σέλ.34-35, 40-43

filippiaven

 orthodoxia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου