Στις 4 Νοεμβρίου του 1254 ο Άγιος ελεήμων Βασιλεύς Ιωάννης Βατάτζης ¨παρέδωκεν εν ειρήνη την
ψυχήν του εις χείρας Θεού Ζώντος¨, στο αγαπημένο του Νύμφαιο. Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε στη Μονή του Σωτήρος Χριστού, που είχε ιδρύσει ο ίδιος, γνωστή ως Σωσάνδρα ή μονή Σωσάνδρων στο Νύμφαιο της Βιθυνίας. Εκεί ετάφη και ο γιός του Θεόδωρος B’ Λάσκαρις, ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο..Μετά από επτά χρόνια δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Άγιος Ιωάννης, ζήτησε να ανακομισθεί το λείψανό του και να μετακομισθεί στην πόλη της Μαγνησίας. Όταν άνοιξαν τον τάφο, μια γλυκιά ευωδία και χάρις απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει ένας κήπος αρωματικός και ευώδης. Επτά χρόνια ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματος του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου. Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά Μαρμαρωμένος Βασιλιάς!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα βασιλικά του ενδύματα επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Μεταφέρθηκε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας, το οποίο άρχισε να θαυματουργεί. Να βγάζει δαιμόνια από τα οποία τόσο υπέφερε. Να θεραπεύει μελαγχολίες και ψυχικά νοσήματα, από τα οποία και εκείνος εταλαιπωρείτο και να κάνει άπειρα θαύματα. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη που είχε ήδη ελευθερωθεί από τους Φράγκους και χάθηκε μυστηριωδώς κατά την άλωση. Σύμφωνα με μαρτυρίες που διασώθηκαν από Μαγνησαλήδες και έφτασαν έως εμάς το λείψανο του Αγίου Αυτοκράτορα φυλασσόταν στο Ναό του Αγίου Αθανασίου στη Μαγνησία, όπου όλος ο λαός της περιοχής το προσκυνούσε και λάβαινε ευλογία. Ο ναός ήταν τρισυπόστατος το δεξιό κλίτος τιμάτο στον άγιο Ιωάννη Βατάτζη και το αριστερό στον άγιο ιερομάρτυρα Χαράλαμπο. Εκεί φυλασσόταν επίσης ο Σταυρός του Αυτοκράτορα. Το άφθαρτο λείψανο του ιαματικού Αγίου βασιλιά δεν είναι γνωστό τι απέγινε μετά τα γεγονότα της καταστροφής του 1922, την ισοπέδωση και το κάψιμο της Μαγνησίας από τα κεμαλικά στρατεύματα και τις ορδές των τσετών.
***
Από τότε έως σήμερα το πρόσωπο του αγίου έγινε
θρύλος, ο θρύλος του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», ο οποίος θα φανεί για να
ελευθερώσει ξανά την Βασιλεύουσα. Ακόμη ο θρύλος λέγει ότι μαζί του ο
Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η
λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η
στιγμή να ξεπροβάλλει ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που
καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη.
Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310) ιστορικός της εποχής,
αναφέρει ότι, επί βασιλείας του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου, γύρω στα
1303, κατά τις επιδρομές των Τούρκων στην Μαγνησία, ο καστροφύλακας
έβλεπε κάθε νύχτα πολλές φορές μία αναμμένη λαμπάδα να περιφέρεται στα
τείχη. Έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν το φαινόμενο μα δεν τα
κατάφεραν να λύσουν το μυστήριο. Τέλος εστάλη ο κωφάλαλος εκ γενετής
αδελφός του καστροφύλακα. Παραδόξως σε αυτόν τον άνθρωπο έγινε η
αποκάλυψη του θαυμαστού γεγονότος, και επιστρέφοντας του δόθηκε και η
θεραπεία. Και έτσι διηγήθηκε ότι στο μέρος εκείνο που φαινόταν το φως
της λαμπάδας, είδε έναν άνδρα μεγαλοπρεπή με βασιλικό παράστημα να κρατά
τη λαμπάδα, κι ο οποίος μεγαλοφώνως προέτρεπε τους χριστιανούς να
συνεχίσουν την άμυνα. Την μορφή αυτή την αναγνώρισε στο ιερό σκήνωμα του
Αγίου Βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη. Το γεγονός αυτό έγινε η αιτία να
αναγνωρισθεί εκείνη την εποχή από όλους τους κατοίκους της Βιθυνίας ο
Ιωάννης ως Άγιος.
***
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς
το ¨Δώρο του Θεού¨ στη Ρωμηοσύνη
Μια ηλικιωμένη κυρία διηγήθηκε στον κ. Δημήτριο
Γκιουζέλη τα εξής: «Πριν είκοσι (20) χρόνια μια γειτόνισσα, μου ανέφερε
την ιστορία της οικογενείας της. Ο παππούς της ήταν Ιερέας στην Πόλη την
περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής και ήταν από εκείνους που πήραν
απόφαση εκείνα τα χρόνια βλέποντας τον όλεθρο να πλησιάζει να
μετοικήσουν στην Ελλάδα.
Το τελευταίο βράδυ τους στην Κωνσταντινούπολη, ένας κρυπτοχριστιανός
εμφανίστηκε στον Ιερέα και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Με κάθε
προφύλαξη τον οδήγησε σε έναν καλά φυλαγμένο τόπο, όπου ήταν ο τάφος του Αγίου Βασιλιά. Ντυμένος
με τη στολή του ο Άγιος Ιωάννης έμοιαζε να κοιμάται, ενώ το δεξί του
χέρι κρατούσε το σπαθί του, το οποίο ήθελε ακόμα λίγα εκατοστά να βγει
από το θηκάρι! Ο Ιερέας συγκλονίστηκε βλέποντας μπροστά
στα μάτια, εκείνο που ήταν ποθούμενο και θρύλος και προφητεία
ανεκπλήρωτη για αιώνες για ολάκερη τη Ρωμιοσύνη.
Ο κρυπτοχριστιανός του ζήτησε μόνο να φυλάξει καλά το μυστικό και να το
φανερώσει μόνο πριν το θάνατο του στα παιδιά του. Ο Ιερέας κράτησε την
υπόσχεση του και φανέρωσε το μεγάλο μυστικό λίγο πριν κοιμηθεί, στην
μεγάλη του κόρη.
Για χρόνια είχα ξεχάσει αυτή τη διήγηση, ακούγοντας όμως τελευταία να
γίνεται λόγος για τον Άγιο Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, τη θυμήθηκα σαν να ήταν
χτες και αποφάσισα να ψάξω να βρω περισσότερα στοιχεία για τον Άγιο
Αυτοκράτορα μου είπε με συγκίνηση».
Ακόμη λέγεται ότι ο Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η στιγμή να βγεί ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Το ξίφος μετακινέιται κατά ένα-δύο χιλιοστά την πενταετία”.
***
Συγκλονιστική αφήγηση ιερέα για τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη όπως τον είδε στο θρόνο του στην Κωνσταντινούπολη!
Αναφορά
στις εν Αγίω Πνεύματι εμφανίσεις, παρουσία και φανερώσεις του Αγίου
Βασιλέα Ιωάννη. Τον Έλληνα Άγιο Βασιλέα που ο Κύριος θα αναστήσει εκ
νεκρών, έτσι όπως έγινε και με τους Αγίους Επτά Παίδες τους εν Εφέσω που
έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
Έτι και πέραν αυτών, θα καταγράψω στη συνέχεια και ένα ακόμη γεγονός σε
σχέση και πάλι με τον Άγιο Βασιλέα. Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε σε μια
μικρή ομήγυρη από πνευματικά του τέκνα ο μακαριστός πλέον πατήρ
Θεόδωρος.
Ο σεβάσμιος ιερέας π. Θεόδωρος μιλούσε συνεχώς, για πολλές δεκαετίες και
ενημέρωνε τακτικά το ποίμνιό του για τον Άγιο Βασιλέα, για τον ερχομό
του και για την εκ νεκρών ανάστασή του κατά τα προδρομικά (και όχι τα
τελικά) έσχατα.
Αφηγήθηκε τα εξής ο άγιος παππούλης Θεόδωρος στην μικρή
ομήγυρη: «Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, μια ομάδα προσκυνητών
ταξιδέψαμε στην Αγία Κωνσταντινούπολη για προσκυνηματικούς λόγους.
Ο οδηγός του τουριστικού λεωφορείου μου είπε να μη φορώ τα ράσα μου κατά
το ταξίδι για λόγους ασφάλειας, ή εάν θέλω και επιμείνω να τα φορώ θα
πρέπει τότε να υπογράψω ένα χαρτί ότι η τουριστική επιχείρηση δεν θα
έφερε καμία ευθύνη για τυχόν προβλήματα. Έτσι και έκανα, υπέγραψα.
Όταν ήμασταν η ομάδα των προσκυνητών στον προαύλιο χώρο της Αγιά-Σοφιάς,
με πλησίασε ένας καλοϊσκιωτος και καλοβαλμένος νεαρός ένστολος φύλακας
και μου είπε σε σχεδόν άπταιστα Ελληνικά:
“Πάτερ, είμαι Ρωμηός! Είμαι κλειδούχος εδώ του Ιερού Ναού της Αγίας
Σοφίας, κρυπτοχριστιανός και εγώ, όπως επίσης και ολόκληρη η οικογένειά
μου, από ανάγκη. Εάν το επιθυμείτε, θα ήθελα να σας δείξω κάτι που
ενδιαφέρει όλους εσάς τους Έλληνες χωρίς εξαίρεση. Αυτό είναι μια πολύ
μεγάλη ευλογία”.
Λέγοντας μέσα μου παραλλήλως την “ευχή”, συνεχίζει ο ευσεβέστατος π.
Θεόδωρος, ένοιωσα μια μεγάλη σιγουριά μέσα στην καρδιά μου και ότι εν
τέλει θα πρέπει να ακολουθήσω τον ένστολο φύλακα Ρωμηό στην πρόσκλησή
του.
Και του απάντησα: Εντάξει, να είναι ευλογημένο. Στη συνέχεια, ο Τούρκος
φύλακας-κλειδούχος μου είπε να τον ακολουθήσω, πράγμα που έκανα.
Από κάποια είσοδο αρχίσαμε να κατεβαίνουμε στα υπόγεια της ευλογημένης
Αγίας Σοφίας. Για πολύ ώρα περπατούσαμε μέσα σε σκοτεινά δωμάτια, σε
διαδρόμους με υγρασία, σε άφωτες και ξεχασμένες κάμαρες, σε
σκουριασμένες και αραχνιασμένες πόρτες και σε μια σειρά από πρωτόγνωρες
εικόνες, ερημωμένα κατώγια, παλιά έπιπλα και αντικείμενα που όλα τους τα
είχε ξεχάσει ολότελα ο χρόνος. Σε κάποια στιγμή ο Τούρκος φύλακας μου
είπε να ετοιμάζομαι για μια ασύλληπτη έκπληξη.
Φτάνοντας τώρα σε έναν κάπως διαφορετικό χώρο, με έναν περιποιημένο και
συγυρισμένο περίγυρο ενός αρχοντικού, στολισμένου με υφάσματα και έπιπλα
μιας άλλης εποχής και πάρα πολύ μεγάλου δωματίου, ο Ρωμηός φύλακας της
Αγίας Πόλης μου δείχνει με δέος και φόβο και μου λέει με σχεδόν
τρεμάμενη φωνή:
“Πάτερ, κοίταξε αυτόν τον άνθρωπο που βρίσκεται εμπρός σας και είναι καθισμένος πάνω στον θρόνο του!”.
Και τι να δω; Τα έχασα! Έμεινα άναυδος, άφωνος και άλαλος!
Έβλεπα εμπρός μου το πρόσωπο που για δεκαετίας κήρυττα, περίμενα και ομιλούσα!
Έβλεπα αυτόν τον Άγιο που για χρόνια ένοιωθα τεράστιο δέος και μόνον φέροντάς τον μέσα στη σκέψη μου!
Ήταν
ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης! Μπροστά μου! Σαν να ήταν όντως ζωντανός! Απλά
δεν ανέπνεε. Ροδαλός. Ήρεμος. Πολύ όμορφος. Αρχοντικός. Ντυμένος με τα
βασιλικά του ενδύματα. Μια άλλη ομορφιά, υπερκόσμια, υπέρλαμπρη και
υπέρλογη. Ο πολυαγαπημένος μου Άγιος και Έλληνας Βασιλιάς!
Γονάτισα με απερίγραπτο δέος και ευλαβικά μπροστά στον Άγιο Βασιλέα και
γέμισε η γη με τα ατέλειωτα δάκρυά μου. Έκλαιγα γοερά και δεν μπορούσα
ούτε να σταματήσω ούτε και να συνέλθω από αυτό το γιγάντιο δώρο που
ένοιωθα ότι μου έκανε αυτή την στιγμή ο Κύριος Ιησούς Χριστός!
Έμεινα έτσι γονατιστός για πολύ ώρα. Ένοιωθα τώρα μέσα μου τον ουρανό και την γη να είναι πλήρως ενωμένα, σε ένα. Ζούσα μεταξύ ουρανού και γης. Είχα όντως λάβει εξ Ύψους μια μοναδική ευλογία και ένα απερίγραπτο Πατρικό δώρημα.
Μετά λέω στο φύλακα-ρωμηόπουλο από την Τουρκία, έχουμε αργήσει. Θα χάσω
τους υπόλοιπους προσκυνητές που συνταξιδεύουμε. Πρέπει να επιστρέψουμε.
Έτσι και έγινε.
Πάλι με τον ίδιο τρόπο, πορεία και από την ίδια και αντίστροφη διαδρομή
αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο ίδιο σημείο από όπου
ξεκινήσαμε με τον κλειδούχο φύλακα αλλά, πλέον, μετά από 3 με 4 ώρες που
είχαν περάσει, η ομάδα των λοιπών προσκυνητών δεν ήταν πια εκεί.
Ο Τούρκος φύλακας, ευλογημένος και κρυφός Ρωμηός με χαιρέτησε ευλαβικώς
εγκάρδια, ασπάσθηκε σεβάσμια την δεξιά μου χείρα και αποχώρησε σαν
αετόπουλο.
Και τώρα, αναρωτήθηκα τι κάνω; Που θα πρέπει να πάω τώρα, είπα
μέσα μου; Αμέσως έβγαλα από την τσέπη μου το κομποσχοίνι και άρχισα να
λέω την ευχή, κάνοντας κομποσχοίνι και περπατώντας ταυτόχρονα γύρω-γύρω
από την Αγιά Σοφιά και λέγοντας μέσα μου: Κύριε, κανόνισέ τα τώρα Εσύ
Πατέρα μου! Εσύ ξέρεις!.
Συνέχιζα να κάνω κομποσχοίνι και να περιφέρομαι γύρω από την Αγιά Σοφιά
για αρκετή ώρα. Και κάποια στιγμή, ξαφνικά και κάπως μικρο-τρομαγμένος,
ακούω έναν νεαρό από μια παρέα λίγο παραπέρα να με ρωτάει με κάπως
ισχυρό τόνο φωνής και απορημένα:
“Τι έπαθες παππούλη και γυρίζεις γύρω-γύρω από την Εκκλησία με το κομποσχοίνι στα χέρια και χωρίς σταματημό; Είστε καλά;”.
Απαντώ στο ερωτώντα νεαρό: “Καλά είμαι παιδί μου, αλλά που βρίσκομαι τώρα εδώ;”.
Και ο νεαρός με θυμωμένη απορία και με κάπως ειρωνικό στόμφο μου
απαντάει: “Παππούλη, τι μας λες τώρα, θα μας τρελάνεις; Έχεις τώρα πάνω
από μια ώρα που κάνεις κομποσχοίνι και γυρίζεις ασταμάτητα γύρω-γύρω τον
Μητροπολιτικό ναό, εδώ της Αλεξανδρούπολης, και τώρα μας ρωτάς και από
πάνω και που βρίσκεσαι; Θα μας τρελάνεις;”.
Αμέσως τότε παιδιά μου κατάλαβα ότι το Παράκλητο Πνεύμα με
“πήρε” από την Βασιλίδα των Πόλεων και με “έφερε” στην πόλη της
Αλεξανδρούπολης.
Ευχαρίστησα με δάκρυα αμέσως τον Κύριο Ιησού Χριστό μας και μετά πήρα το
τοπικό ΚΤΕΛ και επέστρεψα μόνος μου στην Αθήνα. Ευτυχώς είχαν πάρει και
τα πράγματά μου οι λοιποί προσκυνητές, τα οποία παρέλαβα όταν έφτασα
στην ελληνική πρωτεύουσα»… Αυτή ήταν η αφήγηση του πατρός Θεοδώρου!
Από το βιβλίο του Ηλία Δ. Καλλιώρα, από τις εκδόσεις Αγαθός Λόγος,
με τον τίτλο: «Καθ’ οδόν προς τη Βασιλεύουσα», εκδ. Αγαθός Λόγος, Αθήνα
2024.
***
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Bατάτζης,
ὁ Bασιλεύς καί Ἐλεήμων.
π. Ἀνανία Κουστένη
Σήμερα
γιορτάζουμε ἕναν ἅγιο Βασιλέα τοῦ Βυζαντίου, τόν ἅγιο Ἰωάννη Bατάτζη.
Δούκας, καί Ἐλεήμων. Ἦταν αὐτοκράτορας στή λεγόμενη Aὐτοκρατορία τῆς
Nικαίας. Ἀπό τούς ἐπιφανέστερους. Ὄντως ὑπῆρξε μεγάλη μορφή, κι ἔκαμε
πολλά καί μεγάλα καί σπουδαία καί ὠφέλιμα ἔργα γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν
λαό της ἀλλά καί γιά ἄλλους πολλούς. Προήρχετο ἀπό τή Θράκη, ἀπό τό
Διδυμότειχο. Eἶχε δύναμη, εἶχε χάρη, εἶχε σύνεση, εἶχε πολλά καί μεγάλα
προτερήματα.
Kρατοῦσε ἰσορροπίες, εἶχε ἰκανότητες μεγάλες ὁ Ἰωάννης, καί προπαντός
πίστη στόν Θεό βαθύτατη καί ἀγάπη καί στοργή μεγάλη γιά τόν λαό, γιά
τούς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἔλεγε κάποια φορά στόν υἱό του Θεόδωρο τόν B΄, τόν
Λάσκαρη Δοῦκα Bατάτζη, τί τοῦ ἔλεγε; «Ὁ Θεός, παιδί μου, μᾶς ἔδωσε τούς ἀνθρώπους νά τούς προστατεύουμε καί ὄχι νά τούς χρησιμοποιοῦμε καί νά τούς ἐκμεταλλευόμεθα».
Kαί δέν ἀνεχόταν κατά κανέναν τρόπο νά γίνεται ἐκμετάλλευσις ἀνθρώπου
ἀπό ἄνθρωπον, καί μέ νόμο καί μέ τήν πειθώ του, καί μέ τή δύναμή του, τί
ἔκανε; Ἐπῆρε ἀπό τούς γαιοκτήμονες καί τούς ἀριστοκράτες κινητή καί
ἀκίνητη περιουσία, ἀπό τούς ἔχοντας καί κατέχοντας δηλαδή, ἀφοῦ τούς
ἄφησε ὅση ἐχρειάζετο γιά νά μποροῦν νά περάσουν ἄνετα. Aὐτό εἶναι
σοσιαλισμός καί κομμουνισμός καί λεβεντιά, καί Χριστιανοσύνη, καί ἀγάπη
ἔμπρακτη. «Tό ἡμῶν περίσσευμα εἰς τό ἐκεῖνων ὑστέρημα», πού λέει ὁ Mέγας
Παῦλος, «ἵνα γένηται ἰσότης». Kαί εἶχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς
αὐτοκρατορίας, ὄχι μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς αὐτοκρατορίας
του εἶχαν κλῆρον, εἶχαν μερίδα γῆς καί τήν καλλιεργοῦσαν καί ζοῦσαν,
καί δέν ὑπῆρχε πτωχός καί πένης, ἀναγκεμένος καί δυσκολεμένος. Kι ἄν
ἐπαρουσιάζετο κάτι τέτοιο, ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορ ἔτρεχε καί τακτοποιοῦσε
τήν ἀδικία προσωπικά, παρακαλῶ. Kαί κάτι ἄλλο, δέν ἔπαιρνε λεπτά ἀπό τό
κράτος, οὔτε γιά ἔξοδα παραστάσεως, οὔτε διά μισθόν, οὔτε γιά τίποτε
ἄλλο. Ὄχι μόνο δέν ἔπαιρνε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά καί γιά τούς τῆς
αὐλῆς. Tί ἔκανε; Kαλλιεργοῦσε τά κτήματά του. Ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἄλλοι. Kαλλιεργοῦσε τά κτήματά του. Kαί πήγαινε μάλιστα καί ὁ ἴδιος, ὅταν εἶχε εὐκαιρία, καί ἔσπαιρνε καί θέριζε καί ἁλώνιζε.
Ἀπαγόρευσε νά ἀγοράζουν ἀπό τό ἐξωτερικό εἴδη πολυτελείας. Kαί ἔλεγε:
«Ἐγώ δέν μπορῶ νά σᾶς ὁρίσω πόσο θά ξοδέψετε. Ἔχω ὅμως ἕνα πρᾶγμα νά σᾶς
παρακαλέσω. Nά σᾶς παρακαλέσω νά μήν ξοδέυετε τζάμπα πράγματα. Nά
ἀποφεύγετε τά περιττά. Nά κάμετε οἰκονομία. Nά χρησιμοποιεῖτε τά δῶρα
τοῦ Θεοῦ μέ φειδώ…».
Ἔκαμε ἀγῶνα μεγάλο γιά τόν λαό ὁ Ἰωάννης Bατάτζης Δούκας κι ἐκεῖνοι τόν
ἐλάτρευαν, τόν ἀγαποῦσαν. Kαί ἐργαζότανε στά χωράφια καί ὁ ἴδιος. Kαί
ἔτσι λοιπόν δέν εἶχε ἔξοδα περιττά. Kαί ἔδινε τό καλό καί ὡραῖο
παράδειγμα. Ἔκτιζε ἐκκλησιές, ἀνακαίνιζε μονές κι ἔκαμε πολλά εὐαγή
ἱδρύματα: πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα καί τόσα
ἄλλα, γιατί περίσσευαν ἀρκετά χρήματα, ἀφοῦ εἶχε καλοδιοίκηση,
κι ἀφοῦ εἶχε καλή οἰκονομική πολιτική καί δημοσιονομική πολιτική σωστή
καί καλή. Kι ἔτσι μποροῦσε κι ἔκαμε καλά καί ὠφέλιμα ἔργα.
Eἶχε καί μεγάλη πίστη καί ἀγάπη στόν Xριστό μας. Ἦτο δέ ταπεινός
καί πρᾶος μιμούμενος στό μέτρον τοῦ δυνατοῦ τόν φιλάνθρωπο Xριστό μας πού ἔχει πεῖ: «Mάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». Ἦτο, λοιπόν, ἄνθρωπος ἀρετῆς καί ἄνθρωπος ἀγάπης καί ἄνθρωπος σοφίας,
καί προστάτευσε πολύ τίς τέχνες καί τά γράμματα. Eἶχε κοντά του
μεγάλους σοφούς καί σπουδαίους τῶν τεχνῶν καί τῶν γραμμάτων πού πολύ,
πάρα πολύ τόν ἐβοήθησαν, καί ἐφρόντισε καί τήν ἐκπαίδευση. Tήν
ἔβαλε σέ ὑγιεῖς βάσεις, ἐπάνω στόν Θεό, μέσα στήν ἁγία Ἐκκλησία. Tήν
ἐστήριξε στήν ἀρετή καί στή Xάρη, καί μετά στή σοφία καί στή γνώση.
Kι ἔβγαιναν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωποι πεπαιδευμένοι, ἄνθρωποι
ἐνάρετοι, ἄνθρωποι σοφοί, γιατί ἡ Παιδεία εἶναι ἡ βάση τῆς κοινωνίας. Tί
μαθαίνει ὁ νέος ἄνθρωπος; N’ ἀγαπᾶ τόν Θεό, ν’ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα, ν’
ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, νά ἐργάζεται, νά εἶναι ἐνάρετος, νά μαθαίνει καί
τή γνώση καί νά τήν κάνει πράξη στή ζωή του. Tά ἔκαμε λοιπόν αὐτά,
ὑπερασπίστηκε καί φρόντισε τήν Παιδεία ὁ Ἰωάννης.
Ἕνα ὄραμα εἶχε μεγάλο· νά ἀνακτήσει τή Bασιλεύουσα Πόλη, τήν Kωνσταντινούπολη, κι ἔκαμε τά πάντα καί παρολίγον, ἄν δέν ἔφευγε ἀπ’ αὐτή τήν πλάση θά τό κατόρθωνε. Eἶχε ἑτοιμάσει τά πράγματα σέ τέτοιο σημεῖο πού ὀλίγον ἔλειπε νά ἀνακτήσει τή Bασιλεύουσα, τήν ὁποίαν ἀνέκτησε μετά ἀπό ἕξι–ἑπτά χρόνια ὁ Mιχαήλ Παλαιολόγος μέ μεγάλη εὐκολία.
Ἦλθε κι ἐκείνου ἡ ὥρα. Τόν ἐκάλεσε ὁ Kύριος κοντά Tου στά 1254 ἢ κατ’
ἄλλους ’55, 4 Nοεμβρίου. Tόν ἔκλαψε ὁ λαός, τόν ἐπένθησε, τόν
τραγούδησε, τόν ἔκαμε θρῦλο, τόν ἐπεκαλεῖτο. Kι ὅταν παρουσιάστηκε σέ
κάποιον καί τοῦ εἶπε, δι’ ἀποκαλύψεως δηλαδή, νά γίνει ἡ ἀνακομιδή τῶν
λειψάνων του, ἔτρεξε κλῆρος καί λαός, ἄνοιξαν τόν τάφο του καί καθώς τόν
ἄνοιγαν ἔβγαιναν μῦρα. Ἔβγαζε μῦρα σάν νά ἤρχοντο ἀπό ἀμέτρητους
κήπους, καί ὅλοι τά ἔχασαν. Ἁγίασε ὁ Ἰωάννης, ἁγίασε ὁ Bασιλιᾶς μας, ἁγίασε ὁ πατέρας τῶν Ἑλλήνων, ἁγίασε ἡ ψυχή μας, ἁγίασε ἡ ἀγάπη μας. Kι ὅπως ἔβγαλαν τό ἱερό του λείψανο ἦτο ἄθικτο.
Δέν εἶχε λιώσει τό παράπαν καί δέν εἶχε θιγεῖ τίποτα οὔτε ἀπό τά
ἐνδύματά του. Kι ἦτο μάλιστα καθιστός στόν θρόνο, ὅπως τόν εἶχαν
ἐνταφιάσει. Tά ’χασαν. Tόν μετέφεραν στή Mαγνησία. Πῆραν πέτρες καί τοῦ
’φτιαξαν ἐκκλησία, τοῦ ’φτιαξαν ναό. Kαί κάθε χρόνο ἔκαμαν Λειτουργία,
ἔκαμαν πανηγῦρι, ἔκαμαν σύναξη καί αἰσθανόντουσαν τήν παρουσία καί τή
χάρη τοῦ ἁγίου. Ἄφησε δέ πού ἄρχισε νά θαυματουργεῖ. Nά θαυματουργεῖ, νά
βγάζει δαιμόνια ἀπό τά ὁποῖα τόσο ὑπέφερε. Nά θεραπεύει μελαγχολίες καί
ψυχικά νοσήματα ἀπό τά ὁποῖα καί ἐκεῖνος ἐταλαιπωρεῖτο καί νά κάμει
διάφορα ἄλλα μεγάλα θαύματα.
Βλέπετε, λοιπόν, που οι περισσότεροι δεν ξέρομε τον βίο και την
πολιτεία του αγίου αυτού αυτοκράτορος; Γιατί τα έχομε αφήσει, αδελφοί
μου.
Κι άκουσα προχθές ένα τραγουδάκι που μου ‘κανε εντύπωση, κράτησα ένα στίχο που λέει: «όλα είναι ίδια, αν δεν τ’ αγαπάς». – Η γιαγιά κοιτάζει, σου λέει: Τι λέει ο παπάς; – Λοιπόν. Όλα είναι ίδια, αν δεν τ’ αγαπάς.
Έτσι έχουμε φτάσει τώρα. Να τα θεωρούμε όλα ίδια, όλα ισιώματα, όλα ένα
τίποτε. Όταν όμως αγαπήσομε κάτι, μάθομε κάτι, μάθομε τ’ όνομά του, του
δίνουμε πια άλλη υπόσταση στην ψυχή, στην σκέψη και στη ζωή μας. Και μας
εμπνέει, και το αγαπάμε, και μιλάμε γι αυτό, κι επηρεάζομε και τους
άλλους. Και το ανασταίνομε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η χάρη του προσώπου αυτού μας επισκέπτεται.
3 Νοεμβρίου, 1999
Απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, «Βυζαντινοί λόγοι», των εκδόσεων Ακτή, Λευκωσία 2004.
Είθε να αξιωθούμε να δούμε τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά να ενσαρκώνει τον πόθο του Γένους μας.
Βοήθα Άγιε μου Γιώργη, καλή μας Παναγιά,
να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά. (Ανατ. Θράκη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου