Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ι´ (10ῃ) τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀφρικανοῦ, Θεοδώρου, Μαξίμου, Πομπηΐου, Τερεντίου καί ἑτέρων τριάκοντα ἐννέα Μαρτύρων ἐν Καρθαγένῃ τῆς Ἀφρικῆς. (250) [καὶ στὶς 28 Ὀκτωβρίου].
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων ᾿Ιακώβου πρεσβυτέρου καὶ ᾿Αζᾶ (ἤ ῎Αζα) διακόνου ἐν Περσίδι. (380)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Μιλτιάδου ἤ Μελχιάδου, πάπα Ρώμης. (314)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου Παλλαδίου, ἡγουμένου τοῦ ἀββαείου Ἁγίου Γερμανοῦ ἐν Αὐτισιοδώρῳ (Autissiodorum, Auxerre), εἶτα ἐκεῖσε ἐπισκόπου καὶ κτίτορος μονῶν. (†661)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Βεόκκα (Beocca), Ἔθορος (Ethor) καὶ ἑτέρων σὺν αὐτοῖς, ἐν τῷ ἀββαείῳ Σερτσέης (Chertsey) ἀναιρεθέντων ὑπὸ Δανῶν ἐπιδρομέων. (869)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου Βέδε (Bede) τοῦ νέου, τὸ πρῶτον αὐλικοῦ, εἶτα μοναχοῦ τῆς μονῆς Γαβέλλου (Gavello) ἐν Ἰταλίᾳ. (883)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Ἀντιοχέως, ἐπισκόπου καὶ προσκυνητοῦ ἐν Βελγίῳ. (1012)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων τῆς μονῆς Κβαμπτακιέβε τῆς Γεωργίας τελειωθέντων ὑπὸ τῆς Μογγολικῆς ὀρδῆς τοῦ Ταμερλάνου. (1386)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Ἀναστασίας, ἡγουμένης τῆς μονῆς Θεοφανείων ἐν Οὔγκλιχ καὶ τῶν σὺν αὐτῇ τριάκοντα τεσσάρων μοναζουσῶν. (1609)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἓξ χιλιάδων μαρτύρων τῆς Γεωργίας, σφαγέντων ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Πάσχα ὑπὸ τῶν Περσῶν. (1615)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων τῶν μαρτυρησάντων ἐν τῆ μονῇ Νταοὺ τῆς Πεντέλης ὑπὸ Ἀλγερινῶν πειρατῶν.( τέλη τοῦ 17ου αἰῶν.)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου ἤ Δήμου, τοῦ ἁλιέως, τοῦ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσαντος. (1763)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Ε’, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δι᾿ ἀγχόνης μαρτυρήσαντος ἐν αὐτῇ. (1821)
Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χρυσάνθου, τοῦ Ξενοφωντινοῦ, τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος. (1821)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι Ἔνδοξοι νεο-ἱερομάρτυρες καὶ ὁμολογητές: Βασίλειος Malinin, Νικόλαος Ποστνίκοφ, Ἰωάννης Τσέρνοφ, Eὐδοκία Μελνίκοβα, πνευματικὴ θυγατέρα τῆς ὁσίας Μάρθας Λαυρέντιεβνα Σμίρνοβα (Πάσχα 1988) ἐν πολλαῖς βασάνοις, φυλακαῖς καὶ διωγμοῖς ὑπὸ τῶν ἀθέων μπολσεβίκων τελειωθέντες ἐν Ῥωσίᾳ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, κοίμησις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Αὐγουστίνου τοῦ Φιλοθεΐτου ἐκ Ῥωσσίας (1965) [27 Μαρτίου π. ἡ.]
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, κοίμησις τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σεραφεὶμ (Τίκα, 1913-1998)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε’, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν φτωχοί. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή.
Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο τη μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.
Το 1797 εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Ό άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση τον εκκλησιαστικών Κανόνων και την ηθική ακεραιότητα του κλήρου.
Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης έχοντας πλήρη συνείδηση της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους, και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην μονή Ιβήρων στον Άγιον Όρος. Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφτηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο (22 Μαρτ.) να ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου (19 Απρ.) καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. Το 1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.
Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε της υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.
Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους.
Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί η σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωσή τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο οποίος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, και τρεις μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες.
Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί ο πατριάρχης έλεγε : “Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελος του κόσμου βάζοντάς το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε: Να ο φονιάς πατριάρχης!”
Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: “Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!”
Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου τού ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: “Ο πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!”
Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Σύνοδο ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε του χριστιανούς και είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το λείψανο του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.
Τρεις μέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαΐσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό. Επί πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Το 1871, στην πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
(Από το βιβλίο: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 101. Εκδόσεις “Ίνδικτος”, Αθήναι 2007)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)
***
Τα ονόματα των τριών Εβραίων που αγόρασαν το λείψανο του Πατριάρχη, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο, ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους τρεις Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Το βράδυ της 16ης Απριλίου το λείψανο εντοπίστηκε να πλέει μεταξύ δύο καραβιών στην περιοχή Καράκιοϊ. Το ένα πλοίο ήταν «Σλαβωνικό» και το άλλο Κεφαλλονίτικο υπό Ιονική σημαία. Λεγόταν «Άγιος Νικόλαος» και ο καπετάνιος του Μαρής-Γεράσιμος Σκλάβος. Ο Έλληνας καπετάνιος το είδε και διαπίστωσε πως ανήκε σε ιερωμένο. Κάλεσε τον Πρωτοσύγγελο του Πατριαρχείου να αναγνωρίσει ποίος ήταν ο νεκρός (ο Πρωτοσύγγελος είχε βρει καταφύγιο και προστασία στο πλοίο του) και εκείνος με λυγμούς διαπίστωσε πως ήταν ο Πατριάρχης. Τη νύχτα σήκωσαν το σκήνωμα και φιλοστόργως το τύλιξαν με σεντόνι και το κατέβασαν στο έρμα του πλοίου. Το ίδιο βράδυ ο «Άγιος Νικόλαος» απέπλευσε για την Οδησσό. Οι άνεμοι ήταν ενάντιοι και το πλοίο έκανε είκοσι τέσσερεις ημέρες για να φθάσει. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Οδησσού στις 11 Μαΐου 1821 είχε ανυψώσει μαύρη σημαία και όλοι νόμισαν πως ήταν μολυσμένο, κάτι συνηθισμένο τότε. Βεβαιώθηκαν όμως πως δεν υπήρχε ασθένεια και σαν αστραπή διαδόθηκε πως μετέφερε την σορό του Πατριάρχη στην ομόθρησκο χώρα.
Ο Γενικός Διοικητής της Οδησσού κόμης Λανζερών, φιλέλλην και προστάτης πολλών ελληνικών οικογενειών που διωκόμενες είχαν ζητήσει άσυλο στη Ρωσία, κανόνισε να παραληφθεί η σορός. Στην Γραικορωσική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος τελέστηκε θεία λειτουργία κι ακολούθως εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία και στο τέλος παρέμεινε στο μέσον αυτής της εκκλησίας για λαϊκό προσκύνημα και χιλιάδες άνθρωποι, όλων των δογμάτων και θρησκειών, συνέρρεαν καθημερινώς. Ο περίφημος ρήτωρ σοφώτατος ιεροδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Στο τέλος και εν πομπή το ιερό σκήνωμα μεταφέρθηκε στην Ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος και ετάφη στο προετοιμασμένο μνημείο απέναντι από την Ωραία Πύλη. .
Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.
Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα. Το ατμόπλοιο «Βυζάντιον» ξεκίνησε για την Οδησσό. Αποστολή του η ανακομιδή των λειψάνων του εθνάρχη και η μεταφορά τους στην Ελλάδα. Η ειδική επιτροπή καλωσορίσθηκε απ’ την ομόδοξη Ρωσία με ιδιαίτερες τιμές. Ο Πατριάρχης αναπαυόταν στο ναό της Αγίας Τριάδος και οι πιστοί Ρώσοι χριστιανοί τον τιμούσαν χρόνια σαν άγιο. Οι Έλληνες πήραν τη λάρνακά του, την τοποθέτησαν σε δεύτερη μεγαλύτερη και τη μεταφέρανε στο «Βυζάντιον». Πλήθος λαού και κλήρου, σώματα κοζάκων και ιππικού συνόδευσαν την ιερή πομπή. Απέπλευσε το ατμόπλοιο και η Οδησσός αποχαιρέτησε τον Γρηγόριο. Το ιερό λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Μεγαλειώδης πομπή. Κλήρος, πολιτική ηγεσία, στρατός και χιλιάδες κόσμου συνόδεψαν τον Γρηγόριο. Ο βασιλιάς Γεώργιος και η βασίλισσα Όλγα ακολουθούσαν τη λάρνακα, που μεταφερόταν πάνω σε άρμα του Πυροβολικού. Τέσσερα καταστόλιστα άλογα έσερναν το άρμα, ενώ οι μουσικές παιάνιζαν. Η πομπή διέσχισε την οδό Πειραιώς, την πλατεία Ομονοίας, την οδό Σταδίου κι έφτασε στην πλατεία Συντάγματος. Κατά τη διαδρομή ψαλλόταν ο Κανών της Αναστάσεως και διάφορες δεήσεις στα σημεία στάθμευσης. Κατόπιν, από την οδό Ερμού κατέληξε στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα. .
Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε’, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
Με δαπάνη του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεράσιμος Φυτάλης φιλοτέχνησε ανδριάντα του Γρηγορίου Ε’, και το επόμενο έτος 1872 τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την 1η Φεβρουαρίου του 1872, η Πρυτανεία του Εθνικού Πανεπιστημίου, με επιστολή που έστειλε στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ζητούσε από τον ποιητή να γράψει ποίημα για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, το οποίο θα εκφωνούσε ο ίδιος την 25η Μαρτίου, στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα .
Έτσι, ο ποιητής μας επιδόθηκε στην συγγραφή του γνωστού ποιήματος «ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».
Ο ποιητής, έχοντας ετοιμάσει τον διθύραμβο για τον Πατριάρχη, μεταβαίνει στην Αθήνα. Και σύμφωνα με ομιλία του Ακαδημαικού Παύλου Νιρβάνα, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» (Αθήνα 1916), την παραμονή της 25ης Μαρτίου 1872 στο σπίτι του Θ. Ορφανίδη, ο ποιητής διάβασε σε φιλικό κύκλο το ποίημά του. Ήταν δε τόσο «κυριευμένος από τον πατριωτικό και ποιητικό του ενθουσιασμό, ώστε σε μίαν ακράτητη χειρονομία, έριξε κάτω ένα πολύτιμο βάζο και το έκανε κομμάτια. Ο ποιητής δεν κατάλαβε τίποτε. Τόσος, όμως, ήταν και ο ενθουσιασμός που είχε ανάψει γύρω του, ώστε και κανένας άλλος δεν κατάλαβε την καταστροφή… Το σπασμένο βάζο βρίσκεται ακόμα, σαν ευλαβητικό κειμήλιο, στην οικογένεια Ορφανίδη… Όμως, την άλλη μέρα, ένα πολυτιμότερο βάζο ραγίστηκε μπροστά στο άγαλμα του Πατριάρχη. Ήταν η καρδιά του ποιητή…».
Είναι γνωστό ότι, την ημέρα της απαγγελίας του ποιήματος, ο Βαλαωρίτης υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο.
Το πλήθος έκλαιγε ακούγοντας τον Βαλαωρίτη. Το πεσμένο εθνικό φρόνημα εκείνης της εποχής τονώθηκε και πήρε διαστάσεις ενθουσιασμού και πανελλήνιας αφύπνισης.
Σε επιστολή του από την «Αγία Μαύρα», με ημερ/νία μετά τον Ιούλιο του 1878 και παραλήπτη φιλικό πρόσωπο στο Παρίσι, αναφέρει: «….Η εξαιρετική έξαψις, υπό το κράτος της οποίας έζησα επί δυό μήνες (η περίοδος συγγραφής του ποιήματος), η νευρική κόπωσις της απαγγελίας, η οποία διήρκεσε επί μίαν ώραν, με τόνον φωνής ικανόν να φέρει τους στίχους μου μέχρι και των πλέον απομεμακρυσμένων σημείων της πλατείας του Πανεπιστημίου, η μέθη του απροσδοκήτου θριάμβου, αι κραυγαί, οι λυγμοί, αι φρενιώδεις επευφημίαι ενός λαού, ο οποίος διά πρώτην φοράν ήκουεν εις γλώσσαν, την οποίαν ηδύνατο να κατανοήσει, την αιματηράν ιστορίαν της εθνικής του αναγεννήσεως, όλα αυτά έδωσαν την χαριστικήν βολήν εις τα πτωχά μου νεύρα και, όταν κατήλθον του βήματος, δυό ιατροί διαπίστωσαν, ότι η καρδίαν μου είχε εκατόν εξήντα στίξεις το λεπτόν! »
***
Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη
του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;… Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;…
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;… Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;…
Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν… Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα,
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του… Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου
τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,… τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα,
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή…. Θυμᾶται τὴν ἀντάρα,
τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου…
Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ᾿ ὁλόχρυση χλαμύδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, Πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν᾿ οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ ῾ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου…
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου…
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
Τ᾿ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ᾿ ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο, κ᾿ αἰώνια θὰ νὰ ζήσῃ,
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη ῾ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!…
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαῖς, Πατέρα
Πετοῦν οἱ ὧραις ἄμετραις ῾ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι…
Γιὰ μᾶς… καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ…
Πενήντα χρόνοι ἐπέρασαν κι᾿ ἀκόμ᾿ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά… Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι᾿ ὁ τάφος σου καὶ ‘ς τὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται ‘ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθὼν τὴν μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου, ποὺ ἐζωντάνεψες… Γέροντα, τί σοῦ λείπει;…
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;…
Ποιὸς εἲν᾿ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;…
Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι…
Κι᾿ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ᾿ ἄγριο Κακοσούλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα… σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ξεθεμέλιωμα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα…
Ἐβρόντουν κι᾿ ἄστραφταν παντοῦ τα κλέφτικα λημέρια
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ᾿ ἀχόρταγα τὰ χέρια
Κ᾿ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια…
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται ῾ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη.
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ᾿ οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ᾿ ἐσκότωσε τὴν πλάση…
Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἐξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ἐρέκαξε κ᾿ ἐμούγκρισε… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχην!»…
Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι᾿ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ᾿ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ᾿ ἔγεινε φίδι φτερωτὸ ῾ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου…
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;…
Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς… ἡ Ρούμελη μουγκρίζει…
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντοῦ παράπονο βαθύ, κι᾿ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι…
Διαβαίνει ἡ μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη… τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκασμένα
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε ῾ς τὰ ξένα…
Σ᾿ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα… Πᾶσα ματιά του σφάζει…
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα καὶ ὁ Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει…
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερον… δὲν θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα…
῾ς τὴν Κιάφα νεκρανάσταση…῾Σ τοῦ Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη… κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα…
Ἐρημιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα ῾ς τὴν Τρίπολη, ῾ς τοῦ Λάλα…
Κι᾿ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε καὶ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο,
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ χαλασμός… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».
Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα… Καπνίζει τὸ Ζητούνι…
κ᾿ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ᾿ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ᾿ ἀγέρι
Ποὺ, ταχυδρόμος τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του…
Ὁ γυιὸς τ᾿ Ἀνδρούτζου ῾ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ᾿ ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη…
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα ῾ς τὴν Τένεδο, ῾ς τὴν Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ ῾ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει… «Πολεμάρχοι!…
Ἐκδίκηση… ἄσπλαχνη… παντοῦ… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».
Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… ῾Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲν γέρνει τὸ κεφάλι…
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ ῾ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… ῾Σ τὸ διάβα του τρομάζουν
Τ᾿ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν…
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμεν᾿ ἀκόμα πράσινο, τ᾿ ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε… Χορτάσαν οἱ κοράκοι…
῾Σ τὴ Ράχοβα, ῾ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι…
Θερίζει τ᾿ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι᾿ ὁ πάγος σαβανώνει…
Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ᾿ ἀχόρταγο λαρύγκι…
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται… Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασήματά του
῾Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά… καὶ φεύγει… Ἀνάθεμά τον!…
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ᾿ ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη…
Μ᾿ αὐτά… μ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ πτωχικὴ φωλιά μας.
Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
Π᾿ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου. Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;…
Σ᾿ τ᾿ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐρρίζωσε τόσο βαθειά τοῦ Χάρου ἡ φαρμακάδα,
Π᾿ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνῃ…
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ ῾ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;…
Οὔτε, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια…
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ θρόνου μας βλαστάρια,
Ποὺ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τὴ λύρα,
Καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;…
Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;… Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι᾿ ἀπὸ τὰ σωθηκά σου
Πόση θὰ ἐβλάσταινε ζωή;… Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;…
Δὲ φέγγει μεσ᾿ ῾ς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;…
Τὸ μάρμαρο μένει βουβό… καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
Ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα…
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
Ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».
«Μη Λησμονείτε Το Σχοινί, Παιδιά, Του Πατριάρχη» 10/04/2002 Ομιλία π. Ανανία Κουστένη
https://www.youtube.com/watch?v=_CadKnhmRrE
***Η χριστιανική Ευρώπη έγινε δούλος του παλαιού Ισραήλ…
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ο Πατέρας μου, είναι και Πατέρας σας, έλεγε ο Χριστός, όταν με σώμα ανθρώπινο περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο ουράνιος Πατέρας είναι Πατέρας του φωτός και Πατέρας του κάθε καλού. Ο Πατέρας του Χριστού είναι Πατέρας όλων των Χριστιανών, όλων των παιδιών του Χριστού. Εκατομμύρια φορές ο Χριστός ονόμαζε τον Πατέρα Του, Πατέρα και των Αποστόλων και των πιστών Του. Από τότε όλοι οι άνθρωποι και όλοι οι λαοί, οι οποίοι βαπτίστηκαν στο όνομα του Χριστού, δέχτηκαν τον αιώνιο Θεό ως Πατέρα τους. Ο Κύριος μάλιστα είπε:
«καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.» (Και πατέρα σας μην ονομάσετε κανέναν στη γή, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος) (Ματθ. 23,9)•
Έτσι μίλησε ο Κύριος για τον Πατέρα εκείνον, Τον οποίον υπάκουσαν οι άνθρωποι και Τον ακολούθησαν. Έτσι μίλησε ο Κύριος για τον Πατέρα από τον Οποίο και Αυτός γεννήθηκε και από τον Οποίο πηγάζει το Άγιο Πνεύμα. Σε αντίθεση μ’ Αυτόν τον Πατέρα υπάρχει και ο πατέρας του σκότους, της κακίας και σ’ αυτόν προσήλθαν όλοι οι εχθροί του Χριστού, όλοι εχθροί του φωτός, όλοι οι εχθροί της αγάπης. Ο πατέρας του σκότους, της κακίας και του μίσους είναι ο διάβολος. Σ’ αυτόν προσήλθαν και οι αρχηγοί του λαού του Ισραήλ κάποτε, παρ’ όλο πού αυτοί δεν το ήξεραν, ούτε το δέχονταν. Το είδε όμως ο Παντεπόπτης Χριστός και τούς είπε:
Αν ο Θεός ήταν πραγματικά πατέρας σας, θα με αγαπούσατε, επειδή εγώ από το Θεό εξήλθα κι ήλθα σε σας. Εγώ δεν ήλθα από μόνος μου, εκείνος με έστειλε (Ίω. 8, 42). Ο πατέρας πού έχετε εσείς είναι ο διάβολος και όσα επιθυμεί ο πατέρας σας, αυτά θέλετε να κάνετε (Ίω. 8, 44).
Δεν δέχτηκαν αυτά τα λόγια και ξεσηκώθηκαν εναντίον του Χριστού και τον σκότωσαν. Τυφλωμένοι αυτοί, τυφλωμένος και ο Ιούδας από το σατανά δεν είδαν το Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και γι’ αυτό τον καταδίκασαν και τον σκότωσαν.
Αυτοί υπήρξαν οι μεγαλύτεροι εχθροί του Χριστού, μεγαλύτεροι και από τον ειδωλολάτρη Πιλάτο. Πάνω στο θυμό τους πρόφεραν και το φοβερό λόγο: Το αίμα Του πάνω σε μας και τα παιδιά μας. Έτσι το αθώο αίμα Του έγινε το μαστίγιο πού τούς διώκει αιώνια από τη μία χώρα στη άλλη.
Αιώνες μετά, εκείνοι πού σταύρωσαν τον Μεσσία, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, μετέτρεψαν την Ευρώπη σε τόπο πού πολεμά ενάντια στο Θεό. Η Ευρώπη σήμερα είναι ο τόπος, όπου ο παλαιός Ισραήλ και ο σατανάς πολεμούν εναντίον του Ουράνιου Πατέρα. Η Ευρώπη αυτό δεν το ξέρει. Γι’ αυτό το λόγο η μοίρα των λαών της είναι σκοτεινή και γεμάτη απελπισία. Η Ευρώπη πρώτα από όλα δεν γνωρίζει ποιος είναι φίλος της και ποιος είναι εχθρός της. Δεν γνωρίζει ποιόν να ονομάσει πατέρα της και ποιόν να ονομάσει γιό της. Δεν ξέρει τίποτε, ξέρει μόνο εκείνο, πού ο παλαιός Ισραήλ της δίνει ως γνώση. Δεν πιστεύει σε τίποτε εκτός από εκείνο, πού την διατάζει να πιστεύει ο παλαιός Ισραήλ. Οι πιο μορφωμένοι γιοί της είναι άθεοι με τη συνταγή του παλαιού Ισραήλ. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες της διδάσκουν πώς η φύση είναι ο πιο σημαντικός Θεός και πώς δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τη φύση. Και αυτό η Ευρώπη το δέχεται.
Οι πολιτικοί της σαν υπνωτισμένοι μιλούν για την ισότητα της κάθε πίστης και της απιστίας. Έτσι στην Ευρώπη η θρησκεία του παλαιού Ισραήλ θέλει να κατέχει την ίδια θέση με τον Χριστιανισμό. Ο στόχος του παλαιού Ισραήλ είναι να πιέσει τόσο τον Χριστιανισμό, ώστε αυτός να οπισθοχωρήσει και οι χριστιανοί να γίνουν άθεοι. Όλα τα σύγχρονα σλόγκαν της Ευρώπης τα έχει γράψει ο παλαιός Ισραήλ, εκείνος πού σταύρωσε τον Χριστό. Ο παλαιός Ισραήλ έγραψε τα συνθήματα για τη δημοκρατία, το σοσιαλισμό, τις απεργίες, τον αθεϊσμό, την ανοχή σε κάθε πίστη, την επανάσταση σε κάθε τί, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Όλα αυτά είναι εμπνεύσεις του παλαιού Ισραήλ, δηλαδή του πατέρα του παλαιού Ισραήλ, του διαβόλου. Και όλα αυτά τα κάνει με στόχο να υποτιμήσει το Χριστό, να τον αναιρέσει και στο θρόνο του να βάλει το δικό του Μεσσία, πού χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, είναι αυτός ο σατανάς.
Αδερφοί μου, δεν είναι παράξενο ότι ο παλαιός Ισραήλ πράττει κάθε τί εναντίον του Θεού, του Πατέρα του Ιησού Χριστού, αφού και ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε πώς ο πατέρας του παλαιού Ισραήλ είναι ο διάβολος. Παράξενο είναι ότι οι Ευρωπαίοι, οι βαπτισμένοι και ευλογημένοι με το Χρίσμα, παρέδωσαν εντελώς τον εαυτό τους στον παλαιό Ισραήλ. Παράξενο είναι πώς δέχονται αυτόν τον αγώνα εναντίον του Χριστού, δέχονται τα ψέματα για αλήθεια, δέχονται τα συνθήματα του. Αυτό πράγματι είναι άξιο απορίας στα χρόνια μας και τίποτε άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι μικρότερης σημασίας ή ασήμαντα. Το πιο σημαντικό από όλα είναι πώς η χριστιανική Ευρώπη έγινε δούλος του παλαιού Ισραήλ, απομακρύνθηκε από τον Πατέρα του φωτός, οι επιθυμίες της, οι σκέψεις της και τα έργα της δεν είναι ευλογημένα από τον Θεό, αφού δέχτηκε τον διάβολο για πατέρα της.
Αδερφοί μου, πρέπει αυτά να τα σκεφτείτε και να επιστρέψετε στο δικό σας δρόμο. Να διορθώσετε τις σκέψεις σας τις επιθυμίες και τα έργα σας, για να μη βρεθείτε γιοί του σατανά. Ο Θεός ας σας βοηθά. Αμήν.
(Από το βιβλίο: «Μέσα από το παράθυρο της Φυλακής, μηνύματα στο λαό», Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 294)
π. Ανανίας Κουστένης – Αγ Γρηγόριος Ε’ ο κορυφαίος των νεομαρτύρων
https://www.youtube.com/watch?v=ximqNSGZdpM
Και μόνο να έβλεπες τον Γέρο – Αυγουστίνο, ξεχνούσες κάθε στενοχώρια, γιατί σκορπούσε χαρά με την εσωτερική του καλοσύνη. Μέσα του είχε τον Χριστό κι η καρδιά του ήταν Παράδεισος. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2024/04/09/%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%cf%8c%ce%bd%ce%bf-%ce%bd%ce%b1-%ce%ad%ce%b2%ce%bb%ce%b5%cf%80%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b3%ce%ad%cf%81%ce%bf-%ce%b1%cf%85%ce%b3%ce%bf%cf%85%cf%83%cf%84%ce%af%ce%bd/
Ήρθε ο παππούς, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, στον ύπνο μου, μέσα σε πολύ φως. Πω, πω τι φως ήταν εκείνο! Πολύ φως! Σιατίστης Αντώνιος – Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
https://iconandlight.wordpress.com/2024/04/09/%ce%ae%cf%81%ce%b8%ce%b5-%ce%bf-%cf%80%ce%b1%cf%80%cf%80%ce%bf%cf%8d%cf%82-%ce%bf-%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%b5%cf%80%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce
%bf%cf%82-%cf%83%ce%b5%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b5/
Ἀπολυτίκιον τῶν ἐν Ἀφρικῇ Μαρτύρων.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ, τὸν ἀόρατον ἐχθρὸν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως· καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐν Ἀφρικῇ Μαρτύρων. (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀφρικῆς τοὺς γενναίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, πάντες οἱ πιστοὶ εὐφροσύνως γεραίρωμεν, Τιμόθεον, Σωκράτην καὶ Θωμᾶν, Πολύβιον, Θησέα καὶ Λουκᾶν, Θεόφραστον, Ἠλίαν, Περικλῆ, σὺν Τίτῳ καὶ τῷ θείῳ Σοφοκλεῖ. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα Χριστῷ τῷ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι᾿ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐν Ἀφρικῇ Μαρτύρων. (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στρατὸς θεοσύλλεκτος, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, στεῤῥότητι πίστεως, ἐξ Ἀφρικῆς συνδρομῶν, γενναίως ἠγώνισται· σύμφρονες γὰρ τῇ γνώμῃ, καὶ τοῖς τρόποις ὀφθέντες, σύναθλοι ἐν ἀγῶσιν, ἀνεδείχθησαν πάντες. Καὶ νῦν καθικετεύουσι, σῴζεσθαι ἅπαντας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐν Ἀφρικῇ Μαρτύρων (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Καρθαγένης τοὺς μάρτυρας εὐφημήσωμεν τὸν θεοσύλλεκτον δῆμον τῶν εὐσθενῶν ὁπλιτῶν, τεσσαράκοντα Χριστοῦ ἁγίας πίστεως, μὴ φοβουμένων τὸν ἐχθρὸν μόνον σῶμα χοϊκὸν τῷ ξίφει ἀποκτενόντων γνωστῶν τε καὶ ἀνωνύμων αὐτῶν πρεσβείας ἐξαιτούμενοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐν Ἀφρικῇ Μαρτύρων (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀφρικῆς τοὺς φωστῆρας λαμπρῶς ὑμνήσωμεν ὡς καθαιρέτας εἰδώλων καὶ ἀθλητῶν καλλονάς, σὺν τριάκοντα καὶ ἓξ ἐνδόξους μάρτυρας, Μάξιμον καὶ Ἀφρικανὸν καὶ Πομπήϊον στεῤῥὸν σὺν ἔμφρονι Τερεντίῳ βοῶντες· σκέπετε πάντες ὑμῶν τιμῶντας θείαν ἔνστασιν.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Δημοσθένους. (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἀήττητον σθένος ἐπιδειξάμενον ἐν τῇ ἀθλήσει, ὁπλίτην Κυρίου πανευσθενῆ Δημοσθένη, εὐφημήσωμεν, τὸν μάρτυρα, ὅτι στεῤῥότητι ψυχῆς πλάνην ἤλεγξεν ἐχθρῶν σὺν δήμῳ αὐτοῦ συνάθλων· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Δημοσθένους (ὑπὸ Ἱερομ.Ἀθανασίου Σιμωνοπετρίτου)
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίαν ἠγάπησας τὴν τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, λατρείαν ἐξήλεγξας εἰδωλικὴν ἀνδρικῶς, καὶ ἤθλη‐ σας ἄριστα. Ὅθεν ὡς στρατιώτην, τοῦ Κυρίου τιμῶμεν, Δημόσθενες ἀθλοφόρε, καὶ αἰτούμεθα πόθῳ, πρεσβείας σου ἀεὶ πρὸς Χριστόν, τὸν σὲ δοξάσαντα.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Πελοπίδα. (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἀήττητον σθένος ἐπιδειξάμενον ἐν τῇ ἀθλήσει, ὁπλίτην Κυρίου πανευσθενῆ, Πελοπίδαν, εὐφημήσωμεν, τὸν μάρτυρα, ὅτι στεῤῥότητι ψυχῆς πλάνην ἤλεγξεν ἐχθρῶν σὺν δήμῳ αὐτοῦ συνάθλων· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἡρακλέους (ποίημα Ἰωσήφ)
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἀσεβῶν ἐναντίον, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Ἡράκλεις παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας ὅθεν ἔφθασας, πρὸς ἀφθαρσίας χειμάῤῥους· τέλος ἅγιον εὐσεβοφρόνως, τιμῶμεν τῶν ἀγώνων σου τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Μάρτυς Ἅγιε.
Ἀπολυτίκιον Προφήτιδος Ὀλδᾶ. (Γεωργίου Γαλανόπουλου)
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Ὄλδα ἔνδοξος, Θοῦ Προφῆτις, ἀναδέδειξαι λαῷ εἰποῦσα, σωτηρίας τὰ ἔνθεα ῥήματα, καὶ Ἰωσίαν διήλεγξας ἄνακτα θεοῖς ἑτέροις τὸν δόντα θυμίαμα, ὅτι ἔρχεται ὀργὴ Θεοῦ Παντοκράτορος καὶ οὐ θυμὸς σβεσθήσεται, ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ, νόμον μὴ σέβοντα.
Ἀπολυτίκιον Βαδίμου καὶ σὺν αὐτῷ. (Γεωργίου Γαλανόπουλου)
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορὸν τὸν ὀκτάριθμον Βαδίμου καὶ τῶν Ἑπτά, πιστῶς ἀνυμνήσωμεν Μαρτύρων καὶ Μαθητῶν, Περσίδος βλαστήματα· ὅτι τὴν Σαβωρίου διεσκόρπισαν πλάνην, ὑπὸ Νερσᾶ τμηθέντες ἑαυτῶν κάρας ξίφει, καὶ πρέσβεις παρίστανται θερμοὶ πάντων πρὸς Κύριον.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε´. (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δημητσάνης τὸν γόνον, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, γέρας θεῖον καὶ καύχημα, Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἵνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξάσαντί σε, Ἅγιε.
Ἀπολυτίκιον Νεομάρτυρος Δήμου. (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ὡμολόγησας, ἐπὶ ἀπίστων στεῤῥῶς, καὶ πάσας κατῄσχυνας, τὰς τῶν ἀνόμων βουλάς, ἰσχύϊ τῆς πίστεως· ὅθεν ταῖς τῶν Μαρτύρων, ἠριθμήθης χορείαις, Δῆμε νέε ὁπλῖτα, ὡς ἀθλήσας νομίμως· μεθ᾿ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου