Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Το στασιδι του Καναρη.

Το στασιδι του Καναρη

Στασιδι-Καναρι-235x300 

Εάν, ἀγαπητοί μου, βρεθῆτε κάποτε στὴν Ἀ­θήνα, κάνετε παρακαλῶ τὸν κό­πο νὰ ἐπισκεφθῆτε, κοντὰ σὲ μία πάροδο τῆς ὁδοῦ Κυψέλης, ἕνα μικρὸ ναὸ ποὺ τι­μᾶ­ται ἐπ᾽ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ κάτι θὰ σᾶς ὑ­πενθυμίσῃ τὸ ἔνδοξο 1821 καὶ θὰ σᾶς κάνῃ νὰ ῥιγήσετε ἀπὸ ἐθνικὴ συγκίνησι.
Μόλις θὰ μπῆτε στὸ ναό, θὰ τραβήξῃ τὴν προσοχή σας ἕνα στασίδι δίπλα στὸ δε­σποτι­κὸ θρόνο στολισμένο μὲ τὴ σημαία τῆς ἐπανα­στάσεως τοῦ ᾽21 καὶ τὴ γαλανόλευκη. Φέρει τὴν ἐπιγραφὴ «ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΑΥΤΗ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΤΟ ΣΤΑΣΙΔΙ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΤΟΥ 1821 ΝΑΥΑΡ­ΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΝΑΡΗ (1790-1877)». Τὸ αὐθεντι­κὸ στασίδι σῳζόταν μέχρι τὸ 1978 μὲ μία γαλα­νό­λευκη ταινία καὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «ΣΤΑΣΙΔΙ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΑΝΑΡΗ 1794-1877». Τὸ ἔτος αὐτὸ κατεστράφη δυστυχῶς λόγῳ πυρκαϊᾶς.
 Πόσα δὲ μᾶς λέει ἡ μικρὴ αὐτὴ ἐπιγραφή! Ὑπενθυμίζει μία ἀπὸ τὶς ἡρωικώτερες φυ­σιογνωμίες τοῦ ἀγῶνος τῆς ἐθνικῆς μας ἀνεξαρ­τησίας, τοῦ ἀγῶνος τοῦ 1821· τὸν ἀτρόμη­το ἥ­ρωα τῶν ἑλληνικῶν θαλασσῶν, τὸν Κωνσταν­τῖνο Κανάρη, ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸ πυρπολι­­κό του, μιὰ ἀσέληνη νύχτα τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1822, ἄναψε στὸ λιμάνι τῆς Χίου «φλόγα οὐρανομή­κη», ἔ­καψε τὴν τουρκικὴ ναυαρχίδα· ἔτσι ἐκδικήθη­κε τὴν ἀγρία σφαγὴ τῆς Χίου, τιμώρησε τοὺς βαρ­βά­ρους ἐπιδρομεῖς, φωταγώγησε τὰ ἑλληνικὰ πε­­λάγη, ἐμψύχωσε τὸν ὑπὲρ πάν­των ἀγῶνα τῆς φυλῆς, προκάλεσε τὴν παγκόσμια προσοχή.
Ὁ νεαρὸς αὐτὸς Ἕλληνας ναύτης ἔγινε θρῦ­λος. Ἡ εἰκόνα του τυπώθηκε σὲ πλῆθος ἀντίτυπα καὶ κυκλοφόρησε σὲ ὅλες τὶς ἐλεύθερες χῶρες. Ξένοι ποιηταί, ὅπως ὁ Βίκτωρ Οὑγκώ, ὕμνησαν τὸν ἡρωισμὸ τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ τέ­κνου τῆς Ἑλλάδος. Καὶ ὁ δικός μας ποιη­τὴς Ἀνδρέας Κάλβος, στὸ περίφημο ποίημά του «Ἡφαίστεια», ἔψαλε τὴ δόξα του· «Καὶ τὰ σπήλαια τῆς γῆς ἐβόουν· Κανάρη! Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα ἴσως θέλουν ἀντηχήσει πάντα· Κανάρη!…».

* * *

Ἀλλ᾽ ὁ ἐθνικὸς αὐτὸς ἥρωας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ἄνθρωπος μὲ βαθύτατες θρησκευτικὲς πεποιθήσεις. Πίστευε ἀκράδαντα στὸ Χριστό, ὅτι πάνω ἀ­πὸ τὶς δυνάμεις τῆς ὕλης ὑπάρχει ὁ «Κύριος τῶν δυνάμεων» (Β΄ Βασ. 6,2. Μ. Ἀπόδ.). Πίστευε, ὅτι ἡ θεία δικαιοσύνη δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ μὴν τιμωρήσῃ τοὺς σφαγεῖς τῶν παι­­διῶν καὶ τῶν γυναικῶν, ποὺ σὰν κοπά­δια αἱ­μοβόρων λύκων ἔρχονταν ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς Ἀ­νατολῆς γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μιὰ ἱστορι­κὴ φυλή. Πίστευε, ὅτι στὴν πάλη ἡμισελήνου καὶ σταυροῦ στὸ τέλος θὰ νικήσῃ ὁ τίμι­ος σταυρός. Πίστευε ὁ Κανάρης. Καὶ γι᾽ αὐτὸ μετὰ τὸ ἡρωικό του κατόρθωμα, μόλις ἀποβιβάσθηκε στοὺς βράχους τῶν Ψαρρῶν, ἔσπευσε ἀμέσως αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του νὰ δοξολογήσουν τὸ Θεό. Πῆγε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄναψε λαμπάδα, γονάτισε καὶ γεμᾶτος ἱερὴ συγκίνησι εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ φέρῃ γρήγορα τὴν ἐλευθερία στὴν πατρίδα. Καὶ ὁ ναύαρχος ἀξιώθηκε νὰ δῇ τοὺς καρποὺς τῶν ἀγώνων του. Εἶδε τὴν Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε, ἐλεύθερη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κυψέλη, μιὰ ἀπόκεντρη συνοικία τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ἐνῷ ἀπολάμβανε τὴ γενικὴ ἐκτίμησι τῶν Ἑλλήνων, δὲ λησμόνησε τὸ Θεό. Ὁ ναύαρχος κάθε Κυριακή, ὄρθρου βαθέος, ἐπὶ πολλὰ χρόνια, μέχρι τὰ βαθειά του γεράματα, πήγαινε ἀπὸ τοὺς πρώτους στὸν ἱερὸ αὐτὸ ναὸ καὶ παρακολουθοῦσε μὲ εὐλάβεια ὣς τὸ τέλος τὴ θεία λειτουργία. Μέχρι σήμερα φαίνεται ἡ θέσι ὅπου στεκόταν ὁ ναύαρχος. Τέκνο τῆς θαυματουργοῦ πίστεως ἦταν ὁ Κανάρης. Καὶ ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὅ­λη ἡ ἔνδοξη ἐκείνη γενεὰ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ᾽21 εἶχε βαθύτατο τὸ θρησκευτικὸ συν­αίσθημα. Ἐὰν μελετήσῃς τοὺς βίους τῶν ἐπισημοτέρων ἡρώων τοῦ ἀγῶνος (τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Κουντουριώτη, τοῦ Μιαού­λη, τοῦ Διάκου, τοῦ Μάρκου Μπότσαρη κ.ἄ.), θὰ δῇς σὲ μύριες περιπτώσεις, ὅτι οἱ ἄνδρες αὐτοί, ποὺ πολέμησαν σὰν λιοντάρια γιὰ τὴν ἐλευθερία, εἶχαν τὴν πίστι ῥιζωμένη στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὅλοι οἱ ἀγωνισταὶ ἦ­ταν πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νήστευαν, προσεύχονταν, ἐκκλησιάζονταν, κοινωνοῦσαν μὲ κατάνυξι, ἔκαναν ὅλα τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ἄρχιζαν καὶ τελείωναν κάθε τι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. «Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος», αὐ­τὴ ἦταν ἡ ἐπικεφαλίδα τῶν διπλωμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα ἐφωδιάζονταν οἱ Ἕλληνες πλοίαρχοι τῶν καταδρομικῶν πρὸς δίωξιν τῶν ἐ­χθρικῶν πλοίων. Κι ὅταν νικοῦσαν, ἀπέδιδαν «τὰ νικητήρια τῇ ὑπερμάχῳ Στρατη­γῷ». Δοξολογοῦσαν τὸ Θεό· καὶ στὰ ἐπίσημα ἔγγραφα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναγγέλλονταν οἱ νίκες, ἔ­γραφαν· «Μέγας ὁ Θεὸς καὶ ἡ πίστις τῶν Ὀρ­θοδόξων Χριστιανῶν» καὶ «Ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύι» (Ἔξ. 15,6).

* * *

Ἥρωες πίστεως ἦταν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ ᾽21. Ἀλλὰ δυστυχῶς μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι ἡ πίστι ἐκείνη ἡ μεγάλη ἄρχισε νὰ ψυχραίνεται στὴν ἐλεύθερη πατρίδα. «Ἄνδρες λοιμοί» (Β΄ Παρ. 13,7), ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσεως, δίδαξαν τὸν ὑλισμό, πολέμησαν μὲ λύσ­σα τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ μία ἑκατονταετία ἀγωνίσθηκαν μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ κάνουν τὸ λαό μας ἄθρησκο. Καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τέτοιοι κυβέρνησαν τὸν τόπο. Αὐτοὶ θέλησαν νὰ σβήσουν ἀπὸ τὸ Ἑλ­ληνικὸ Σύνταγμα τὴν ἐπικεφαλίδα «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος» – ἔ­τσι ἄρχιζε τὸ Σύνταγμα ποὺ ψήφισαν οἱ ἀγωνισταὶ στὶς πρῶτες ἐθνοσυνελεύσεις. Ἡ ἐπικεφαλίδα αὐτὴ θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς μεσαιωνική, ἀναχρονισμός. Δυστυχῶς τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς ἀδιαφορί­ας, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἐχθρότητος, πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας τοῦ ἔθνους μας κατὰ τὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς δουλείας, ἐξακολουθεῖ νὰ κατευθύνῃ τὴν πολιτικὴ καὶ δημοσία ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ συμβαίνει τοῦτο τὸ παράδοξο· ἐνῷ ὁ λαός μας πιστεύει στὴ θρησκεία του, ἀντιθέτως ἐ­κεῖνοι ποὺ λένε ὅτι τὸν ἐκπροσωποῦν φαί­νονται ψυχροί, ἀδιάφοροι καὶ πολλὲς φο­ρὲς ἄ­πιστοι, ἄθεοι, ὑλισταί, ἀντίχριστοι. Θεω­ρεῖτε ὑπερβολικὴ τὴν κρίσι μας; Θὰ μποροῦ­σα νὰ σᾶς ἀναφέρω πολλὰ παραδείγματα, ἀλλ᾽ ἀρκοῦμαι μόνο σὲ ἕνα ἐρώτημα· πόσοι ἀπὸ τοὺς πολιτικούς μας ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι; πόσοι ζοῦν σὰν πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας; καὶ συγκεκριμένα πόσοι ἐκ­κλη­σιάζονται; Κυριακὴ πρωὶ οἱ καμπάνες χτυποῦν. Ὁ Κανάρης τὶς ἄκουγε καὶ εὐφραινόταν νὰ βρίσκεται στὸ ναό. Τὶς ἀκοῦ­νε καὶ σήμερα οἱ νεώτεροι πολιτικοί μας, καὶ κανείς ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲν ἐκκλησιάζεται τακτικά. Ματαίως θ᾽ ἀναζητήσετε στοὺς ναοὺς τοὺς ἄρ­χοντες τοῦ τόπου. Ὁ ὑπουργός, ὁ νομάρχης, ὁ δήμαρχος, οἱ ἀνώτεροι ὑπάλληλοι, ἐπιθεωρηταὶ ἐκπαιδεύσεως, καθηγηταὶ καὶ δάσκαλοι, πλὴν ἐλαχίστων τιμητικῶν ἐξαιρέσεων, ὅ­λοι λάμπουν διὰ τῆς ἀπουσίας τους. Ἂς ἐκ­κλησιάζεται ὁ μικρὸς λαὸς καὶ οἱ γριές· αὐ­τοὶ τὸ θεωροῦν ὑποτιμητικὸ νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Μόνο στὶς ἐπίσημες μέρες, σὲ ἐθνι­κὲς ἑορτὲς ὅπως ἡ 25η Μαρτίου θυμοῦνται τὴ θρησκεία. Ξύπνα, Κανάρη, νὰ δῇς πῶς θρη­σκεύουν οἱ ἐπίσημοι τῶν ἀπογόνων σου!… Αὐτὴ ἡ ἐπιδεικτικὴ ἀπουσία τῶν ἐπισήμων ἀπὸ τὴν δημοσία λατρεία σκανδαλίζει. Πόσες φορὲς δὲν μαθαίνουμε, ὅτι Κυριακὴ πρωί, ὅ­ταν ἁπλοῖ πολῖτες πηγαίνουν στοὺς ναοὺς νὰ προσευχηθοῦν, ἄρχοντες ποὺ κατέχουν ἀνώτατες θέσεις βρίσκονται ἀλλοῦ!

* * *

Ἀξιότιμοι δημόσιοι λειτουργοὶ τῆς Ἑλλάδος! Ἡ θέσι σας τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ δὲν εἶνε ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἐκπροσωπεῖτε μία χώρα, ἡ ὁποία στὴ μεγίστη πλειοψηφία της ἀνήκει στὴν Ὀρ­θόδοξο Ἐκκλησία. Μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ὁ μικρὸς αὐτὸς λαὸς ἀποδείχθηκε μεγάλος· πέρασε συμφορὲς καὶ καταιγίδες, ἀνέπτυξε πολιτισμό, ἔστησε τρόπαια, ἔγραψε ἐποποιίες. Πιστὸς εἶνε ὁ λαός μας· γι᾽ αὐτὸ πιστοὶ πρέπει νὰ εἶνε καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἐκπροσωποῦν γνησί­ως, ὅλοι ὅσοι τὸν κυβερνοῦν, δίνοντας πρῶ­τοι αὐτοὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀφοσιώσεως στὴ θρησκεία τῶν πατέρων του. Διαφορετικά, τὸ στασίδι ἐκεῖνο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀποστόλων τῆς Κυψέλης στὴν Ἀθή­να θὰ εἶνε ἕνας δρι­μὺς ἔλεγχος ὅλων ἐκείνων τῶν Ἑλλήνων οἱ ὁποῖοι, διαδέχθηκαν μὲν τοὺς ἥρωες τοῦ ᾽21 στὶς διάφορες δημόσιες θέσεις, δὲν ἔχουν ὅ­μως οὔτε ἕνα μόριο τῆς χριστιανικῆς πίστεως τῶν προγόνων τους. Ἡ χριστιανικὴ Ἑλλάδα ἔχει τὴν ἀξίωσι νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ Χριστιανοὺς κυβερνῆτες, ποὺ θὰ κλείνουν μέσα στὰ στήθη τους τὴ θαυματουργὸ πίστι ἑνὸς Κανάρη!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο, ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περ. «Χριστ. Σπίθα» (ἕδρα Γρεβενά) τὴν 25η Μαρτίου 1947. Μεταγλώττισις, σύντμησις, προσαρμογὴ 25-3-2011 τὸ πρωί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου