Έλεγε ο Παπα-Τύχων:«Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές».

Το “δόξα σοι ο Θεός” να μη λείπη ποτέ από τα χείλη σας. Εγώ, όταν πονάω, το “δόξα σοι ο Θεός” έχω για χάπι του πόνου· τίποτε άλλο δεν με πιάνει. Το “δόξα σοι ο Θεός” είναι ανώτερο και από το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.

Έλεγε: «Ο Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.

Έλεγε: Ότι είσαι αυτό βλέπεις, ότι ζητάς αυτό βρίσκεις.

Έλεγε ο παπα-Τύχων:

– Για να βρεις καλό πνευματικό πρέπει να κάνεις τρεις μέρες προσευχή και κατόπιν τι ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις να κάνεις προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς.

Έλεγε ακόμη:

– Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε εργασία. Να λες « Θεέ μου,δώσε μου δύναμη και φώτιση» και κατόπιν να αρχίσεις την δουλειά σου. Και στο τέλος «δόξα τον Θεό».

Έλεγε πάλι:

– Η κόλαση έχει γεμίσει από ανθρώπους παρθένους – υπερήφανους. Ταπεινό άνθρωπο θέλει ο Θεός.

Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:

– Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ’ όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος που έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.

Ο Παπά-Τύχων, όταν είχε πάει στο Καλύβι του Τιµίου Σταυρού, δεν είχε Ναό, αν και του ήταν απαραίτητος. Ούτε χρήµατα είχε για να φτιάξη, παρά µόνο µεγάλη πίστη στον Θεό. Μιά µέρα προσευχήθηκε και ξεκίνησε για τις Καρυές, µε την πίστη ότι ο Θεός θα του οικονοµούσε τα χρήµατα που χρειαζόταν, για να φτιάξη τον Ναό. Πριν φθάση ακόµη στις Καρυές, τον φώναξε από µακριά ο δικαίος της Σκήτης του Προφήτη Ηλία. Όταν πλησίασε ο Παπα-Τύχων, ο δικαίος του είπε: «Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αµερική µου έστειλε αυτά τα δολλάρια, για να τα δώσω σε κανέναν ασκητή που δεν έχει Ναό. Εσύ δεν έχεις Ναό· πάρ’ τα και φτιάξε». ∆άκρυσε ο Παπα-Τύχων από συγκίνηση και ευγνωµοσύνη στον Καλό Θεό που, σαν καρδιογνώστης που είναι,είχε φροντίσει για τον Ναό, πριν ακόµη εκείνος Τον παρακάλεση, ώστε να του έχη έτοιµα τα χρήµατα, όταν θα του τα ζητούσε. Όταν κανείς αφήνεται στον Θεό, ο Θεός δεν τον αφήνει.

ΠΗΓΗ

simeiakairwn.wordpress.com