1. Γιατί ο Θεός δημιούργησε τόν κόσμο καί τον άνθρωπο;
Ή αγάπη του Θεοΰ, μιά από τίς
θεοπρεπείς ιδιότητες του, εΐναι καί ή αιτία τής δημιουργίας. Εξαιτίας τής
παναγάπης του ό Θεός θέλησε νά δημιουργήσει όντα, γιά νά μεταδώσει σ' αυτά από
τήν αγαθότητα καί τήν καλοσύνη του. Γι' αυτό δίκαια γράφεται ότι ήταν «λίαν
καλά» τά δημιουργήματα.
Συνοψίζοντας τή διδασκαλία τών
Πατέρων τής Εκκλησίας ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει γιά τήν αιτία τής
δημιουργίας:
«Επειδή, λοιπόν, ό αγαθός καί υπεράγαθος Θεός δεν αρκέστηκε στή θεωρία τοΰ
εαυτού του, άλλά από υπερβολική αγαθότητα ευδόκησε
νά δημιουργηθούν ,όντα
πού θά ευεργετούνται καί θά μετέχουν στήν αγαθότητα του, από τό μή ον παράγει και δημιουργεί στό εΐναι τά σύμπαντα -αόρατα καί ορατά-, καί τόν άνθρωπο, πού
αποτελείται από τό ορατό καί αόρατο στοιχείο. Σκέφτεται καί κτίζει, καί ή
σκέψη πραγματώνεται σέ εργο, πού εκπληρώνεται μέ τό Λόγο καί τελειώνεται μέ τό
Πνεύμα».
Ή κακή χρήση της ελευθερίας
μερικών λογικών όντων, του Εωσφόρου καί του Αδάμ, έφερε τή φθορά καί τό θάνατο
ώς παρά φύση ενέργειες. Περιμένουμε τώρα τήν παλιγγενεσία, οπόταν ό αρχιτέκτονας
Θεός Λόγος θά επαναφέρει τήν υγεία καί τήν ισορροπία στή φθαρμένη φύση των
όντων καί θά καταργήσει πλέον τή φθορά, τήν αστάθεια καί τό θάνατο. 2. Πώς
ζοΰσε ό άνθρωπος στόν Παράδεισο;Ό παράδεισος ήταν ενας θείος τόπος, μιά ταιριαστή κατοικία γιά τόν «κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσιν» Θεοΰ, πλασμένο άνθρωπο. Έκεΐ ζοΰσε μέσα στή μακαριότητα τών θείων ιδιοτήτων, πού περιείχε ή φύση του. Είχε αίσθηση υπεροχής καί κυριότητας όλων των κτισμάτων. Ήταν απαθής, χωρίς μερίμνα, φροντίδα καί πολυπραγμοσύνη γιά τή ζωή του .Δεν τον πίεζε καμμιά ανάγκη. Ένα μόνο έργο είχε,το έργο των αγγέλων.Να υμνεί ακατάπαυστα και αδιάλειπτα τον Κτίστη.Το πλήρωμα της θεοειδείας που τον συνείχε,δεν του επέτρεπε να έχει απορίες και ερωτηματικά και το πλήρωμα της θείας παναγάπης ήταν το θείο του εντρύφημα.Ο άνθρωπος διέμενε σε υπέρτερο και ασύγκριτο και ωραιότερο τόπο έχοντας εκεί ένοικο τό Θεό καί αυτόν λαμπρό ένδυμα καί περιβεβλημένος τή χάρη του καί απολαμβάνοντας τό μόνο γλυκύτατο καρπό της θεωρίας του». ("Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός).
Υπάρχει άραγε υψηλότερο
έντρύφημα, όταν αισθάνεσαι ότι κρατάς καί κατέχεις αυτό πού αγαπάς καί μάλιστα όταν αυτό είναι ό Θεός; 3. Ποιά ήταν ή αιτία της πτώσεως του ανθρώπου; Ή πτώση
οφειλόταν στήν απειρία καί απροσεξία του κατασκευασμένου από τό Θεό ανθρώπου.
Αυτά τόν οδήγησαν νά αμελήσει καί νά προδώσει πρακτικά τήν προσωπική ενότητα
καί επαφή μέ τό Θεό Πατέρα, πιστεύοντας ότι μπορεί μόνος του νά εύδαιμονεί.
Πτώση, λοιπόν, θεωρείται καί
λέγεται ή αποκοπή καί αποχώρηση κάθε κτιστής υπάρξεως από τήν πρώτη αιτία της
δημιουργίας, πού είναι ό Θεός. Τά σύμπαντα, κατά τή θεία αποκάλυψη, ώς αποτελέσματα
αιτίας (αιτιατά), δέν μπορούν νά υπάρξουν από μόνα τους, αλλά «κατά μετοχή»
της θείας ενέργειας καί πρόνοιας. Επομένως, άν αποκοπούν από τή συνεκτική δύναμη καί ενέργεια
τοΰ Θεοΰ φθείρονται καί νεκρώνονται.
Ή αποστασία των όντων από τό
Θεό επέφερε δύο ισοδύναμες καταστροφές. Ή μιά είναι ή αύθάδεια καί αποστασία
κατά τοϋ πλάστη καί κηδεμόνα καί ή άλλη, ή αποκοπή από τή ρίζα της άειζωίας, τό
Θεό, τή μόνη αιτία της υπάρξεως καί συνοχής.
Καί στήν αγγελική καί στήν
ανθρώπινη φύση τό ίδιο σφάλμα προκάλεσε τήν καταστροφή. Οί άγγελοι από
εγωιστική υπεροψία φαντάστηκαν ότι μπορούν χωρίς Θεό νά αυτονομηθούν καί
έχασαν όχι μόνο τήν άξια, τή θέση καί τό φωτισμό, αλλά μεταβλήθηκαν στή μορφή,
από φωτεινά καί ύπέρκαλλα πρόσωπα, σε φρικαλέα τέρατα, γεννήτορες της φρίκης
καί του τρόμου, χωρίς πρόθεση μετάνοιας καί επιστροφής.
Ό άνθρωπος, θύμα της διαβολικής κακουργίας, αν καί
έχασε τή θεοειδή θέση του καί εξορίστηκε εδώ στήν κοιλάδα του κλαυθμωνος, δέ
στερήθηκε τό ευεργέτημα της μετάνοιας, πού μπορεί νά τόν οδηγήσει στήν
επιστροφή. 4. Γιατί δόθηκε ή εντολή στους
πρωτοπλάστους; Ή εντολή του Θεου προς τους πρωτοπλάστους δέ δόθηκε γιά νά τούς στερήσει
τήν ελευθερία της προσωπικότητας. "Οπως προαναφέραμε, τά σύμπαντα, ώς
«αιτιατά», δέν είναι αυθύπαρκτα καί άρα όχι μόνο τό «είναι» δέν έχουν από μόνα
τους, άλλά οΰτε τό «εύ είναι» καί τό «αεί είναι» μπορούν νά αποκτήσουν μέ δική
τους δύναμη. Τό παίρνουν άπό τό δημιουργό. Ό τρόπος επαφής καί σχέσεως τους
είναι ή τήρηση της εντολής. Αυτή αποτελεί οντολογική αναγκαιότητα. Στήν εντολή
βλέπουμε τήν άφατη φιλανθρωπία του Θεοΰ, πού θέλει νά κρατήσει κοντά του τόν
άνθρωπο. Τήν πτώση δέν τήν προκάλεσε ό Θεός, άλλά ή αποστασία τών όντων άπό τήν Αύτοζωία. Δίκαια ή Γραφή αποκαλύπτει ότι «ό
Θεός θάνατον ουκ έποίησεν, ουδέ τέρπεται έπ' άπωλεία ζώντων.» (Σοφ. Σολ. 1,13). 5. 5. Γιατί ο Θεός, άφοΰ γνώριζε την πτώση τοΰ Αδάμ δεν την εμπόδισε; "Αν
τήν εμπόδιζε, θά επενέβαινε καί θά καταργούσε τήν ελευθερία τοΰ ανθρώπου, πού
ό ίδιος τοΰ έδωσε ώς χάρισμα. "Αν άφαιροΰσε τήν ελευθερία, τότε ή διαγωγή,
αλλά καί ή σωτηρία τοΰ ανθρώπου, θά ήταν αναγκαστική. Ό άνθρωπος θά έχανε τήν
προσωπικότητα του καί θά ήταν ενα άβουλο δν. Ό Θεός προτίμησε νά αλλάξει τά
σχέδια του γιά τόν άνθρωπο,παρά νά τοΰ αφαιρέσει τό
κυριότερο στοιχείο της προσωπικότητας του, τήν ελευθερία.
Ένα δεύτερο στοιχείο,
ευεργετικό γιά τόν άνθρωπο, πού προστέθηκε από τό Θεό, είναι ή δικαιοσύνη του
απέναντι στή διαβολική κακουργία καί τό φθόνο. Ό διάβολος πίστευε ότι μέ τήν
αποπλάνηση τοΰ ανθρώπου θά εμπόδιζε τό θείο σχέδιο καί θά κατέστρεφε τή
θεοείδειά του, ώστε καί τό Θεό νά εκδικηθεί καί τόν άνθρωπο νά στερήσει της
αξίας του. Δέν εμπόδισε ό Θεός, λοιπόν, τό διάβολο νά εφαρμόσει τήν κακουργία
του, γιά νά συντριβεί ολοκληρωτικά μέ τή μελλοντική πρόσληψη της ανθρώπινης
φύσεως από τό Θεό, μέ τή σάρκωση του. Έτσι ο άνθρωπος, τό θεωρούμενο θύμα της
διαβολικής
κακουργίας,
νά υψωθεί «υπεράνω πάσης αρχής καί εξουσίας καί κυριότητος καί ονόματος όνομαζομένου»
(Έφεσ. 1,21) καί στό παρόν καί στήν αιωνιότητα. "Αρα ή παρακώλυση της
πτώσεως τοΰ ανθρώπου από τό Θεό θά τοΰ στερούσε τήν αξία, πού τώρα κληρονόμησε
με τήν υποστατική του ένωση με τόν ϊδιο τό Θεό μέσω της ενανθρωπήσεως. 6. Τί εΐναί το προπατορικό αμάρτημα καί ποιες
οι συνέπειες του;
Είναι ή αμαρτία πού έκανε ό
προπάτορας στόν κήπο της Εδέμ, όπου τόν τοποθέτησε ό δημιουργός. Ό χωρίς τήν
αίσθηση της αμαρτίας, ευθύς καί άκακος άνθρωπος, έπρεπε νά δοκιμαστεί, ώς λογική
καί ελεύθερη ύπαρξη, καί νά αποφασίσει συνειδητά τή σχέση του μέ τό Θεό.
Έπρεπε, γιά νά τό αποδείξει αυτό, νά υπακούσει στήν εντολή νά μή φάγει από τόν
καρπό τοΰ δένδρου της γνώσεως τοΰ καλοΰ καί τοΰ πονηρού. Ό άνθρωπος παρέβηκε
τήν εντολή καί πρόδωσε τήν εμπιστοσύνη του στό θέλημα τοΰ Θεοΰ.
Τριπλή ενοχή στους προγόνους προκάλεσε ή πράξη αυτή.
Πρώτο, παρακοή σ' αυτόν πού έδωσε τήν εντολή* δεύτερο, άδικη πράξη προπέτειας ή
αύθάδειας, αχαριστίας καί άγνωμοσύνης στόν ευεργέτη δημιουργό- τρίτο, παράλογη ενέργεια,
άφυύ γνώριζαν οτι άπό τήν παράβαση θά προκύψει θάνατος. Κεντρικός λόγος τής
αποστασίας τοΰ άνθρώπου είναι η επιθυμία της άνεξαρτησίας,
ή επιθυμία της ισοθε'ί'ας που με δόλο επέβαλε ο διάβολος.
'Πίστεψαν ότι θα γίνουν από μόνοι τους Θεοί και άρα ανεξάρτητοι.Εγιναν όμως όμοιοι με το σατανά πού τους αποπλάνησε. Έτσι επαληθεύτηκε ό λόγος του δημιουργού «η δ' αν ήμερα
φάγητε άπ' αύτου (του καρποΰ) θανάτω άποθανεΐσθε.» (Γεν. 2,17).
Με τήν αμαρτία του ό άνθρωπος
έπεσε από πολύ ψηλά. Οί συνέπειες ήταν τραγικές. Έχασε τά δώρα της χάριτος τοΰ
Άγιου Πνεύματος, πού είχε τό «κατ' εικόνα», καί με τά όποια θά μπορούσε νά
εκπληρώσει τόν προορισμό του, τήν «όμοίωσιν» πρός τό Θεό. Με τήν αποκοπή του
από τήν πηγή της άειζωίας έχασε τή δυνατότητα της αθανασίας, της αφθαρσίας καί
της άτρεψίας. Τό «κατ' εικόνα» αμαυρώθηκε, σκοτίστηκε καί εξασθένησε. Δέν
καταστράφηκε ολοκληρωτικά, δπως διδάσκουν οί Προτεστάντες, ούτε έμεινε
ανέπαφο, όπως διδάσκουν οί Ρωμαιοκαθολικοί. Μετά τήν πτώση του ό άνθρωπος έχει μέσα
του τήν έννοια τοΰ καλοϋ καί μπορεί νά εργάζεται τήν αρετή.
Ή άδαμιαία φύση διαστράφηκε
ολοκληρωτικά. ' Υπέπεσε στήν αναγκαιότητα της φθοράς καί τοΰ θανάτου. Πάθη,
επιθυμίες καί ορμές κατέκλυσαν τόν άνθρωπο. Ό νους, στερημένος από τήν πηγή του άληθινοΰ φωτός, σκοτίστηκε,
πλανήθηκε καί λάτρεψεψε «τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα». Ή γιά νά αναφέρουμε τό τοΰ ψαλμωδοΰ:
«Άνθρωπος εν τιμη ού συνήκε* παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις άνοήτοις καί
ώμοιώθη αύτοΐς» (Ψαλμ. 48,13).
Κάθε άνθρωπος με τή γέννηση
του συνάπτεται με τή φύση τοΰ πρώτου ανθρώπου.
Φέρει δηλαδή την φθαρμένη
φύση τοΰ Αδάμ, πού παραδόθηκε στό θάνατο.Λόγω αυτής της ενότητας της ανθρώπινης φύσεως μεταδίδεται κληρονομικά το προπατορικό αμάρτημα. Ό Παύλος περιγράφει τή δική μας τραγωδία λέγοντας δτι
«διά τής παρακοής του ενός άνθρωπου, αμαρτωλοί κατεστάθησαν οί πολλοί» (Ρωμ.
5,19). Καί άλλου πάλιν γράφει: «δι' ενός άνθρωπου ή αμαρτία εις τόν κόσμον
εισήλθε καί διά τής αμαρτίας ό θάνατος» (Ρωμ. 5,12). Περιγράφοντας δε τή
διαστροφή τής φύσεως μετά τήν πτώση λέγει: «"Ο κατεργάζομαι ού γινώσκω· ου
γάρ δ θέλω τούτο πράσσω άλλ' ο μισώ τοΰτο ποιώ... νυνί δέ ούκέτι έγώ
κατεργάζομαι αυτό, άλλ' ή οίκοϋσα έν έμοί αμαρτία.» (Ρωμ. 7,15). Ή μικρή
περιγραφή μέ τά λόγια του Παύλου αποδεικνύει τήν ολική διαστροφή, πού
προκάλεσε τό προπατορικό σφάλμα καί τήν οποία θεράπευσε ό Κύριος μας μέ τήν
παρουσία του εδώ στή γη.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ <<ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ>>.Του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου